Tears Apart

Ubaldo Oppi, «Οι χειρουργοί», Μουσείο Βιτσέντζας. Ιταλία
Ubaldo Oppi, «Οι χειρουργοί», Μουσείο Βιτσέντζας. Ιταλία



Πρώ­τη η θεία: ο πα­τέ­ρας σου εί­ναι δυ­να­τός, θα πα­λέ­ψει, θα τα κα­τα­φέ­ρει! Δεύ­τε­ρες, οι Θε­ρα­παι­νί­δες: η κα­τά­στα­σή του πα­ρα­μέ­νει στα­θε­ρή αλ­λά κρί­σι­μη. Συ­νυ­πο­λο­γί­ζο­νταςγια­τρέ;― και το επι­βα­ρη­μέ­νο ια­τρι­κό του ιστο­ρι­κό δεν μπο­ρού­με ακό­μα να προ­βού­μεγια­τρέ; σε κά­ποια ασφα­λή πρό­βλε­ψη θέ­λου­με να ξέ­ρε­τεγια­τρέ;πως κά­νου­με ό,τι περ­νά­ει απ’ το χέ­ρι μας για να. Στο κυ­λι­κείο θα χύ­σει απ’ την τα­ρα­χή του τον κα­φέ ―για­τρέ; και ο υπάλ­λη­λος θα του προ­σφέ­ρει έναν δεύ­τε­ρο δω­ρε­άν. Έξω νύ­χτα πολ­λή. Άν­θρω­ποι πρέ­πει να βρουν τον δρό­μο για να επι­στρέ­ψουν μέ­σα απ’ το σκο­τά­δι. Κά­ποιος μα­ζεύ­ει τις κα­ρέ­κλες. Μια τζα­μα­ρία εί­ναι προ­γραμ­μα­τι­σμέ­νη ν’ αν­θί­σει σε κα­θρέ­φτη στα επό­με­να πέ­ντε βή­μα­τα. Οι νο­σο­κό­μες στον διά­δρο­μο περ­νά­νε δι­μοι­ρί­ες από μέ­σα του, τον δια­σχί­ζουν ατά­ρα­χα λες και το σώ­μα του δεν εί­ναι αρ­κε­τό για να υπο­δυ­θεί μια μά­ζα άρ­νη­σης. Για να εξα­φα­νί­σε­τε τα ίχνη από τα φα­ντά­σμα­τα αρ­κεί να τα τρί­ψε­τε με λί­γη χλω­ρί­νη. Ένα Μπου! μέ­νει μό­νο, για δυο-τρεις μέ­ρες, και με­τά ξε­νοιά­ζε­τε! Ο φό­βος βρέ­χει με το του­λού­μι. Στις σκά­λες του δεύ­τε­ρου, η γυ­ναί­κα που φυ­λά­ει σκο­πιά κά­θε βρά­δυ, τον πλη­σιά­ζει ανα­κου­φι­σμέ­να και τον χαϊ­δεύ­ει. Ήρ­θες. Έπει­τα, τον γδύ­νει απ’ τη μέ­ση και πά­νω και του γλεί­φει απα­λά την πλά­τη. Κρυώ­νει και πο­νά­ει. Μι­κροί χρό­νοι, που ακό­μα δεν έμα­θαν κα­λά-κα­λά να κυ­λά­νε, αφή­νο­νται ελεύ­θε­ροι να χι­μή­ξουν. Ένας πε­ρι­η­γη­τής ανα­ζη­τά­ει στους θα­λά­μους ερεί­πια, αρ­χαί­ους να­ούς και κο­λώ­νες. Οι κα­θε­τή­ρες ξε­γυ­μνώ­νουν τα κο­φτε­ρά τους δό­ντια.
Τώ­ρα ήσυ­χα. Τα ασθε­νο­φό­ρα κοι­μού­νται. Μια σει­ρή­να που και που, ξυ­πνά­ει τρο­μαγ­μέ­νη απ’ τον εφιάλ­τη της ημέ­ρας και ανα­ρι­γεί με πα­γω­μέ­νο μπλε. Τώ­ρα δια­βά­ζει Erri De Luca, Το παι­χνί­δι της χή­νας. Στη δι­πλα­νή θέ­ση έχει ακου­μπή­σει ένα πο­λυ­και­ρι­σμέ­νο μπλο­κά­κι για να ση­μειώ­νει. Κι απ’ το μπλο­κά­κι, ανε­παί­σθη­τα και σιω­πη­λά, ξε­γλι­στρά­ει το σπι­ράλ, απλώ­νε­ται σαν πε­το­νιά, ξε­τυ­λί­γε­ται σαν κα­λώ­διο, ορ­μά­ει σαν φί­δι.
Ο πα­τέ­ρας του με­τα­φέρ­θη­κε στο νο­σο­κο­μείο εσπευ­σμέ­να. Πρώ­τα, ια­τρι­κά μη­χα­νή­μα­τα και σκιές. Με­τά, μια αό­ρα­τη, παι­δι­κή χο­ρω­δία: Έλα πί­σω. Κα­τα­λα­βαί­νει. Ση­κώ­νει το βλέμ­μα πά­νω απ’ τις μά­σκες, τα σο­βα­ρά κε­φά­λια και τα ερ­γα­λεία, πέ­ρα απ’ το αρ­ρω­στη­μέ­νο φως ― το συ­νι­στούν εκα­τό άγιοι του σκο­τα­διού, και τις βα­ριές κουρ­τί­νες. Στα έλα­τα και πιο μα­κριά. Στα χω­ρά­φια, στα βου­νά. Ζω­γρα­φί­ζει σπί­τια με ήλιους. Το με­ση­με­ρια­νό δεν εί­ναι ακό­μα έτοι­μο, μυ­ρί­ζει τη βρα­στή πα­τά­τα και το χα­μο­μή­λι που εκ­πνέ­ει η μά­να του όταν ανα­σαί­νει πά­νω απ’ τον κό­σμο του. Φο­ρά­ει κρυ­φά τα ξυ­λο­πά­που­τσα που τον στε­νεύ­ουν σαν τη φτώ­χεια. Νί­βε­ται με αλά­τι και απο­χω­ρεί απ’ τη σκη­νή, κά­τω απ’ τη μύ­τη των για­τρών. Πά­ει να παί­ξει.
Αρ­χι­κά, θα πά­ρει τη μορ­φή της με­γά­λης του αδερ­φής, που όση ώρα μι­λά­ει και πα­ρη­γο­ρεί, φέρ­νει στον νου της ένα παι­δί, μι­κρό, με­σαίο, με­γά­λο, παι­δί-παι­δά­κι. Στη συ­νέ­χεια, θα γί­νει ο εφη­με­ρεύ­ων για­τρός που αδη­μο­νεί να τε­λειώ­σει τη βάρ­δια του το πρωί για να γυ­ρί­σει στη ζε­στα­σιά της κοι­μι­σμέ­νης γυ­ναί­κας του. Στο κυ­λι­κείο, κι ενώ ο θε­ός που τον έχει «χρε­ω­θεί» για από­ψε, χα­σμου­ριέ­ται δί­πλα του αδιά­φο­ρα, πλημ­μυ­ρί­ζει από συ­μπό­νια και κερ­νά­ει τους κα­φέ­δες που έπε­σαν μια μέ­ρα από τη γη των γνώ­ρι­μων χε­ριών και δε γύ­ρι­σαν πο­τέ ξα­νά πί­σω. Σε πέ­ντε βή­μα­τα θα εί­ναι ο αν­θι­σμέ­νος κα­θρέ­φτης. Και με­τά, το ξέ­φρε­νο Μπου! που σκορ­πά­ει στον ου­ρα­νό ένα κο­πά­δι τρο­μαγ­μέ­νων αγριό­χη­νων. Στον δεύ­τε­ρο όρο­φο εί­ναι η μά­να που ανε­βο­κα­τε­βαί­νει τις σκά­λες αρ­νού­με­νη ακό­μα να πι­στέ­ψει πως αν τυ­χόν το βά­λουν στο μυα­λό τους, πέ­ντε όλα κι όλα σκα­λιά, μπο­ρούν να συν­θλί­ψουν μο­νο­μιάς κά­τι που συ­νή­θι­ζε να υπήρ­χε. Και ν’ ανα­ζη­τά­ει τη μα­μά του. Και στους θα­λά­μους, υπο­δύ­ε­ται τον πε­ρι­η­γη­τή που ανα­κα­λύ­πτει εκ­στα­σια­σμέ­νος τα ερεί­πια αλ­λά αντι­στέ­κε­ται ουρ­λιά­ζο­ντας μπρο­στά στα Μυ­στή­ρια: ομε­πρα­ζό­λη πριν τα ισχυ­ρά παυ­σί­πο­να.
Το φί­δι ορ­μά­ει, η πε­το­νιά απλώ­νε­ται, το κα­λώ­διο ξε­τυ­λί­γε­ται. Για να συ­να­ντή­σει ξα­νά τον γιο του, από­ψε, ο πα­τέ­ρας υπο­βλή­θη­κε σε επτά δια­δο­χι­κές με­τα­μορ­φώ­σεις. Κοι­μη­θεί­τε τώ­ρα, σει­ρή­νες μου, ησυ­χά­στε! Εδώ και λί­γα λε­πτά, ο πα­τέ­ρας βρή­κε επι­τέ­λους τον δρό­μο: εί­ναι το ξε­χαρ­βα­λω­μέ­νο σπι­ράλ που πα­σχί­ζει μ’ όλη του τη δύ­να­μη να γρα­πω­θεί τε­λειω­τι­κά από τη μπλού­ζα του παι­διού του.

Ας απο­συρ­θού­με τώ­ρα. Ό,τι εί­πα­με, εί­πα­με.

Ού­τως ή άλ­λως, κά­θε πρωί, μια κα­θα­ρί­στρια συλ­λέ­γει απ’ την αρ­χή τα σκόρ­πια υπο­λείμ­μα­τα…

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: