Τι σύμπλεγμα της Βρεφοκρατούσας
Άναψες απ’ της μάνας σου το καντήλι τσιγάρο
και σιγομουρμούριζες στίχους του Ρεμπό
«σε μια ψυχή, σ’ ένα σώμα» έλεγες
«κάτοχος της αλήθειας»
κι ήταν το νεκροταφείο μια μικρή νησιώτικη πολιτεία
που ψιθύριζε τ’ αλφαβητάρι του ξενιτεμού.
«Σε μια ψυχή, σ’ ένα σώμα» έλεγες
κι άναβες τσιγάρο από τη μνήμη
κι όλος ο χώρος αντιδονούσε απ’ την άρνηση.
Μικρή μητέρα, νεαρό μου κυπαρίσσι
της εφηβείας το βαμβάκι στο στόμα σου αποθέτω
και με τ’ άνθη του ρεμβασμού σε κοσμώ.
Κ’ η μαρμαρωμένη λάμψη της επιδερμίδας σου
δώρο του νυχτερινού βιτρό στον ουράνιο θόλο
το ανέσπερο φέγγος της ελπίδας σου θυμίζει
και την αιμάσσουσα κίνηση της μητρικής σου στοργής.
Άγαλμα της οδύνης καμωμένο από αγάπη και συντριβή
κλίμακα της ουράνιας βασιλείας.
«Σε μια ψυχή, σ’ ένα σώμα» έλεγε
κι άπληστα ρουφούσε τον καπνό
την αποδημούσα ψυχή της μητέρας του,
προσπαθώντας σε μια μόνο ψυχή, σ’ ένα σώμα
να χωρέσει την ηδονή του αρχαϊκού ανθρώπινου συμπλέγματος
απελπισμένα λαχταρώντας να ενωθεί με τον κατεξοχήν άλλο
την κατεξοχήν ξένη
τη μητέρα.