Μόναχο, 13 Οκτωβρίου 1966


Αγα­πη­μέ­νη μου ξα­δέρ­φη, σε χαι­ρε­τώ.

Θα έχεις γεν­νή­σει μέ­χρι να φτά­σει το γράμ­μα μου. Να σας ζή­σει το μω­ρά­κι, να εί­ναι τυ­χε­ρό κι ευ­λο­γη­μέ­νο.

Χά­ρη­κα από τη μια με τα νέα σας. Θα έχω έναν άν­θρω­πο δι­κό μου να πα­ρη­γο­ριέ­μαι.

Με ρω­τάς πώς γί­νε­ται και τι να πε­ρι­μέ­νεις. Θα σου πω. Θα πε­ρά­σε­τε απ’ τους για­τρούς, θα σας βγά­λουν δια­βα­τή­ρια και με­τά θα υπο­γρά­ψε­τε τα χαρ­τιά για το ερ­γο­στά­σιο. Έχω μά­θει από τη Νί­τσα του Πα­να­γή, ότι της μπε-εμ-βε εί­ναι το κα­λύ­τε­ρο από όλα. Να πα­ρα­κα­λά­τε να σας πά­ρουν εκεί. Ύστε­ρα θα σας πουν πό­τε θα πά­ρε­τε το τρέ­νο από τη Θεσ­σα­λο­νί­κη. Δυό­μι­σι μέ­ρες κρα­τά­ει η δια­δρο­μή. Θα φτά­σε­τε στο Μό­να­χο, στη γραμ­μή 11. Θα εί­ναι εκεί άν­θρω­ποι της εκ­κλη­σί­ας, που θα σας μοι­ρά­σουν λί­γα τρό­φι­μα. Θα σας πα­ρα­λά­βει κά­ποιος απ’ το ερ­γο­στά­σιο και θα σας πά­ει στο κοι­νό­βιο που θα ζή­σε­τε τον πρώ­το και­ρό. Μα­κά­ρι να εί­χα­με δυο δω­μά­τια, να γι­νό­τα­νε να μεί­νε­τε μα­ζί μας.

Αυ­τά θα γί­νουν. Θα φύ­γε­τε από κει άν­θρω­ποι και θα φτά­σε­τε εδώ γκα­σταρ­μπάι­τερ. Θα φύ­γεις από κει μά­να και θα φτά­σεις εδώ ορ­φα­νή.

Μην το κά­νεις ξα­δερ­φού­λα μου. Αν δεν μπο­ρέ­σεις να πεί­σεις τον Πέ­τρο, άσ’ τον να φύ­γει μο­να­χός του. Αν πά­νε τα πράγ­μα­τα κα­λά κι ορ­θο­πο­δή­σει, έλα κι εσύ σε λί­γα χρό­νια, μα­ζί με το παι­δί. Μην κά­νεις το δι­κό μου λά­θος.

Δε­κα­ο­χτώ μη­νών ήταν η Ασπα­σού­λα μου. Κι ο Θο­δω­ρά­κης μό­λις εί­χε σα­ρα­ντί­σει. Ένα χρό­νο τα βυ­ζιά μου ήταν πε­τρω­μέ­να, βγά­ζα­νε γά­λα και αί­μα μα­ζί στο θή­λα­στρο. Περ­νά­ει θα μου πεις αυ­τό. Αλ­λά η καρ­διά μου δεν μα­λά­κω­σε ακό­μα. Η ψυ­χή μου δεν γα­λή­νε­ψε. Τι κι αν ξέ­ρω ότι οι παπ­πού­δες τ΄ αγα­πά­νε, μπο­ρεί και πιο πο­λύ από μας; Κά­θε βρά­δυ γί­νο­μαι στον ύπνο μου που­λί δια­βα­τά­ρι­κο. Ψα­ρό­νι και χά­νο­μαι απ’ το κο­πά­δι μου για να τα βρω, λε­λέ­κι κι απα­γκιά­ζω στο κα­μπα­να­ριό της εκ­κλη­σιάς να αγνα­ντεύω τους δρό­μους που περ­πα­τά­νε, γλά­ρος και πα­λεύω με τα κύ­μα­τα μη μου τα πά­ρει η θά­λασ­σα. Όλο χα­θή­κα­νε λέ­ει, κι όλο τα ψά­χνω.

Αν δεν εί­χα­με που­λή­σει το βιος μας για κεί­να τα κα­τα­ρα­μέ­να χαρ­τιά, θα γυ­ρί­ζα­με πί­σω.

Εσείς, να κά­νε­τε όπως σας φω­τί­σει ο θε­ός. Μο­νά­χα, άμα με πι­στεύ­εις και άμα μπο­ρείς, μην αφή­σεις το μω­ρό σου, που­λί μου.


Η ξα­δέρ­φη σου

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: