«Άλλοι άνθρωποι, καινούρια τα σπασμένα»

Μαρία Δαλαμήτρου, «Αποθησαυρισμένα», εκδ. ΑΩ 2021

Λίθινο προϊστορικό ειδώλιο (-6500/-3300)
Λίθινο προϊστορικό ειδώλιο (-6500/-3300)


Τα Αποθησαυρισμένα, η δεύτερη ποιητική συλλογή της Μαρίας Δαλαμήτρου, προσφέρεται για ποικίλες περί τη λογοτεχνία ερμηνευτικές προσεγγίσεις, ωστόσο η γλώσσα –το μόνο επιθυμητικό, κατά Kristeva, αντικείμενο– παραμένει αενάως το κατεξοχήν ελκυστικό της πεδίο. Μια γλώσσα ιδιότροπη, κοχλάζουσα, ιερή, αναιδής, ισορροπημένη, μουσική, άγρια και υποταγμένη συνάμα σε ρυθμικά κύματα, ικανή να αναπνέει με φυσικότητα μες τον καθαρευουσιάνικο ή και αρχαιοπρεπή τύπο αλλά και μες την μποέμικη ζωή, δυνάμενη να ομιλεί μα και να αδράχνει το θάμβος, να βιογραφεί συνθέτοντας την ιδία αυτής αυτοβιογραφία...

ΛΕΝΕ// (ρήμα, χρόνου ενεστώτα, ενεργητικής φωνής, οριστικής, γ΄ πληθυντικού)// Ο καιρός/ απραγής/ σπιρτωμένος/ στην τσέπη/ κηρωμένες/ εντράδες/ ξεζεσταίνουν/ ομοίως/ πανταχού/ δροσοφίλη/ του χωρίου/ κομμός/ χρεμετίζω/ αστέρως/ διαβάλλω/ κι αμεριμνώ.// Πιστεύω εις ένα κείμενο ακροτήτων τε πάντων και τεράτων.// Γεννηθέν ανάστατο κι αναρχικό.// Ομολογώ εις πλήρην άφεσιν νοήμονος βουλεύματος.// Και λαγνοπλάστης των φθόγγων των ζωοποιών αποχωρώ.

Η ποιήτρια γράφει τανύζοντας την ευαισθησία της σε όλα τα επίπεδα της ανθρώπινης περιπέτειας, με έμφαση στη σχεσιακή–επικοινωνιακή αδυναμία, τη σύλληψη της ομορφιάς ως αξίας άξιας να κινητοποιήσει οργασμικά ψυχή και γλώσσα και τη σύγκρουση της Ι(ι)στορίας με το τραγικό απρόοπτο.

Το κύριο θεματικό τρίπτυχο και οι παραλλαγές αυτού επιμερίζονται σε ένα ευρηματικό αλφάβητο που δομεί τη συλλογή, οδηγώντας την από ένα αρκτικό «α» σε ένα εξόδιο «ω». Σε κάθε ψηφίο αναλογούν δύο ποιήματα, η δε καταχώρησή τους δηλώνεται και εξαρτάται κάθε φορά από το πρώτο γράμμα του μονολεκτικού τίτλου τους. Μετά από τυπογραφικό κενό, στο σώμα του ποιήματος εγγράφεται σε λόγο παρενθετικό ένας ιδιότυπος ορισμός του τίτλου. Απευθυνόμενος, προφορικός, συχνά πικρός ή και χιουμοριστικός, γνωμικός ή άμεσα νουθετικός, ο εν λόγω ορισμός θίγει κυρίως το πεδίο των σχέσεων, επισύροντας κάποτε μια αποδομιστική παρόρμηση: ΖΕΡΒΑ// (ουσιαστικό που μάλλον δε θα συναντήσεις ποτέ από κοντά, παρά μόνο στην πρόταση «οι ζέρβες σου έρχονται κατά πάνω μου»), ΗΔΗ// (επίρρημα, χρονικό, τι να το κάνεις όμως, μόνο τετελεσμένα δημιουργεί, θα σου έλεγα να επιλέξεις κάτι άλλο), κ.ά.

Η ποιήτρια κινείται παθιασμένα ανάμεσα σε μια πανούργα δομική συνοχή και σε μια γλωσσική έκρηξη. Εν τέλει, όλα λιώνουν στη μαγγανεία του λόγου και του ρυθμού, στον συγκλονισμό της αναγνωστικής μας συνάντησης με το άδικο μιας ανελέητης και ανυποχώρητης ανθρωπογενούς στάσης που θάβει πολιτισμούς, έρωτες, ζωές, ενώ βρισκόμαστε ένα μόλις βήμα από το θαύμα, από το εξωτικό θραύσμα που θα μας πάρει τα μυαλά, από την αγαπητική συν-χώρεση, την όντως ζωή.

Ψαύοντας το αρχαϊκό, κατά τον ψυχαναλυτικό όρο, τραύμα, η Μαρία Δαλαμήτρου μετέρχεται των πρωτόγονων τρόπων που έφερε ξανά στο προσκήνιο ο ιστορικός μοντερνισμός, παίζοντας με τις λέξεις, τις συλλαβές, τα ιερά κείμενα μα και συμφιλιώνοντας ανενδοίαστα την πρωτοπρόσωπη αφήγηση, το θεατρικό σχεδιασμό, την κινηματογραφική κίνηση, το πεζολογικό ποίημα, το παντούμ, το χαϊκού, την παραδοσιακή ποίηση. Όλοι οι ποιητικοί τρόποι μα και τα όντα της συνέχονται σφικτά και αδιόρατα –πέραν της δόμησης της συλλογής και της σπαρταριστής άφοβης γλώσσας της, από τον σκεπτικισμό περί τα ανθρώπινα που είναι εγκαταστημένος στην πλειονότητα των 48 «αποθησαυρισμένων», από την ακατάπαυστη συνύπαρξη των μεγάλων, κατά Freud, δυνάμεων, του Έρωτα και του Θανάτου, και των μεταφράσεων αυτών σε έτερους κομιστές του ψυχικά αρχέγονου. Η ποίησή της επενεργεί έμπονα καθώς «θυμίζει» την ωραιότητα της ύπαρξης, καθώς «θυμίζει» τον έρωτα, τη δυνατότητα των αισθήσεων να κομίζουν μέγα θαύμα μα και την πνιγηρή αδράνεια, την επανάληψη ενός πολυπαιγμένου τέλους για την Ιστορία και την ιστορία μας. Ένας επαναστατικός αέρας φυσά, προερχόμενος κυρίως από το πυρετώδες γλωσσικό κυνήγι, τις αφειδώλευτες αναγνωστικές νάρκες μορφημάτων και νοημάτων. Και πάλι προστρέχουμε στην Julia Kristeva, που μεταφέροντας στο βιβλίο της Νόημα και μη νόημα της εξέγερσης τη φροϋδική της εμπειρία για την εξέγερση στην καλλιτεχνική εργασία, κωδικοποιεί, μεταξύ άλλων, την εξέγερση και «ως επανάληψη, διεργασία, επεξεργασία».

Η αφηγηματική ποιητική της μανιέρα απηχεί κάποτε θεατρικότητα καβαφικού τύπου, ως προς την αμεσότητα της απεύθυνσης, την καθαρότητα της σκηνοθεσίας, ιδίως όμως ως προς το απροσδόκητο του τέλους. Χαρακτηριστικά τα ποιήματα «Βαλαντώνω» και «Χαράζει» –και τα δύο συνδεόμενα άμεσα με τον τίτλο της συλλογής, τα οποία με την αιφνίδια κατάληξή τους διαψεύδουν ειρωνικά τα δεδομένα της πρόσληψής μας. Σημειώνουμε ότι και με την τοποθέτησή τους προς την αρχή (το «Βαλαντώνω») και προς το τέλος της συλλογής (το «Χαράζει») συμβάλλουν στη χάραξη μιας πνευματικής πορείας, μιας θέσης που συνολικά αναφύεται.

Πέραν της καβαφικής επιρροής, οι Σεφέρης, Εμπειρίκος και Καββαδίας ενοικούν, μεταξύ άλλων, στα υπόγεια του ποιητικού της οίκου. Μα και η δημοτική μας παράδοση συμβάλλει στην αρχιτεκτονική του λόγου της ποικιλοτρόπως. Χαρακτηριστικά εστιάζουμε στη 15σύλλαβη «Κερκόπορτα» (ουσιαστικό θηλυκό, περίπου αιώνιο, κατά τα ειωθότα βιασμένο), όπου η ποιήτρια συνομιλεί με το αρχιπέλαγος της παραδοσιακής ποίησης και όχι μόνον της δημώδους, από την κρητική αναγέννηση ώς τον Καββαδία: […] Αυτή απ’ την κερκόπορτα του πέταξε αχιβάδα./ Στις θύρες της δοξάζεται ατόφια η τρικυμία./ Την έπιασε στα χέρια του, την έφερε στο στόμα. Την έσπασε να ξεχυθεί η μάνητα στο χώμα/ κι έφυγε με τα κήτη της, τις όρκες ουραγούς της, ένα πρανές πτερύγιο σφυρίζει την πορεία.// […]

Δε θα χαρακτηρίζαμε την ποιητική της Μαρίας Δαλαμήτρου «γυναικεία», παρά την υιοθέτηση πρωτοπρόσωπης γυναικείας περσόνας σε αρκετά ποιήματα της συλλογής. Θα λέγαμε, πάντως, ότι παρατηρείται αναλογία σε σχέση με την κύρια μέριμνα της ποιήτριάς μας και σημαντικών θηλυκών καλλιτεχνών –όχι μόνον της λογοτεχνίας– όσον αφορά στην ευαισθησία τους απέναντι στον πόνο. Ως συλλέκτρια, ιδίως του συσσωρευμένου αμετάκλητου αγιάτρευτου πόνου, η Δαλαμήτρου διατρέχει τα λημέρια του, «αποθησαυρίζοντας» στο βιβλίο μορφές της συλλογικής και ατομικής του εμπειρίας. Ο πνευματικός λώρος ωστόσο που τη συνδέει με τον πόνο είναι περισσότερο αυτός του ευάλωτου στις εμμονές του δημιουργού και του ηθικά υπόχρεου διασώστη που θα περισυλλέξει ευγενώς στο έργο του την αδικία, όπου αυτή κατοικοεδρεύει: στις ανέραστες γυναίκες («Εγίρα»), στον ξενοκίνητο «βάσανο» που διχοτομεί τις ζωές, στην αθώα άγνοια των απροετοίμαστων στο μεγάλο κακό λαών, στην αδυναμία επανεκκίνησης παροπλισμένων γυναικών («Πείσμα», «Ψηφίο»), στο άφευκτο της αλλοίωσης και την παρελκόμενη αυτής απομόνωση («Ζέρβα»), στους ποντοπόρους –πάντα αναγκασμένους– της ελπίδας, στα μεσαιωνικά καραβάνια («Ξέμεινα»), στους χορτάτους της ματαίωσης («Υποσχετική»), στην προδιαγεγραμμένη τύχη του Λάκωνα που ετοιμάζεται να αντισταθεί σε 2.600 Δωριείς («Λάφυρο»), στη γυναίκα ως κλεψύδρα («Κλεψύδρα»), στον άνθρωπο έρμαιο της διανοητικής του πλησμονής («Ιθαγενείς»), στη νομοτέλεια του ολοσχερούς μας χαμού, κ.ά.

Κάποτε –σπάνια– ένας ηρωικός τόνος εμφανίζεται στα ποιήματά της, ιδιαίτερα σε ορισμένα από τα εμπειρίκειας κοπής πεζότροπά της, μα ως επί τω πλείστον παραμένει χαμηλότονη και πεζολογική, με αιφνιδιασμούς καβαφικούς ως προς το βάθος της ειρωνείας. Ψαύει τη λέξη, την αλλοιώνει, χορεύει μαζί της, την «τρώει» («Ψαμμητίχου»). Ο λόγος της, μ’ όλα του τα σημάδια, την αναρχία και την τελετουργική του αίγλη, λόγος ερωτικός.

Τέλος, η Μαρία Δαλαμήτρου, σε όλη τη συλλογή μα κατεξοχήν στα δύο διαλεγόμενα μεταξύ τους ποιήματα «Βαλαντώνω» και «Χαράζει», ομολογεί, κατά τον εκκλησιαστικό όρο, την αυθυπόστατη αξία και την καθαυτή ομορφιά του σπασμένου, του για μακρύ καιρό χαμένου, του σταματημένου. Μια ευωδία χαράς και μέριμνας αναδύεται από τις σελίδες της. Ο πόνος, το έλλειμμα, η βαθιά ρωγμή, το σπάσιμο των όντων της είναι ικανά να μας συγκινήσουν αισθητικά και συνειδησιακά, διαπερνώντας τα νεύρα μας με το έλαιο της φιλαλληλίας και την αναγκαιότητα του έρωτα. Η ίδια πάντως διατηρεί την πνευματική της γραμμή μη θολώνοντας την κρυστάλλινη απόσταση που τηρεί από τα ποιήματά της, καλύπτοντας, με άλλα λόγια, την αυτοεπίγνωσή της σε σχέση με τη σπουδαιότητα της θεματικής της.


 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: