Ο Ιζάκ Λεβή είχε πια περάσει τα 75

Επιχρωματισμένη φωτογραφία της δεκαετίας του ΄50
Επιχρωματισμένη φωτογραφία της δεκαετίας του ΄50


Ο Ιζάκ Λεβή είχε πια περάσει τα εβδομηνταπέντε.
Σε μια περίοδο της ζωής του ―λίγο πριν τα πενήντα του και τα επόμενα δέκα χρόνια― για να πηγαίνει στη δουλειά του, έπρεπε να οδηγεί στον αυτοκινητόδρομο του βόρειου New Jersey, ένα δρόμο πελώριο και δυστοπικό με δεκαέξι συνολικά λουρίδες. Το αυτοκινητάκι του ήταν παλιό μοντέλο χωρίς μεγάλη επιτάχυνση κι όταν εκείνα τα τεράστια φορτηγά ερχόντουσαν και κολλούσαν επιθετικά στον πίσω προφυλακτήρα του, ένιωθε πως ήταν έτοιμα να τον πετάξουν στην άκρη. Καθώς τον προσπερνούσαν, οι μακροσκελείς σειρές των τροχών τους, στο ύψος ακριβώς του προσώπου του, στρίγγλιζαν φονικά πάνω στην άσφαλτο, με τις μεγάλες τους βίδες να περιστρέφονται με φρενήρη ρυθμό. Παρόλο που ο Ιζάκ δεν ήταν υπερευαίσθητος, η βιαιότητα αυτών των τροχών έπληττε τα νεύρα του με τέτοια ωμή αμεσότητα που τού αφαιρούσε κάθε δυνατότητα να αμυνθεί. Τον κυρίευε μια τελείως χειροπιαστή αίσθηση πόσο τρωτή είναι η σάρκα, πόσο εύκολο είναι να ξεσκιστεί, να συνθλιβεί, να ξεχειλωθεί, να συμπιεστεί—να σκοτωθεί, να καταστραφεί, να εκμηδενιστεί. Κατανόησε ότι παρόλο που το αυτοκίνητό του, σαν όλα τ’ αυτοκίνητα, έδινε την εντύπωση ότι ήταν και στην ουσία πραγματικά ήταν ένας βολικός καναπές που κυλούσε πάνω στον αυτοκινητόδρομο, υπήρχε μια τεράστια διαφορά μεταξύ ενός στατικού κι ενός κινούμενου καναπέ. Σ’ αυτό το σημείο, η Φυσική του πήρε κάπως πιο μεταφορικές προεκτάσεις: άρχισε να αισθάνεται ότι καθώς ο καναπές του αυτοκινήτου του ανέπτυσσε όλο και μεγαλύτερη ταχύτητα, αποτέλεσμα ήταν η προοδευτική αύξηση ορισμένων δυνάμεων ικανών να τον συνθλίψουν και να τον κάνουν αγνώριστο τη στιγμή που ακόμη και μια απειροελάχιστη ανωμαλία προέκυπτε στο όλο σύστημα. Και έτσι έφτασε να κατανοήσει ότι αυτός ο τρόπος να αισθάνεται τι συνέβαινε, όταν οδηγούσε το αυτοκίνητό του στον αυτοκινητόδρομο του βόρειου New Jersey, ήταν πολύ πιο κοντά στην πραγματικότητα από την βολική αίσθηση του να επαναπαύεται σ’ ένα καναπέ που κυλούσε πάνω στην άσφαλτο.
Όμως η καινούργια αίσθηση δεν σταμάτησε εκεί. Άρχισε να νιώθει πως ακόμα κι όταν δεν οδηγούσε στον αυτοκινητόδρομο, η κατάσταση δεν ήταν τόσο διαφορετική: ο εαυτός του, καθισμένος στη θέση του οδηγού με την αίσθηση πως είχε πλήρη έλεγχο, ήταν—σε σχέση με τον οργανισμό όπου ο εαυτός του έπαιζε το ρόλο του εαυτού—σαν τον οδηγό που θα μπορούσε να συνθλιβεί μέσα σε ένα δευτερόλεπτο από δυνάμεις που είχαν αναπτυχθεί, αλλά που δεν τις είχε πάρει είδηση εφόσον δεν είχε προκύψει ανωμαλία στο σύστημα. Είναι αλήθεια πως αυτές οι δυνάμεις δεν θα συνοδεύονταν από ανατριχιαστικές στριγκλιές ελαστικών στην άσφαλτο. Όμως θα μπορούσε κανείς να τις αφουγκραστεί τη νύχτα, όταν κάτι μέσα το σώμα εργάζεται για να προκαλέσει ανωμαλία.
Ο επιτακτικός χαρακτήρας αυτών των σκέψεων εξασθένησε όταν έπαψε να αισθάνεται τόσο ευάλωτος: είχε βρει άλλη δουλειά και δεν χρειαζόταν πια να οδηγεί στον αυτοκινητόδρομο του New Jersey. Όμως ο φόβος του θανάτου είχε προλάβει να φωλιάσει μέσα του.

≈≈≈

Ο θάνατος θεωρείται η απόλυτη κακοτυχία για έναν άνθρωπο. Κι όμως, ξέρουμε πολύ καλά πως μπορεί κανείς να είναι τυχερός ή άτυχος στον τρόπο με τον οποίο θα πεθάνει.
Ο Ιζάκ είχε ζήσει όλη του τη ζωή σε καιρό ειρήνης και δεν είχε αντιμετωπίσει το θάνατο πρόσωπο με πρόσωπο παρά μόνο όταν πέθαναν ο πατέρας και η μητέρα του. Ο πατέρας του, μηχανικός και μικροεπιχειρηματίας, ήταν ο πρώτος που έφυγε, πρόωρα, πριν καν φτάσει τα εξήντα. Η διάγνωση του καρκίνου δεν έγινε εγκαίρως και όταν τελικά τον άνοιξαν για να τον εξετάσουν, η νόσος ήταν πια εκτός ελέγχου. Σύμφωνα με την δήθεν ανθρωπιστική νοοτροπία εκείνης της εποχής στην Ελλάδα να προστατεύουν αυτούς που έμελλε να πεθάνουν από την επίγνωση της μοίρας τους, δεν του είπαν την αλήθεια για την κατάστασή του. Έτσι αφέθηκε ακάλυπτος στην κατάντια της ανημποριάς, ανίκανος να φέρει σε πέρας τις υποχρεώσεις του προς πελάτες και δανειστές, βουτηγμένος στο άγχος πως ό,τι είχε χτίσει γκρεμιζόταν, νιώθοντας—χωρίς την παρηγοριά να ξέρει τι πραγματικά τού συνέβαινε—πως οι δυνάμεις του τον εγκατέλειπαν, το σώμα του τον πρόδιδε. Ο Ιζάκ ένιωθε ότι είχαν κλέψει από τον πατέρα του το θάνατό του, ότι δεν τού επέτρεψαν σχεδόν μέχρι τέλους να παραστεί μάρτυρας ενώπιον του θανάτου του.
Χρειαζόταν να παιχτεί πολύ θέατρο για να εξασφαλιστεί το επίσημο ψέμα. Οικογενειακοί φίλοι μαζευόντουσαν τα βράδια στο διαμέρισμα των γονιών του για να δείξουν αλληλεγγύη και να ελαφρύνουν την ατμόσφαιρα. Οι επισκέπτες καθόντουσαν στο σαλόνι κουβεντιάζοντας περί ανέμων και υδάτων, ενώ ο πατέρας του, άρρωστος και απορροφημένος στις έγνοιες του, ήταν ξαπλωμένος στο διπλανό δωμάτιο, με τις συρτές πόρτες ανοιχτές, παρακολουθώντας αφηρημένα την κουβέντα. Ήταν αδύνατο για τον Ιζάκ να ξεχάσει τον τρόπο που ο πατέρας του ανασηκωνόταν ξαφνικά από τον καναπέ και διέκοπτε την κουβέντα, με την έντονη διαμαρτυρία ότι κάτι άνευ σημασίας που είχε ειπωθεί φαινόταν να έρχεται σε αντίφαση με το επίσημο ψέμα για την κατάστασή του που όλοι έπρεπε να προσπαθούν να περιφρουρήσουν. Παρόλο που είχε πια αρχίσει να αισθάνεται το βάρος της υποψίας για το τελεσίδικο της μοίρας του, επέμενε να διυλίζει τα πιο παραμικρά τους λόγια για να βεβαιωθεί απολύτως ότι η οικογένεια και οι φίλοι του είχαν ακλόνητη πίστη στην επίσημη “αλήθεια”, που ο ίδιος είχε λόγους να αμφισβητεί.
Ο τρόπος που πλησίαζε το θάνατο ήταν σύμφωνος με το έθιμο που επικρατούσε στην Ελλάδα: ο θάνατος σαν οικογενειακό δράμα, όπου πρωταγωνιστής δεν είναι τόσο ο ίδιος ο άνθρωπος που πεθαίνει όσο ο χορός. Θάνατος μπασταρδεμένος από την ανάμειξη άλλων, χωρίς αξιοπρέπεια.
Τι κρίμα για έναν άνθρωπο σαν τον πατέρα του, σκεφτόταν ο Ιζάκ. Υπήρχε ένταση μεταξύ πατέρα και γιου, κι ο Ιζάκ άφηνε μερικές φορές τον εαυτό του ελεύθερο να απορρίπτει τον πατέρα του σαν μπουρζουά φιλισταίο. Όμως στις πιο τίμιες στιγμές του, ο Ιζάκ έβρισκε στον πατέρα του κάτι άμεσα αναγνωρίσιμο: ο τρόπος που στεκόταν, η ανδρική ακεραιότητα της ραχοκοκαλιάς, το πώς κρατούσε τους ώμους του, το θάρρος της γνώμης του, που δεν την σπαταλούσε δεξιά κι αριστερά. Ένας Εβραίος που διάλεξε να πολεμήσει με τους αριστερούς αντάρτες εναντίον των Γερμανών, που αντιστάθηκε και δεν πήγε να κρυφτεί σαν φοβισμένο ζώο· που είχε πάρει τα μέτρα της κοινωνίας του και είχε πληρώσει ακριβά την αμετανόητα κριτική του στάση, χωρίς ίχνος μέσα του από την ψυχολογία του θύματος.
Τι σφάλμα να οδηγείται ένας τέτοιος άνθρωπος προς το θάνατο φορώντας παρωπίδες. Ο Ιζάκ ένιωθε την ανάγκη να κόψει τις προσποιήσεις και να πει στον πατέρα του την αλήθεια. Όμως ήταν πλέον πολύ αργά: δεν τον είχαν ειδοποιήσει να διακόψει τις σπουδές του στην Αμερική και να γυρίσει σπίτι παρά μόνον όταν η κατάσταση του κυρίου Λεβή ήταν πια τόσο σοβαρή που ήταν φανερό πως τού απέμεναν μόνο μερικές εβδομάδες ζωής. Ο Ιζάκ ήταν ακόμα πολύ νέος· άλλοι θα έπαιρναν τις αποφάσεις--και οι κρίσιμες αποφάσεις είχαν ήδη παρθεί. Επιθυμούσε φλογερά να μιλήσει ανοιχτά στον πατέρα του για την αρρώστια του—και όχι μόνο γι’ αυτή—αλλά οι σχέσεις μεταξύ τους δεν ήταν άνετες κι ο Ιζάκ δεν ένιωθε ότι είχε το κύρος να αναγκάσει τον κύριο Λεβή να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα. Ούτε κι ο πατέρας του έδειχνε διάθεση να ξανοιχτεί στο γιό του.
Κι έτσι η παρωδία συνεχίστηκε μέχρι το τέλος. Όταν δεν αρκούσε πια η οικογενειακή περίθαλψη, ο κύριος Λεβή μετακομίστηκε σε μια ιδιωτική κλινική. Κι ενώ ήταν φανερό πως το σώμα του το ίδιο αποζητούσε να σταματήσει να λειτουργεί και να κατηφορίσει προς την κατάπαυση της ζωής, τον ταλαιπώρησαν άστοχα και άγαρμπα με φάρμακα για να αναβάλουν το αναπόφευκτο. Τελικά, πάρθηκε η απόφαση να αφήσουν τα πράγματα να ακολουθήσουν τη φυσική τους ροή και τότε μόνο ο πατέρας του Ιζάκ μπόρεσε να συνειδητοποιήσει πλήρως και να αποδεχτεί το θάνατό του. Έγινε γλυκός σαν μικρό παιδί και πρόλαβε να αποχαιρετίσει έναν-έναν τους ανθρώπους που αγαπούσε πριν πάρει την τελευταία του ανάσα. Το τέλος ήρθε σαν χάρη και έλεος, όχι σαν τραγικό φινάλε.
Η επίσημη τελετή που ακολούθησε δεν συνέβαλε σ’ αυτή την αίσθηση χάριτος. Ο κύριος Λεβή είχε ηγετική θέση στην εβραϊκή κοινότητα στην Ελλάδα κι έπρεπε η τελετή προς τιμήν του να αρμόζει με την περί τιμής αντίληψη που είχε η κοινότητά του. Ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι κι έκανε για τον Ιζάκ την μνήμη του θανάτου του πατέρα του ακόμα πιο οδυνηρή.
Αλλιώς ήρθαν τα πράγματα για τη μητέρα του. Αντίθετα με τον άντρα της, είχε την τύχη να πεθάνει έχοντας προ πολλού εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της προς τους αγαπημένους της ανθρώπους, όταν η ζωή της δεν είχε πια επιτακτικό σκοπό ή σημασία. Είχε συνθηκολογήσει με τη ζωή, άρα και με το θάνατο. Είχε την πολυτέλεια να μπορεί να διαλέξει τον τόπο όπου θα τελείωνε τη ζωή της: μακριά από την Ελλάδα και τον κύκλο της και κοντά στο γιό της, μέσα στη λιτότητα της ιδιωτικής του ζωής στην Αμερική. Όταν έγινε φανερό πως δεν είχε πλέον νόημα να παραταθεί η ζωή της, αυτή και ο Ιζάκ αποφάσισαν να σταματήσουν τη χημειοθεραπεία και ν’ αφήσουν το θάνατο να έρθει στο σπίτι. Κι οι γιατροί έκαναν τη σωστή επιλογή να μην βάλουν εμπόδιο. Στη διάρκεια των τελευταίων της μηνών, δεν ήταν απορροφημένη στον εαυτό της ή γεμάτη άγχος, όπως πολύ συχνά ήταν πριν. Ήταν πιο γενναιόδωρη και στοργική απ’ ό,τι ποτέ. Μπόρεσε να αισθανθεί σχεδόν με απόλυτη ακρίβεια πότε θα ερχόταν το τέλος και λίγες μέρες πριν από αυτό, συζήτησαν με τον Ιζάκ τις προτιμήσεις της—αποτέφρωση παρά ταφή. Τον περίμενε να γυρίσει από ένα σύντομο ταξίδι και πέθανε στον ύπνο της το ίδιο βράδυ.
Ο θάνατός της ήταν πλήρως συνειδητός, γλυκά αποδεκτός· σωστός. Ο Ιζάκ ένιωθε σαν ευλογία ότι η μητέρα του είχε αποφασίσει να έρθει να πεθάνει κοντά του, ότι μπόρεσαν να έχουν τόση εμπιστοσύνη ο ένας στον άλλον, ότι υπήρχε μεταξύ τους τόση ομοφωνία για το πώς έπρεπε να γίνουν όλα, ότι αντιμετώπισαν τα πάντα με τόση ψυχική ηρεμία. Η μνήμη του θανάτου της ήταν λυτρωτική, τον γέμιζε αγαλλίαση. Όταν τη σκεφτόταν αφού είχε φύγει, δεν αισθανόταν κανένα βάρος. Ούτε ένιωσε ποτέ τύψεις ή την ανάγκη να αποτίσει φόρο τιμής—απλά τον ευχαριστούσε να την σκέφτεται κάθε τόσο.

≈≈≈

Οι διαφορετικοί τρόποι που οι γονείς του πέθαναν δεν ταίριαζαν με τη ζωή που ο καθένας τους είχε ζήσει. Στη ζωή, αντίθετα από το θάνατο, ο πατέρας του ήταν ο πιο γενναίος, ο πιο αποφασισμένος, αυτός που πατούσε πιο γερά στο χώμα, που δινότανε πιο πολύ στην εργασία του, την κοινότητά του και την πολιτική της, τη φροντίδα για τους δικούς του. Αισιόδοξος, με άφθονη ενέργεια για ένα σωρό σχέδια, άνθρωπος που από ένστικτο έβρισκε λόγους να νιώσει ευχαρίστηση παρά να πικραθεί ή να παρεξηγηθεί, λόγους να συμμετάσχει και να δράσει παρά να αποτραβηχτεί. Η μητέρα του Ιζάκ, αντίστροφα, παρόλες τις ικανότητες και την καλλιέργεια της, έδινε πάντα την αίσθηση πως κουβαλούσε κάποιο βαρύ φορτίο, πως άνθρωποι και καταστάσεις ασκούσαν πίεση επάνω της, πως η πιθανότητα της δυστυχίας και της κατάρρευσης δεν ήταν παρά μερικά εκατοστά παραπέρα. Μέσα της, το κάθε τι ήταν σε μια ανήσυχη ένταση, υπό αμφισβήτηση από κάτι άλλο: η δουλειά της ως οδοντίατρος, ο ρόλος της σαν μητέρα, η μαγειρική της, οι σχέσεις της.
Φίλοι, συγγενείς και γνωστοί σχεδόν χωρίς εξαίρεση είχαν περισσότερο σεβασμό στον πατέρα του, τού είχαν εκτίμηση, τού είχαν θαυμασμό. Κι ακόμα και οι πιο στενοί φίλοι της μητέρας του τής έκαναν κριτική για τις απότομες αλλαγές διάθεσης, την τάση εύκολα να παρεξηγείται, την έλλειψη αυτοκυριαρχίας, μέτρου και αντικειμενικότητας και κατά καιρούς, την νοσηρή απορρόφηση στον εαυτό της.
Ο Ιζάκ, στην όγδοη πια δεκαετία της ζωής του, αμφισβητούσε αυτές τις κρίσεις. Έβλεπε καθαρά πως το να ζήσει κανείς μια έντιμη, ακόμα και αξιόλογη ζωή δεν εξασφαλίζει την ποιότητα του θανάτου του. Αλλά επίσης αισθανόταν ότι ένας σωστός θάνατος μπορεί να ρίξει διαφορετικό φως πάνω στη ζωή στην οποία έδωσε τέλος. Και αναρωτιόταν μήπως ένας πιο άστοχος θάνατος αντανακλάει κάποια μείωση στην ποιότητα της ζωής.
Νωρίς, από τα παιδικά του χρόνια και την εφηβεία του, ο Ιζάκ ταυτίστηκε περισσότερο με τη μητέρα του, προετοιμάζοντας τον εαυτό του για εναντιότητα. Ασπάστηκε την ανήσυχη, διχασμένη, εμπόλεμη ύπαρξη της παρά την πιο φωτεινή και ευθύγραμμη φύση του πατέρα του, κι αυτή η πρώιμη εκλογή καθόρισε την υπόλοιπη ζωή του και διαμόρφωσε τις σχέσεις του με άλλους ανθρώπους. Φαινόταν αποφασισμένος να κατακρίνει αυτούς που έκαναν κριτική στη μητέρα του και για να τους ανατρέψει, έπρεπε να αμφισβητήσει τις κρίσεις τους και να απορρίψει τις αξίες τους. Χρειαζόταν να κάνει ένα διαρκή κλεφτοπόλεμο, αμφισβητώντας εκείνους που—ίσως μόνο επιφανειακά παρόμοιοι με τον πατέρα του—φαινόντουσαν να νιώθουν άνετα με τον εαυτό τους, να έχουν εμπιστοσύνη στην άποψή τους για τη ζωή, να είναι λογικοί και ευχάριστοι προς τους άλλους· και να διαλέγει σαν φίλους χαρακτήρες πιο πολύπλοκους, οξείς και τραχείς, με τους οποίους ένιωθε περισσότερη συγγένεια. Όμως παρόλο που ταυτιζόταν με τη μητέρα του, δεν μπορούσε να αγνοήσει τον πατέρα του. Άρα έπρεπε να κρίνει και να ζυγίζει τη μητέρα του, τον εαυτό του και τους προβληματικούς του φίλους από την πιο φωτεινή και προσγειωμένη ματιά του πατέρα του. Δεν ήταν διόλου εύκολο να συμβιβαστούν τα ασυμβίβαστα, αλλά ο Ιζάκ είχε αρκετό πείσμα και σθένος ώστε να ζήσει μια ολόκληρη ζωή διεξάγοντας αυτή τη μάχη.

≈≈≈

Το ερώτημα τί είχε κάνει στη ζωή του, είχε εδώ και αρκετό καιρό αρχίσει να τον τριβελίζει. Είχε περάσει περιόδους χάριτος και διαύγειας, αλλά και περιόδους έντασης, αντιμαχίας, τσακωμού, χωρισμού, περιόδους αβεβαιότητας, αμφιβολίας, μειωμένης ορατότητας. Υπήρξαν αγάπες και φιλίες, αλλά και οδυνηρές, ταπεινωτικές ρήξεις. Ελπίδες και αδιέξοδα. Λοξοδρομήσεις που κατέληγαν να γίνουν κεντρικοί δρόμοι. Βγήκε κάτι απ’ όλα αυτά;
Όταν ο Σωκράτης ήταν στη φυλακή καταδικασμένος σε θάνατο, είδε ένα όνειρο. Παρουσιάστηκε ο Απόλλωνας και τον παρότρυνε να «κάνει μουσική». Καλού κακού άρχισε ο Σωκράτης να βάζει στίχους σε μουσική. Όμως αυτό που καταλάβαινε πως εννοούσε ο Απόλλωνας λέγοντας «μουσική» ήταν πολύ πιο περιεκτικό και, με αυτήν την έννοια, ο Σωκράτης θεωρούσε ότι είχε κάνει μουσική σ’ όλη του τη ζωή κάνοντας φιλοσοφία. Ο Ιζάκ δεν είχε πια καθόλου υπομονή με το Σωκράτη ή τη φιλοσοφία, αλλά το ερώτημα «έκανες καθόλου μουσική στη ζωή σου» τού φαινόταν να πηγαίνει κατ’ ευθείαν στο μεδούλι.
Ο Ιζάκ ήταν άνθρωπος που δημιουργούσε λιγοστές στενές φιλίες και ερωτικές σχέσεις και κρατούσε τον υπόλοιπο κόσμο σε απόσταση. Είχε πια ζήσει αρκετά ώστε να τού είναι αδύνατο να ισχυριστεί στα σοβαρά πως τα λιγοστά άτομα που είχε διαλέξει σαν φίλους ή ερωτικούς συντρόφους ήταν άνθρωποι με εξαιρετικό χαρακτήρα, που είχαν κάνει μεγάλα επιτεύγματα ή είχαν ζήσει πολύ σημαντικές ζωές. Ούτε, φυσικά, μπορούσε να ισχυριστεί κάτι τέτοιο για τον εαυτό του. Είχε πια συνειδητοποιήσει πως ό,τι είχε δει σ’ αυτούς ή είχαν αυτοί δει σ’ αυτόν δεν ήταν τόσο καθαρό ή ακριβές, πως είχαν δημιουργηθεί συμμαχίες πάνω σε βάσεις που, και στην καλύτερη περίπτωση, ήταν αμφισβητήσιμες και ασαφείς. Κι όμως, παρόλα αυτά, είχαν συμβεί ορισμένα πράγματα μεταξύ του και αυτών των ανθρώπων: στιγμές, ολόκληρα χρονικά διαστήματα είχαν αποκτήσει πυκνότητα, που, υπό την πιο ευρεία δυνατή έννοια, θα μπορούσε κανείς να περιγράψει με τη φράση «έκαναν μαζί μουσική». Πώς αλλιώς να χαρακτηρίσει κανείς αυτές τις επαφές όπου αυτό που είχε μεγαλύτερη σημασία δεν ήταν ακριβώς το τι λεγόταν, παρόλο που τα λόγια είχαν τη σημασία τους, ούτε το τι ο καθένας τους ακριβώς σκεφτόταν, ούτε καν το τι ο καθένας τους ακριβώς αισθανόταν σαν άτομο, αλλά κυρίως η μουσική επίδραση μιας παρουσίας πάνω σε μιαν άλλη παρουσία—αντιδρώντας σε ένα άνοιγμα με άνοιγμα, σε μια χαμηλή νότα με μια υψηλότερη ή και το αντίθετο, σε μια θέση με αντίθεση, σε μια ένταση με ένταση ή και χαλάρωση· αντιδρώντας την κατάλληλη στιγμή στον ήχο ενός άλλου με τον ιδιαίτερό μας προσωπικό τόνο και βρίσκοντας πως δημιουργείται θεματική ανάπτυξη, νόημα, έκφραση; Και το να έχει κανείς τάση εναντιότητας και να χρησιμοποιεί χαμηλότερους τόνους και τραχύτερους ήχους, μπορεί μερικές φορές να αυξάνει την εκφραστικότητα, να δημιουργεί ένταση που φέρνει βαθύτερη ικανοποίηση με την εναρμόνισή της.
Αν υπήρξε κάτι χειροπιαστό στη δική του ζωή και στις δικές τους, ένιωθε πως δεν ήταν τίποτα άλλο από αυτή τη μουσική. Και μιας κι αυτή η μουσική είχε ηχήσει, τίποτα, ούτε όλες μαζί οι ρήξεις που ποτέ γίνανε, δεν θα μπορούσε να εξαλείψει την παραμικρή νότα.
Πιο νέος, ο Ιζάκ ήταν συνεσταλμένος και ευαίσθητος στην κρίση των άλλων. Είχε το θάρρος της εναντιότητάς του μέχρι ενός σημείου, αλλά μέσα του αισθανόταν ευάλωτος, γεμάτος ερωτηματικά, και δεν ήταν πάντα έτοιμος να εκδηλωθεί. Κι όμως, ακόμα και τότε, είχε κάνει μουσική, άφθονη μουσική.
Περίμενε μέχρι τα πενήντα του για να συγκεντρωθεί στον εαυτό του, να ανοίξει το στόμα του και να ξεκαθαρίσει ορισμένα πράγματα. Η μουσική εξακολούθησε, βαθύτερη, πιο συμπυκνωμένη, πιο τραχιά αλλά και πιο μελωμένη.
Αλλά για να τα έχει καλά με μια τόσο άστατη θεότητα σαν τον Απόλλωνα, είχε αρχίσει πότε-πότε να συνθέτει και μερικές γραμμές.




___________________
Το κείμενο γράφτηκε στα αγγλικά και μεταφράστηκε από τον συγγραφέα. Βοήθησαν ο Φίλιππος Καργόπουλος και ο Αβραάμ Κοέν

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: