Ο άνθρωπος με το ανάποδο χαμόγελο
Ο άνθρωπος με το ανάποδο χαμόγελο έχει αναμνήσεις από όταν ήταν έξι χρόνων. Πρώτη του θύμηση μια καλοκαιρινή, μια μεσημεριανή: να κάνει πετάλι ιδρωμένος, ζωγραφίζοντας κύκλους στην αυλή του σπιτιού στο χωριό. Μοναδική του παρέα η θεόρατη συκιά στο δίπλα κτήμα που ποτέ δεν κοιμάται τα καλοκαιρινά μεσημέρια μετά τα μπάνια στη θάλασσα και το μεσημεριανό φαΐ. Δεν κουράζεται ποτέ και προσφέρει απλόχερα συντροφιά στον άνθρωπο με το ανάποδο χαμόγελο. Από ψηλά μετράει πεταλιές και τον ενθαρρύνει να κάνει άλλες τόσες μέχρι να πάει απόγευμα, μέχρι να κουραστεί ο ήλιος, μέχρι να ακουστούν οι φωνές από τη γωνία του δρόμου. Τότε που ο άνθρωπος με το ανάποδο χαμόγελο θα αποχαιρετήσει βιαστικά τη συκιά και θα τρέξει προς τα αγύμναστα ποδήλατα. Δεν θα την αναζητήσει παρά μόνο το επόμενο μεσημέρι, τις μίζερες και νεκρές μεσημβρινές ώρες που βαριέται, που μετράει πεταλιές, που παραβγαίνει με τα λεπτά, μέχρι να φανούν οι σκιές από τη γωνία του δρόμου.
Ο άνθρωπος με το ανάποδο χαμόγελο έχει γάμπες πρησμένες και γεμάτες σημάδια παλιά και νέα. Γυμνές, για να φαίνονται τα παράσημά του, τις φέρνει στην παρέα των παιδιών και στις μεταξύ τους αναμετρήσεις βγαίνει πάντα πρώτος. Δεν πανηγυρίζει ποτέ τις νίκες του γιατί δεν είναι έντιμες. Τον προετοιμάζει για τους αγώνες του απέναντι στους νυσταγμένους και φαγωμένους αντιπάλους του κάθε μεσημέρι ο βουβός και ασάλευτος προπονητής του.
Ο άνθρωπος με το ανάποδο χαμόγελο παραβγαίνει κάθε μεσημέρι τον πιο έμπειρο ποδηλάτη. Άλλοτε κερδίζει και άλλοτε χάνει. Πάντα, όμως, αδημονεί να φανούν οι συναθλητές του από τη γωνία του δρόμου και πάντα τους χαμογελά … έστω και ανάποδα.