Το παράνομο ταξίδι του «Θείου»



Αφετηρία - τα γραφεία των «Υπεύθυνων Συντρόφων»

Ο σύντροφος Διαμαντής, παλιός αντάρτης και εδώ και λίγα χρόνια πρόσφυγας στην Βουλγαρία απεχθανόταν τα μέρη στα οποία τα βήματα των ανθρώπων ηχούσαν δυνατά, τα στενά πλακόστρωτα των πόλεων, τις άδειες εκκλησίες, τους διαδρόμους των υπηρεσιών. Μα πάνω από όλα τα γραφεία των «Υπεύθυνων συντρόφων», στα οποία ο ήχος των τριών βημάτων από την πόρτα μέχρι την καρέκλα του συνομιλητή αποχτούσε άλλο βαθύτερο νόημα. Και τις φωτογραφίες των τριών Γενικών Γραμματέων απεχθανόταν, του Μεγάλου και των δύο μικρών των Βουλγάρων και τον δικό μας. Ίσως επειδή η άγρυπνη παρουσία τους του θύμιζε ανάκριση. Απεχθανόταν και τους ίδιους τους «Υπεύθυνους συντρόφους», αλλά αυτή ήταν η λογική απέχθεια ενός μάχιμου προς τους καλαμαράδες των γραφείων στον στρατό.
Όλη η σημερινή συνάντηση του ήταν δυσάρεστη, η θύμηση της κάθε στιγμής της, το τρίξιμο της καρέκλας σε κάθε του κίνηση, η σκονισμένη καράφα νερού με το ογκώδες πώμα της, ο πολιτικός χάρτης της Ελλάδας πίσω από τον σύντροφο και ειδικά το μοβ χρώμα του νομού Θεσπρωτίας, η φωνή του «Υπεύθυνου συντρόφου» πότε αδιάφορη και πότε ενοχλητική σαν οδοντιατρικό τρυπάνι, ποτέ της όμως συντροφική. Οι οδηγίες του «Υπεύθυνου, που αναφερόταν με λεπτομέρειες απίστευτες στην διαδρομή λες και θα υπήρχε αφέτης σε κάθε ένα από τα αναφερόμενα σημεία να ελέγξει αν τηρούσε με ακρίβεια τα χρονοδιαγράμματα των οδηγιών. Τον φόβιζαν οι τόσες λεπτομέρειες και το χαρτί στο οποίο ήταν καταγεγραμμένες τον φόβιζε, όπως και όλα τα χαρτιά. Είχαν την άσχημη συνήθεια να αλλάζουν χέρια. Τον φόβιζε ακόμα και ότι χρησιμοποιούσε το κανονικό του όνομα και όχι το ψευδώνυμο του, είχε αποκτήσει πολλά και ηχηρά. Ο Ίδιος προτιμούσε το καθόλου αγωνιστικό «Ο Θείος».
Ο προηγούμενος «Υπεύθυνος σύντροφος», τον άφηνε ελεύθερο με οδηγίες του τύπου: «θα πας εκεί, θα δεις αυτόν, θα πεις και θα παραλάβεις αυτά, να είσαι προσεχτικός οι άλλοι έχουν αφηνιάσει» - Οι «άλλοι» ήταν τα όργανα της Ασφάλειας στην Ελλάδα. Και τελείωνε πάντα κάπως μελοδραματικά –«θα σε περιμένουμε σώο και αβλαβή τότε και εκεί.»
Ο Νέος «Υπεύθυνος Σύντροφος» τού φύλαγε για το τέλος την δυσάρεστη έκπληξη: «Θα κοιμάσαι σαν άνθρωπος σε ξενοδοχεία. Τέρμα τα αντάρτικα λημέρια! Έχουμε υπολογίσει τα έξοδα! Έχουμε προβλέψει τα πάντα και θα έχεις στην διάθεση σου το σχετικό κονδύλι».
Μπόρεσε να συμμαζέψει τις σκέψεις του μόνο αφότου πέρασαν πολλά λεπτά από την έξοδο του. Είχε καθίσει σε ένα παγκάκι στο πάρκο μπροστά από τα Κεντρικά Λουτρά της Σόφιας. Του άρεσε να χαζεύει τους πίδακες του νερού του σιντριβανιού μπροστά του. Ο Θόρυβος του νερού και η οχλαγωγία από τα πηγαδάκια των φιλάθλων της Λέβσκι τον βοηθούσε να ξεκαθαρίσει τις σκέψεις και τις εντυπώσεις. Με πίκρα διαπίστωνε πως η αποστολή ξεκινούσε στραβά. Ευτυχώς, αυτή την φορά θα ήταν μόνος του.

Θεσσαλονίκη κάποιες μέρες αργότερα

Έκανε ζέστη! Το δωμάτιο του ξενοδοχείου ήταν σκοτεινό. Μια φωτεινή γραμμή μόνο ανάμεσα στα φύλλα των παντζουριών. Αρκούσε. Σχεδόν τον τύφλωνε. Κατέβασε τα γυμνά πόδια του από το κρεβάτι και για ώρα τα παρατηρούσε. Δεν έμοιαζε να ήταν τα δικά του. Τα θυμόταν μακριά αδύνατα τριχωτά τότε το 1918 όταν πέρασε την Επιτροπή για την κατάταξη. Ντρεπόταν για το ακόμα εφηβικό κορμί του. Τον έκανε να νιώθει άβολα και το εξεταστικό βλέμμα του ιατρού .Πως του ήρθαν αυτές οι εικόνες. Τις είχε καταχωνιάσει ο χρόνος, όπως και τα τόσα άλλα που ακολούθησαν. Μπορεί και ο γαμπρός του να βοήθησε να βγουν ξανά στην επιφάνεια. Τον πρόγκιζε συνέχεια με ερωτήσεις στους περιπάτους τους στο μονοπάτι πλάι στο ποτάμι. Στην μακρινή, την στιγμή αυτή, πόλη στην Κοιλάδα των Ρόδων στην Βουλγαρία. Τον ρωτούσε συνέχεια και «ο Θείος» παρασυρόταν και όλο έλεγε. Ο γαμπρός του ήταν καλός στο να εκμαιεύει ανθρώπινες ιστορίες. Άκουγε προσεχτικά χωρίς να διακόπτει και όταν ατονούσε η αφήγηση έβρισκε την κατάλληλη ερώτηση για να την αναστήσει. Και σε άλλα ήταν καλός. Σε πολλά άλλα! Θα ήθελε να τον έχει μαζί του και σε αυτή την αποστολή, όπως στις προηγούμενες. Στηριζόταν πάνω του. Του το ξέκοψε όμως. «Αρχίσαμε τις σπουδές Πατέρα!». Έτσι ήταν, είχαν αρχίσει τις σπουδές στην Σόφια, μεγάλωνε και ο εγγονός. Ναι έδειχνε να είναι η σωστή δικαιολογία. Το γνώριζαν όμως και οι δύο, πως ήταν απλά η δικαιολογία. Πως τα καταφέρνει έτσι η σκέψη και πετάγεται συνέχεια πέρα δώθε. Από τα γυμνά πόδια στον γαμπρό.
«Τίποτα δεν πάει σωστά αυτή την φορά» —η σκέψη του συνέχισε να πετάγετε από θέμα σε θέμα και επέστρεψε στους φόβους του. — «Παραείναι εύκολα και βολικά. Ούτε μια στραβομάρα, από αυτές που συμβαίνουν συνήθως. Τα μεγάλα ή μικρά απρόοπτα, που μπορεί να συμβούν σε όποιον περνάει παράνομα τα σύνορα σε όποιον θέλει να περνάει απαρατήρητη η παρουσία του. Όλα γίνονται τόσο απλά και εύκολα ακολουθώντας το Πρόγραμμα του «Υπεύθυνου συντρόφου» λες και κάποιος είναι επιφορτισμένος να παρακολουθεί για την ανεμπόδιστη τήρηση του προγράμματος. Ή μήπως, κάποιος άλλος στ΄ αλήθεια διευκολύνει το ταξίδι μου, θέλοντας να δει τον τελικό προορισμό μου; Μπορεί ! Τίποτα δεν αποκλείεται! Χρειάζονται όμως αποδείξεις. Και δεν έχω χρόνο και διάθεση για να τις ψάξω. Κάποιος θα έπρεπε να έχει κρεμαστεί ήδη απάνω μου. Να έχει γίνει η ουρά μου, η σκιά μου. Και όχι τώρα εδώ στην Σαλονίκη, ίσως από την Δράμα. Πάντα εκεί είναι ο πρώτος σταθμός μου».

Η υποδοχή ήταν η συνηθισμένη, ο σύνδεσμος έδειχνε πάντα το ίδιο χεσμένος .Έτσι έπρεπε. Ήταν ακόμα ένα κεφάλι εθελοντικά χωμένο βαθιά στον τορβά. Αυτή την φορά η συνάντηση τους ήταν μάλιστα και η συντομότερη. Στο καφενέ δίπλα στην λίμνη. Δεν πρόλαβε να κρυώσει ο καφές. Σύνθημα. Παρασύνθημα. «Έφτασα! Ειδοποίησε! Ο “Θείος“ έφτασε! Έφυγα». Τόσα. Και πολλά ήταν. Ποτέ και σε κανέναν δεν έλεγε τον επόμενο προορισμό και την διαδρομή του. Δεν το θεωρούσε σκόπιμο. Ήδη ο σύνδεσμος γνώριζε πολλά. Του έφταναν και του περίσσευαν για μια θανατική καταδίκη, ή για την είσπραξη της επικήρυξης!
«Λες να δείχνω κιόλας πολύ μεγάλος; Ο πατέρας μου τώρα είναι ογδόντα και δείχνει γέρος. Τον γέρασε η Μακρόνησος. Του φορτώσαμε και όλα τα κουτσούβελά μας. Συγκεντρώσου! Πίσω στην αποστολή. Από την Δράμα έφυγα με το λεωφορείο. Ακολούθησα κατά γράμμα τις οδηγίες του «Υπεύθυνου Συντρόφου». Σε όλη την διαδρομή έκανα τον κοιμισμένο. Πρέπει να κοιμήθηκα κιόλας. Ο διπλανός μου με σκούντηξε και είπε γελώντας «Έι, πατριώτη, σταμάτα να μαρσάρεις. Πιάσαμε ίσωμα!» Τι να απαντήσω; Έκανα τον χαζό. «Ροχάλιζα, ε;» «Με όλη σου την ψυχή! Σαλονίκη πας; Εγώ Γερμανία. Είναι μακριά η Γερμανία;!» Δεν κατάλαβα αν με ρωτούσε ή έκανε διαπίστωση. Ανασήκωσα τους ώμους σαν να μην ήξερα την απάντηση. Άλλος στην θέση μου θα πρόσθετε κάτι. Εγώ σίγουρα έδειχνα μουρτζούφλης. Μπορεί και να μην κάνω για τέτοιου τύπο αποστολές, χρειάζεται ένα πρόσωπο που να περνάει απαρατήρητο. Η φάτσα του μουρτζούφλη εντυπώνεται εύκολα. Δεν γίνεται να αλλάξω. Ίσως αν κατεβάσω λίγο το βλέμμα. Με τον τρόπο αυτό μπορεί να δείχνω και θλιμμένος. Έβαλα και την μαύρη λωρίδα του πένθους στο πέτο. Τους θλιμμένους δεν τους προσεγγίζουν εύκολα στα ταξίδια. Η θλίψη είναι σαν κολλητική ασθένεια. Κανείς δεν θέλει να κολλήσει και να την έχει παρέα στο ταξίδι του. Λοιπόν χαμηλωμένα τα μάτια. Η «Θλίψη» με γλίτωσε και αυτή την φορά».
Όχι, στο λεωφορείο ήταν «μόνος». Και στο φυλάκιο στην γέφυρα του Στρυμόνα πέρασε εύκολα τον έλεγχο. Τα χαρτιά του έδειχναν εντάξει. Και μετά στην Θεσσαλονίκη, έλεγχε κάθε τόσο τα νότα του. Ακολούθησε μπερδεμένη διαδρομή. Και στον Βαρδάρη, εκεί που του φάνηκε πως απέκτησε παρέα, έκανε όλα τα απαραίτητα να την «ξεφορτωθεί» και μετά να σιγουρευτεί για αυτό. Όχι δεν είχε αποκτήσει «επίσημο κρατικό συνοδό» όπως θα έλεγε ο γαμπρός του. Η νίκη τους είχε αποθρασύνει, το είχαν σε κακό να μένουν απαρατήρητοι, πάντα έβρισκαν τον τρόπο να τονίσουν πως ανήκουν στα Σώματα Τάξης της νικήτριας Εξουσίας.
«Πάντα όμως ανάμεσα στο σιτάρι θα βρεις και κεχρί. Όποτε προσοχή “Θείο“ δεν πρέπει να σε συλλάβουν είναι η τελευταία σου αποστολή!»


Το απόγευμα

Ο ήλιος του απογεύματος βρήκε την σχισμή ανάμεσα στα δύο φύλλα του παντζουριού της μπαλκονόπορτας και χώθηκε στο δωμάτιο του. Τράβηξε μια πορτοκαλί γραμμή στο πάτωμα. Μέσα στην δέσμη της ακτίνας του, χόρευε η σκόνη, όπως η Νιούρα τότε στο καμπαρέ της Οδησσού το 1919. Η Νιούρα, η κοκκινομάλλα και αυτή έτσι αιωρούνταν σαν τη σκόνη. Σαν να μην υπήρχαν τα σανίδια της σκηνής. Του έμαθε και ένα τραγουδάκι. Τον έβαλε να αποστηθίσει μια - μια τις λέξεις του. Γέλαγε με την προφορά του. Το τραγουδάκι του φαινόταν χλευαστικό και χαρούμενο συνάμα. Η Νιούρα Δεν κάθισε να του εξηγήσει ποτέ την σημασία των λέξεων. Από έναν ντόπιο Έλληνα έμαθε την σημασία του πρώτου στοίχου

Ψητό πουλάκι κοτοπουλάκι
Για την ζωή του τρέμει αυτό

Μια μέρα στο φράγμα, όπου δούλευαν με τον γαμπρό του, ασυναίσθητα άρχισε να το τραγουδάει. Τον άκουσε ο Γκρίσα ο μηχανικός ο Ρώσος, που ένας θεός ξέρει πως βρέθηκε στην Βουλγαρία να χτίζει φράγματα στον ποταμό Τούντζα. Ξεκαρδίστηκε στα γέλια και τον ρώτησε που το έμαθε το τραγούδι. Βρεθήκαν το βράδυ μετά την δουλειά στο καπηλειό με το ρομαντικό όνομα «Κοιλάδα των Ρόδων» και ο καθένας τους είπε το κομμάτι της ιστορίας του που θα μπορούσε να ειπωθεί δημόσια. Απέφυγαν να ρωτήσουν για τα υπόλοιπα. Έμαθε και τι έλεγε το τραγούδι, δεν ξαφνιάστηκε, μέσα του όμως ήθελε να είναι ερωτικό, περιπαιχτικό αλλά ερωτικό. Η Νιούρα ήταν η μια όψη του νομίσματος της στάσης των Ρώσων απέναντι στα στρατεύματα της Αντάντ. Η άλλη, τα καυτά νερά που τους έριχναν από τα παράθυρα…
Στο δωμάτιο σκοτείνιασε ξανά. Ο ήλιος που είχε μπει ακάλεστος, έφυγε σαν κλέφτης από το δωμάτιο του, παίρνοντας μαζί του και τον χορό της σκόνης.


Βράδυ στην πόλη

Ήταν η ώρα να μαζευτεί. Θα πήγαινε στο ξενοδοχείο ακολουθώντας την πιο μακρινή διαδρομή. Είχε στο νου του να ελέγχει μήπως απέκτησε παρέα. Σε αυτό το παιχνίδι του κρυφτού τα στενά δρομάκια γύρω από την κεντρική αγορά του πρόσφεραν απλόχερα την βοήθεια τους. Μόνο που ηχούσαν τα βήματα του εκεί. Τον ενοχλούσε και η μπόχα σάπιων κρεάτων που επικρατούσε εκεί.
Ήταν η τελευταία του αποστολή. Στα πενήντα επτά το κορμί δίνει τις δικές του εντολές. Πρέπει να γυρίσει πίσω σώος και αβλαβής, αν είναι δυνατό. Ποιο είναι αυτό το «πίσω» όμως; Πόσες φορές πέρασε τα σύνορα μετά από το Δεύτερο Αντάρτικο; «Οι άλλοι κρατούσαν τα όπλα παρά πόδα και εγώ περνούσα τα σύνορα. Οδήγησα τις τελευταίες ομάδες με ασφάλεια στην προσφυγιά, κατέβαινα με αποστολές, μέχρι και στο Μεσολόγγι έχω φτάσει. Ναι τα σύνορα τα έχω περάσει πολλές φορές! Τόσες που έχω μπερδευτεί από ποια μεριά των συνόρων είναι το σπίτι μου, η έδρα μου διάολε! Εδώ ή στη Βουλγαρία; Ο εγγονός είναι εκεί, το υπόλοιπο της οικογένειας εδώ. Περαστικός από τις ζωές όλων. Συνεχίζω έναν τρόπο ζωής που όλοι η υπόλοιποι τον έχουν βαρεθεί. Μια μία οι ομάδες που είχαν μείνει πίσω είτε εξουδετερώθηκαν είτε πέρασαν τα σύνορα οριστικά. Η αφεντιά μου, σαν να έμεινα μετέωρος ανάμεσα στις φάσεις του Αγώνα. Και αυτές οι αποστολές βοηθούσαν να μείνω εκεί μετέωρος ανάμεσα στον Πόλεμο και στην Ειρήνη. Ανάμεσα στην Νίκη που δεν ερχόταν και την Ήττα που δεν την παραδεχόμουν. Ξεκομμένος από την Γενική κατεύθυνση των πραγμάτων.

Κάθισε σε ένα καφενείο απέναντι από το ξενοδοχείο. Σίγουρα μέσα έπαιζαν χαρτιά με λεφτά. Είχαν αφήσει απ΄ έξω έναν νυσταγμένο και αξύριστο να φυλάει τσίλιες. Για ώρα ο τσιλιαδόρος τον κοιτούσε αναποφάσιστός.

«Πήγαινε και φέρε μου έναν καφέ σκέτο και ένα κονιάκ. Όσο λείπεις μένω στο πόδι σου. Σου μοιάζω για καρφί;» — δεν έμοιαζε, θύμιζε θλιμμένο επαρχιώτη.

Κολλητά στην τζαμαρία είχαν τοποθετήσει καρέκλες και τραπεζάκια. Παράξενες καρέκλες με μεταλλικό σκελετό και με χοντρό πλαστικό κίτρινο σχοινί. Μαλακές καρέκλες αναπαυτικές. Από μόνες τους προδιαθέτουν για ραχάτι και μουχαμπέτι. Οι καρέκλες καλά κάνουν και προδιαθέτουν, μα απουσιάζουν οι άνθρωποι για το μουχαμπέτι. Και με τον μουρτζούφλη τσιλιαδόρο τι κουβέντα να πιάσεις. Ήπιε το κονιάκ με μεγάλες γουλιές. Καλό ήταν. Πρόσφερε αργό απολαυστικό κάψιμο στον λάρυγγα και χαρούμενη νύστα. Απέναντι η είσοδος του ξενοδοχείο ήταν φωτισμένη και άδεια. Πίσω από το πάγκο της υποδοχής ο υπάλληλος έμοιαζε έτοιμος για ύπνο. Γύρω από την λάμπα της εισόδου είχαν στήσει τον χορό τους οι πανταχού παρούσες νυχτερινές πεταλούδες .…

Δεν θα έμπαινε μέσα. Ξαφνικά ένα προαίσθημα του το απαγόρευσε.

«Δεν πα να γαμηθούν οι οδηγίες! Δεν πρέπει να σε συλλάβουν “Θείο“! Είναι η τελευταία σου αποστολή. Πρέπει να την ολοκληρώσεις και να επιστρέψεις… Όπου είναι να επιστρέψεις. Ό,τι και να σε περιμένει εκεί». Χαιρέτησε τον τσιλιαδόρο και πήρε ξανά τους δρόμους…

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: