Ο καφετής Διθέσιος
Ο Διθέσιος ζούσε σ’ ένα διαμέρισμα μικρό. Όσο μικρό έπρεπε.
Ήταν καφετής. Συντροφιά του οι ασορτί κουρτίνες, το ξύλινο τραπέζι με τις μεταλλικές λεπτομέρειες και το κεραμιδί χαλί με τα κρόσια.
Δεν ήταν ικανοποιημένος με τίποτα. Έτσι άλλαζε συχνά θέση, ανάλογα με τη διάθεση και την εποχή.
Κοιμόταν μόνος. Έπιανε αρκετό χώρο και έλεγε ότι δεν θέλει να χαλάει τη βολή του.
Εκτός από μερικά βράδια που η αγκαλιά του γέμιζε. Και λίγα πρωινά. Αρκετά πρωινά.
Κάποιες φορές το διαμέρισμα του φαινόταν πιο μικρό. Κάποιες άλλες ένιωθε να χάνεται στον χώρο. Κάποιες φορές δεν είχε τι άλλο να πει με τις κουρτίνες, το τραπέζι και το χαλί. Τότε άλλαζε ξανά θέση. Ανάλογα με τη διάθεση και την εποχή. Αλλά πάλι δεν ήταν ικανοποιημένος με τίποτα.
Το διαμέρισμα τον στένευε όλο και συχνότερα.
Όποτε γέμιζε η αγκαλιά του, ένιωθε λίγο πιο ελαφρύς. Αλλά όταν άδειαζε ξανά, ένιωθε διπλά άδειος.
Δεν την ήθελε πια τη βολή του, κι ας είχε συνηθίσει να λέει το αντίθετο.
Όσο και να άλλαζε θέση, πάλι όλα ίδια έμεναν. Δεν ήταν ικανοποιημένος με τίποτα. Πλέον δεν είχε σημασία η διάθεση και η εποχή.
Τα πρωινά παρέμεναν λίγα. Αλλά δεν ήταν πια αρκετά.
Τα μερικά βράδια έγιναν κι αυτά μη αρκετά. Είχε κουραστεί.
Γι’ αυτό σταμάτησε να γεμίζει μη αρκετά την αγκαλιά του.
Ο Διθέσιος δεν ξανάλλαξε θέση. Κι ας άλλαζε η διάθεση και η εποχή.