Υπόγειο ρυάκι
Προχώρησε στην άκρη να περιμένει, μόλις κάτι χιλιοστά από τη ξεβαμμένη κόκκινη γραμμή. Κοίταξε κάτω και ήταν πάλι εκεί. Αυτό το ρυάκι, με τον γκρι βυθό, που ζωγράφιζε τις αναταράξεις και τα κύματα από όσους έρχονταν, έφευγαν ή κάθονταν για λίγο να περιμένουν υπομονετικά. Μόνο εκεί, στον δικό της σταθμό, ήταν τόσο ήρεμο και καθαρό. Δεν έμοιαζε με τα ρυάκια που έβλεπε καμιά φορά στους δρόμους, δίπλα από πεζοδρόμια, ή στις διακοπές ανάμεσα σε πλατάνια και πετρούλες. Ούτε έμοιαζε με κάτι βρώμικες λωρίδες νερού που βγαίνουν από τις πόλεις και καταλήγουν σε αστικές παραλίες. Αυτές τουλάχιστον, αν είναι τυχερές, έχουν παρέα και καμιά πάπια. Το ρυάκι της ήταν πιο μοναχικό, μα ταυτόχρονα έτοιμο να καλοδεχτεί τις εντάσεις. Ήταν και πιο καθαρό, αγνό, μπορούσε να καθρεφτίσει όσα βλέμματα στέκονταν από πάνω του, έστω γι’ αυτό το λίγο. Σκέφτηκε πού; Πού χρησίμευε αυτό το νερό; Κανέναν ποταμό δεν ανακούφιζε, καμία πόλη. Για κάτι άλλο θα ήταν προορισμένο. Ίσως να περίμενε εκείνη. Γι’ αυτό κάθε μέρα τη φώναζε. Κάθε μέρα είχαν αυτή τη σύντομη συνάντηση, έστω και μερικά δευτερόλεπτα, σαν τελετουργία. Ήθελε να πάει κοντά του επιτέλους. Ναι, είχε έρθει μάλλον η ώρα να κάνει το ένα παραπάνω γενναίο βήμα, να αφήσει την κάποτε-κόκκινη γραμμή πίσω και να ενωθεί με το νερό. Ναι, ήταν η ώρα. Έκανε να ανασηκώσει το πόδι της και τότε το μακρόσυρτο μπιπ της άφιξης την ξύπνησε. Ο συρμός είχε φτάσει και η πόρτα μπροστά της είχε ανοίξει. Μπήκε μέσα, άκουσε το «Επόμενη στάση» και άφησε πίσω το ρυάκι. Θα την περίμενε πάλι αύριο.
Βήματα πίσω από το ακορντεόν
Είναι μόλις επτά-οκτώ χρονών. Προσπαθεί να ακολουθήσει τον βηματισμό του μπαμπά του, που δυσκολεύεται κάπως να κινηθεί μέσα στο στενόμακρο πλήθος. Τα λεπτά του ποδαράκια και το γλυκό του ύψος τον κάνουν πιο ευκίνητο. Θέλει να πάει πιο γρήγορα και να ακολουθήσει τον ρυθμό που παίζει ο μπαμπάς. Θέλει να προσπεράσει τις κυρίες με τις σακούλες που κάθονται επιδεικτικά κουνώντας νευρικά τα πόδια τους. Θέλει να μην ακουμπήσει, έστω και αυτό το λίγο, το τίποτα, το ίσα-ίσα, τους παππούδες που κοιτούν με σιχαμάρα το ακορντεόν. Θέλει απλώς να πιάσει το χέρι του μπαμπά του, να πάνε να καθίσουν και εκείνοι σε δυο θέσεις, να περιμένουν να φτάσουν κάπου, όπου κάτι θα τους περιμένει, να έχει χρόνο να μάθει στο ακορντεόν διάφορα τραγούδια, να μπορεί να τα παίζει στον μπαμπά αργότερα, όταν τα χέρια του θα έχουν γεράσει. Μα τα βαγόνια τελειώνουν. Η μουσική σταματά. Το ακορντεόν κρεμιέται στον ώμο. Βγαίνουν βιαστικά από το βαγόνι και ξαποσταίνουν, μετρώντας τα ψιλά, γι’ αυτά τα τρία λεπτά, ώσπου να έρθει το επόμενο τρένο.
Ιδανική συνεπιβάτης
Καθόμαστε διαγώνια με μια συμπαθητική κυρία. Τουλάχιστον, έτσι φαίνεται, κοιτάζοντας έξω τη σκοτεινή αποβάθρα. Είμαστε μόλις μια στάση μαζί, μα είναι από τους συνεπιβάτες που χαίρεσαι να έχεις. Ήσυχη, μαζεμένη στα περιθώρια της γκρι της θέσης, χωρίς να αναδύει κάποια μυρωδιά που ζαλίζει. Μα τότε, ακούγεται η αόρατη κυρία από το μεγάφωνο, οι πόρτες ανοίγουν και μπαίνει μια παράξενη μορφή που έρχεται να ταράξει αυτή τη σύντομη, μα όμορφη, διαδρομή μέχρι το κέντρο. Εγώ πάω στο κέντρο, η κυρία δεν ξέρω. Η μορφή κάθεται έχοντας το βλέμμα πίσω μου, στο βάθος, σαν να βλέπει κάτι πολύ συγκεκριμένο. Το ψαράδικο παντελόνι του κονταίνει λιγάκι παραπάνω και οι λεκέδες που έχει πάνω χάνονται ανάμεσα στις υφασμάτινες δίπλες, μα χωρίς να κρύβεται η γενική καφέ εικόνα των ρούχων του. Η κυρία δίπλα του συνεχίζει να είναι προσηλωμένη στη μαύρη θέα, εγώ γυρνάω λοξά να κοιτάξω τον χάρτη που ξέρω απέξω. Το ξέρουμε και εγώ και η κυρία πως η ειδυλλιακή μας σχέση έχει χαθεί και ο συνεπιβάτης μας το επιβεβαιώνει, όταν μια παράξενη, θυμωμένη φωνή ξεκινάει να βγαίνει από το κίτρινο στόμα του. «Όλοι πάμε και πάμε και πάμε. Και πού πάμε; Δεν ξέρω πού πάω. Πού πάνε όλοι; Πού πάνε οι άνθρωποι; Ποιο το νόημα; Πού έχει πάει η γυναίκα μου; Προχθές πηδιόμασταν και σήμερα δεν ξέρω πού έχει πάει. Λες και δεν έχει τηλέφωνο να την βρω. Δεν βρίσκω τη γυναίκα μου. Πού στον διάολο έχει πάει; Πού…» Η ταχύτητα του τρένου καλύπτει το υπόλοιπο του λόγου του μέχρι να φτάσουμε στην επόμενη στάση. Σηκώνομαι αδιάφορη, μα έχοντας το αυτί μου ακόμα κάπου εκεί πίσω, μήπως και πιάσω κάτι ακόμη. Βγαίνω και επιταχύνω για το ακριβώς δίπλα βαγόνι. Το προλαβαίνω στο παρά πέντε, βολεύομαι σε μία άδεια τετράδα θέσεων, αυτή τη φορά στο παράθυρο. Απέναντί μου έρχεται και βολεύεται η κυρία. Με έχει ακολουθήσει σιωπηλά. Η ιδανική μου συνεπιβάτις μου γνέφει με κατανόηση, μου χαμογελά σαν να είμαστε συνένοχοι. Τον αφήσαμε μόνο να ψάχνει τη γυναίκα και το νόημά του. Εμείς, μέχρι να χωριστούν οι καθημερινότητές μας, ήρεμες, συνεχίσαμε μαζί.