Ο κολυμβητής / Ηλιοστάσιο




Ο κολυμβητής

                                        Την τέχνη του κολυμπιστή
                                                                
ΣΟΛΩΜΟΣ


Τα ρούχα του αποθέτοντας επάνω στα χαλίκια
προς το στοιχείο ο κολυμβητής το υγρό που τον καλεί
με βήματα βαδίζοντας ανάλαφρα κι αντρίκια
πηγαίνει, λες, των θαλασσών τηρώντας εντολή.

Αστράφτοντας με το λευκό κορμί στον ήλιο, μπαίνει
αργά στα πεντακάθαρα, σαπφείρινα λουτρά
και μ’ όλη του τη δύναμη στα πόδια μαζεμένη
με μια σπρωξιά στα βότσαλα στη θάλασσα γλιστρά.

Αέναα ρεύματα δροσιάς σφιχτά τον περιζώνουν
από τις μυστικές πηγές βαθιά του ωκεανού,
ρεύματα π’ όλο γύρω του κυλούν και γαλαζώνουν
μέχρι και το αίμα της καρδιάς και τα όνειρα του νου.

Και των υδάτων το λαμπρό, βαθύ γαλάζιο ατλάζι
το σκίζουν του κολυμβητή τα χέρια δυνατά
και τ’ άτρωτο μες το νερό κορμί του αναγαλλιάζει
σαν λούζεται παλεύοντας κι ολόσωμο σκιρτά.

Ο ήλιος κατακόρυφος επάνω από την κτίση
απλώνοντας χρυσόγλαυκη λάμψη στον ουρανό,
μ’ αυτή τη λάμψη του, θαρρείς, πως πάει να κατακτήσει
ως και της νύχτας των βυθών το έρεβος το κυανό.

Κι αυτός στον πράσινο βυθό βυθίζεται με φόρα
σαν δύτης που ζητά να βρει πανάρχαιο θησαυρό
μέσα από φύκια σκοτεινά και βράχια οστρακοφόρα
ή στα Θεοφάνια βουτηχτής που ψάχνει το σταυρό.

Μα πάλι βγαίνει των βυθών αφήνοντας τα φύκια
και στων νερών λικνίζεται τη στρώση ξαπλωτός
απ’ τις πευκόφυτες πλαγιές τριγύρω τα τζιτζίκια
ακούγοντας να τραγουδούν τον ύμνο του φωτός.



Ο κολυμβητής / Ηλιοστάσιο




Ηλιοστάσιο

Απ’ το φρυγμένο ολόκληρης της πλάσης πια τ’ αλώνι
επάνω παντοδύναμος ο ήλιος μεσουρανεί
και διάπλατη σαν λάβαρο τριγύρω ξεδιπλώνει
όλην αυτή την πάμφωτη χρυσαύγεια την τρανή.

Το κάστρο, που μοιράστηκαν, με τη χρυσή του πόρτα,
του Μάρκου ο λέοντας κι ο σεπτός δικέφαλος αϊτός
το διαφεντεύουνε συκιές και ξεραμένα χόρτα,
κίτρινα αγκάθια κι οι στεγνοί χείμαρροι του φωτός.

Μια πολιτεία με ναούς και θέατρα και γυμνάσια,
που, δίχως ο ήλιος να την καίει, σκληρά την πυρπολεί,
και με πλακόστρωτες οδούς κι αγάλματα θαυμάσια
ερειπωμένη απλώνεται τώρα και σιωπηλή.

Και μέσα στη βαριά σιωπή της ώρας της πυρίνης,
στη λαύρα αυτή, που, αθέατη, ξεχύνεται, πυρά,
στερέψανε της πέτρινης Γλαύκης και της Πειρήνης
τα ουρανικά, που πέφτανε στα μάρμαρα, νερά.

Και κάτω απ’ την απέραντη του γαλανού συντέλεια
τον κάμπο με της φάμπρικες βλέπεις και τα χωριά,
με τα σπαρτά, τα λιόδεντρα, τα πεύκα και τ’ αμπέλια―
κι η θάλασσα αχνογάλαζη να φέγγει από μακριά!

Κι εγώ στη λόχμη από πυκνά, μεγάλα κυπαρίσσια,
που περιζώνουν μια μικρή, λευκόχριστη εκκλησιά,
αποσταμένος όρμησα, ζητώντας, ολοϊσια,
λίγη κάτω απ’ τη στέγη τους ιαματική δροσιά.

Και την εικόνα τ’ Αϊ Γιωργιού στο βάθος άλαμπ’ είδα,
την ώρα που τον δράκοντα τον πράσινο ακοντά
με δόρυ, σιδερόπλεχτο πουκάμισο κι ασπίδα
και μια πορφυρογέννητη να τρέμει από κοντά.

Αλλά από του ίσκιου τ’ άσυλο σαν βγήκα μόνος πάλι
―ακόμα λες και χάθηκαν οι ώρες μεσουρανεί!―
τη δεσποτεία του τη σκληρή πώς ο ήλιος μου επιβάλλει
κάνοντας και τη σάρκα μου σαν άστρο φωτεινή!

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: