Ο κολυμβητής
Την τέχνη του κολυμπιστή
ΣΟΛΩΜΟΣ
Τα ρούχα του αποθέτοντας επάνω στα χαλίκια
προς το στοιχείο ο κολυμβητής το υγρό που τον καλεί
με βήματα βαδίζοντας ανάλαφρα κι αντρίκια
πηγαίνει, λες, των θαλασσών τηρώντας εντολή.
Αστράφτοντας με το λευκό κορμί στον ήλιο, μπαίνει
αργά στα πεντακάθαρα, σαπφείρινα λουτρά
και μ’ όλη του τη δύναμη στα πόδια μαζεμένη
με μια σπρωξιά στα βότσαλα στη θάλασσα γλιστρά.
Αέναα ρεύματα δροσιάς σφιχτά τον περιζώνουν
από τις μυστικές πηγές βαθιά του ωκεανού,
ρεύματα π’ όλο γύρω του κυλούν και γαλαζώνουν
μέχρι και το αίμα της καρδιάς και τα όνειρα του νου.
Και των υδάτων το λαμπρό, βαθύ γαλάζιο ατλάζι
το σκίζουν του κολυμβητή τα χέρια δυνατά
και τ’ άτρωτο μες το νερό κορμί του αναγαλλιάζει
σαν λούζεται παλεύοντας κι ολόσωμο σκιρτά.
Ο ήλιος κατακόρυφος επάνω από την κτίση
απλώνοντας χρυσόγλαυκη λάμψη στον ουρανό,
μ’ αυτή τη λάμψη του, θαρρείς, πως πάει να κατακτήσει
ως και της νύχτας των βυθών το έρεβος το κυανό.
Κι αυτός στον πράσινο βυθό βυθίζεται με φόρα
σαν δύτης που ζητά να βρει πανάρχαιο θησαυρό
μέσα από φύκια σκοτεινά και βράχια οστρακοφόρα
ή στα Θεοφάνια βουτηχτής που ψάχνει το σταυρό.
Μα πάλι βγαίνει των βυθών αφήνοντας τα φύκια
και στων νερών λικνίζεται τη στρώση ξαπλωτός
απ’ τις πευκόφυτες πλαγιές τριγύρω τα τζιτζίκια
ακούγοντας να τραγουδούν τον ύμνο του φωτός.