Το Δυναμό της Μνήμης

Το Δυναμό της Μνήμης
Λεπτομέρεια από κολάζ / Δημήτρης Καλοκύρης

Η ιστο­ρία ξε­κι­νά­ει σε ένα πα­ρά­ξε­νο, τε­τα­μέ­νο ση­μείο της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, κά­που ανά­με­σα στην επι­στη­μο­νι­κή φα­ντα­σία και το πα­ρά­λο­γο. Ο Henry de Graffigny κά­θε­ται σε ένα βι­κτο­ρια­νό σα­λό­νι που δεν ανή­κει σε κα­νέ­να συ­γκε­κρι­μέ­νο χρό­νο, πε­ρι­τρι­γυ­ρι­σμέ­νος από αντι­κεί­με­να που μοιά­ζουν με υβρί­δια από πα­λιές μη­χα­νές και υπερ­σύγ­χρο­να γκά­τζετ που ακό­μη και οι ει­δι­κοί του μέλ­λο­ντος δεν θα μπο­ρού­σαν να κα­τα­νο­ή­σουν. Γύ­ρω του, μια με­γά­λη κα­σε­τί­να με δια­κό­πτες και ρο­ο­στά­τες, κα­λώ­δια που τυ­λί­γο­νται σαν φί­δια γύ­ρω από τους τοί­χους, στον αέ­ρα μια βα­ριά μυ­ρω­διά από οξεί­δια και ηλε­κτρι­κούς σπιν­θή­ρες.

Ένα πρωί που δεν θυ­μά­ται πώς ξε­κί­νη­σε. Ένα ακό­μη πρωί σε μια ζωή γε­μά­τη εφευ­ρέ­σεις, δο­κι­μές και απο­τυ­χί­ες, κο­χλί­ας ατέρ­μο­νος. Ο Henry έχει μπρο­στά του μια συ­σκευή που δου­λεύ­ει εβδο­μά­δες ― το «Δυ­να­μό της Μνή­μης», όπως την απο­κα­λεί, ένα κα­τα­σκεύ­α­σμα από γρα­νά­ζια, σπεί­ρες κι έναν κρύ­σταλ­λο που πάλ­λε­ται με ένα πα­ρά­ξε­νο, εσω­τε­ρι­κό φως.

Η ιδέα ήταν απλή: να συλ­λά­βει τις σκέ­ψεις, τις αι­σθή­σεις και τις μνή­μες του και να τις με­τα­τρέ­ψει σε ενέρ­γεια. Να απο­θη­κεύ­σει τον φό­βο, τον πό­νο, την ευ­τυ­χία, το άγ­χος, και να τρο­φο­δο­τή­σει μια μη­χα­νή που θα λει­τουρ­γού­σε σαν διαρ­κές θερ­μο­δυ­να­μι­κό ερ­γο­στά­σιο, χω­ρίς πο­τέ να χρειά­ζε­ται καύ­σι­μο ή ξε­κού­ρα­ση. Η από­λυ­τη λύ­ση στον ενερ­γεια­κό πό­λε­μο που μα­στί­ζει το σύ­μπαν εδώ και αιώ­νες.

Αλ­λά τα πράγ­μα­τα δεν πη­γαί­νουν όπως τα εί­χε σχε­διά­σει. Το Δυ­να­μό του φαί­νε­ται να απορ­ρο­φά κά­τι πε­ρισ­σό­τε­ρο από ενέρ­γεια. Οι σκέ­ψεις του γί­νο­νται βα­ρύ­τε­ρες, σκο­τει­νές, γε­μά­τες από ει­κό­νες από τό­πους που δεν έχει επι­σκε­φτεί πο­τέ. Εμ­φα­νί­ζο­νται μυ­ρω­διές από πό­λεις του πα­ρελ­θό­ντος, αλ­λά και το θρόι­σμα των σε­λί­δων από βι­βλία που δεν έχει δια­βά­σει. Λες και η μη­χα­νή ρου­φά­ει τις ανα­μνή­σεις όχι μό­νο από το μυα­λό του, αλ­λά από τον αέ­ρα γύ­ρω του, σαν ένας ηλε­κτρι­κός οδο­στρω­τή­ρας που ισο­πε­δώ­νει τα πά­ντα στον δρό­μο του.

Κά­θε φο­ρά που πλη­σιά­ζει το Δυ­να­μό, νιώ­θει μια φα­γού­ρα στο πί­σω μέ­ρος του κε­φα­λιού του, σαν οι νευ­ρώ­νες του να γλι­στρούν πά­νω σε έναν αό­ρα­το άξο­να, προ­κα­λώ­ντας τυ­χαί­ες συ­νά­ψεις. Ανα­μνή­σεις που δεν εί­ναι δι­κές του ξε­πη­δούν στο μυα­λό του. Ένας ερ­γά­της σε ένα ερ­γο­στά­σιο, το 1937, το Πα­ρί­σι, φως και κά­πνα, μια γυ­ναί­κα που ψι­θυ­ρί­ζει κά­τι σε μια γλώσ­σα που δεν κα­τα­λα­βαί­νει. Ένας στρα­τιώ­της, το 1943, κά­που στην Ολ­λαν­δία, ο ου­ρα­νός φω­τί­ζε­ται από εκρή­ξεις, ενώ δια­τα­γές πέ­φτουν σαν πέ­τρες στο κε­φά­λι του.

Ο Henry κα­τα­λα­βαί­νει πως το Δυ­να­μό του λει­τουρ­γεί μεν, αλ­λά με έναν τρό­πο που δεν μπο­ρεί να ελέγ­ξει. Κά­θε τι που σκέ­φτε­ται, κά­θε τι που θυ­μά­ται, με­τα­μορ­φώ­νε­ται σε κά­τι άλ­λο, μια ανε­ξέ­λεγ­κτη με­τα­στοι­χεί­ω­ση της ψυ­χής του σε ανώ­νυ­μες, ξέ­νες ζω­ές. Δεν εί­ναι πια ο Henry de Graffigny, εί­ναι όλοι και κα­νέ­νας. Και τό­τε το βλέ­πει. Ένα πα­λιό ημε­ρο­λό­γιο που ανα­φέ­ρει το όνο­μά του, το­πο­θε­σί­ες, έρ­γα, ένα τε­ρά­στιο σύ­στη­μα συ­νω­μο­σιών που πλέ­κε­ται γύ­ρω από τη ζωή του.

Η σε­λί­δα γρά­φει κά­τι για ένα «Πρό­γραμ­μα Έκρη­ξης του Ου­ρα­νού», μια από­πει­ρα να χρη­σι­μο­ποι­ή­σουν την τε­χνο­λο­γία του για να ανα­τι­νά­ξουν τη ροή του χρό­νου, να κα­τα­στρέ­ψουν την Ιστο­ρία όπως την ξέ­ρου­με. Πρά­κτο­ρες, πο­λι­τι­κοί, επι­στή­μο­νες, όλοι εμπλε­κό­με­νοι σε αυ­τό το παι­χνί­δι εξου­σί­ας, όλοι πί­σω του, χρη­σι­μο­ποιώ­ντας τις ιδέ­ες του για ερε­βώ­δεις σκο­πούς. Κά­θε του ανα­κά­λυ­ψη, κά­θε του προ­σπά­θεια να φέ­ρει το φως της γνώ­σης, έχει με­τα­τρα­πεί σε ερ­γα­λείο κα­τα­στρο­φής.

Ο Henry τρέ­μει. Το Δυ­να­μό συ­νε­χί­ζει να πάλ­λε­ται, πιο έντο­να τώ­ρα. Η λάμ­ψη του κρυ­στάλ­λου γί­νε­ται εκτυ­φλω­τι­κή. Αρ­χί­ζει να απορ­ρο­φά όλο το φως του δω­μα­τί­ου, κά­θε φω­νή που ακού­γε­ται, κά­θε θρόι­σμα του αέ­ρα. Η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα γύ­ρω του ρευ­στο­ποιεί­ται, λιώ­νει, δια­λύ­ε­ται, απορ­ρο­φά­ται από τον κρύ­σταλ­λο. Οι τοί­χοι του σπι­τιού του, η ίδια του η ύπαρ­ξη, όλα αρ­χί­ζουν να στρι­φο­γυ­ρί­ζουν, να ανα­δι­πλώ­νο­νται μέ­σα στην ίδια του την μη­χα­νή.

Και τό­τε, όπως ξαφ­νι­κά άρ­χι­σαν, όλα στα­μα­τούν. Η μη­χα­νή σιω­πά. Ο Henry νιώ­θει μό­νος, κε­νός, κά­τι ανε­πα­νόρ­θω­το μέ­σα του έχει χα­θεί.Το Δυ­να­μό της Μνή­μης δεν εί­ναι πια απλώς μια εφεύ­ρε­ση. Εί­ναι μια σύν­δε­ση με κά­θε πι­θα­νή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Ανοί­γει δρό­μους σε αμέ­τρη­τους κό­σμους και ταυ­τό­χρο­να τους κα­τα­στρέ­φει.

Ξαφ­νι­κά, ο χώ­ρος γύ­ρω του γε­μί­ζει. Όχι το σα­λό­νι του, αλ­λά ένας αχα­νής, απροσ­διό­ρι­στος χώ­ρος, σαν να βρί­σκε­ται μέ­σα στην ίδια του την σκέ­ψη, χω­ρίς σώ­μα, χω­ρίς χρό­νο. Το πρό­σω­πο του γί­νε­ται διά­φα­νο, κά­θε ρυ­τί­δα, κά­θε πό­ρος του δέρ­μα­τός του, αρ­χί­ζει να απο­συ­ντί­θε­ται και να επα­να­σχη­μα­τί­ζε­ται.

Βλέ­πει πρό­σω­πα να σχη­μα­τί­ζο­νται γύ­ρω του. Άν­θρω­ποι που κά­πο­τε υπήρ­ξαν, που έζη­σαν τις ζω­ές τους, τώ­ρα ρέ­ουν μέ­σα του. Ο στρα­τιώ­της, ο ερ­γά­της, η γυ­ναί­κα στο Πα­ρί­σι. Όλοι εκεί­νοι που τους πή­ρε τις ανα­μνή­σεις, που τους άφη­σε κε­νούς. Και τό­τε συ­νει­δη­το­ποιεί: εί­ναι όλοι κομ­μά­τια του δι­κού του μυα­λού, της δι­κής του ύπαρ­ξης που θρυμ­μα­τί­ζε­ται και συ­νε­νώ­νε­ται ξα­νά και ξα­νά, σε μια ατε­λεί­ω­τη επα­να­σύ­στα­ση..

Στη μέ­ση του χά­ους, ακού­γε­ται ένας μο­νό­το­νος, επα­να­λαμ­βα­νό­με­νος ήχος. Ένας συ­να­γερ­μός ηχεί μέ­σα στο μυα­λό του. Ο Henry κα­τα­λα­βαί­νει. Το Δυ­να­μό δεν υπήρ­ξε για να πα­ρά­γει ενέρ­γεια. Ήταν μια βόμ­βα, ένας κα­τα­λύ­της για να ανα­τι­νά­ξει τα όρια της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, για να κα­τα­κερ­μα­τί­σει τον κό­σμο και να τον ξα­να­χτί­σει από την αρ­χή.

Τό­τε όλα κα­ταρ­ρέ­ουν με μια έκρη­ξη. Ο Henry δεν υπάρ­χει πια. Υπάρ­χει μό­νο το Δυ­να­μό, ένα απέ­ρα­ντος χώ­ρος γε­μά­τος θραύ­σμα­τα ψυ­χών και σκέ­ψε­ων που στρι­φο­γυ­ρί­ζουν σαν άστρα σε μια θά­λασ­σα που ξα­να­και­νουρ­γιώ­νε­ται. Κά­θε κομ­μά­τι εί­ναι μια σπί­θα, ένα απο­μει­νά­ρι από κά­τι που κά­πο­τε ήταν ζω­ντα­νό, ένας δια­λυ­μέ­νος κό­σμος που στρο­βι­λί­ζε­ται αέ­ναα.

Και κά­που, πο­λύ μα­κριά, σε μια άλ­λη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ένας άλ­λος Henry de Graffigny, σε ένα άλ­λο βι­κτο­ρια­νό σα­λό­νι, σκύ­βει πά­νω από το Δυ­να­μό της Μνή­μης, προ­σπα­θώ­ντας να κα­τα­λά­βει τι πή­γε στρα­βά, τι έχα­σε στην πο­ρεία. Μια ει­κό­να περ­νά­ει από το νου του, μια αί­σθη­ση deja vu, κά­τι που δεν μπο­ρεί να προσ­διο­ρί­σει.

Αλ­λά η στιγ­μή περ­νά­ει, και εκεί­νος συ­νε­χί­ζει να δου­λεύ­ει, να προ­σπα­θεί να τε­λειο­ποι­ή­σει τη μη­χα­νή. Και έτσι ο κύ­κλος συ­νε­χί­ζε­ται, σαν ένα τε­ρά­στιο, αό­ρα­το ου­ρά­νιο τό­ξο που απλώ­νε­ται πά­νω από κά­θε πι­θα­νή και απί­θα­νη εκ­δο­χή του Henry de Graffigny, σε κά­θε κό­σμο που υπήρ­ξε ή θα υπάρ­ξει.

Ο Henry de Graffigny (1863-1934), γεν­νη­μέ­νος ως Raoul Henri Clément Auguste Antoine Marquis, ήταν Γάλ­λος συγ­γρα­φέ­ας, δη­μο­σιο­γρά­φος και αε­ρο­ναύ­της. Έγρα­ψε πά­νω από 200 βι­βλία σε θέ­μα­τα όπως η αε­ρο­ναυ­τι­κή, η χη­μεία και η ηλε­κτρο­λο­γία. Υπήρ­ξε πρό­τυ­πο για τον χα­ρα­κτή­ρα Courtial des Pereires στο «Θά­να­τος επί πι­στώ­σει» του Λουί-Φερ­ντι­νάν Σε­λίν.
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: