Ποιήματα

Ποιήματα


Άγρια θά­λασ­σα η ζωή μου. Ένα δελ­φί­νι την διέ­σχι­σε κι έπει­τα άλ­λο ένα που ξε­χνώ το όνο­μά του. Όλο το βρά­δυ δά­κρυ­ζα ένας φεγ­γί­της κλεί­δω­νε πά­νω τα κλεί­θρα και ένα πρωί δεν ξέ­ρω πια τι θα με πε­ρι­μέ­νει. Ίσως το φως λέ­νε αυ­τοί που επι­στρέ­φουν. Μα αν στον θά­να­το ίσιο το λι­γνό ψα­ρα­κά­λα­μο στέ­κει ή αν το ψά­ρι ελα­φραί­νει στο νε­ρό οι γέ­ρο­ντες σο­φοί στο σταυ­ρο­πό­δι τους μι­λά­νε το θείο μή­πως ζωή άλ­λη δεν έχει δεν βρί­σκεις άλ­λη ζωή από εδώ.

                    *

Νύ­χτες πε­ρά­σαν δί­χως φεγ­γά­ρι και σ’ έχω πλά­σει κα­τ’ ομοί­ω­σιν Θε­ού — Τεί­νουν οι νύ­χτες τα χεί­λη μου κι απλώ­νουν την καρ­διά μου σαν δα­ντέ­λα ενός βα­θύ­τε­ρου ηλί­ου. Και σου ανα­φω­νώ –χαί­ρε πά­θος με­γά­λο!– στον αιώ­να τον άπα­ντα. Μα η επαύ­ριον άλ­λη ξέ­νη κι ανια­ρή.


                        *

Ήταν παν­σέ­λη­νος στο θέ­ρος — η νύ­χτα εί­χε ανα­δυ­θεί σαν Αφρο­δί­τη απ’ την με­ριά της θά­λασ­σας ωραία κα­μω­μέ­νη σαν λευ­κή κυ­ρία. Οι θα­λασ­σο­δαρ­μέ­νοι βρά­χοι και τα κύ­μα­τα εί­χαν πά­ρει την όψη δελ­φι­νιού που δια­περ­νά την ζωή μας και που αφή­νει πί­σω της μό­νο την γεύ­ση τ’ αλα­τιού μέ­σα στην προ­τρο­πή. Λί­γο τα λό­για των νυ­χτε­ρι­νών ψα­ριών λί­γο η Αι­γαιο­πε­λα­γί­τι­κη αι­θέ­ρια νή­σος μας έκα­ναν να ψά­χνου­με εντα­τι­κά τον έρως στα λά­γνα σώ­μα­τά μας σαν νε­ο­φερ­μέ­νες πρι­γκί­πισ­σες του αρ­χαί­ου Νεί­λου. Όμως συμ­βα­τι­κά δεν ήταν τα φι­λιά μας. Τό­σο η πε­ριέρ­γεια μας σκό­τω­νε σαν γά­τα που πε­ρι­μέ­να­με όλο τον χρό­νο να ‘ρθουν οι τε­λευ­ταί­ες μέ­ρες του κα­λο­και­ριού. Μό­νο τό­τε κα­τα­δε­χό­μα­σταν ν’ αγα­πη­θού­με.

                        *

Έχω πί­στη πως τ' αστέ­ρια εί­μα­στε εμείς∙ πως εμείς πρέ­πει να λά­μπου­με τη νύ­χτα.

                        *

Κρά­τη­σα μια πο­ρεία λο­γι­κής συμ­φι­λιω­μέ­νος με το να ζω σαν αγρί­μι πο­τέ να μην λο­γο­δο­τή­σω σε σταυ­ρό.

                        *

Εί­ναι πί­σω από το τι­μό­νι. Πλη­σιά­ζω και τον αγκα­λιά­ζω. Με­τά τον φι­λάω με όλο το πά­θος που μπο­ρεί να έχει ένα μι­κρό κο­ρί­τσι. Εί­μαι μό­λις δε­κα­ο­χτώ. Εί­ναι γύ­ρω στα τριά­ντα. Κλε­φτή­κα­με απ’ την μη­τέ­ρα μου. Πριν δέ­κα μέ­ρες. Δέ­κα μέ­ρες που πε­ρά­σαν γρή­γο­ρα σιω­πη­λά. Λέ­με μό­νο τα απα­ραί­τη­τα. Κά­νου­με έρω­τα πιο πο­λύ από ό,τι μι­λά­με. Πα­τρί­δα του εί­ναι η θά­λασ­σα. Τα νε­ρά του Αι­γαί­ου. Την έχει κα­τα­κτή­σει πλή­ρως την θά­λασ­σα. Μα­ζί του νιώ­θω σαν ένας άλ­λος πει­ρα­τής της Με­σο­γεί­ου. Κω­πη­λα­τώ και κλέ­βω κά­τι απ’ τους πλου­σί­ους. Τα μά­τια του. Τα μά­τια του εί­ναι απε­ρί­γρα­πτα. Δεν έχει νό­η­μα να εμ­βα­θύ­νω στην ομορ­φιά τους. Χτες βρά­δυ μου έμα­θε για τα αστέ­ρια. Μου εί­πε: «Εί­σαι προ­ο­ρι­σμέ­νη για την ομορ­φιά». Κι όταν έρ­χε­ται κο­ντά μου το στο­μά­χι μου δι­πλώ­νει σαν ηφαί­στειο. «Με φο­βά­σαι;» μου λέ­ει. Δεν ξέ­ρω τι να του πω. Πό­σο πε­ρί­με­να και ήθε­λα να ‘ρθει ο Αύ­γου­στος; Πως μό­νο τό­τε κα­τα­δε­χό­μουν να αγα­πή­σω; Τρώ­με πο­λύ ψά­ρι. Τα πρω­ι­νά μού μα­θαί­νει να φτιά­χνω δο­λώ­μα­τα. Τα χεί­λη του εί­ναι γλυ­κά πά­ντα. Ανοί­γου­νε σαν ανοι­ξιά­τι­κα ρό­δα. Χτυ­πά­νε κόκ­κι­νο ρο­δο­πέ­τα­λο της φλέ­βας. Όλο το βρά­δυ κοί­τα­ζα τον ου­ρα­νό να χα­ράσ­σε­ται απ’ την ολό­γιο­μη σε­λή­νη. Τώ­ρα ήλιος και εω­σφό­ρος. Φως που μα­γα­ρί­ζει το σκο­τά­δι. Δεν κοι­μή­θη­κα κα­θό­λου το βρά­δυ. Τα φι­λιά του τα χά­δια του το ανέ­φι­κτο. Μό­νο στο σώ­μα του μπο­ρώ να ονει­ρευ­τώ. Εί­μαι ξύ­πνια και η ευ­τυ­χία μου κά­τι το χει­ρο­πια­στό. Κά­τι που κρα­τιέ­ται στα χέ­ρια σαν τζι­τζί­κι. Κά­πο­τε μι­σού­σα τα τζι­τζί­κια. Τώ­ρα πιά­νω έντο­μα από όλο τον κό­σμο. Μα­ζί του δεν μου τρώ­νε πια τα δά­χτυ­λα. Δεν έχω τί­πο­τα πια να φο­βά­μαι. Η βάρ­κα του έχει το όνο­μά μου. Λυ­δία. Λυ­δία η ερω­τευ­μέ­νη. Έτσι με φω­νά­ζει και με πει­ρά­ζει. Κι όταν νυ­χτώ­νει μου απαγ­γέ­λει ποι­ή­μα­τα. Ύστε­ρα βά­ζει το γραμ­μό­φω­νο να παί­ζει. Και τό­τε χο­ρεύ­ου­με βαλς. Τα κύ­μα­τα ορ­γιά­ζουν. Εί­ναι ένα όνει­ρο. Νιώ­θω να πε­τάω εδώ πέ­ρα. Αρι­στε­ρά μου αχνο­φαί­νε­ται ένα νη­σί. Θα πε­τά­ξω σε αυ­τό το νη­σί όπως πε­τά­νε τα θα­λασ­σο­πού­λια πά­ν’ απ’ τη θά­λασ­σα να βρουν τρο­φή για να τα­ΐ­σουν τα παι­διά τους. Μα δεν μπο­ρώ. Όχι πριν τον ξα­να­φι­λή­σω.

                        *

Ήταν γεν­ναίο το τα­ξί­δι μου ως εδώ· μου πή­ρε πολ­λούς συ­ντρό­φους το κου­πί. Άχνι­ζα μέ­σα μου τον ζό­φο της νύ­χτας ενώ τα χέ­ρια μου κι­νού­σαν το απέ­ρα­ντο νε­ρό και δεν υπήρ­χε κα­μιά στε­ριά να με σκε­πά­σει. Ήταν γεν­ναίο το τα­ξί­δι μου για­τί επέ­στρε­ψα στο λι­μά­νι των παι­δι­κών μου χρό­νων αλ­λαγ­μέ­νος απ’ τις μέ­ρες και την αλ­μύ­ρα. Κι όμως πολ­λοί που φτά­σαν ξα­να­φύ­γα­νε. Το μό­νο που μά­θαν λέ­νε εί­ναι το κου­πί. Τώ­ρα πά­νε γυ­ρεύ­ο­ντας την άγρια Χά­ρυ­βδη και μια πα­τρί­δα και­νούρ­για μες στην θά­λασ­σα. Στο νη­σί της Κα­λυ­ψώς έμει­να μό­νος· εί­δα για λί­γο τα άστρα να απο­μα­κρύ­νο­νται και να σω­παί­νουν βγή­κα απ’ τον εαυ­τό μου και τον έπλα­σα στα μέ­τρα της αλ­λα­γής. Από τα απα­ρά­βα­τα όμως κε­λιά πιο λα­μπρός εί­ναι μό­νο ο νους· θρεμ­μέ­νος να σμί­γει τον μέλ­λο­ντα χρό­νο με την μνή­μη δο­σμέ­νος στου απεί­ρου το κάλ­λος μιας βρα­δι­νής ημέ­ρας χα­μέ­νος σαν μια κου­τα­λιά ζά­χα­ρη στο πο­τή­ρι του κα­φέ. Ήταν χα­μέ­νη η πο­λι­τεία και σε­μνή την μέ­ρα που έφυ­γα. Στο βά­θος οι πα­ρυ­φές ενός βου­νού που ασπρί­ζαν· στον ου­ρα­νό το άστρο του Κύ­κνου θο­λό· πε­τα­μέ­νοι ηλιό­σπο­ροι στην μέ­ση του δρό­μου και λί­γο πιο κά­τω ένας άν­δρας που έτρω­γε σιω­πη­λός σαν θα­λασ­σο­δαρ­μέ­νος βρά­χος. Εί­χε ένα κρύο βα­ρύ για τα δό­ντια· μό­νο τα σπό­ρια που σπά­γαν έκα­ναν λί­γο θό­ρυ­βο όλα τα υπό­λοι­πα νε­κρά, σαν ανα­φυ­τε­μέ­νη γη εκεί που κά­πο­τε υπήρ­χαν άλ­ση και με­λω­δί­ες· κι εγώ περ­πά­τα­γα μες στους θα­νά­τους κοι­τά­ζο­ντας έναν-έναν ξε­χω­ρι­στά πι­στεύ­ο­ντας πως θα ξα­να­γυρ­νού­σα.

                        *

Τώ­ρα θα κά­νει τον θό­ρυ­βο τρα­γού­δι ο κό­σμος και τον πό­νο μας φω­νή τό­σο εδώ όσο κι εκεί σαν μυρ­σί­νη θα ξυ­πνή­σει αλ­λού η κο­μη­τεία ένα με­γά­λο φρό­νη­μα: πά­ντα εγώ και πά­ντα εσύ∙ δύο αχνά πε­τρά­δια ήταν τα χεί­λη σου και τρία όρ­γα­να η κι­θά­ρα η ακτή και η καρ­διά που μά­χε­ται να χτυ­πή­σει το δρι­μύ της ακά­του μπλεγ­μέ­να εί­ναι τα χέ­ρια που μας κρα­τούν και τρο­με­ρά ύψη του Ολύ­μπου οριο­θε­τούν τα αβρά παι­διά μέ­σα στα άχυ­ρα της πο­λι­τεί­ας δι­κά μας παι­διά εί­ναι τα πράγ­μα­τα παι­χνί­δια που πά­νω από τα νέ­φη ξε­πη­δή­σαν στο χά­ος.

                        *

Όλες οι σιω­πές μοιά­ζουν με­τα­ξύ τους. Μα η δι­κή της πά­ντα αρ­γεί.

                        *

Ένα προς ένα τώ­ρα με­τρώ να μπαί­νουν στο νε­ρό τα βό­τσα­λα που ο χρό­νος κά­πο­τε με φι­γού­ρες αγί­ων εί­χε αφή­σει σαν αλη­θι­νό δά­κρυ να πέ­σουν. Κα­μπά­νες — πα­ντού κα­μπά­νες που προ­κλη­τι­κά χτυ­πούν για κά­ποιο νέο θά­να­το: εί­ναι κι αυ­τό ένα πέ­ρα­σμα που πρέ­πει να δια­νυ­θεί. Άγ­γε­λοι προ­σμέ­νουν με κε­ριά — με νε­κρι­κούς ψαλ­μούς. Δεν πά­ει όμως που­θε­νά αυ­τό το λου­λού­δι της κα­ται­γί­δας ή της αγά­πης. Κι εμείς το κό­ψα­με μια για πά­ντα∙ δεν μπο­ρεί να αν­θί­σει μ’ άλ­λον τρό­πο. Δεν υπάρ­χει χώ­μα δεν υπάρ­χει αέ­ρας. Το αγ­γί­ξα­με και ήταν το ίδιο. Και κα­νέ­νας δεν ευ­τύ­χη­σε πο­τέ. Μό­νο εμείς μπο­ρού­σα­με να πιά­σου­με εκεί­νο τ’ άν­θος στη μέ­ση της θά­λασ­σας με την θέ­λη­ση της αγά­πης και μό­νο.

                        *

Σαν ένας ατά­λα­ντος ζω­γρά­φος — πε­ρι­πλα­νώ­με­νος στην κρουα­ζιέ­ρα του θέ­ρους∙ δί­χως πολ­λά-πολ­λά μο­νά­χα το όνει­ρο και αυ­τό που πά­ντα με πο­νά. Έτσι θ’ απει­κο­νί­σω το σώ­μα σου: ξε­κι­νώ από πά­νω από τα μαλ­λιά που με τι κα­στα­νό σ’ απο­κα­λούν χρυ­σο­μαλ­λού­σα. Φτά­νο­ντας ως και τους αστρα­γά­λους σου στο χρώ­μα του με­λιού ή στο σι­τά­ρι. Και με­τά έτσι θ’ απει­κο­νί­σω το σώ­μα σου: στο ση­μείο της κοι­λιάς θα βά­λω μια τε­λεία κα­θώς εκεί στα­μα­τούν τα πά­ντα — μα στα μά­τια σου αρ­χί­ζω να θυ­μά­μαι. Αυ­τό που δεν γνω­ρί­ζω θα γί­νει καη­μός βα­ρύς και από πί­σω μου θα ‘ρθει να με λι­θο­βο­λή­σει.

                        *

Στη συ­νε­χή συ­νάρ­τη­ση αυ­τή δεν υπάρ­χει ορι­σμός για σέ­να. Τό­σες τυ­χαί­ες με­τα­βλη­τές τό­σες δια­κρι­τές τι­μές πε­δί­ου κι ωστό­σο κα­μία που να σου ανή­κει. Εί­ναι κι αυ­τό μια μέ­τρη­ση του πά­θους. Μια διω­νυ­μι­κή κα­τα­νο­μή του σ’ έχω και δε σ’ έχω. Και δεν γνω­ρί­ζω άλ­λον τρό­πο από αυ­τόν που τεί­νει στο άπει­ρο.

                        *

Να με τυ­λί­γουν πολ­λα­πλό­τη­τες εν­δε­χο­μέ­νων και να λέω διαί­ρε­σε με κι άλ­λο πρό­σθε­σέ με —έλα αξιο­ποί­η­σε τις μα­θη­μα­τι­κές σου γνώ­σεις όλες πά­νω μου.

                        *

Σαν κάλ­λος κά­πο­τε αρ­χαί­ας με­τα­μέ­λειας εμπρός μού φά­νη­κε η σε­λή­νη: εκεί κα­θώς η αμ­φί­κυρ­τος πα­λεύ­ει το σκο­τά­δι.

                        *

Μα οι λέ­ξεις στέ­κο­νται στον αέ­ρα σαν βα­ρί­δια κρα­τούν το νό­η­μά τους κι έπει­τα παίρ­νουν έναν δρό­μο έρε­βος και βρί­σκουν φω­λιά στις καρ­διές των αν­θρώ­πων. Εκεί κο­ντά στο πα­λιό πα­τρι­κό σου σερ­γιά­νι­σε το θέ­ρος χθες το βρά­δυ∙ άνε­μοι βε­ντά­λιες και τό­σα πράγ­μα­τα που θέ­λη­σαν να ει­πω­θούν. Κι εσύ δεν έχεις πια αί­μα – εί­σαι νε­κρό τη­λέ­φω­νο. Ανα­πά­ντη­τα επι­στρέ­φουν τα πε­ρι­στέ­ρια∙ τα τα­χυ­δρο­μεία άνοι­ξαν το λά­θος γράμ­μα σου και απο­ζη­τούν κι αυ­τά μια δι­χό­νοια.

                        *

Ήσουν νι­κο­τί­νη αγά­πη μου. Κι έγι­νες κα­πνός.

                        *

Έτσι μέ­σα στην άγρια σιω­πή και αλ­γη­δό­νος υπο­φέ­ρω σα νύ­κτα ψά­χνω ευ­φρο­σύ­νη να με­ρέ­ψω πά­νω της αμ­φί­κυρ­τος το φως που με τέρ­πει μα νοώ σαν άστρο που λά­μπει.

                        *

Ψά­χνω να βρω το νού­με­ρο να σου τη­λε­φω­νή­σω. Να σου πω πως σ’ αγα­πώ. Και να με πας στους μπά­τσους.

                        *

Ήμα­σταν δί­πλα. Με­τα­ξύ κε­νού και απο­βά­θρας. Σε εί­δα να χά­νε­σαι. Μέ­σα στο πλή­θος. Σου μί­λη­σα τό­σο δυ­να­τά που φαί­νε­ται δεν μ’ άκου­σες. Ύστε­ρα ήρ­θες κο­ντά. Ένιω­σα να μ’ αγ­γί­ζεις. Ξη­μέ­ρω­σε και δε με ξύ­πνη­σες. Αύ­ριο θα δω κά­ποιον άλ­λο. Μα εσύ υπήρ­ξες μέ­σα μου. Και δα­ντε­λω­τά να με λια­νί­ζει ο ήλιος. Εγώ κρα­τάω την από­στα­ση των σω­μά­των μας γύ­ρω απ’ το όλον.

                        *

Αθα­να­σία ση­μαί­νει πε­θαί­νει πά­ντα νέ­ος ο δι­πλα­νός.

                        *

Ξέ­ρω πως έχει ασχη­μύ­νει ο ου­ρα­νός και πως η θά­λασ­σα που κοι­τά­ζω δεν έχει χρώ­μα αφού και για κά­τι το πο­λύ απλό ή για κά­τι το βα­θύ­τε­ρο ακό­μη πρέ­πει να κα­τα­χω­ρή­σεις λε­πτο­μέ­ρειες που και αν βαλ­θείς να δα­μά­σεις το κύ­μα θα σε λι­θο­βο­λή­σουν με τα λό­για τους οι σο­φοί και πα­νο­μοιό­τυ­ποι άν­θρω­ποι. Εγώ κά­ποια στιγ­μή θα πε­θά­νω αλ­λά δεν υπάρ­χει χώ­ρος για λύ­πη για­τί όπως τα με­γά­λα λό­για ενός ποι­η­τή το με­γά­λο μου απο­τύ­πω­μα δεν εί­ναι ο θά­να­τος (που έρ­χε­ται σε όλους ανε­ξαι­ρέ­τως) μα αυ­τή η ανε­πί­δο­τη αγά­πη που δεν μπό­ρε­σα και δεν την έζη­σα αλ­λά στο τέ­λος την εί­δα τό­σο να με πο­νά.


                        *

Να έχω το ψω­μί του ποι­η­τή βα­θιά κρυμ­μέ­νο στο στό­μα μου.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: