Στεφανωμένος μ’ αγκάθια

Στεφανωμένος μ’ αγκάθια

ἀλλ᾿ ὡσεὶ πόρνῃ χρή­σο­νται τῇ ἀδελφῇ ἡμῶν; (Γε­νέ­σε­ως, λδ΄ 31)

στον αξιό­τι­μο κ. Δ. Μ.


με κοί­τα­ξες πί­σω από τα γυα­λιά με το μέ­λη­μα να πι­στω­θείς την έπαρ­ση
έπαρ­σις επί πα­ντός
κα­θη­γου­μέ­νου του βλέμ­μα­τος  — πά­ντα πί­σω απ' τα γυα­λιά
πρό­στυ­χο
σί­γου­ρο βλέμ­μα                                                                                                                                          
κα­θα­ρό­τη­τα δια­νοη­τι­κή να επι­τύ­χεις το πο­θού­με­νο

με ευ­φυο­λο­γή­μα­τα διέ­στρε­ψες κά­θε αντί­πα­λον γνώ­μη
αλ­λοί­ω­σες την λο­γι­κή αντί­στα­ση κά­θε λό­γου νε­α­ρού
κα­θυ­πέ­τα­ξες λό­γω τε και έρ­γω
την αι­δώ
δι­δά­σκα­λος ων

κι ο σο­φός ο Σό­λω­νας ομνύ­ει πε­ρί τού­του
τί φταίς
παι­δός τ' ἠδὲ γυ­ναι­κός,
ἐπὴν καὶ ταῦτ' ἀφί­κη­ται ὥρη*
για­τί τώ­ρα;
σὺν δ' ἥβη γί­νε­ται ἁρμο­δίη*
δαι­μο­νι­κή από­λαυ­σις

βία δεν χρειά­στη­κες
εί­χες ήδη εξα­σκή­σει άνευ χει­ρών
με­θο­δι­κά, βή­μα-βή­μα
της γοη­τεί­ας συν­δρα­μού­σης
και του ελέγ­χου των κι­νή­σε­ων

εκ­με­τάλ­λευ­σις πα­ντοει­δής κι επι­θυ­μί­ες μό­νον
αμ­φο­τέ­ρων αδιό­ρι­στες εξι­κνού­με­νες
αφού και έντο­νες ως εκ της νιό­της — όχι της δι­κής σου
διέ­τασ­σες και όρι­ζες και πά­ντα ταύ­τα εγέ­νο­ντο
αγά­λι-αγά­λι, ήξε­ρες, κρα­τώ­ντας μη χά­σεις την επα­φή
και δώ­στου                                                                                                                          

κι επαι­ρό­σουν δί­χως τύ­ψεις — αλ­λ' έπαρ­σις μό­νον·
πό­ση τα­πεί­νω­σις — δι' ελευ­θε­ρί­αν πό­θου
που εσκλά­βω­νε
η δαι­μο­νι­κή σου δρα­στη­ριό­τη­τα — πο­νη­ρία την λεν·
ήσουν ευ­τυ­χι­σμέ­νος
και κρα­τού­σες κι ημε­ρο­λό­γιο





* Τ' αρ­χαίο στι­χά­κι Σό­λω­νος του νο­μο­θέ­του (απ. 24): «και, όταν πα­ρου­σια­στεί ευ­και­ρία, την από­λαυ­ση της νιό­της ενός εφή­βου ή μιας κο­πε­λιάς· αυ­τά φτά­νουν και πε­ρισ­σεύ­ουν σ' έναν θνη­τό, για να 'ναι ευ­τυ­χι­σμέ­νος» (από­δο­ση Ν. Πε­τρό­που­λου).

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: