Θαλασσινό ποίημα

 

Ι

Ο ήλιος κυκλοδίωκτος πάντοτε σαν αράχνη,
από σκοτάδι υφαίνοντας το δίχτυ του φωτός,
μ' αυτό το δίχτυ το χρυσό κάθε πρωί σ' αδράχνει
απ' τον πυθμένα το βαθύ της άναστρης νυχτός.

Και μεσημέρι ακίνητος πάνω στον άξονά του,
στο στέμμα, λες, των ουρανών διαμάντι λαμπερό,
συντρίβει εδώ για μια στιγμή το κράτος του θανάτου
και καθηλώνει μονομιάς τον άμετρο καιρό.

Θρυμματισμένο, η θάλασσα, κάτοπτρο, σκοτοδίνης
πώς σπινθηροβολεί παντού φως άπλετο σκληρά!
-χίλιοι πυρσοί σ' ανάβουνε φωτιά φριχτής οδύνης,
όσα και τ' ήλιου τ΄είδωλα που φλέγουν τα νερά.

Μα στη βαθιά κι ακύμαντην εσπερινή γαλήνη
το μήνυμα το τρομερό σε σφάζει του Θαμούς
-ο μέγας Ήλιος πέθανε κι η Κελαινώ τον κλείνει-
κι από μυριόστομους ηχεί το Ιόνιο στεναγμούς.


ΙΙ

Της λεωφόρου οι φοινικιές λικνίζονται στην αύρα,
όπου οχημάτων άπαυτα κυλάει αργή ροή
κι αστράφτει ως τον ορίζοντα στην πυρωμένη λαύρα
μια πλάκα τώρα απέραντου φωτός απ’ το πρωί.

Η θάλασσα στα μάτια σου προβάλλει ειρηνοφόρα
μπροστά από κτίρια σύγχρονα φτιαγμένα με γυαλί
και μιας σειρήνας μυστικής κομίζοντας τα δώρα
για της ψυχής τ’ ασύγκριτα ταξίδια σε καλεί:

να δεις μέσα στ’ απόκρυφο τ’ άντρο της την Κυμαία
στον τσιμεντένιο θρόνο της επάνω καθιστή
ή να βαδίζει, ακούγοντας, μόνη στην προκυμαία,
το ρόχθο τον ατέρμονο και να χρησμοδοτεί-

απομεσήμερα τρανά σε μυθικές Κολχίδες
λάμψης ν' απλώνουνε θερμής ολόχρυση δορά
κατάσαρκα στο πέλαγος, που στέκονται (δεν είδες;)
με σκουριασμένα σίδερα καράβια στα νερά-

και μες τα κυανότεφρα τα σύννεφα τριγύρα
ν' ανοίγει ο ήλιος των Δελφών μια διάφανη ρωγμή
και καταιγίδα κάθετου φωτός, λαμπρή πλημμύρα
με σιωπηλή να χύνεται μες τη γαλήνη ορμή.


ΙΙΙ

Τις αποβάθρες φεύγοντας, που λύματα βρομίζουν,
στις αείρροες βυθίζεσαι πηγές τ’ ωκεανού
κι οι άνεμοι που και θάλασσα κι αγέρα τρικυμίζουν
ξαναγεννάν την άρρωστη καρδιά σου και το νου.

Αέναων και δροσερών νερών εκεί πληθώρα
σου ζώνει, λες, μ' αστείρευτα νάματα το κορμί
και του Νηρέα τον άφθαρτο, ψυχρό, γαλάζιο ιχώρα
ξέχειλο νιώθεις να κυλά στις φλέβες σου μ' ορμή.

Μέσα στην ακηλίδωτη κι ασκίαστη επικράτεια
κύκλος ανοίγεται πλατιάς ενάργειας γαλανός,
καθώς κοιτάς μ' ολόφωτα και μ' άγρυπνα τα μάτια
να σμίγει τον ακύμαντον αιθέρα ο ωκεανός.

Αφήνεσαι στην πάμφωτη σιγή της νηνεμίας,
στην ύδρα που κοιμάται αργή, γαλάζια και ρευστή,
μα που αν ξυπνήσει, πώς σκιρτά, λίκνο της τρικυμίας,
υγρή κονίστρα που η ψυχή ζητά ν' αγωνιστεί!

Και γίνονται ωκεάνεια τα μάτια που κοιτάζουν
όλο το υδάτινο άνδηρο που λάμπει φωτεινό
και σαν τις ασυννέφιαστες ημέρες αιθριάζουν,
μια Στύγα κυανότητας γεμάτη μ' ουρανό.



ΙV

Τι θαύματα ατενίζουνε των θεών και των ανθρώπων!:
στην Αίτνα που διαγράφεται στη θάλασσα μακριά
μ' υψικαμίνους σκοτεινές χαλυβουργεία Κυκλώπων,
π' ολημερίς στ' αμόνι τους χτυπάνε τα σφυριά-

γεμάτες σκάφη στο νησί της Καλυψώς μαρίνες
με τις κεραίες δόρατα στον ουρανό λευκά
-το φλοίσβισμα μονότονα χτυπά τις λαμαρίνες
σαν ανασαίνει η ράθυμη θάλασσα ρυθμικά-

της Αμφιτρίτης τ' ακριβά τα θέρετρα τ' ονείρου,
πολυόροφα π' εκτείνονται στο διάφανο νερό,
κι ανταύγειες αχνογάλαζες, αβρή ψυχή τ' απείρου
σαν πεταλούδας τρέμουνε στις κάμαρες φτερό-

και τα νησιά τα ξακουστά που λένε των Μακάρων
και τα ραντίζει μοναχά καλόγνωμη βροχή
και ξεπερνούν οι κήποι τους εκείνους των Φαιάκων
και τα λουλούδια των λωτών ευφραίνουν την ψυχή.


V

Και βγαίνει από τη θάλασσα της ίδιας της ψυχής σου
κι ένα νησί που γνώρισες σαν ήσουνα παιδί,
ένα νησί του μακρινού, χαμένου παραδείσου
κι αυτά κοιτάς που κάποτε τα μάτια σου έχουν δει:

αρχαίες επαύλεις με κλειστά για πάντοτε δωμάτια,
που περιτρέχουν τους γυμνούς τους τοίχους τους κισσοί
και τα σπασμένα ως το νερό πέτρινα σκαλοπάτια
τα ναναρίζει επίμονα μια θάλασσα χρυσή,

πελάγη που ονειρεύονται σ’ ηλιοχυμένη αχνάδα
με σκάφη στους γλαυκούς πορθμούς αναψυχής μακριά,
προτού σκορπίσει τους αχνούς η πρωινή λιακάδα
και τ’ άσπρα σπίτια λάμψουνε τριγύρω στα χωριά.

Δες! Σμίγουνε τις αμμουδιές λιγνόκορμοι πευκώνες
και στου καυτού μεσημεριού την άκρα απανεμιά
κάτω απ’ τα πεύκα, που λευκούς ισκιάζουνε ξενώνες,
ηλιοκαμένα λούζονται στη θάλασσα κορμιά,

καθώς εκείνο ακάματο σα χτίστης θεμελιώνει,
τ’ άγαλμα τ’ ήλιου να στηθεί,τα βάθρα του φωτός
και σίδερο την άσφαλτο σκληρά του δρόμου λιώνει,
ενώ τη δόξα του ανυμνεί των τζιτζικιών στρατός.

Μια λίμνη κάτω ρόδινη, το σούρουπο, συνάζει
όλη την αίγλη του φωτός, πριν σβήσει και χαθεί-
Η Εκάτη τον καθρέφτη της λειψό κρατά με νάζι
κι ιώδες τ’ άνθος της βραδιάς πληθαίνει και βαθύ.

Και σε προσμένει αστείρευτη, τη νύχτα, πανδαισία:
μυστήριο υφαίνουν τα νερά τα μαύρα σκοτεινό,
κι από της χώρας την πυκνή μακριά φωτοχυσία
αστέρια πλημμυρίζουνε παντού τον ουρανό.


VI

Πώς το χειμώνα σου μιλούν οι νύχτες απ’ τ’ ουράνια,
που τις στολίζει αστέρωμα πλούσιο και φεγγερό,
σαν φράγμα στο συντάραχο του πόντου τα Γεράνια
ασύντριφτο ανυψώνουνε βασάλτη στον καιρό.

Το κύμα από τη θάλασσα τινάζεται στο μώλο
επάνω στο σκυρόδεμα ξεσπώντας δυνατό
και το σκεπάζει στου νερού τον άγριο σάλο κι όλο
σκορπίζει σ’ άχνα και σ’ υγρό, λευκό κονιορτό.

Και τι άνεμος νυχτερινός γυρίζει μανιασμένος
σε δρόμους και σε μέγαρα, πλατείες και στενά
κι όλο, θαρρείς, τ’ ωκεανού πως κουβαλά το μένος,
καθώς βουίζει ακράτητος και φεύγει και περνά!

Είναι ο άνεμος της Ίσιδας, που ολόενα δυναμώνει,
την ώρα που τ’ απόκρυφα γίνονται φανερά,
κι η Θεά, του κόσμου μυστική κυρίαρχη και μόνη,
ανοίγει εντός σου διάπλατα τ’ έρωτα τα φτερά!

 

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: