Διπλό παιχνίδι

Αλέξης Καλοκαιρινός, «Διπλό παιχνίδι: Σπουδές στη “Θεία Κωμωδία“ και τον “Χαμένο παράδεισο“», Πόλις 2021

Ουίλιαμ Μπλέικ: «Ο πειρασμός και η πτώση της Εύας», εικονογράφηση για τον «Χαμένο Παράδεισο» του Μίλτον, 1808. Υδατογραφία 49,7 Χ 38,7 εκ. Μουσείο Καλών Τεχνών της Βοστώνης
Ουίλιαμ Μπλέικ: «Ο πειρασμός και η πτώση της Εύας», εικονογράφηση για τον «Χαμένο Παράδεισο» του Μίλτον, 1808. Υδατογραφία 49,7 Χ 38,7 εκ. Μουσείο Καλών Τεχνών της Βοστώνης



Σκέψεις και εντυπώσεις

Η ποιητική συλλογή του Αλέξη Καλοκαιρινού, αρθρωμένη σε δύο μέρη, ως διάλογος με τη Θεία κωμωδία και τον Χαμένο παράδεισο αντίστοιχα, αυτοσυστήνεται ως ένα διπλό παιχνίδι, προειδοποιώντας για τη διττότητά της. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ως αναφορά, τρόπος και αναζήτηση, είναι μια διελκυστίνδα: ανάμεσα στον Δάντη και στον Μίλτον, στο παιχνίδι και στη σπουδή, στη συγκίνηση και τον αποδεικτικό συλλογισμό, στο χιούμορ και τη σοβαρότητα, στην ελεύθερη βούληση και τον προκαθορισμό. ‘Διπλό παιχνίδι’ σημαίνει συχνά και εξαπάτηση, αλλά αν υπάρχει μια τέτοια, σίγουρα δεν είναι σε βάρος του αναγνώστη. Ο τίτλος είναι περισσότερο μια ευθεία παραδοχή για την αντιδογματική αναζήτηση που επιχειρούν τα ποιήματα καθώς αναπτύσσουν τη διπλή όψη των πραγμάτων, την αθέατη μεταφυσική μηχανική και τα ουράνια δράματα πίσω από τις γήινες συγκινήσεις και ταλαιπωρίες.

Πράγματι, από τα πιο ωραία σημεία της συλλογής είναι όσα αφορούν μια ποιητική βιολογία, μια εξήγηση των ανεξήγητων συγκινήσεων και όσων μας δένουν μεταξύ μας ανεπίγνωστα: οι ψυχές ανοίγουν σαν καρπός μετά τον θάνατό τους και κάποια από τα σπόρια τους καταλήγουν στον κάτω κόσμο, στο δάσος των ψυχών, όπου βλασταίνουν και σείονται, προκαλώντας έναν «άηχο παλμό στων ζωντανών τα σπλάχνα» (σ. 16)· το «χωρίς ανάμνηση» αίμα των ανθρώπων έχει μια προϊστορία καλλιτεχνικής δημιουργίας και πόνου (σ. 18), ο άνθρωπος εντάχθηκε στο πλάνο της δημιουργίας για να κάνει παρέα στον σκύλο (σ. 85).

Γενικότερα, το δυσδιάκριτο όριο ανάμεσα στο εγώ και στο άλλο, η επαφή, η επικοινωνία, η εναλλαγή θέσεων είναι παραλλαγές ενός θέματος που επανέρχεται με διάφορους τρόπους σ’ αυτήν την ιδιαίτερα συνεκτική συλλογή. Εξάλλου ο έρωτας και η σχέση με τον θεό (όπως συχνά βλέπουν οι άνθρωποι το αντικείμενο του έρωτά τους) βρίσκουν στη θεματική της μια κυριολεκτική συνάφεια: «Τις σκέψεις μου έχεις σκεφτεί προτού σκεφτώ/ και τα αισθήματα που πρόκειται να νιώσω» (σ. 44) «Σε θέλω/ αυτό που είσαι/ αυτό που έχεις γίνει// ελεύθερα/ ο έρωτας που αντέχεις/ και μέσα σου εγκλωβίζει τη θεότητα» (σ. 45). Αλλού ο θεός επικοινωνεί με τους αγγέλους με «χημικά» που ρίχνει στον νου τους, «το σύμπαν ευωδιάζει όταν τους απευθύνεται ο θεός» (σ. 70)· η Εύα φιλεύει σταφύλι τον Ραφαήλ χαϊδεύοντας τα χείλη του για να εννοήσει και να πει «από την άκρη του κορμιού/ στον πλάστη μου πώς νιώθομαι/ απ’ τ’ ακροδάχτυλά μου (σ. 81).

Παράλληλα, το διακειμενικό παιχνίδι έχει τις χάρες του και η ανάγνωση μαζί με τις πηγές –που έχουν άλλωστε τη δική τους ιστορία αναγνώσεων και αναπλάσεων–  ανταμείβει τον αναγνώστη. Ο Καλοκαιρινός κάνει τη δική του παρανάγνωση του δαντικού che fece…il gran rifiuto και με τρεις επίκαιρους στίχους –«χωρίς χαρτιά και χρήματα/ καθηλωμένοι στον καταυλισμό/ δίπλα στο σταθμό διαμετακόμισης»– οι περιφρονητέοι δειλοί, αρνητές της ζωής, «σκεπασμένοι μύγες» γίνονται τελικά ο καθρέφτης της ασχήμιας και της ανηθικότητας που έχει η περιφρόνησή μας για όλους αυτούς που ζουν «νεκροί χωρίς θάνατο» πλάι μας (σ. 14). Στο δεύτερο μέρος της συλλογής (όπου το χιούμορ και ο σαρκασμός βρίσκουν συχνά μια κατάλληλη θέση) η επικαιροποίηση του δρόμου προς την Κόλαση, συγχρηματοδοτημένου από τράπεζες και κατασκευαστικές εταιρίες, δημιουργεί μια αξιοθαύμαστα ταχεία λεωφόρο, με τον φόρο αίματος «προπληρωμένο στην πηγή» (σ. 91).

Το Διπλό παιχνίδι είναι μια συλλογή περισσότερο στοχαστική παρά συγκινησιακή, και απ’ αυτήν την άποψη είναι δύσκολο να είναι κανείς δίκαιος μαζί της σε ένα σύντομο κείμενο. Ο προβληματισμός για τον προκαθορισμό και την ελεύθερη βούληση είναι το σταθερό νήμα που τη διατρέχει και υπαγορεύει σε ένα βαθμό τον συλλογιστικό της χαρακτήρα. Στην πράξη, η μορφή του στίχου χρησιμοποιείται πολλές φορές για να διακόψει τη ροή ενός συλλογισμού και να σημαδέψει τις τροπές του, καθώς ανοίγει τις δυνατότητές τους μέχρι τον επόμενο. Η ποιητική μορφή δεν κυνηγά εδώ την αισθητική εντύπωση, αλλά προσφέρει τον τρόπο να κρατιέται πλαστικός, πολύσημος όσο και ανθρώπινα μεστός ένας κατά βάση φιλοσοφικός στοχασμός. Η πάλη με τις λέξεις, που αφήνεται έτσι να διαφανεί, είναι μια ειλικρινής έκφραση για τη διερεύνηση ίσως μιας τελευταίας έννοιας του ‘διπλού παιχνιδιού’, της υπαρξιακής εξαπάτησης.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: