Ονοματεπώνυμο

Ονοματεπώνυμο

Ο πρώτος με φώναζε Χνούδι. Ήταν ο πατέρας. Με φώναζαν Χνούδι, κι αυτός κι η μάνα. Γιατί ήμουν πιο απαλή από το βαμβάκι στον κάμπο. Τον θυμάμαι κάπως. Γυρνούσα ξυπόλητη γύρω του. Αυτός έπινε. Εγώ έπαιζα με μία νεροκολοκύθα. Ο ήλιος μάς γλένταγε και τους δυο. Αυτός έπινε. Παπλωματάς ήταν, γυρολόγος. Όπου μπορούσε πήγαινε. Έφτιαχνε ή διόρθωνε παπλώματα, στρώματα και, σε άλλα σπίτια, γιατί εμείς δεν είχαμε, ντιβάνια, πολυθρόνες και καναπέδες. Τα γέμιζε με βαμβάκι, και το βαμβάκι ήταν μαλακό σαν χνούδι. Εμείς ένα στρώμα κι ένα πάπλωμα τα είχαμε, αλλά τίποτα άλλο. Η μάνα τον φώναζε πως δεν είχαμε ποτέ λεφτά ούτε βρακί να μου πάρει. Δεν είχε άδικο. Είχα μετρημένα βρακιά και τα έπλενα και τα στέγνωνα σε μια μουριά. Με φώναζε Χνούδι ο πατέρας είτε με μάλωνε είτε με αγάπαγε. Συχνά με γαργαλούσε. Ήθελε να μου πάρει τη νεροκολοκύθα από τα χέρια. Δεν την έδινα. Δεν ήξερα να γράφω το όνομά μου. Δεν ήξερα να το διαβάζω. Ήξερα να το λέω, και ήξερα πως σήμαινε κάτι μαλακό σαν βαμβάκι. Κι αυτό ήταν καλό, γιατί όταν πλάγιαζα στο στρώμα, το στρώμα ήταν σαν κι εμένα, χνούδι. Δεν πήγα σχολείο, λίγες τάξεις στο Δημοτικό.

Ο δεύτερος με φώναζε μπουμπούκι. Με έδωσαν σε αυτόν όταν έγινα δεκατέσσερα. Εγώ ούτε τον ήξερα, ούτε τον ήθελα, ήρθε έναν δεκαπενταύγουστο και με πήρε. Έπρεπε να πάω, μου είπαν, γιατί αυτός είχε λεφτά. Αλήθεια ήταν αυτό, γιατί αμέσως μού ψώνισε ρούχα, κάτι ροζ παπούτσια που δεν είχα ξαναδεί στη ζωή μου, και σοκολάτα φυσικά, γιατί μου άρεσε η σοκολάτα και δεν είχα λεφτά για αυτήν. Μου πήρε και βρακιά, δεν είχα μόνο δύο πια. Με φώναζε μπουμπούκι και όλο με φιλούσε. Και το νυφικό αυτός το αγόρασε. Είχε κι ομπρελίνο. Πήγα μαζί του στη Σαλονίκη κι εκεί πρωτοείδα τη θάλασσα. Κάπως έτσι την είχα σκεφτεί τη θάλασσα. Κάτι μεγάλο, κάτι φοβερό, κάτι με πολύ κόσμο. Μπήκα στο ραφτάδικό του, δούλευα μαζί του. Ήθελε και εκεί να με φιλάει συνέχεια, να με λέει μπουμπούκι του. Ήταν τριάντα εφτά χρονών. Έραβε καλά, έβγαζε λεφτά. Ούτε αυτός τελείωσε το Δημοτικό, μόνο την τέχνη του ήξερε. Καλός κύριος, αλλά ήθελε να με φιλάει συνέχεια, ενώ εγώ ήθελα να δοκιμάσω περισσότερες σοκολάτες. Στη Σαλονίκη είχε πολλές. Κάθισα μαζί του για να δοκιμάζω όλες τις γεύσεις από σοκολάτα που είχε το μαγαζί στο δρόμο που ήταν το ραφτάδικο. Με πήγαινε βόλτες στις πλατείες, με πήγαινε στον κινηματογράφο. Και κάθε βράδυ μου έδινε λουλούδι. Λουλούδι έδινε, μπουμπούκι έπαιρνε, έτσι έλεγε. Μετά, μια μέρα, ο Βασίλειος, έτσι τον έλεγαν, έφυγε από ανακοπή. Καλός κύριος, αλλά έφυγε.

Ο τρίτος με φώναζε μαργαριτάρι. Με πήρε αμέσως μόλις έφυγε ο Βασίλειος, γιατί ήμουν ακόμη παιδί, για να με βοηθάει με το μαγαζί και με το σπίτι, που έμειναν σε μένα. Ξάδερφος του φραγκοράφτη. “Μαργαριτάρι του” ήμουν. Είχε καφενείο στην παραλία. Δούλευα κι εκεί. Κόντευα τα δεκαοκτώ. Μέρα νύχτα στο μαγαζί. Να με βλέπει ο κόσμος. Άλλες φορές με φώναζε “μαργαριτάρι” στον κόσμο, άλλες φορές “κατσίκι”. Γιατί ήμουν μικρή και σβέλτη. Και του έβγαζα τη δουλειά. Είχε πολύ κόσμο το μαγαζί, είχε πολλή φασαρία. Του είπα πως δεν ήθελα μόνο το καφενείο, του είπα να πάω σχολείο, να με βοηθήσει να γραφτώ. Δεν με βοήθησε. Δεν ήξερα να διαβάζω, δεν ήξερα να γράφω. Μια μέρα ήρθε ένας βιβλιοπώλης στο καφενείο. Αυτός είπε πως είναι κρίμα να μην τελειώσω το σχολείο. Είχα βαρεθεί τη Σαλονίκη. Έτσι πήδηξα από τον πρώτο όροφο που ήταν το σπίτι μας και το έσκασα. Πάντα πηδούσα καλύτερα απ’ ότι περπατούσα, και στον κάμπο έτσι έκανα παλιά. Ναι, αν δε με έλεγαν Χνούδι ή Μπουμπούκι ή Μαργαριτάρι, θα μπορούσαν να με λένε κατσίκι. Πήρα τα λεφτά μου και έφυγα. Πήγα να βρω τον βιβλιοπώλη.

Ο βιβλιοπώλης ξεκίνησε από το μηδέν και μού έμαθε τα γράμματα και τους αριθμούς, πώς να γράφω σε σειρά και πώς να διαβάζω χωρίς να σταματάω. Με φώναζε Ομορφιά. Έμαθα κι αυτό να το γράφω, έκανα ωραία γράμματα. Με πήρε σπίτι του, στην Αθήνα. Μόνος ζούσε, τον βοηθούσα με το σπίτι. Έπλενα, μαγείρευα, καθάριζα, μού μάθαινε γράμματα αυτός. Ήταν μεγάλος, κόντευε να σταματήσει τη δουλειά, ήταν κι αυστηρός. Και με τη δουλειά, και με εμένα. Δεν ήμουν παιδί πια, έλεγε, έπρεπε να τα μάθω ολόσωστα. Τα έμαθα. Μπόρεσα κι έγραψα και το Χ, κι όλο το Χνούδι. Μετά ο βιβλιοπώλης ήθελε να κοιμάται με μένα, εγώ δεν ήθελα. Του είπα πως θέλω μόνο γράμματα τώρα, είχα χορτάσει από σοκολάτες και λουλούδια και φιλιά. Στην αρχή συμφωνούσε, “εντάξει Ομορφιά”, έλεγε, και έφερνε κι άλλα βιβλία. Άμα τα μάθαινα καλά αυτά, έλεγε, θα μπορούσα να γραφτώ στο Νυχτερινό Γυμνάσιο. Χάρηκα. Κάπως έτσι το σκεφτόμουν, θα έφευγα από το σπίτι του μόλις τα μάθαινα καλά. Όμως όλο και αργούσε να μου κάνει μάθημα μετά, όταν πέρασε λίγος καιρός. “Γιατί δε μου μαθαίνεις κι άλλα;” τον ρώταγα, “πώς θα πάω Γυμνάσιο; Δεν θέλω να μένω όλη μέρα στο σπίτι, τι να κάνω εδώ;”. Έτσι είπα, και το ήξερε αυτό από την αρχή, για τα γράμματα πήγα. Αλλά θύμωσε εκείνη τη νύχτα, κάπως λογοφέραμε, με έριξε κάτω. Χτύπησα. “Συγνώμη” είπε και πήγε να με σηκώσει, και πήγε να δει τη γρατζουνιά, αλλά άρχισε να τη φιλάει και να τη χαϊδεύει. Τότε εγώ του έδωσα μία κλωτσιά ανάμεσα στα πόδια. Αυτός δεν κατάλαβε, συνέχισε να με έχει αγκαλιά, μου έλεγε δεν πειράζει που κάνω έτσι σαν παιδί, παιδί είμαι μου έλεγε, και μου έλεγε συγνώμη. Του είπα πως ήταν πολύ καλός ως δάσκαλος, αλλά δεν τον ήθελα για άντρα καθόλου. Τότε αυτός μου έβγαλε το βρακί με το ζόρι κι έπεσε πάνω μου να με φιλήσει πάλι. Τον χτυπούσα, τον φώναζα, αλλά δεν μπορούσα να κάνω πολλά. Ήταν πιο δυνατός. Έλεγε συνέχεια “συγνώμη” και πως ήμουν η Ομορφιά του. Τελείωσε, σηκώθηκε, και μου είπε πως αυτό ήθελε μόνο, μία φορά να με φιλήσει, πως παραφέρθηκε αλλά αυτό ήθελε. Να μείνω μαζί του να τελειώσουμε τα γράμματα. Έτσι είπε. Έμεινα έναν μήνα περίπου. Δεν με ξαναπείραξε. Με βοήθησε να γραφτώ στο Νυχτερινό Γυμνάσιο. Με το όνομα Μόρφω. Ομορφιά.

Ο πέμπτος με φώναζε Αστέρι. Γιατί ήμουν. Και στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο. Κι αυτός μαθητής εκεί, κι αυτός ενήλικας. Όχι Αστέρι όμως. Αυτός ερωτεύτηκε, έλεγε, το Αστέρι. Κάτι δεν μου άρεσε που με φώναζε έτσι. Τελευταία χρονιά στα θρανία, δεν μου άρεσε να με φωνάζουν έτσι. Μου άρεσε η Άλγεβρα, μου άρεσε και η Ιστορία. Έμενα μόνη σε ένα σπίτι, με τα λεφτά του φραγκοράφτη. Έμαθα πως πατέρα και μητέρα δεν είχα, είχαν πεθάνει. Κι αυτός εκεί, να με λέει Αστέρι. Έστελνα λίγα λεφτά και στον αδερφό μου στο Άργος. Ήθελα να δώσω εξετάσεις για το Πανεπιστήμιο. Δούλευα το πρωί καθαρίστρια στο Πανεπιστήμιο. Το ήξερα καλά δηλαδή από μέσα. Κι οι δάσκαλοι έλεγαν πως ήμουν αστέρι. Κι αυτοί έτσι με έλεγαν. Έδειξα εμπιστοσύνη που με γύριζε σπίτι το βράδυ, μετά το μάθημα. Ήμουν έξι χρόνια μόνη, έδειξα εμπιστοσύνη όταν μπήκε μέσα για ένα νερό. Μου είπε να του βάλω να πιει και λίγο κρασί. Του έβαλα. Ήπια κι εγώ. Με κοιτούσε χωρίς να κουνιέται, με κοιτούσε πιωμένος, σαν κάτι να περίμενε. Του είπα “καληνύχτα”. Δεν έφυγε. Με κοιτούσε έτσι και περίμενε. Τότε δεν ήξερα τι περίμενε με τα μεγάλα αποβλακωμένα μάτια του. Περίμενε να πιάσει το χάπι, που έπιασε, γιατί την άλλη μέρα εγώ ξύπνησα χωρίς να θυμάμαι τι έγινε, χωρίς βρακί, χωρίς το βρακί που μόνη μου αγόραζα πια. Και κατάλαβα τι έγινε.

Κι ήρθα εδώ, να σας ξεράσω όσα έγιναν με τη σειρά, να καταγγείλω έναν βιασμό, και μου λέτε «πώς σε λένε Κούκλα;», και σας λέω να πάτε να γαμηθείτε άμα με ξαναπείτε έτσι, και το εννοώ, πως όποιος ξαναχρησιμοποιήσει για μένα άλλη λέξη εκτός από ένα όνομα, ένα οποιοδήποτε όνομα, ένα γαμημένο συνηθισμένο όνομα Ελένη, Κατερίνα, Αντωνία, Σοφία, Δώρα, Δήμητρα, Μαρία, θα του κόψω τα χέρια, ή τα μάτια, ή τη γλώσσα, μη γελάτε, όποιος γελάει θα είναι ο επόμενος που θα καταγγείλω.

Αλλά γελάτε. Γιατί είστε ο έκτος. Με συμπαθείτε λέτε, και χαμογελάτε, κι έπειτα λέτε στον επόμενο, τον έβδομο, πως άλλο όνομα δεν έχω, πως θα δεχτείτε να υπογράψω την καταγγελία αυστηρά όπως με γέννησαν και μόνο.

Χνούδι.





______________
Το Χνούδι, ο παπλωματάς, ο θεσσαλικός κάμπος, ο φραγκοράφτης, είναι εμπνευσμένα από το θεατρικό του Δ. Κεχαϊδη Το Πανηγύρι.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: