Ματιές


Ελένη

Είναι η τρελή της γειτονιάς. Η Ελένη.
Πενήντα χρόνια κάνει περίπατο στους γύρω δρόμους,
άλλοτε σοβαρή και μετρημένη, κάποτε παραμιλώντας,
σπανίως χάνοντας τον έλεγχο. Μαζί της μεγαλώσαμε,
μαζί, μια θέση της στον ήλιο, ανάμεσά μας
κι ίσως μια δόση δέους για την αντίπερα όχθη του μυαλού.

Μα αυτές τις μέρες η δουλεμένη απ’ όλους
φυσικότητά μας στράβωσε. Η Ελένη ερωτεύτηκε
και φυσικά ανέλπιδα. Η Ελένη ερωτεύτηκε
όπως εμείς και άσχημα μας δοκιμάζει. Πάει κι έρχεται
ασταμάτητα, ξεμαλλιασμένη, σέρνοντας τη μια την κάλτσα
στο’ να πόδι, κραυγάζοντας σπαραχτικά « Το Γιάννη μου
θέλω! Το Γιάννη μου θέλω! Το Γιάννη μου
θέλω! Το Γιάννη μου θέλω! Το Γιάννη μου!..»
Και κλείνουμε παράθυρα κι ανοίγουμε τηλεοράσεις
και παίρνουμε τηλέφωνα.
                                        Δεν θέλουμε ν’ ακούμε,
δεν θέλουμε να βλέπουμε έξω στη φόρα, έξω στο δρόμο
                                         πώς κάνει από μέσα η ψυχή.


Λεπτομέρεια ἔργου του Jacopo Zanguidi (Πάρμα 1544-1574)
Λεπτομέρεια ἔργου του Jacopo Zanguidi (Πάρμα 1544-1574)

Πόθος


Παράξενα τα μάτια σου κυρία Δήμητρα
γυαλίζουνε επικίνδυνο όνειρο
πάρε το βλέμμα σου απ το παλληκάρι
που στάθηκε στην πιάτσα μας για ένα καφέ
που περπατάει ανύποπτο να βρει μια θέση στη ζωή.

«αυτός ο κέλης
μ΄ αυτές τις φλέβες που χτυπούν σαν ήλιος ντάλα μεσημέρι
αυτό το πυροβόλο που σου ξοδεύει τη ζωή
όσο να πάρεις τρεις ανάσες και σου συντρίβει τ’ όνομα
μ’ ένα σπασμό στο στήθος του ή στο μηρό…

…δώστε μου λίγο νερό που τρόμαξα. Φαντάστηκα τούτη τη δύναμη που στέκει εμπρός μου
απ’ τη δική μου μήτρα να πετάχτηκε
σα Πήγασος από της Μέδουσας τη ρίζα της φωνής.»

Αγάπησε, χήρεψε

Της ήταν εύκολο να αφήσει το κορμί της ν αγκαλιάσει τον γκρεμό
η να νιώσει τους καρπούς της
                        μοιραία ν᾽
αναβλύσουν το αίμα της αγάπης
μα θέλησε να συνεχίσει για τη μνήμη του
μέσα της να κρατάει ζωντανά τα έργα, το κορμί του
να τ᾽ αξιώνει, να φαίνονται στα μάτια της, στο βάδισμά της.

Μια παλιά γυναίκα

Τέλειωσε το σιδέρωμα έσβησε το μάτι
της κουζίνας, έκλεισε τον απορροφητήρα.
Το βράσιμο σιγά σιγά χαμήλωσε
ώσπου ήρθε σ’ όλο το σπίτι η σιωπή.

«Θα’ χουν τα καθαρά τους τα πουκάμισα
κι γι’ αύριο το φαϊ θα περισσέψει » μίλησε σιγανά.
Πήρε το πορτοφόλι της με δυο ψιλά και βγήκε.

Το λεωφορείο την έβγαλε στην εξοχή
περπάτησε όσο να νοιώσει πλούσια μοναχή
σταμάτησε σε κάτι φρέσκα χαμομήλια
έκανε να σκύψει μα προσπέρασε
προχώρησε, ανηφόρησε, έφτασε γκρεμό.

Κάθισε σύριζα στην πέτρα, της ήρθε ένα τραγούδι
«Γιάννη, πούν’ η μάνα σου, βρε Γιάννη
κάτω στον ποταμό και πλένει
                                βρε την ευλογημένη…»
έκανε το σταυρό της κι έγειρε
                                το βλέμμα κάτω στο κενό.

Κυρά Λένη

Δουλευταρού, σκληρή η κυρά Λένη
έδενε την ποδιά προτού χαράξει
προτού λαλήσει το γαρδέλι
και πριν μαζέψει στην αυλή τα φρόκαλα
πρώτη ματιά στ’ αμπέλι και τον ουρανό :
«του χάρου θα του αφήσω μόνο κόκαλα»

Harkesere

«Αρκέσερε κεσερενάτι παμφανί’ ερκέσερε…»
Μόνο η Μαγείρισσα των Εξαρχείων το έλεγε καμιά φορά
ιδίως την ώρα που ανακάτευε τη σούπα στοργικά
σχεδόν ψιθύριζε με μια μελαγχολία: «Αρκέσερε
κεσερενάτι παμφανί, ερκέσερε » … παράξενη
κουβέντα· από τα μέρη της τα μακρινά. ποιος ξέρει.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: