Μίλτος


Πρωί

Το ξυ­πνη­τή­ρι με σκου­ντά­ει στις 6.45. "Ξύ­πνα Μίλ­το, κα­λη­μέ­ρα Μίλ­το". Η κα­φε­τιέ­ρα γουρ­γου­ρί­ζει, πλέ­νο­μαι, ντύ­νο­μαι, πί­νω μια γου­λιά, θα πάω με τα πό­δια της λέω και την κλεί­νω. Ανοί­γω την πόρ­τα και την κλεί­νω. Δεν έχω κά­νει ού­τε εξα­κό­σια βή­μα­τα και αρ­χί­ζει να βρέ­χει. Κά­νω ακό­μα έξι και χώ­νο­μαι κά­τω από μια μαρ­κί­ζα που ανα­βο­σβή­νει με δυο γράμ­μα­τα σβη­στά "efimer on", φο­ράω τη στο­λή μου, μά­σκα και ανα­πνευ­στή­ρα. Μα­κρο­βου­τάω στη Λε­ω­φό­ρο. Κο­λυ­μπάω κά­τω από το αυ­το­κί­νη­τα και πά­νω από το τραμ. Βγαί­νω στην επι­φά­νεια. Κο­λυ­μπάω δί­πλα στα αυ­το­κί­νη­τα και πά­νω από το τραμ. Φτά­νω αρ­γο­πο­ρη­μέ­νος και σκαρ­φα­λώ­νω στο μπαλ­κό­νι από το κα­ρα­βό­σκοι­νο που έχουν ρί­ξει. Τα χέ­ρια μου πο­νά­νε φρι­χτά.

Με­ση­μέ­ρι

Μπαί­νω στο ασαν­σέρ μα­ζί με άλ­λους πέ­ντε. Εί­μαι ο έκτος. Σε κά­θε όρο­φο μπαί­νει ακό­μα ένας. Στο ισό­γειο εί­μα­στε πλέ­ον έντε­κα και δε χω­ρά­ει να μπει ο δω­δέ­κα­τος. Οι πόρ­τες κλεί­νουν. Σε κά­θε όρο­φο κα­τε­βαί­νουν τώ­ρα δύο. Ξα­να­φτά­νω στον έκτο μό­νος μου. Βγαί­νω.

Από­γευ­μα

Μια γριού­λα με πλη­σιά­ζει στη στά­ση. Εί­ναι πο­λύ αδύ­να­τη και πο­λύ εύ­θραυ­στη. Τα μαλ­λιά της —βα­θυ­κόκ­κι­να— ακου­μπούν στο πε­ζο­δρό­μιο. Ψι­θυ­ρί­ζει, αύ­ριο πά­λι θα πε­ρι­μέ­νω αύ­ριο μια μι­κρή πλη­γή θα χα­ρά­ξει λί­γο πιο πά­νω από τα μά­τια μου θα βγει ένα μπλε λου­λού­δι και θα τρα­γου­δά­ει ένα αυ­στρα­λέ­ζι­κο τρα­γού­δι και δε θα θυ­μά­μαι πια τα γα­τιά που δεν γύ­ρι­σαν και τα πα­λιά δε θα φο­βά­μαι απλού­στα­τα. Έπει­τα μου φι­λά­ει το χέ­ρι και φεύ­γει σαν παι­δί που το σκά­ει. Μπαί­νω στο λε­ω­φο­ρείο. Βρί­σκω θέ­ση. Δυο στά­σεις με­τά μια κο­πέ­λα έρ­χε­ται και κά­θε­ται στην αγκα­λιά μου. Εί­ναι πο­λύ αδύ­να­τη και πο­λύ εύ­θραυ­στη. Τα μαλ­λιά της —βα­θυ­κόκ­κι­να— ακου­μπούν στο πα­ντε­λό­νι μου. Ψι­θυ­ρί­ζει, αύ­ριο πά­λι θα πε­ρι­μέ­νεις αύ­ριο τα γα­τιά να γυ­ρί­σουν τα λου­λού­δια να αν­θί­σουν τρα­γού­δια πα­λιά να τρα­γου­δή­σουν μα η πλη­γή θυ­μή­σου θα μέ­νει μπλε ανοι­χτή θα μέ­νει μπλε ανοι­χτή η πλη­γή μπλε θα μέ­νει. Και με­τά κά­τι ξε­κάρ­φω­το για την Αυ­στρα­λία που απλού­στα­τα δε μπο­ρώ να το θυ­μη­θώ. Έπει­τα με φι­λά­ει στο μά­γου­λο και πε­τά­ει έξω από το πα­ρά­θυ­ρο σαν που­λί που το σκά­ει. Κα­τε­βαί­νω. Πάω μέ­χρι το πε­ρί­πτε­ρο να πά­ρω τσι­γά­ρα και κα­πνό. Ψά­χνω το πορ­το­φό­λι μου. Δεν εί­ναι στην τσέ­πη μου.

Βρά­δυ

Ανοί­γω την τη­λε­ό­ρα­ση. Η πα­ρου­σιά­στρια λέ­ει, στην άλ­λη άκρη της τη­λε­φω­νι­κής μας γραμ­μής ο Γιώρ­γος Πα­πα­γιώρ­γος θα μας ενη­με­ρώ­σει για τις τε­λευ­ταί­ες εξε­λί­ξεις. Κα­νείς δε μι­λά­ει. Τό­τε η πα­ρου­σιά­στρια λέ­ει, στην άλ­λη άκρη της τη­λε­φω­νι­κής μας γραμ­μής εί­ναι ο Γιάν­νης Πα­πα­γιάν­νης και θα μας ενη­με­ρώ­σει για τις τε­λευ­ταί­ες εξε­λί­ξεις. Κα­νείς δε μι­λά­ει. Τό­τε η πα­ρου­σιά­στρια λέ­ει, στην άλ­λη άκρη της τη­λε­φω­νι­κής μας γραμ­μής εί­ναι ο Κώ­στα Πα­πα­κώ­στας και θα μας ενη­με­ρώ­σει για τις τε­λευ­ταί­ες εξε­λί­ξεις και τό­τε εμ­φα­νί­ζε­ται έξαλ­λη η τη­λε­φω­νι­κή τους γραμ­μή και ουρ­λιά­ζει ΕΧΩ­ΜΟ­ΝΟ­ΔΥΟ­Α­ΚΡΕ­ΣΗ­ΛΗ­ΘΙΑ κι η οθό­νη μαυ­ρί­ζει. Με­τά από λί­γο φω­τί­ζε­ται ξα­νά, εμ­φα­νί­ζε­ται μια γυ­ναί­κα που γο­ε­ρά κλαί­ει και λέ­ει, δεν έχει πε­τρέ­λαιο η πο­λυ­κα­τοι­κία έτσι μου έχουν πει, πο­τέ δεν ανοί­γουν την κε­ντρι­κή θέρ­μαν­ση, τι να φα­ντα­στώ, αφού έτσι μας λέ­νε, ότι πια δεν δί­νει με πί­στω­ση πε­τρέ­λαιο η εται­ρεία, έχουν να ανά­ψουν τα σώ­μα­τα πά­νω από δύο χρό­νια, τι να φα­ντα­στώ. Από κά­τω η λε­ζά­ντα γρά­φει: Σοκ — ξέ­χα­σαν το μω­ρό τους πά­νω στο κα­λο­ρι­φέρ. Κλεί­νω την τη­λε­ό­ρα­ση και η οθό­νη μαυ­ρί­ζει ξα­νά. Κά­θο­μαι στον υπο­λο­γι­στή και η οθό­νη φω­τί­ζε­ται, "Κα­λώς ήλ­θες Μίλ­το, κα­λη­σπέ­ρα Μίλ­το". Δεν της απα­ντάω. Βά­ζω τα δά­χτυ­λά μου πά­νω στο πλη­κτρο­λό­γιο, πα­τάω τυ­χαία τα πλή­κτρα και ανοί­γουν τυ­χαί­ες σε­λί­δες. Για τον Κων­στα­ντί­νο Σπέ­ρα. Για ασκή­σεις πέ­ους. Για τον Williams Carlos Williams. Για την κλή­ρω­ση του τζό­κερ. Πε­νή­ντα χά­πια που κα­τα­πο­λε­μούν το άγ­χος – το πιο πλου­μι­στό κο­κτέιλ. Βρεί­τε τι βυ­ζο­τύ­πος εί­στε. Αυ­το­κτο­νή­στε ή απο­φα­σί­στε. Για­τί νιώ­θε­τε τό­σο αυ­τά­ρε­σκοι; Θα εί­ναι η Φώ­φη Γεν­νη­μα­τά το νέο κο­ρί­τσι του Τζέιμς Μποντ; Ιστο­ρι­κός ή δια­λε­κτι­κός κυ­νι­σμός; Μή­πως φταί­ει το μα­ξι­λά­ρι σας που δεν βλέ­πε­τε εφιάλ­τες;

Οι ει­δι­κοί απα­ντούν: στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα δεν γί­νε­ται να συμ­βαί­νει κά­τι τέ­τοιο.

Βλέ­πω, λέ­νε, απλά δεν τους θυ­μά­μαι.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: