Τριγωνομετρία

Abraham Bosse (1602 1676), «Traite des pratiques geometrales et perspectives»
Abraham Bosse (1602 1676), «Traite des pratiques geometrales et perspectives»


Με την αίσθηση πως ίσως αυτή να ήταν η τελευταία φορά που θα τον έβλεπα ζωντανό, άφησα το αυτοκίνητό μου μπροστά στην είσοδο του Λέο και χτύπησα την πόρτα. Όσο περνούσαν οι δεκαετίες, όλο και πιο σπάνιο γινόταν να κάνουμε νέες φιλίες. Τα μέταλλα στο εσωτερικό είχαν κρυώσει και σκληρύνει και η τήξη τους είχε γίνει δύσκολη, σχεδόν αδύνατη. Όμως αυτή η όψιμη φιλία, που δημιουργήθηκε καθώς και οι δυο μας πλησιάζαμε τα πενήντα, κατόρθωσε να πετύχει την ιδιαίτερή της σύντηξη μέσα στο καμίνι ενός ερωτικού τριγώνου. Κατά πάσα πιθανότητα, θα ήταν η τελευταία νέα φιλία για μένα. Όσο γι αυτόν, δεν του έμενε πια χρόνος.
Καμία απάντηση. Προχώρησα προς το πίσω μέρος του σπιτιού, όπου ο Λέο είχε δουλέψει για χρόνια για να φτιάξει έναν κήπο, φυτεύοντας σπάνιες ποικιλίες δέντρων, θάμνων, και λουλουδιών. Είχε τεράστια αποθέματα ενεργητικότητας και χρειαζόταν να τα ξοδέψει σε διάφορες ασχολίες, χειρωνακτικές, αισθητικές, διανοητικές. Όμως οι μέρες της κηπουρικής είχαν πια φτάσει στο τέλος τους και τον βρήκα γερμένο σε μια καρέκλα, με τα μάτια κλειστά, να λαγοκοιμάται.
Τον άφησα εκεί και μπήκα στο σπίτι από την πλαϊνή πόρτα. Ο Μπεν, ο Μαύρος γείτονας που βοηθούσε τον Λέο στο σπίτι με τις δουλειές και τα μαστορέματα, επί χρόνια μια συχνή και διακριτική παρουσία, έπλενε τα πιάτα στην κουζίνα. Μεσήλικας πια, ήταν όμορφος άντρας, με φυσιογνωμία εξευγενισμένη παρά τα κενά στα δόντια του, ένδειξη φτώχειας και στέρησης. Ήρεμος, συγκρατημένος και χαλαρός στις κινήσεις του, ήταν το άκρο αντίθετο του αεικίνητου Λέο. Η σχέση τους ξεπερνούσε μια τυπική σχέση νοικοκύρη και οικιακού βοηθού και είχαμε αναρωτηθεί μήπως οι δυο τους ήταν πραγματικό ζευγάρι. Ο Λέο δεν είχε ποτέ παντρευτεί ή δώσει σημεία μακροχρόνιας σχέσης με μια γυναίκα ή έναν άντρα πέρα από τη φιλία· έδειχνε μάλλον σεξουαλικά αδρανής. Ήταν ίσως ο μόνος άνθρωπος που είχα ποτέ γνωρίσει που δεν φαινόταν να έχει ουδεμία ανάγκη να μοιραστεί τη ζωή του με σύντροφο. Δημιουργούσε στενές φιλίες και με άντρες και με γυναίκες και τις κρατούσε διά βίου. Η σπεσιαλιτέ του ήταν να φτιάχνει τρίγωνα αναπτύσσοντας έντονους δεσμούς, κατά τα φαινόμενα πλατωνικούς, και με τα δυο μέλη ενός ζευγαριού. Όμως φαινόταν ευχαριστημένος να ζει μόνος, ελεύθερος από την υποχρέωση να ελέγχει τις συνήθειες και τις παρορμήσεις του ώστε να αφήσει χώρο για κάποιον άλλο. Έτσι, παρόλο που ο Λέο και ο Μπεν έδιναν κάπως την εντύπωση ζευγαριού, φαινόταν πιο πιθανό ότι δεν υπήρχε μεταξύ τους σεξουαλική σχέση.
«Γεια σου Μπεν», του είπα, «Ό Λέο παίρνει έναν υπνάκο στον κήπο. Πάω ν’ ακούσω λίγη μουσική μέχρι να ξυπνήσει. Η Αν έφτιαξε ένα μαγειρευτό για βραδινό. Θα το βάλω στο ψυγείο για αργότερα.»
«Ναι,» μου απάντησε, «Είναι τόσο πεσμένος. Με πιάνει η ψυχή μου να τον βλέπω έτσι. Θα τελειώσω στην κουζίνα και θα πάω σπίτι. Θα μείνεις εδώ μαζί του το βράδυ;»
Έγνεψα ναι και μπήκα στο ευρύχωρο καθιστικό. Είχε μια μεγάλη συλλογή CD σε ράφια που είχε φτιάξει ο ίδιος ο Λέο, καθώς και ένα εξαιρετικό στερεοφωνικό σύστημα. Στον τοίχο στο βάθος ήταν μια τεράστια βιβλιοθήκη γεμάτη βιβλία, κι αυτή έργο του Λέο. Πιο μπροστά, ένα μεγάλο τραπέζι. Τα είχε φτιάξει όλα αυτά σε μια φάση της ζωής του όταν, έχοντας διακόψει την ακαδημαϊκή σταδιοδρομία του στη φιλοσοφία, είχε αφοσιωθεί σε μια αυστηρή μορφή ορθόδοξου Εβραϊσμού και έβγαζε τα προς το ζην σαν μαραγκός. Τα έπιπλά του εκείνης της περιόδου, στέρεα, με καθαρές γραμμές, αντιπροσώπευαν μια αισθητική κομψής απλότητας. Κι όμως τώρα μοιράζονταν το χώρο με φανταχτερές μπαρόκ αντίκες —καναπέδες, πολυθρόνες, φωτιστικά— που είχε αποκτήσει αργότερα, όταν εγκατέλειψε τη θρησκευτική ζωή και ξαναγύρισε στη διδασκαλία της φιλοσοφίας.
Είχε και διάφορα τραπεζάκια γεμάτα με σχολαστικά τακτοποιημένες συλλογές από αξιοπερίεργα αντικείμενα, όπως βότσαλα και κοχύλια, προσεκτικά διαλεγμένα αλλά υπεράφθονα σε αριθμό και ποικιλία. Και πολύπλοκα εξαρτήματα από παλιά μηχανήματα, όπως ένα καρμπυρατέρ και τμήματα ενός καλοριφέρ, καλογυαλισμένα και τοποθετημένα σε στρατηγικά σημεία μέσα σε αυτήν την πληθώρα, σαν σημεία στίξεως.
Κι αφού ο Λέο δεν έδινε σημασία στην καθαριότητα, ήταν όλα σκεπασμένα με ένα παχύ στρώμα σκόνης και βρομιάς.
Μια ενορχήστρωση αντικειμένων από διαφορετικά γεωλογικά στρώματα της ζωής του, όλα μαζί ταυτόχρονα. Κάτι παρόμοιο με το πλήθος των φίλων του: σχέσεις που είχαν δημιουργηθεί σε διαφορετικές φάσεις της ζωής του με εντελώς διαφορετικούς τύπους ανθρώπων, τις οποίες διατηρούσε και καλλιεργούσε χωριστά και συγχρόνως στην τωρινή του ζωή. Ένα ζευγάρι ορθόδοξων Εβραίων με τα παιδιά τους, που είχαν στο μεταξύ ενηλικιωθεί και γίνει κι αυτά φίλοι του, συνάδελφοι από τη φιλοσοφία με τις οικογένειές τους, διάφοροι καλλιτέχνες και τεχνίτες.
Διάλεξα ένα παλιό CD με σονάτες για πιάνο του Χάιντν, μια από τις αγαπημένες του εκτελέσεις, και κάθισα να ακούω την μουσική που γέμιζε το δωμάτιο.

— ≈ —

Ο Λέο κι εγώ είχαμε γνωριστεί στη δουλειά, αφού οι ακαδημαϊκές μας καριέρες είχαν γίνει άγονες.
Καθώς πλησίαζα τα πενήντα, ένιωθα εντελώς παγιδευμένος. Είχα χάσει τη διδακτική μου θέση και, όσο περνούσε ο καιρός, έχανα και την ελπίδα πως θα μπορούσα να βρω άλλη. Ψάχνοντας δουλειά έξω από το διδακτικό επάγγελμα, δεν είχε αποτέλεσμα. Ήμουν άνεργος και οι ικανότητές μου δεν φαινόντουσαν να έχουν οποιαδήποτε αξία στην αγορά.
Η ζωή μου ως οικογενειάρχη με δυο παιδιά στα προάστια της Νέας Υόρκης με είχε απομονώσει από φιλίες που είχα κάνει στα φοιτητικά μου χρόνια, στο κολλέγιο και στο πανεπιστήμιο, και πολλοί από τους πιο παλιούς και στενούς μου φίλους ήταν στην Ελλάδα, όπου είχαμε μεγαλώσει και πάει σχολείο. Δεν υπήρχε αρκετή κίνηση, εσωτερική ή εξωτερική, στη ζωή μου που να υπόσχεται νέες φιλίες.
Και το χειρότερο από όλα, ο γάμος μου είχε φτάσει σε σημείο ρήξης. Η γυναίκα μου κι εγώ είχαμε παντρευτεί πολύ νέοι και με τα χρόνια παρουσιάστηκαν οξείες διαφορές μεταξύ μας για το τι μετράει πιο πολύ στη ζωή. Η σωματική τρυφερότητα είχε στερέψει μέσα στη συνεχή ένταση και τους συχνούς καυγάδες. Έμενε η απελπισία δυο ανθρώπων που η μόνη επιβεβαίωση του στενού τους δεσμού ήταν πια το να αλληλοπληγώνονται.
Αν κάποιος μου έλεγε πως μέσα σε μικρό διάστημα θα έβρισκα μια ενδιαφέρουσα δουλειά, θα έκανα μια βαθιά φιλία και θα ζούσα τον έρωτα για μια ακόμη φορά, θα μου φαινόταν απίστευτο.
Κι όμως, δεν άργησε να εμφανιστεί μια καινούργια δουλειά.

— ≈ —

Η δουλειά ήταν σε ένα μη κερδοσκοπικό ίδρυμα το οποίο παρήγαγε τεστ που χρησιμοποιούσαν κολέγια και πανεπιστήμια για την επιλογή φοιτητών. Ο Λέο κι εγώ συμμετείχαμε στη δημιουργία τεστ που εξέταζαν την ικανότητα λογικής επιχειρηματολογίας. Το τμήμα μας ήταν ένα καταφύγιο για καθηγητές και διδάκτορες στη Φιλοσοφία, τη Λογική και τη Γλωσσολογία που δυσκολεύονταν να βρουν ακαδημαϊκές θέσεις.
Η δουλειά αυτή απαιτούσε πολλή συνεργασία στη διατύπωση και στον κριτικό έλεγχο των ερωτήσεων ώστε να επιβεβαιωθεί ότι είναι απαιτητικές, αλλά συγχρόνως σαφείς και χωρίς διφορούμενα. Η κινητήρια δύναμη της ομάδας ήταν δυο παλιοί συνάδελφοι, ένας άντρας και μια γυναίκα, αναγνωρισμένοι από όλους ως βιρτουόζοι, με το μυαλό, την επινοητικότητα και την πείρα να παίξουν ηγετικό ρόλο. Ήταν επίσης καλοί φίλοι και γύρω τους είχε σχηματιστεί ένας κύκλος από ηγετικά στελέχη και άλλους συναδέλφους και γνωστούς που έδιναν ζωντάνια στην ατμόσφαιρα του γραφείου. Όταν αρχίσαμε ο Λέο κι εγώ, ήδη προϋπήρχε μια ανεπίσημη αλλά στέρεα ιεραρχία που ρύθμιζε την κατανομή της εργασίας και τη ροή της κοινωνικής ζωής.
Ο Λέο, κοινωνικός και γεμάτος αυτοπεποίθηση, ένιωθε άνεση να κάνει παρέα με τα ηγετικά στελέχη στις ζωηρές τους συγκεντρώσεις τα πρωινά και τα απογέματα. Όμως δεν του έδειχναν αρκετή εκτίμηση για την ποιότητα της δουλειάς του. Όσο για μένα, είχα προϊστορία αλλεργίας και αντίθεσης προς τις κλίκες και η εκτίμηση που έδειχναν αυτοί οι άνθρωποι ο ένας για τον άλλον και το πόσο φαινόντουσαν να διασκεδάζουν ο ένας την παρέα του άλλου με έκαναν να τρίζω τα δόντια μου. Παλεύοντας με τέτοια συναισθήματα, καθώς κάναμε προσπάθειες να γίνουμε καλύτεροι στην απαιτητική δουλειά μας, ο Λέο κι εγώ βρήκαμε πως η συντροφιά μάς πρόσφερε ανακούφιση και αλληλοϋποστήριξη. Κι έτσι αρχίσαμε να τρώμε μεσημεριανό μαζί αντί να κάνουμε παρέα με τον ηγετικό κύκλο ή με άλλους συναδέλφους. Παίρναμε κάποια εκδίκηση με το να αστειευόμαστε για τους ανωτέρους μας.
Παρόλα αυτά, έπρεπε να παραδεχτούμε ότι οι δυο πιο ικανοί ανάμεσά τους ήταν ενδιαφέροντες άνθρωποι, με πολύπλευρο νου και δυνατή προσωπικότητα, άνθρωποι που ίσως θα θέλαμε για φίλους. Ο Λέο έτρεφε ιδιαίτερη συμπάθεια προς την Αν, την ενεργητική γυναίκα που ήταν το πιο παραγωγικό μέλος της ομάδας. «Κοίταξε τα γκρίζα μαλλιά στους κροτάφους της. Δεν την κάνουν πιο νόστιμη;» μου είπε μια μέρα με μια έκφραση που με έκανε να υποπτευθώ ότι μπορεί να είχε αρχίσει να την ερωτεύεται.
Η Αν ήταν γυναίκα που ασκούσε έλξη στους άντρες για φιλία, ενδιαφέρουσα συζήτηση και απλά καλή παρέα. Το γραφείο της τραβούσε κόσμο σαν μαγνήτης, έμοιαζε με «σαλόν» περασμένων εποχών. Είχε κύρος και επιρροή χωρίς να φαίνεται να το επιδιώκει· η συμπεριφορά της ήταν άνετη, διακριτική και συναδελφική. Μου άρεσε και σαν άνθρωπος και σαν γυναίκα. Αλλά η ηγετική της θέση στη δουλειά και η κοινωνική της άνεση, καθώς πάλευα και στα δυο αυτά μέτωπα, με απομάκρυναν και με έκαναν να αισθάνομαι ανταγωνιστικός.
Μια μέρα ήρθε να μου ανακοινώσει πως είχε αποφασιστεί ότι θα ήταν καλό για μένα να αρχίσω να εργάζομαι στο γραφείο της. Περισσότερη κριτική στη δουλειά μου θα βελτίωνε την ποιότητά της και η παρουσία μου εκεί, στο επίκεντρο των αποφάσεων και της κοινωνικής ζωής, θα με βοηθούσε να μπω στον ηγετικό κύκλο.
Ο καιρός που πέρασα στο γραφείο της Αν δεν μου ήταν καθόλου ευχάριστος. Όλη μέρα αντιμέτωπος με αυτήν και τον κύκλο της χωρίς καταφύγιο, αισθανόμουν μειονεκτικά για τη δουλειά μου και η κοινωνική μου αδεξιότητα ερχόταν στο προσκήνιο. Η Αν μού έδειχνε ζεστασιά και συμπαράσταση και η κριτική της πράγματι με βοήθησε να βελτιώσω την ποιότητα της εργασίας μου. Αλλά εγώ δεν έπαψα να αισθάνομαι άβολα και στο τέλος ζήτησα να γυρίσω στο μικρό μου γραφείο, όπου θα μπορούσα να δουλέψω πιο συγκεντρωμένος. Δεν έκανε προσπάθεια να με μεταπείσει.
Ρίχτηκα στη δουλειά και επιτέλους έγινα παραγωγικός. Έδιωξα την Αν και τον κύκλο της από το μυαλό μου. Όμως η συνύπαρξη στον ίδιο χώρο μέρα με τη μέρα, παρόλα όσα μας χώριζαν, μάς είχε φέρει πιο κοντά τον έναν στον άλλον. Και μερικές φορές, καθώς έσκυβε να κοιτάξει τη δουλειά μου, μπορούσα να διακρίνω τη λάμψη από τα μικρά της στήθη, που, ελεύθερα από σουτιέν, μισοκρυβόντουσαν κάτω από τα κουμπιά της μπλούζας της.

— ≈ —

Η Αν κι εγώ πρέπει να νιώσαμε αμοιβαία έλξη για κάμποσο καιρό. Αλλά δεν είχα αντιληφθεί τι συνέβαινε ώσπου ένα απόγεμα μπήκε βιαστικά στο γραφείο μου και, χωρίς περιστροφές, μου ζήτησε αν θα μπορούσα να της κάνω λίγο μασάζ στους ώμους γιατί είχαν πιαστεί — θα το είχε ζητήσει από τον φίλο της τον Μαρκ, μου εξήγησε, αλλά εκείνος έλειπε. Αιφνιδιάστηκα, όπως μου συνέβη με τόσα άλλα που έκανε.
Ήταν μικρή στο ανάστημα και λεπτή, αλλά γεροδεμένη. Το πρόσωπό της ήταν ανοιχτό, έξυπνο, με καλοσμιλεμένα χαρακτηριστικά. Τα μαλλιά της, κομμένα πολύ κοντά. Το δέρμα της είχε μια λάμψη φυσική. Πλήρης ελευθερία κινήσεων, χωρίς ενδοιασμούς. Συχνά έβγαζε τα παπούτσια της και πηγαινοερχόταν στο γραφείο ξυπόλητη. Πολλές φορές μού έδινε την εντύπωση ότι μόλις είχε ξεπεζέψει από μοτοσυκλέτα. Αλλά αυτό που τραβούσε το βλέμμα μου πάνω από όλα ήταν οι ώμοι της: είχαν φινέτσα και θηλυκότητα, αλλά ήταν σχεδόν μαχητικοί, και λίγο γερτοί, σαν να ήταν αυτοί που έδιναν ώθηση στο κορμί της προς τα εμπρός.
Είπα πως ναι, θα της έκανα μασάζ. Γύρισε την πλάτη της προς εμένα και εγώ ακούμπησα τα χέρια μου στους ώμους της και άρχισα να κάνω μασάζ. Έχοντας μεγαλώσει παιδιά, τα χέρια μου ήταν μαθημένα να εκφράζουν τρυφερότητα χωρίς να τη συγχέουν με άλλα μηνύματα. Θα πρέπει να το κατάλαβε αυτό κι έτσι μπόρεσε να χαλαρώσει. Οι ώμοι της ήταν σφιχτοδεμένοι, σαν ενός αγριοκάτσικου, και ήθελα κάπως να τους απαλύνω. Συνέχισα να κάνω μασάζ για αρκετό διάστημα, χωρίς τίποτα το ιδιαίτερο να περνάει από το μυαλό μου και μετά τη ρώτησα αν αυτό ήταν αρκετό. Μου απάντησε πως ναι, με ευχαρίστησε και είπε πως πρέπει να βρούμε την ευκαιρία να πάμε για ένα ποτό μετά τη δουλειά. Και βγήκε από το γραφείο μου με την ίδια σβελτάδα με την οποία είχε μπει.
Με έπιασε αναστάτωση. Ο τρόπος που μου το είχε ζητήσει ήταν τόσο φυσικός, που είχα συγκεντρωθεί στο μασάζ. Αλλά μόνος μετά στο γραφείο μου, πήρα φωτιά. Αισθανόμουν ότι είχε θελήσει τα χέρια μου να ακουμπήσουν επάνω της και, με τρόπο εντελώς χαρακτηριστικό, μπόρεσε να δράσει γρήγορα και αποφασιστικά, σχεδόν με θράσος, παίρνοντας πρωτοβουλία και ρίσκο χωρίς δισταγμούς. Αλλά αντί να νιώθω πως είχε κάνει κάτι ωμό και κακόγουστο, ήμουνα περήφανος που με είχε διαλέξει.
Χρειάστηκε να αγωνιστώ για να ελέγξω αυτήν την έκρηξη ανδρικής περηφάνειας. Από την άλλη μεριά, όταν έκανα τον ερωτικό μου απολογισμό, συνειδητοποίησα πως ήταν απελπιστικά ισχνός και ανεπαρκής και ήμουν σίγουρος ότι εκείνη είχε πιο πολλή πείρα και αισθανόταν πιο ελεύθερα με τους άντρες από όσο εγώ με τις γυναίκες. Ήμουν βέβαιος ότι μου είχε κάνει πρόσκληση, αλλά αβέβαιος για την ικανότητά μου να ανταποκριθώ. Σαν άντρας, ήμουν συνεσταλμένος. Η ζωή μου δεν είχε πολλές περιπέτειες, ερωτικές ή άλλου είδους, και μεγαλώνοντας δεν είχα καμία πεποίθηση πως οι γυναίκες ένιωθαν ιδιαίτερη έλξη προς εμένα.
Η αλήθεια είναι ότι είχα στενές φιλίες με γυναίκες και τους άρεσε η παρέα μου. Αλλά ήμουν σίγουρος ότι αυτό που ήθελα από αυτήν την γυναίκα πάνω από όλα δεν ήταν η φιλία. Αυτό που ήθελα ήταν την πάρω αγκαλιά, να τη σφίξω με δύναμη και να αφήσω τα χέρια μου ελεύθερα να εξερευνήσουν κάθε γωνιά του κορμιού της μέχρι να μην κρατάει πια κανένα μυστικό από μένα. Το ότι ήμουν παντρεμένος και είχα παιδιά που αγαπούσα πολύ, δεν με συγκρατούσε — σαν να είχα κιόλας αποφασίσει, χωρίς να το έχω πλήρως συνειδητοποιήσει, πως δεν ένιωθα πια δεσμευμένος με τη γυναίκα μου και ήμουν έτοιμος να μπω σε μιαν άλλη σχέση και, ίσως, να ζήσω μια διαφορετική ζωή. Το ότι και εκείνη ήταν παντρεμένη, ούτε κι αυτό με σταματούσε. Ένιωθα σίγουρος πως είχε πάρει κι αυτή μια παρόμοια απόφαση, είτε το είχε πλήρως συνειδητοποιήσει είτε όχι.

— ≈ —

Η έλξη προς την Αν ήταν τόσο δυνατή που με βοήθησε να υπερνικήσω τη συστολή μου και να επιμείνω ώστε η σχέση μας να προχωρήσει πέρα από τη φιλία. Η δουλειά μας δεν είχε αυστηρό ωράριο κι εγώ πηγαινοερχόμουνα κάθε βδομάδα από το σπίτι μου στα προάστεια της Νέας Υόρκης κι έμενα μερικές μέρες στο Πρίνστον σε ένα νοικιασμένο στούντιο. Εκείνη ερχόταν καθημερινά με το τρένο από την Φιλαδέλφεια, όπου ζούσε με τον άντρα της. Είχε καταφέρει να έχει στη διάθεσή της άφθονο ελεύθερο χρόνο για μια παντρεμένη γυναίκα κι έτσι μπορούσαμε να περνάμε ώρες μαζί στο διαμέρισμά μου.
Ήμασταν και οι δυο παντρεμένοι και πολλοί από τους φίλους και συναδέλφους της γνώριζαν τον άντρα της. Αλλά ακόμα πιο σημαντικό ήταν ότι η θέση και ο ρόλος που είχε ο καθένας μας στο στενό περιβάλλον του γραφείου διέφεραν ριζικά. Έτσι, προσπαθήσαμε να μην γίνει αντιληπτή η σχέση μας. Συναντιόμασταν μετά τη δουλειά, αλλά μερικές φορές νωρίς το πρωί. Ο έρωτας δεν μου ήταν άγνωστος, όμως δεν είχα νιώσει ποτέ τόσο έντονη επιθυμία. Είχε μια μικρή εσοχή στην πλάτη, ακριβώς κάτω από τη ραχοκοκαλιά. Μόλις τα δάχτυλά μου άγγιζαν εκεί, με έπιανε διέγερση. Έκανα έρωτα σαν να ήμουν εξαγριωμένος, προσπαθώντας να πάω όσο πιο βαθιά μπορούσα για να την κάνω δική μου. Κι εκείνη ανταποκρινόταν. Ούτε ο ένας ούτε ο άλλος είχαμε την παραμικρή ιδέα πόσο θα κρατούσε αυτή η σχέση.
Κάνοντας έρωτα στην Αν, ένιωθα γεμάτος σφρίγος και περηφάνια. Η ραχοκοκαλιά μου ορθωνόταν ίσια πάνω — είχα στύση στη ραχοκοκαλιά.
Αλλά όταν επιστρέφαμε στο γραφείο, ήταν σαν να την έχανα. Συμπεριφερόμασταν σαν να μην είχε συμβεί τίποτα μεταξύ μας κι αυτή αναλάμβανε τον συνηθισμένο της ρόλο μέσα στην ομάδα με τέτοια άνεση που για μένα ήταν βασανιστήριο. Γινόταν πάλι αυτός ο άλλος άνθρωπος, που συνεργαζόταν με μπρίο και κοινωνικότητα με φίλους και συναδέλφους, το επίκεντρο του γραφείου. Κι εγώ ξαναγύριζα στη σκιά, ανίκανος να κάνω επαφή μαζί της και να νιώσω επιβεβαίωση της σημασίας που μπορεί να είχα γι’ αυτήν. Η πραγματικότητα των όσων είχαν συμβεί μεταξύ μας γλιστρούσε μέσα από τα δάχτυλά μου. Όταν ξαναβρισκόμασταν το απόγεμα μετά την δουλειά, ένιωθα να κατέχομαι από ένα δυσάρεστο μείγμα πάθους και ζήλειας.
Φαινόταν να έχει δυο πόλους: ο ένας έντονα κοινωνικός και δημόσιος, ο άλλος υπερβολικά ιδιωτικός και απόκρυφος. Ήταν ικανή να μπει εξ ολοκλήρου μέσα στον καθένα από τους δυο πόλους και να τους κρατήσει εντελώς στεγανούς τον έναν από τον άλλον — ένας βαθμός διαχωρισμού που για μένα ήταν αδύνατο να καταφέρω ή ακόμα και να κατανοήσω. Ο ίδιος άνθρωπος που ήταν το κέντρο του κόσμου στο γραφείο την ημέρα, το βράδυ γινόταν αφοσιωμένος εραστής και σύντροφος, ζητώντας και προσφέροντας πάθος, εγγύτητα, στοργή, τρυφερότητα. Περνώντας ατέλειωτες ώρες στο στούντιο μου, μοιραζόμασταν τα σώματα μας, αλλά και την ιστορία μας και τις πιο ενδόμυχές μας σκέψεις και συναισθήματα.
Όμως για να μπορέσω να πιστέψω στην πραγματικότητα της σχέσης, χρειαζόμουν κάποιον άλλον άνθρωπο να παραστεί ως μάρτυρας και να την επιβεβαιώσει — έναν τρίτο για τον οποίο μετρούσαμε και οι δυο σαν άνθρωποι και για τον οποίο είχαμε σημασία, ο καθένας χωριστά και οι δυο μαζί.

— ≈ —

Ένα βράδυ τρώγαμε με τον Λέο μετά τη δουλειά. Δεν μπορούσα να συναντηθώ με την Αν γιατί είχε κάπου να πάει με τον άντρα της και ήμουν στεναχωρημένος. Φαίνεται πως δεν μπόρεσα να το κρύψω και ο Λέο με κοίταξε και ρώτησε, «Τι σου συμβαίνει σήμερα το βράδυ, δεν μου φαίνεσαι στις καλές σου.»
«Μπα, απλά δεν έχω τα κέφια μου», τού απάντησα. Αλλά σίγουρα δεν τον έπεισα, γιατί επέμεινε να με ρωτάει για να μάθει τι ήταν αυτό που με έτρωγε. «Είναι κάτι στο γραφείο ή κάτι στο σπίτι σου;» Συνέχισε να με ρωτάει κι εγώ συνέχισα να λέω όχι. Όμως γινόταν όλο και πιο φανερό πως κάτι μού συνέβαινε αλλά ήθελα να το κρύψω.
Σε μια στιγμή, με κοίταξε κατάματα και ρώτησε, «Μη μου πεις ότι πρόκειται για μια σχέση!» Δεν γινόταν πια να του πω όχι.
Φάνηκε ταραγμένος, και με ρώτησε με ποιαν είχα σχέση. Έμεινα σιωπηλός, αλλά εκείνος επέμεινε να με κοιτάζει, ζητώντας απάντηση.
«Θα σου δώσω τρεις ευκαιρίες να το μαντέψεις», του είπα, και τον είδα να ψάχνεται. Και μετά, του ήρθε ξαφνικά ποια μπορεί να ήταν και ήταν φανερό πως του ήταν σχεδόν αδύνατο να το πιστέψει. «Αυτή είναι..., έτσι; Πώς είναι δυνατόν;»
Το σοκ που είδα στο πρόσωπό του Λέο με έκανε να συνειδητοποιήσω πόσο απίστευτο θα ήταν αυτό το ζευγάρωμα στα μάτια των άλλων, πώς θα ανέτρεπε τελείως το κατεστημένο στο γραφείο — και στο «σαλόν» της Αν. Αλλά η έντονή του αντίδραση ήταν συγχρόνως μια μαρτυρία για την πραγματικότητα της σχέσης έξω από το περίβλημα της μυστικότητας που μέχρι τότε την κάλυπτε.
Το υπόλοιπο βράδυ, ανοίχτηκα στον Λέο, εξιστορώντας του πώς άρχισε η σχέση και πώς ένιωθα για την Αν.
Η αντίδρασή του ήταν περίπλοκη. Από τη μια μεριά, φαινόταν να απωθεί κάθε νύξη για σεξ, αλλά από την άλλη, ήταν φανερό ότι η ιδέα τον τραβούσε σαν μαγνήτης. Αισθανόμουν ότι το ερωτικό μας ζευγάρωμα τού προκαλούσε ανομολόγητη διέγερση καθώς και υποκατάστατη εκπλήρωση. Με τη σειρά της αυτή η σιωπηρή του διέγερση, ενεργούσε πάνω μου σαν αφροδισιακό, εντείνοντας την επιθυμία μου για την Αν. Μήπως κι εγώ ένιωθα κάποια ανομολόγητη διέγερση με το θάμβος του ικανού αρσενικού που φαινόταν να εκπέμπω επάνω του; Οπωσδήποτε, αυτό το ερωτικό τρίγωνο έβαλε τη σφραγίδα του πάνω στη φιλία μας καθώς αυτή η φιλία αποκτούσε περισσότερο βάθος.

— ≈ —

Ήμασταν καλεσμένοι για βραδινό στο σπίτι του Λέο κι αυτή ήταν η πρώτη φορά που θα εμφανιζόμασταν σαν ζευγάρι μπροστά σε κάποιον άλλο. Θα έπρεπε να ήταν κάτι πολύ ευχάριστο, αλλά αυτό που αισθανόμουν όσο η βραδιά προχωρούσε ήταν κάθε άλλο παρά ευχαρίστηση. Ήταν μια πιο έντονη μορφή της οδυνηρής μου εμπειρίας στο γραφείο όταν ένιωθα πως έχανα την Αν, καθώς εκείνη παρασυρόταν σε ένα στρόβιλο κοινωνικότητας μέσα στον οποίο δεν μπορούσα να την ακολουθήσω. Αλλά επειδή οι περιστάσεις ήταν πιο οικείες, η εμπειρία ήταν ακόμα πιο οδυνηρή. Ο Λέο έμοιαζε να επιμένει να χαίρεται την παρέα της σαν η Αν να μην είχε κανένα δεσμό μαζί μου. Αγνοούσε επίτηδες την παρουσία μου, στρέφοντας όλη του την προσοχή προς την Αν. Μονοπωλούσε την κουβέντα, κατευθύνοντάς την προς κοινά τους ενδιαφέροντα που, όπως ήξερε καλά, δεν μοιραζόμουν μαζί τους: μαγειρική, ξυλουργική, αναμνήσεις από τα παιδικά και εφηβικά τους χρόνια στην Αμερική, πολιτικές εμπειρίες που, έχοντας μεγαλώσει στην Ελλάδα, γνώριζα μόνο από δεύτερο χέρι. Ένιωθα πως χόρευε με την Αν όλο το βράδυ ενώ εγώ έμενα κολλημένος στην καρέκλα μου βράζοντας σε ένα μείγμα ζήλειας, ανημποριάς και οργής. Ήταν φανερό ότι ένας άνθρωπος με τόσο ισχυρή και απαιτητική προσωπικότητα σαν τον Λέο δεν θα δεχόταν να μείνει στο περιθώριο. Ακόμη κι αν ήταν εκτός συναγωνισμού στο σεξουαλικό επίπεδο, θα αγωνιζόταν να πάρει την πρώτη θέση στη συντροφιά και την ανταλλαγή ιδεών.
Φεύγοντας από το σπίτι του Λέο εκείνο το βράδυ, πήγα την Αν στο σταθμό να πάρει το τρένο για τη Φιλαδέλφεια. Έγινε ένας μεγάλος τσακωμός, καθώς άφησα τον εαυτό μου ελεύθερο να ξεσπάσει με όλη την οργή που είχε συσσωρευτεί μέσα μου. Ήταν ένας από τους πολλούς τσακωμούς που προκάλεσε το τρίγωνο με τον Λέο στα πρώτα χρόνια της σχέσης μας με την Αν.

— ≈ —

Παρόλη την έλξη που ένιωθε ο Λέο προς τη σχέση μας, αρνιόταν να πιστέψει ότι θα κρατήσει. Ήταν πεπεισμένος πως η Αν, την οποία θαύμαζε για την αυτοκυριαρχία και την ανεξαρτησία της, δεν θα επέτρεπε στον εαυτό της να δεθεί τόσο στενά μαζί μου και, αργά ή γρήγορα, θα με άφηνε πληγωμένο. Ίσως και να υπήρχαν μέσα του κατάλοιπα της έλλειψης εμπιστοσύνης με την οποία πολλοί Εβραίοι άντρες συνηθίζουν να αντιμετωπίζουν μια ελκυστική μη-Εβραία γυναίκα. Επέμεινε να μου υπενθυμίζει να μην χάσω τον έλεγχο των συναισθημάτων μου.
Γνώριζα την Αν αλλιώτικα, πολύ πιο εκτεθειμένη: σε έρωτα, πάθος, αλλά και οδυνηρή διαμάχη. Γνώριζα πόση δίψα είχε για σωματική τρυφερότητα, πόσο βαθιά ήταν η ελπίδα της να νιώσει αγάπη —και απλή συμπάθεια— από κάποιον με τον οποίο θα είχε εγκαταλείψει κάθε προφύλαξη ως τα μύχια. Είχα αρχίσει να κατανοώ πως αυτές οι ανάγκες ήταν πιο κοντά στον πυρήνα της από άλλες διαστάσεις που στην αρχή φαινόντουσαν να την καθορίζουν. Ήξερα πως, για κάποιο λόγο, είχε εγκαταλείψει τις προφυλάξεις της για να μού επιτρέψει να αγγίξω αυτόν τον πυρήνα, με τρόπο που μερικές φορές την έκανε να νιώθει βαθιά ευτυχισμένη και άλλες που ο πόνος ήταν τόσο οξύς που, όπως έλεγε, ένιωθε σαν να μην τής είχε μείνει πια καθόλου πετσί. Είχε φιλίες και σχέσεις, όμως στο βάθος έμενε επιφυλακτική. Είχε ποτέ δώσει την καρδιά της εντελώς σε κάποιον; Θα μου την έδινε εμένα; 

— ≈ —

Μας κόστισε καιρό και στεναχώρια ώσπου να απελευθερωθούμε από τους γάμους μας. Επιτέλους, το καλοκαίρι του 2000, η Αν κι εγώ αποφασίσαμε να ζήσουμε μαζί στη Νέα Υόρκη. Θα συνεχίζαμε να πηγαινοερχόμαστε στο Πρίνστον για δουλειά, αλλά θέλαμε να αρχίσουμε τη ζωή μας μαζί στην μεγαλούπολη.
Μέχρι τότε, είχαμε ζήσει σαν πρόσφυγες, σε νοικιασμένα δωμάτια. Τώρα θα είχαμε το δικό μας σπίτι και θα ήμασταν ελεύθεροι να γυρίσουμε την πόλη απ’ άκρη σ’ άκρη. Λιγότερος πυρετός, περισσότερη καθημερινότητα. Μας δόθηκε πλέον η ευκαιρία να βιώσουμε την εστία της φιλίας στο εσωτερικό του πάθους.
Περνούσαμε μέρος της εβδομάδας στο Πρίνστον. Ο Λέο, που ήταν εξαιρετικός μάγειρας, μας καλούσε συχνά για βραδινό. Μαγείρευε περίτεχνα φαγητά και έστρωνε το τραπέζι με επισημότητα, αλλά μας σέρβιρε με τρόπο τραχύ κι απότομο, σχεδόν πετώντας μας τα πιάτα και τις πετσέτες σαν να έκανε διακήρυξη ανεξαρτησίας. Κάναμε ενδιαφέρουσες συζητήσεις και είχαμε ηχηρές διαφωνίες. Η Αν κι αυτός συνέχιζαν να συζητούν τα μαστορέματά του στο σπίτι χωρίς τελειωμό, αλλά μας είχε πια συνηθίσει σαν ζευγάρι. Η προσοχή του προς την Αν είχε γίνει λιγότερο αποκλειστική κι εγώ βασανιζόμουνα λιγότερο από τη ζήλεια. Το αιχμηρό ερωτικό τρίγωνο άλλαζε σιγά-σιγά σε μια τριμερή φιλία.
Ακούγαμε μουσική. Συζητούσαμε φιλοσοφικά θέματα. Και, οι τρεις μαζί, εκείνα τα δίσεκτα χρόνια της 11ης Σεπτεμβρίου και του πολέμου στο Ιράκ, ανακαλύψαμε ξανά την πολιτική ως καίρια έγνοια. Η συνάφεια που έγινε φανερή στις πολιτικές μας πεποιθήσεις, με τη σειρά της, μας έφερε ακόμη πιο κοντά.

— ≈ —

Μια από τις πιο στενές φιλίες του Λέο ήταν με τον Τζέραλντ, τον συγκάτοικό του τα χρόνια του κολεγίου, και την Ελάιζα, τη γυναίκα του. Ο Τζέραλντ είχε αναλάβει την εταιρεία του πατέρα του και ήταν εύπορος. Και η Ελάιζα, όπως και ο άντρας της, είχε μεγαλώσει σε μια πλούσια εβραϊκή οικογένεια. Ο Λέο θαύμαζε τον Τζέραλντ επειδή είχε καταφέρει να κρατήσει ζωντανό το ενδιαφέρον του για τα μαθηματικά και την φυσική ενόσω διηύθυνε την εταιρεία του και αισθανόταν έλξη προς την Ελάιζα για τη ζωντάνια της και τα εκλεπτυσμένα της γούστα. Αυτό ήταν ίσως το πιο έντονο από τα τρίγωνα του Λέο. Είχε μεγάλη συμπάθεια στον Τζέραλντ, αλλά η Ελάιζα τού ήταν ιδιαίτερα θελκτική. Πήγαιναν σε μουσεία, γκαλερί, σινεμά, θέατρο, άλλοτε μαζί με τον Τζέραλντ και άλλοτε οι δυο τους μόνοι. Ο Λέο ερχόταν συχνά στην Νέα Υόρκη, πότε για να δει τον Τζέραλντ και την Ελάιζα και πότε για να δει εμάς. Δεν σταματούσε να μιλάει για αυτούς τους δυο κι εμείς είχαμε αρχίσει να τους αντιπαθούμε για το πόσο ραφιναρισμένοι φαινόντουσαν στον Λέο — και πόσο ύποπτα καλοστεκούμενοι και μοδάτοι φαινόντουσαν σε εμάς. Ο Λέο μάς είχε συστήσει σε αρκετούς από τους άλλους φίλους του, αλλά ποτέ στον Τζέραλντ και την Ελάιζα — σαν να ήθελε να αποφύγει μια σύγκρουση ανάμεσα σε δυο πλευρές του κόσμου του που αισθανόταν πως ήταν αντιφατικές.
Εκείνη την περίοδο, η στάση των Αμερικανών Εβραίων προς το Ισραήλ είχε φτάσει σε μεγάλη πόλωση. Το Ισραήλ γινόταν όλο και πιο ακραίο, επιτρέποντας, και ακόμα υποβοηθώντας, την παράνομη επέκταση εποικισμών στα κατεχόμενα εδάφη της Δυτικής Όχθης και αντιμετωπίζοντας τους Παλαιστίνιους κατοίκους με τρόπο που θύμιζε στον υπόλοιπο κόσμο το καθεστώς απαρτχάιντ στη Νότιο Αφρική. Ήταν τότε που ο Αριέλ Σαρόν έκτιζε το Τείχος του. Πολλοί Αμερικανοεβραίοι παρέμειναν ένθερμοι υποστηρικτές της πολιτικής του Ισραήλ, αναπροσαρμόζοντας τις πολιτικές τους πεποιθήσεις και πολλές φορές προσχωρώντας στις τάξεις των Νεοσυντηρητικών Ρεπουμπλικανών. Άλλοι όμως διαπίστωσαν πως οι φιλελεύθερες αρχές τους τούς οδηγούσαν σε ανοιχτή κριτική κατά του Ισραήλ.
Ο Λέο είχε διατηρήσει μια πολύ έντονη εβραϊκή ταυτότητα, ακόμα και αφού είχε απαρνηθεί την εβραϊκή θρησκεία. Του άρεσε πολύ, όχι ως αστείο πάντοτε, να με δασκαλεύει στις πολύπλοκες λεπτομέρειες των θρησκευτικών κανόνων διατροφής κασέρ καθώς και άλλες πτυχές του ορθόδοξου Εβραïσμού που δεν ήταν τόσο σημαντικό μέρος της εβραïκής ζωής στην Ελλάδα. Παρόλη την κοσμοπολίτικη αγάπη του για την καλή μαγειρική, τηρούσε τους κανόνες κασέρ και πήγαινε αρκετά συχνά στη συναγωγή. Κι όμως έφτασε να γίνει ένας αδιάλλακτος, ίσως και υπερβολικός, κριτής του Ισραήλ. Και στην εσωτερική πολιτική των ΗΠΑ, έγινε θανάσιμος εχθρός των Ρεπουμπλικανών.
Ένα μεσημέρι που οι δυο μας τρώγαμε παρέα στη δουλειά και τα λέγαμε, τον ρώτησα τι συνέβαινε με τον Τζέραλντ και την Ελάιζα — δεν τους είχε αναφέρει για κάμποσο καιρό. Έκανε ένα περίεργο μορφασμό και έμεινε για λίγο σιωπηλός. Μετά, σαν να είχε πάρει μια δύσκολη απόφαση να μιλήσει για κάτι το τόσο προσωπικό και ιδιωτικό, γύρισε προς το μέρος μου και είπε, «Την τελευταία φορά που ήρθαν στη Νέα Υόρκη, τσακωθήκαμε για το Ισραήλ. Δεν νομίζω ότι θα τους ξαναδώ πια.»
«Τι λες!» του είπα, εμβρόντητος. «Γίνεται να παρατήσεις τόσο στενούς φίλους για πολιτικές διαφορές; Πώς είναι δυνατόν να κάνεις κάτι τέτοιο;»
Δεν είπε τίποτα για αρκετή ώρα. Ύστερα σήκωσε τα φρύδια, με κάρφωσε με τη ματιά του και είπε: «Μου ομολόγησαν ότι στις τελευταίες εκλογές ψήφισαν τους Ρεπουμπλικανούς. Εξ αιτίας του Ισραήλ. Ψήφισαν τον Μπους — μπορείς να το φανταστείς; Πώς είναι δυνατόν πια να κουβεντιάσουμε μεταξύ μας σαν φίλοι; Όχι, τελικά βγήκαν διαφορετικοί από αυτό που πίστευα πως ήταν.»

— ≈ —

Όταν η Αν κι εγώ ξεκινήσαμε τη ζωή μας μαζί, τα καλοκαίρια κάναμε μεγάλα ταξίδια στην Ελλάδα και άλλα μέρη στην Ευρώπη. Ο Λέο ήθελε πολύ να έρθει μαζί μας, αλλά διστάζαμε να τον προσκαλέσουμε. Η ανάγκη του να κυριαρχεί σε κάθε περίσταση και να απορροφάει όλο τον διαθέσιμο χώρο και χρόνο μάς είχε εκνευρίσει και κουράσει στο παρελθόν. Ωστόσο, η στάση του προς εμάς σαν ζευγάρι είχε αλλάξει και η ρήξη του με τον Τζέραλντ και την Ελάιζα μάς είχε φέρει ακόμα πιο κοντά του. Αισθανθήκαμε ότι είχε έρθει η ώρα να τον καλέσουμε να μας επισκεφθεί στο απόμακρο ελληνικό νησί μας. Δέχτηκε αμέσως.
Έφτασε με πολλά κέφια και φάνηκε πολύ πιο συνεργάσιμος ως φιλοξενούμενος από όσο περιμέναμε. Του άρεσε πολύ το κολύμπι στην αγαπημένη μας ακρογιαλιά και η Αν κι αυτός έβαλαν εμπρός τη μαγειρική στο φουλ. Οι μέρες αυτές στο νησί ήταν από τις πιο αρμονικές που περάσαμε μαζί σαν τρίγωνο φίλων.
Μας έγινε συνήθεια να κάνουμε ένα μπάνιο πολύ νωρίς το πρωί. Ο Λέο περνούσε να μας πάρει κατά την αυγή, πίναμε ένα γρήγορο καφεδάκι και περπατούσαμε ως την ακρογιαλιά. Σιωπή — μονάχα ο ήχος των κυμάτων και τα κελαηδίσματα των πουλιών. Λίγα κατσίκια να τριγυρίζουν. Και το φως της αυγής, που, αλλάζοντας αποχρώσεις, ζωγράφιζε με απαλές πινελιές τους γύρω λόφους και φλέρταρε με τα κρυστάλλινα νερά.

Στεναχωρηθήκαμε όταν ήρθε η ώρα να φύγει. Μερικούς μήνες αργότερα, όταν του κάναμε επίσκεψη στο Πρίνστον, μας έκανε το τραπέζι και μας είπε ότι του είχαν κάνει διάγνωση με σοβαρό, κατά πάσα πιθανότητα θανατηφόρο καρκίνο. Εκείνο το βράδυ ήταν ασυνήθιστα κουρασμένος και μελαγχολικός. Αλλά το πρωί ξύπνησε γεμάτος ενέργεια και όρεξη να κουβεντιάσει φιλοσοφία και πολιτική μέχρι που φύγαμε.

— ≈ —

Ο Μπεν έφυγε, κλείνοντας την πλαϊνή πόρτα. Μετά από λίγο, άκουσα τα βήματα του Λέο. Δεν τον χαιρέτησα, αφήνοντάς του χρόνο να προετοιμαστεί. Μου έγνεψε σιωπηλά, και έγειρε δίπλα μου στον καναπέ. Ακούσαμε μαζί τη μουσική μέχρι που το CD έφτασε στο τέλος του. Ύστερα άρχισε να μιλάει, αργά και μεθοδικά, με τη βραχνή, μπάσα του φωνή.
«Είναι κάπως περίεργο πώς περνάω την ώρα μου αυτές τις μέρες. Όταν έχω αρκετή ενέργεια, κάνω τα ίδια πράματα που έκανα και πριν. Λίγη ξυλουργική, μαστορέματα που είχα στο πρόγραμμα, κάποιες προσπάθειες να διατυπώσω ορισμένες φιλοσοφικές ιδέες που μ’ έχουν απασχολήσει εδώ και πολύ καιρό. Μερικά απ’ αυτά, είναι αλήθεια πως τα νιώθω σαν πιο επείγοντα. Όμως είμαι ο ίδιος άνθρωπος που ζει την ίδια ζωή — καμία καινούργια αποκάλυψη, ούτε οπισθοχώρηση, ούτε κατάρρευση. Θα ’πρεπε να νιώθω αλλιώτικα επειδή ξέρω ότι οι μέρες μου είναι μετρημένες; Θα ’πρεπε ν’ ανοίξουν ξάφνου τα μάτια μου και να δω την αλήθεια;»
Διατύπωνε τις προτάσεις του με τη συνηθισμένη κατηγορηματική, μονότονή του έκφραση, σαν να εισήγαγε θέματα για φιλοσοφική συζήτηση — σηκώνοντας τα φρύδια του σαν να με προκαλούσε να διαφωνήσω. Τον άκουγα χωρίς να μιλάω. Με συγκινούσε, αλλά και με διασκέδαζε.
«Όχι!» αναφώνησε, τείνοντας το σαγόνι του προς το μέρος μου, «Είμαι ο ίδιος όπως πάντοτε.» Σε χαμηλότερο τόνο, πρόσθεσε, «Μετά νιώθω εξαντλημένος, με ένα τρόπο που είναι καινούργιος για μένα και χρειάζομαι ανάπαυση. Νιώθω τέτοια κούραση που δεν μπορώ καν να σκεφτώ.»
Άλλαξε πάλι ταχύτητα: «Όχι, δεν έχω αγωνία γι’ αυτό που πλησιάζει. Μπορώ να πω ότι νιώθω ακόμα και ανακούφιση που θα γλιτώσω από τον εξευτελισμό των γερατειών. Αυτό είναι κάτι που πάντοτε με γέμιζε φρίκη, κάτι που πάντοτε θεωρούσα αισθητικά απαράδεκτο. Προτιμώ να φύγω προτού πάω για διάλυση.»
Το πρόσωπό του ήταν αποστεωμένο, αλλά τόσο γεμάτο χαρακτήρα που φαινόταν σχεδόν υπεροπτικό. Σταμάτησε για να πάρει αναπνοή και μετά συνέχισε, στρέφοντας τα μάτια του προς ένα σημείο πάνω στο ταβάνι.
«Κι όμως... τη νύχτα, στο σκοτάδι, μερικές φορές ξυπνάω και με πιάνει... όχι φόβος... αλλά... νά, νιώθω πάρα πολύ μόνος. Τόσο μόνος που τίποτα δεν μπορεί να με ανακουφίσει. Δεν μου λείπει η ανθρώπινη παρουσία, έχω πολλές επισκέψεις, παρέα, φίλους, δεν αισθάνομαι πως μ’ έχουν εγκαταλείψει. Όχι, αυτό είναι κάτι άλλο.»
Σταμάτησε και άλλαξε η έκφρασή του. Κάτι τον διασκέδαζε και χαμογελούσε.
«Σου έχω πει γι’ αυτή τη γάτα από τη γειτονιά; Μπαίνει αργά τη νύχτα από το ανοιχτό παράθυρο. Κουλουριάζεται στο χαλάκι δίπλα στο κρεβάτι μου και το ρίχνει στον ύπνο. Τη βρίσκω εδώ όταν σηκώνομαι να κατουρήσω μετά τα μεσάνυχτα. Μέχρι να ξυπνήσω το πρωί, έχει φύγει. Δεν έρχεται κάθε βράδυ. Όταν όμως μου κάνει επίσκεψη, κοιμάμαι πιο καλά και νιώθω λιγότερο μόνος.»
Ο Λέο εξακολούθησε να μιλάει, προχωρώντας σε φιλοσοφικά θέματα που τον απασχολούσαν. Τον έπιασε υπερένταση και η φωνή του έγινε πιεστική σαν κομπρεσέρ — το να συζητάει ιδέες, είχε τέτοια επίδραση επάνω του.
Ζεστάναμε το μαγειρευτό και φάγαμε παρέα στο παλιό μεγάλο τραπέζι στην τραπεζαρία. Μετά αισθάνθηκε πάλι εξαντλημένος και πήγαμε και οι δυο για ύπνο.

— ≈ —

Πετάχτηκα από τον ύπνο μου μέσα στη νύχτα και έκανα κάμποσο καιρό πριν αντιληφθώ πως ήμουν στο σπίτι του Λέο.
Πήγα στο μπάνιο να κατουρήσω. Γυρίζοντας, άκουσα έναν αναστεναγμό από το δωμάτιο του Λέο. Ήταν ξύπνιος. Έμεινα ριζωμένος στη θέση μου. Το πόσο μόνος είχε πει πως ένιωθε, βάραινε πάνω μου σαν βράχος. Η γάτα σύρθηκε φευγαλέα στο μυαλό μου. Έμεινα ακίνητος. Το βάρος στο στήθος μου γινόταν αβάσταχτο. Προχώρησα βήμα προς βήμα ως το δωμάτιό του και κοίταξα το κουλουριασμένο του κορμί στο κρεβάτι. Ανέβηκα ήσυχα στο κρεβάτι, ξάπλωσα δίπλα στον Λέο, κι άπλωσα το μπράτσο μου πίσω από την πλάτη του. Ένιωσα κάτι ζεστό να περνάει από μέσα μου προς το μέρος του. Δεν σταμάτησα να σκεφτώ τι θα μπορούσε να συμβεί αν ο Λέο ένιωθε επιθυμία κι έκανε κάποια κίνηση. Δεν συνέβη τίποτα. Ο Λέο έμεινε ακίνητος. Τον αισθάνθηκα για λίγο να σφίγγεται. Μετά χαλάρωσε. Μείναμε έτσι, ανασαίνοντας μέσα στη νύχτα, σαν δυο ζωντανά ξαπλωμένα το ένα μαζί με το άλλο για να προφυλαχτούν από το κρύο. Ύστερα πέσαμε και οι δυο στον ύπνο. Ονειρεύτηκα πως κολυμπούσαμε παρέα στην ακρογιαλιά του νησιού—αλλά μετά από λίγο, με άφησε πίσω και κολύμπησε προς την ανοιχτή θάλασσα, όπου τα νερά έγιναν σκούρα μπλε, σχεδόν μαύρα. Τον φώναξα, αλλά δεν γύρισε να με κοιτάξει.
Όταν ξύπνησα το πρωί, ο Λέο είχε κιόλας σηκωθεί κι ετοίμαζε καφέ. Είπαμε καλημέρα, ακούσαμε ακόμα λίγο Χάιντν και μετά έφυγα.
Ήταν η τελευταία φορά που τον είδα ζωντανό.

— ≈—

Έχουν περάσει πολλά χρόνια, αλλά συχνά νιώθουμε πως είναι παρών. Έχει μια μετά θάνατον ζωή, σαν η τρίτη κορυφή του τριγώνου που μας έφερε στη ζωή σαν ζευγάρι, σαν ένα κοινό μας μέλος-φάντασμα που εξακολουθούμε να αισθανόμαστε μετά από τον ακρωτηριασμό του.
Κι όπως οι σεξουαλικές ορμές έχουν εξασθενήσει με τα γηρατειά, η Αν κι εγώ σφιχταγκαλιαζόμαστε κάτω από τα σκεπάσματα το βράδυ σε ένσαρκη αλληλεγγύη, σαν δυο ζωντανά ξαπλωμένα το ένα μαζί με το άλλο για να προφυλαχτούν από το κρύο.

___________
Το κείμενο γράφτηκε στα αγγλικά και μεταφράστηκε από τον συγγραφέα. Βοήθησαν ο Αβραάμ Κοέν και ο Φίλιππος Καργόπουλος.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: