Ο χρόνος που χάθηκε

Έργο του Ferdinand Hodler (1914). Πηγή: Wikiart
Έργο του Ferdinand Hodler (1914). Πηγή: Wikiart

Η Μάρ­θα μι­σά­νοι­ξε με κό­πο τα μά­τια της. Ένιω­σε όπως όταν ήταν μι­κρή, τό­τε που ξά­πλω­νε ανά­σκε­λα στο γρα­σί­δι, στην αυ­λή του παπ­πού της, και κοι­τού­σε τον ου­ρα­νό. Το εί­χε σαν παι­χνί­δι να προ­σπα­θεί να επι­κε­ντρω­θεί σε ένα ση­μείο, χω­ρίς να επη­ρε­ά­ζε­ται από τις πε­ρι­φε­ρεια­κές ει­κό­νες. Την κλαί­ου­σα ιτιά, τις τρια­ντα­φυλ­λιές και την πα­νύ­ψη­λη αρο­κά­ρια, τα σπουρ­γί­τια –και τα κο­τσύ­φια κα­μιά φο­ρά– που πε­τού­σαν ανέ­με­λα τρι­γύ­ρω. Τώ­ρα ήταν ένας ου­ρα­νός θο­λός, συν­νε­φια­σμέ­νος. Και δεν χρεια­ζό­ταν προ­σπά­θεια για να επι­κε­ντρω­θεί. Όσο μπο­ρού­σε να στρέ­ψει το βλέμ­μα, τον ίδιο συν­νε­φια­σμέ­νο ου­ρα­νό αντί­κρι­ζε.
Πέ­ρα­σε κά­μπο­ση ώρα μέ­χρι τα αντι­κεί­με­να στον χώ­ρο να αρ­χί­σουν να απο­κτούν υπό­στα­ση. Θο­λά στην αρ­χή και ύστε­ρα με όλο και με­γα­λύ­τε­ρη σα­φή­νεια, διέ­κρι­νε, ακρι­βώς απέ­να­ντι, το μα­κρό­στε­νο κα­ρυ­δέ­νιο σερ­βάν, κλη­ρο­νο­μιά απ’ τη για­γιά Σε­βα­στή. Ακρι­βώς από πά­νω, τον πε­ρί­τε­χνα σκα­λι­σμέ­νο κα­θρέ­πτη που ανα­κά­λυ­ψε η ίδια πριν από χρό­νια στο Μο­να­στη­ρά­κι και που ταί­ρια­ζε γά­ντι. Στον κα­θρέ­πτη αντα­να­κλού­σαν πρά­σι­να και κόκ­κι­να φω­τά­κια που η πη­γή τους υπέ­θε­σε πως βρι­σκό­ταν ακρι­βώς πά­νω και πί­σω της.

Πα­ρα­ξε­νεύ­τη­κε. Τι ζη­τού­σε στο πα­τρι­κό της; Για­τί δεν ήταν στο δι­κό της σπί­τι;
Ήταν αδύ­να­το να κου­νή­σει το κε­φά­λι. Προ­σπά­θη­σε να φέ­ρει το χέ­ρι στο πρό­σω­πό της, ού­τε αυ­τό στά­θη­κε δυ­να­τό. Πο­νού­σε πριν. Το θυ­μό­ταν με από­λυ­τη βε­βαιό­τη­τα. Εί­χε έναν φρι­κτό πό­νο, στο στή­θος αρ­χι­κά και με­τά σε όλο της το σώ­μα. Τώ­ρα πά­ντως, δεν πο­νού­σε που­θε­νά. Εκτός από τους κρο­τά­φους της, ίσως επει­δή ο ανα­πνευ­στή­ρας που κά­λυ­πτε όλο της σχε­δόν το πρό­σω­πο, πα­ρα­ή­ταν σφι­χτο­δε­μέ­νος.
Της φά­νη­κε πως εί­χε ακό­μη στον ου­ρα­νί­σκο την επί­γευ­ση από τις ψη­τές πε­λα­γί­σιες τσι­πού­ρες.
31 Δε­κεμ­βρί­ου του 1999, δέ­κα κιό­λας χρό­νια πα­ντρε­μέ­νη με τον Πε­τρή της. Εί­χαν προ­σχε­διά­σει την επέ­τειο ευ­λα­βι­κά: θα άφη­ναν τη Στε­λί­τσα στη για­γιά, αρ­γά το από­γευ­μα. Νω­ρίς το βρά­δυ, θα πή­γαι­ναν οι δυο τους στον Πει­ραιά για φα­γη­τό. Δέ­κα μέ­ρες πριν εί­χε κλεί­σει ο Πε­τρής της το τρα­πέ­ζι στου Δου­ρά­μπεη. Και το αρ­γό­τε­ρο στις δέ­κα και μι­σή, θα έφευ­γαν από κει για το Σού­νιο. Το λα­τρε­μέ­νο της μέ­ρος, το γε­μά­το από τις ανα­μνή­σεις της αγά­πης τους. Ο και­ρός ήταν κα­λός, ο χει­μώ­νας φέ­τος έμοια­ζε πε­ρισ­σό­τε­ρο με άνοι­ξη. Η μό­νη τους επι­φύ­λα­ξη, μή­πως ο κό­σμος πλημ­μυ­ρί­σει τον ναό του Πο­σει­δώ­να λό­γω της νέ­ας χι­λιε­τί­ας, δεν ήταν ικα­νή να τους αλ­λά­ξει τα σχέ­δια.
Έφε­ρε στο μυα­λό της την ει­κό­να του Πε­τρή, να της ανοί­γει την πόρ­τα του σκου­ρο­πρά­σι­νου σκα­ρα­βαί­ου χα­μο­γε­λα­στός, να μπαί­νει κι αυ­τός, να βά­ζει τα κλει­διά στη μη­χα­νή, να βγαί­νουν στη λε­ω­φό­ρο. «Αγό­ρα­σα τα και­νούρ­για του Πα­πα­κων­στα­ντί­νου» της εί­πε πα­τώ­ντας το «play», «θα σου αρέ­σουν πο­λύ». Ύστε­ρα χά­θη­κε στις νό­τες και τα λό­για «…και φο­βά­μαι μη φύ­γεις/μα άλ­λο δρό­μο δεν έχεις/και σου γρά­φω στο τζά­μι,/σ’α­γα­πώ να προ­σέ­χεις»…
Ύστε­ρα τί­πο­τα.

Θυ­μή­θη­κε πως διά­βα­σε κά­πο­τε για την επι­λε­κτι­κή αμνη­σία. Για αν­θρώ­πους που έπα­θαν ατύ­χη­μα και δεν μπό­ρε­σαν πο­τέ να φέ­ρουν στη μνή­μη τις λε­πτο­μέ­ρειές του. Ανη­σύ­χη­σε. Έπα­θαν ατύ­χη­μα; Πού εί­ναι ο Πε­τρής; Σαν να ξε­κλεί­δω­σε τον αυ­χέ­να της η ανη­συ­χία, κα­τά­φε­ρε να στρέ­ψει το κε­φά­λι της αρι­στε­ρά. Σε ένα μι­κρό τρα­πέ­ζι, κολ­λη­μέ­νο στο κρε­βά­τι, φι­γου­ρά­ρι­ζε η φω­το­γρα­φία του γά­μου τους, έξω από το εκ­κλη­σά­κι του Λου­μπαρ­διά­ρη. Με­τά γο­νέ­ων και κου­μπά­ρου. Και η φου­σκω­μέ­νη της κοι­λιά να ξε­χω­ρί­ζει αδιά­ντρο­πα. Σκέ­φτη­κε τη Στε­λί­τσα. Ήταν με τον μπα­μπά της άρα­γε; Ποιος τη βο­ή­θη­σε με τα μα­θή­μα­τά της τις ώρες που εκεί­νη εί­ναι στο κρε­βά­τι ανή­μπο­ρη; Ή τις μέ­ρες;
Ίσως να μην τραυ­μα­τί­στη­κε ο Πε­τρής, ψέλ­λι­σε η μέ­σα της φω­νή, η αθό­ρυ­βη. Να εί­ναι μια χα­ρά στο σπί­τι, με τη Στε­λί­τσα. Να με έφε­ρε εδώ στη μα­μά μου, μέ­χρι να ση­κω­θώ. Να μην τρο­μά­ζει το παι­δί με την ει­κό­να μου. Απο­φά­σι­σε να πε­ρι­μέ­νει με υπο­μο­νή. Όλα θα έχουν την εξή­γη­σή τους. Και ο Πε­τρής θα εί­ναι κα­λά. Και η Στε­λί­τσα. Δεν μπο­ρεί να πή­γαν όλα λά­θος, τη μέ­ρα που γιορ­τά­ζα­με την αγά­πη μας. Της φαι­νό­ταν πα­ρά­ξε­νο που, πα­ρά την ανη­συ­χία, ένιω­θε μάλ­λον ήρε­μη. Ίσως μου βά­ζουν χα­λα­ρω­τι­κά στον ορό σκέ­φτη­κε, δια­κρί­νο­ντας τον πορ­το­κα­λί φλε­βο­κα­θε­τή­ρα στο αρι­στε­ρό της χέ­ρι.
Εί­χε σχε­δόν απο­κοι­μη­θεί όταν άκου­σε την πόρ­τα. Άνοι­ξε με λα­χτά­ρα τα μά­τια της και εί­δε μια όμορ­φη με­λα­χρι­νή γυ­ναί­κα να πλη­σιά­ζει στο κρε­βά­τι κρα­τώ­ντας έναν και­νούρ­γιο ορό. Θα προ­σέ­λα­βε ο Πε­τρής μου νο­ση­λεύ­τρια, σκέ­φτη­κε, για πε­ρισ­σό­τε­ρη ασφά­λεια. Η άγνω­στη κα­τευ­θύν­θη­κε στη δε­ξιά πλευ­ρά του κρε­βα­τιού, χω­ρίς να την κοι­τά­ξει. Έστρε­ψε και η Μάρ­θα το κε­φά­λι προς την ίδια κα­τεύ­θυν­ση. «Ποια εί­στε»; ρώ­τη­σε, ανα­γνω­ρί­ζο­ντας πως μέ­σα από τον ανα­πνευ­στή­ρα, η φω­νή της έμοια­ζε αλ­λό­κο­τη, μού­γκρι­σμα μάλ­λον πα­ρά ξέ­χω­ρες λέ­ξεις.
Η άγνω­στη ξαφ­νιά­στη­κε ολο­φά­νε­ρα κι έπε­σε πά­νω της μι­λώ­ντας ακα­τα­νό­η­τα και κλαί­γο­ντας με λυγ­μούς. Χάι­δευε το μέ­τω­πό της, της φι­λού­σε τα χέ­ρια, γε­λού­σε και ύστε­ρα έκλαι­γε ξα­νά. «Μα­νού­λα μου, μά­να μου»! ξε­χώ­ρι­σε η Μάρ­θα ολο­κά­θα­ρα στο πα­ρά­ξε­νο πα­ρα­λή­ρη­μα της άγνω­στης. Πά­λι και πά­λι. «Μα­νού­λα μου, μά­να μου»! Στην εν­στι­κτώ­δη της προ­σπά­θεια να απο­φύ­γει τους απρό­σμε­νους ενα­γκα­λι­σμούς, να δει τα πράγ­μα­τα από από­στα­ση, μή­πως και κα­τα­λά­βει τι ακρι­βώς συμ­βαί­νει, κα­τά­φε­ρε να γυ­ρί­σει, όλο σχε­δόν το σώ­μα της στα δε­ξιά. Τα μά­τια της βρέ­θη­καν ακρι­βώς στο ση­μείο που εί­χε πέ­σει ο και­νούρ­γιος ορός, όταν η άγνω­στη άκου­σε το μου­γκρη­τό της. Και γέ­μι­σαν τρό­μο και σύγ­χυ­ση, μό­λις ξε­χώ­ρι­σε τα μι­κρά μαύ­ρα γράμ­μα­τα στη διά­φα­νη συ­σκευα­σία: «Ημε­ρο­μη­νία πα­ρα­σκευ­ής: 10/10/2023».

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: