Τα βυσσινί τερλίκια

Υφαντό της Κατερίνας Κορρέ
Υφαντό της Κατερίνας Κορρέ


Με την ψυ­χή στο στό­μα κα­τέ­βη­κε τρέ­χο­ντας τα σκα­λιά η Αγ­γε­λι­κή. Πά­λι κα­θυ­στε­ρη­μέ­νη, το εί­χε πα­ρα­κά­νει τε­λευ­ταία. Έρι­ξε μια κλε­φτή μα­τιά στο γραμ­μα­το­κι­βώ­τιο, την ώρα που άνοι­γε την εξώ­πορ­τα. Πή­ρε το μά­τι της τον πα­χου­λό κί­τρι­νο φά­κε­λο με το όνο­μα και το επί­θε­τό της στην ορα­τή του πλευ­ρά. Δεν την έπαιρ­νε να στα­μα­τή­σει το τρέ­ξι­μο. Χα­μο­γέ­λα­σε. Θα το πά­ρω στο γυ­ρι­σμό σκέ­φτη­κε, το με­ση­μέ­ρι.

Άρε­σαν στη μά­να της οι φά­κε­λοι με τις φυ­σα­λί­δες. Τον προη­γού­με­νο μή­να της έστει­λε το πο­λύ­χρω­μο κα­σκόλ, ό,τι έπρε­πε για τον κρύο φε­τι­νό χει­μώ­να. Ίδιος φά­κε­λος, ίδια γράμ­μα­τα, ζω­γρα­φι­σμέ­να με τον ίδιο γα­λά­ζιο μαρ­κα­δό­ρο. Αυ­τή τη φο­ρά ήταν τα βυσ­σι­νί τερ­λί­κια. Δεν άντε­ξε και της το 'πε στο τε­λευ­ταίο της τη­λε­φώ­νη­μα, την πε­ρα­σμέ­νη βδο­μά­δα, κι ας της το κρά­τα­γε για έκ­πλη­ξη όσο τα σκά­ρω­νε με τα βε­λο­νά­κια της.

Ού­τε κα­τά­λα­βε η Αγ­γε­λι­κή πό­τε έφτα­σε η ώρα να σχο­λά­σει. Και το περ­πά­τη­μα στο γυ­ρι­σμό έγι­νε πιο εύ­κο­λο θαρ­ρείς, ο δρό­μος πιο όμορ­φος.

Μα όταν έφτα­σε κι άνοι­ξε την εξώ­πορ­τα της πο­λυ­κα­τοι­κί­ας, εί­δε στο γραμ­μα­το­κι­βώ­τιο μο­νά­χα δυο ξέ­νους λο­γα­ρια­σμούς. Τα­ρά­χτη­κε. Γνώ­ρι­ζε τους συ­γκα­τοί­κους της και κα­νέ­ναν δεν εί­χε ικα­νό για κά­τι τέ­τοιο. Έτρε­ξε στο δια­μέ­ρι­σμα του κυρ Αντώ­νη, του δια­χει­ρι­στή. «Εί­σαι σί­γου­ρη;», τη ρώ­τη­σε κοι­τά­ζο­ντάς την εξε­τα­στι­κά. «Ίσως δεν ήτα­νε δι­κό σου το δέ­μα που εί­δες».

Ξε­κλεί­δω­σε την πόρ­τα της συν­νε­φια­σμέ­νη η Αγ­γε­λι­κή. Η Λού­να τρί­φτη­κε γουρ­γου­ρί­ζο­ντας στα πό­δια της κι έμει­νε να την κοι­τά­ει απο­ρη­μέ­νη, που δεν ξε­κί­νη­σαν αμέ­σως τα χά­δια και τα αγκα­λιά­σμα­τα. Έκα­τσε βα­ριά στον κα­να­πέ κι άρ­χι­σε να με­τρά­ει τις μέ­ρες και τα κα­θέ­κα­στα. Εφτά από κεί­νο το τε­λευ­ταίο τη­λε­φώ­νη­μα. Εί­πε πως πή­γε το δέ­μα στο τα­χυ­δρο­μείο εκεί­νη την ίδια μέ­ρα. Πα­ρα­σκευή ήταν. Ας έφυ­γε Δευ­τέ­ρα. Σή­με­ρα, Πέμ­πτη, έπρε­πε να έχει φτά­σει. Όνει­ρο ήτα­νε; Μή­πως δεν εί­χα κα­λο­ξυ­πνή­σει ακό­μα; Μή­πως δεν τα έστει­λε τε­λι­κά; Μπα, κά­που θα τα εύ­ρι­σκα στο χω­ριό την Κυ­ρια­κή, όταν σά­ρω­να τα δω­μά­τια, πριν αρ­χί­σει να έρ­χε­ται ο κό­σμος, πριν μου τη φέ­ρου­νε.

Ένα ζευ­γά­ρι τερ­λί­κια… Θα γε­λού­σαν μα­ζί της αν κα­λού­σε την αστυ­νο­μία. Κι αν άρ­χι­ζε να χτυ­πά­ει τις ξέ­νες πόρ­τες και να κοι­τά­ζει τα πό­δια των αν­θρώ­πων, θα την περ­νά­γα­νε για τρε­λή.

Τρά­βη­ξε τη Λού­να πά­νω της και γί­να­νε κου­βά­ρι. Έκλα­ψε με ανα­φι­λη­τά. Πρώ­τη φο­ρά από το πε­ρα­σμέ­νο Σάβ­βα­το που την ει­δο­ποί­η­σαν απρό­σμε­να για την ανα­κο­πή. Εκεί­νη, έλε­γε πως για το θά­να­το απο­φα­σί­ζει ο θε­ός. Και πως του θε­ού δεν του πρέ­πουν πα­ρά­πο­να.

«Για τα τερ­λί­κια μου, μά­να!», σπά­ρα­ξε η Αγ­γε­λι­κή, ξαφ­νιά­ζο­ντας τη Λού­να. «Για τα βυσ­σι­νί μου τερ­λί­κια πα­ρα­πο­νιέ­μαι!»

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: