Η γυναίκα στέκεται γυμνή και χορεύει ― αν μπορείς να το πεις «γυμνή», γιατί η γυμνότητα προϋποθέτει ένα πριν και ένα μετά, ένα σημείο όπου υπήρχαν ρούχα και ένα σημείο όπου δεν υπάρχουν ―ενώ αυτή εδώ μοιάζει λες και δεν είχε ποτέ ρούχα, ούτε καν δέρμα με την παραδοσιακή έννοια― είναι περισσότερο μια συλλογή από λειτουργίες παρά μια μορφή, ένα σύστημα που διατηρείται εν κινήσει, αλλά χωρίς προφανή σκοπό. Τα όργανα λειτουργούν αυτόνομα, σαν να έχουν ανεξάρτητες εντολές, το ένα σε σύγκρουση με το άλλο, αλλά και όλα μαζί συντονισμένα σε έναν ρυθμό που είτε είναι προαιώνιος είτε εντελώς σύγχρονος.
Η καρδιά δεν χτυπάει για να κρατήσει τον οργανισμό ζωντανό, αλλά για να κάνει θόρυβο, έναν επίμονο παλμό που λειτουργεί σαν δήλωση ύπαρξης, λέγοντας «είμαι εδώ, προσέξτε με», την ίδια στιγμή που τα νεφρά παύουν να φιλτράρουν υγρά και αναλαμβάνουν τη διαχείριση του άυλου, σαν να διυλίζουν τύψεις ή αναμνήσεις που δεν πρόλαβαν να πάρουν μορφή, ενώ το συκώτι, αντί να καθαρίζει το αίμα, μετατρέπεται σε μηχανισμό καταγραφής, μια εσωτερική μαύρη τρύπα που απορροφά κάθε ένταση, κάθε δισταγμό, παρασύροντας το σώμα σε μια βύθιση χωρίς κέντρο, και τα κόκαλα έχουν χάσει το βάρος τους, έχουν πάψει να είναι στηρίγματα και έχουν γίνει αγωγοί μιας άγνωστης μηχανικής, που βασίζεται περισσότερο στην αστάθεια παρά στην ισορροπία, ενώ ο εγκέφαλος, χωρίς να εγκαταλείπει πλήρως τη θέση του, αρχίζει να περιφέρεται σαν ανεξάρτητη οντότητα μέσα στο τοπίο του εαυτού, επιβλέποντας την κατάσταση όχι σαν έδρα της λογικής αλλά σαν αμήχανος διοργανωτής που δεν διαθέτει επαρκείς πληροφορίες για ό,τι συμβαίνει, ενώ τα δόντια δεν ανήκουν πια στο στόμα αλλά αναβοσβήνουν σαν φώτα, και οι ωοθήκες, αντί να παράγουν τη δυνατότητα της ζωής, δημιουργούν κάτι άλλο ―κάτι ακαθόριστο που αιωρείται ανάμεσα στο δυνητικό και το αχρησιμοποίητο, ένα ίχνος ζωής χωρίς απαίτηση γέννησης― και η μήτρα δεν περιμένει να της δοθεί εντολή, δεν εξαρτάται από σκοπούς ή επιθυμίες, αλλά δημιουργεί αυτόνομα, άναρχα, χωρίς τελεολογία, σαν μια πηγή που δεν σταματά ούτε αναρωτιέται γιατί υπάρχει, ώσπου κάθε όργανο να πάψει να είναι κομμάτι του σώματος και να γίνει αυτόνομη συνείδηση, μια μονάδα που βρίσκεται μαζί με τις άλλες όχι από φυσική αναγκαιότητα αλλά από μια προσωρινή συμφωνία, μια συνεύρεση χωρίς βεβαιότητα, χωρίς οριστική αποδοχή, που ακόμα διαπραγματεύεται αν ανήκει ή όχι στο όλον.
Μετά η γυναίκα αρχίζει να κινείται σαν να υπακούει σε εξωτερική εντολή. Ο χώρος αλλάζει. Οι τοίχοι τραβιούνται προς τα πίσω, γίνονται υφασμάτινοι, δεν μπορούν να διατηρήσουν το σχήμα τους. Τα σωθικά της ξεκολλούν, το καθένα παίρνει μια θέση που δεν έχει καμία σχέση με την ανατομία, αλλά κάποια σχέση με τη λογική, αν και δεν μπορεί να προσδιορίσει ποια ακριβώς.
Υπάρχει μουσική, αλλά όχι ακριβώς. Παλμοί. Κάτι που δεν ακούγεται, αλλά γίνεται αισθητό. Η καρδιά συντονίζεται, τα υπόλοιπα όργανα ακολουθούν, όχι με συνέπεια. Το φως αλλάζει. Το σώμα αρχίζει να διαλύεται, σαν να χάνει υλικότητα, να έχει μπει σε μια διαδικασία που το ξαναγράφει από την αρχή, αλλά με διαφορετικές παραμέτρους. Οι γραμμές φωτός εμφανίζονται, συγχρονίζονται με τους ήχους, χωρίς σκοπό. Το σώμα παύει να είναι σώμα. Ξάφνου όλα σταματούν. Η γυναίκα δεν υπάρχει πια. Δεν υπάρχει σώμα. Δεν υπάρχει ήχος. Και μετά, ένα φως.
Η γυναίκα σχηματίζεται ξανά. Αλλά δεν είναι η ίδια. Δεν έχει όρια, δεν έχει λειτουργίες. Είναι μόνο παρουσία. Τα κομμάτια της επανενώνονται όχι για να γίνουν ξανά σώμα. Επανενώνονται για να εξαφανιστούν. Μένει μόνο ένας βολβός. Μικρός. Σαν κάτι που μπορεί να γίνει.
Η γυναίκα-σωθικά
