Πορευόμενα ἐπορεύθη τὰ ξύλα τοῦ χρῖσαι ἐφ᾿ ἑαυτὰ βασιλέα καὶ εἶπον τῇ ἐλαίᾳ· βασίλευσον ἐφ᾿ ἡμῶν. ΚΡΙΤΑΙ, Θ΄ 8I
Ι
Τρεις πείνες γνώρισα
δίψα του κοράκου στης άδηλης Δήλος ψηλά το θέατρο
―παρέκει το σπίτι οίκος μιανής ακόμα Κλεοπάτρας―
κόψη του ματιού
κοράκι ιχνάδα
ύδατος δροσιά να ξεδιψάσει
ως χάσκει ράμφος ανεωγμένο
άνευ δρόσου
σκιάχτρο και μαντεύει
δεύτερη η πείνα και η δίψα της γνώσεως
και πνεύματος εκζήτησις
και γνόφου δέος
τρίτη πείνα η της γενεσιουργού μετοχής
ενθάδε ζύμη
αειθαλούς βιωτής
II
Ω εις άντρον Κύκνου
όπου έν' δρακόσπιτο
εκεί θέλω στεγασθώ
ερημία φιλέρημος
εις το διηνεκές
ας είναι δίψα
βασίλευσον ἐφ᾿ ἡμῶν
είπαν τη ελαία
Κύκκονου Κυκνάδων
νήσων δράκου ο οίκος σπίτια
πηγάδια στερεμένα
δίψη
πού ελαία;
πού η Λήδα; πού;
μήτρα θεών γαστέρα
Αρτέμιδι Apollini
πού η λίμνη η ιερά;
θεού γαμήσια
οι πελαργοί;
οι λιόντες;
άνευ ελαίας το νησί
και καύμα
ες αεί
κι ελέου δίψη
ώ εις άντρον Κύκνου
εκεί θέλω στεγασθώ
ανέρας κύκνους μελωδούς
ν' ακούω
λιόντες
μη βλέπω Μυκόνου τις ακτές
και συριγμών μετρώ σειρήνων
τηλόθι
τον υψηλό Κυκνιά* αφού είδα
αρκεί
Γυραίην πέτρην **
Τήνου ως βλέπω
ής όπισθεν Αιγαίου τα νερά να φαντασθώ
μοῖρ᾿ ὀλοὴ ***
μαρτύριον
ἔνθ᾿ ἀπόλωλεν **
κι εχάθη
από κατολισθήσεως
πορευόμενος
ως επορεύθη
ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ **
τίσις ύβρεως
ο άτιμος Αίας ο Λοκρός
του Οϊλέως
και βιαστής ανηλεής
Κασσάνδρας
[συριγμός σειρήνος]
τρεις πείνες γνώρισα
δίψη ζωής μετέχω
καβάλα σε δελφίνι
** Οδύσσεια, δ 507 & 511
*** Οδύσσεια, ω 135