Καραβέλες αραγμένες στην λιμνοθάλασσα της οδού Ραμπότνικ

Καραβέλες αραγμένες στην λιμνοθάλασσα της οδού Ραμπότνικ

Είναι φανερό πως ο τίτλος εμπεριέχει υπερβολές. Η πρώτη από αυτές είναι η χρησιμοποίηση της λέξης λιμνοθάλασσα. Ταιριαστή στην περίσταση μας είναι η λέξη γούβα. Συμφωνώ. Συγκεκριμένα η γούβα μπροστά στην αυλόπορτα του παιδικού σταθμού Νο 114 στην Σόφια. Μα αν πω τις διαστάσεις της οι αναγνώστες θα καταλάβουν πως η λέξη λιμνοθάλασσα ταιριάζει απόλυτα. Μια φορά είχε σπάσει ο αγωγός υδροδότησης που περνούσε από την οδό Ραμπότνικ και για ένα δίμηνο όλα τα βαθουλώματα, τα ρείθρα και οι λακκούβες στον δρόμο είχαν γεμίσει με νερό, κάποιες μετατράπηκαν σε μικρά οικοσυστήματα με ενδιαφέρουσα χλωρίδα και πανίδα. Οι εργάτες της ύδρευσης με την άκαιρη επέμβαση τους διέκοψαν αυτό το αστικό οικολογικό πείραμα και έτσι ο ήρωας μας δεν κατάφερε να μάθει αν οι γυρίνοι που είχαν εμφανιστεί σε αυτές τις μικρές λίμνες ολοκλήρωσαν την μεταμόρφωσή τους σε ενήλικες βατράχους.

Η χρήση του όρου «καραβέλες» επίσης είναι μια υπερβολή. Θα ήταν υπερβολική, αν και απόλυτα ακριβής, ακόμα και η χρησιμοποίηση της λέξης μονόξυλο. Η μεγαλύτερη καραβέλα «Santa Julia», δημιούργημα των χεριών μου, χωρούσε άνετα στην παλάμη μου. Η Αγία Ιουλία (Santa Julia) είναι μία καθόλα υπαρκτή αγία με τον βίο της και την ημέρα της στο εορτολόγιο της εκκλησίας, μόνο που είναι η κεκαλυμμένη αναφορά στο κορίτσι που εκείνη την εποχή (χωρίς να το υποψιάζεται) είχε αιχμαλωτίσει την ιπποτική καρδιά μου.

Επίσης όσο και να μελετάτε τους σύγχρονους χάρτες της Σόφιας, ακόμα και τους πιο ενημερωμένους, οδό με το όνομα Ραμπότνικ (βουλγ.: εργάτης) δεν πρόκειται να βρείτε. Το παρέσυραν οι θυελλώδεις άνεμοι της ιστορίας. Οι δήμαρχοι που εκπροσωπεύουν τα νέα ήθη, που εισέβαλαν στη πόλη μετά το 1989, για να μου την σπάσουν έδωσαν στον δρόμο κανονικό όνομα και επώνυμο. Κάθισα και έψαξα στο διαδίκτυο πληροφορίες και τέθηκε μπροστά μου ένα δίλημμα. Με αυτό το όνομα και επώνυμο υπήρχαν δύο διαφορετικές ιστορικές προσωπικότητες στην Βουλγαρία. Και οι δύο αξίζουν, για διαφορετικούς λόγους ο καθένας, κάποιος δρόμος να φέρει το όνομά τους. Ο ένας ήταν εκπαιδευτικός της βουλγάρικης αναγέννησης (18ος-19ος αιώνας) και ο άλλος ένας από τους οπλαρχηγούς του Βε. Με. Ρε. Ο.( Εσωτερικό Μακεδονο-Αδριανουπολίτικο Επαναστατικό Κομιτάτο ή αργότερα Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση) στην διάρκεια του Μακεδονικού αγώνα (κάθε πλευρά των σημερινών συνόρων στα Βαλκάνια έχει και τον δικό της «μακεδονικό αγώνα). Προτιμώ τον εκπαιδευτικό για τον απλό λόγο πως έχω βαρεθεί τους ήρωες και τους οπλαρχηγούς του Μακεδονικού αγώνα ανεξάρτητα από την γλώσσα τους, την θρησκεία τους και από ποια πλευρά των σύγχρονων συνόρων έχουν ανακηρυχτεί ως ήρωες. Τους έχω βαρεθεί και αν συνεχίσω σε αυτή την κατεύθυνση θα εξαφανιστεί κάθε διάθεση να σας περιγράψω όλες αυτές τις λιμνοθάλασσες, τις καραβέλες και το ζεστό βλέμμα της Ιουλίας.

Και μία ακόμα τελευταία παρεξήγηση. Η λέξη λιμνοθάλασσα προετοιμάζει τον αναγνώστη για καλοκαιρινό αν όχι τροπικό διήγημα. Το αφήγημά μου είναι Χριστουγεννιάτικο βίωμα με τα παγωμένα πόδια μου να είναι χωμένα για τα καλά ανάμεσα στις φέτες του σώματος του καλοριφέρ της κουζίνας στο διαμέρισμα μας στην Σόφια…

Είμαι απόλυτα βέβαιος πως κανένας σας δεν έχει συμμετάσχει σε κυνήγι ελάτων. Κυνήγι ελάτων; Που εξαφανίστηκαν οι λιμνοθάλασσες και οι καραβέλες και ο καλοκαιρινός ουρανός που τις συνοδεύει; Κάθε πράμα στην ώρα του. Τα μικρά επεισόδια αυτής της αφήγησης έχουν μπει στην σειρά και περιμένουν υπομονετικά να έρθει η σειρά τους.

Τις πρώτες μέρες του νέου χρόνου τα έλατα εμφανιζόταν στις πρασιές ανάμεσα στις πολυκατοικίες της συνοικίας μας. Απογυμνωμένα από τα γιορτινά στολίδια τους πεταμένα πάνω στο χώμα με απόγνωση περίμεναν να τα περισυλλέξουν οι σκουπιδιάρες του δήμου και να τα εξαφανίσουν κάπου. Στριμωγμένα ανάμεσα στις σακούλες των σκουπιδιών έμοιαζαν με σπασμένα κατάρτια, μοναδική απόδειξη ύπαρξης τσακισμένων από τις θύελλες καραβιών. Για εμάς τα παιδιά της πολυκατοικίας αριθμός 26 τα έλατα και σε αυτή τους την κατάσταση παράμεναν όμορφα και κυρίως χρήσιμα. Είχαμε στην διάθεση μας δωρεάν ξυλεία για τη παρασκευή πολλών απαραίτητων για εμάς αντικειμένων, σπαθιά, κεφαλοθραύστες, ακόντια. Ακόμα και τόξα προσπαθήσαμε να κατασκευάσουμε από τα πεταμένα έλατα. Κάποιος από την παρέα μας είχε διαβάσει πως στον μεσαίωνα οι άγγλοι τοξότες έφτιαχναν τα τόξα τους από ξύλο μαύρης ελάτης. Ούτε που γνωρίζαμε ποια ποικιλία ελάτων είχαμε στην διάθεσή μας. Μας αρκούσε πως ήταν έλατα. Δεν τα καταφέραμε. Αν το είχαμε καταφέρει θα σας ζάλιζα με τις μάχες μεταξύ βαριά οπλισμένων Γάλλων ιπποτών και Άγγλων πολεμιστών με τόξα από μαύρα έλατα και βέλη από κλαριά φουντουκιάς στα πεδία των συγκρούσεων του εκατονταετούς πολέμου. Δεν νομίζω κανένας από τα παιδιά να ήθελε να γίνει Γάλλος ιππότης για πρακτικούς λόγους. Δεν θα μας έφτανε η ξυλεία για τον απαραίτητο εξοπλισμό ενός ιππότη. Θα χρειαζόταν να επεκτείνουμε το κυνήγι των ελάτων και στις διπλανές συνοικίες.

Κάθε μέρα μοιράζαμε μεταξύ μας αδελφικά την λεία μας και ο καθένας εξαφάνιζε το δέντρο που του αναλογούσε στις άγνωστες για τους άλλους κρυψώνες του. Τις επόμενες εβδομάδες στις εισόδους και στις υπόγειες αποθήκες της πολυκατοικίας οι ευαίσθητες μύτες εύκολα εντόπιζαν το άρωμα του ρετσινιού των ελάτων. Δεν επέστρεφα πάντα στο σπίτι με λάφυρο κατάλληλο για κάποιο όπλο προκοπής. Δεν είναι εύκολη η μοιρασιά της λείας. Κα σε μια τέτοια δύσκολη στιγμή στον ορίζοντα των σκέψεων μου αργά εμφανίστηκε με όλα της τα πανιά ανοιχτά η καραβέλα «Santa Julia». Ίσως επειδή αυτή την μέρα οι φίλοι μου καιγόταν να αποκτήσουν όλα τα μεγάλα δίμετρα δέντρα κατάλληλα τουλάχιστον για κεφαλοθραύστη (ο κεφαλοθραύστης είναι απαραίτητο να έχει γερή λαβή και τα κλαριά που εκφύονται από τον κορμό του δέντρου να είναι γερά) εμένα μου έτυχε ένα έλατο νάνος, τέσσερεις σπιθαμές μεγαλύτερο από τα πεύκα μπονζάι, σίγουρα αγορασμένο για τις γιορτές από κάποιον σπαγκοραμμένο πατέρα. Ήταν ένα δέντρο κοντό και με σχεδόν γυμνά κλαδιά, χωρίς τα αιχμηρά σαν βελόνες φύλλα του. Με είχαν εκνευρίσει τα βλαμμένα οι φίλοι μου και έτσι δεν είχα καμία όρεξη να βρω δικαιολογίες για τους λόγους που κάποιος μπορεί να αγόρασε ένα μικροσκοπικό πρωτοχρονιάτικο δέντρο. Έτσι επέμενα στο σπαγκοραμμένος. Δεν αντιδίκησα με κανέναν για την μοιρασιά και όταν κάποιος κοροϊδευτικά με ρώτησε τι θα κάνω με αυτό δείγμα ελάτου ασυναίσθητα μου ξέφυγε το «θα φτιάξω μια καραβέλα». Η καραβέλα μόλις είχε μπει στο λεξιλόγιο μου. Την είχα υποκλέψει από τον Μαγγελάνο του Τσβάιχ. Με το πριονάκι μου απομεινάρι από σετ ξυλουργικής αγορασμένο από το κατάστημα «Νέος τεχνίτης» τεμάχισα το μικρό μου έλατο και τα μικρά κομμάτια του η φαντασία μου τα μεταμόρφωσε στα καράβια του στόλου μου καραβέλες, γαλεόνια, γαλέρες, δρόμωνες και το γρήγορο μόνο με ένα τριγωνικό λατίνι τρεχαντήρι.

Τα απογεύματα των χειμερινών μου διακοπών στεγαζόταν στην κουζίνα του διαμερίσματος μας. Οι μεγάλοι με παρατούσαν στην ησυχία μου. Με διόριζαν κυβερνήτη της κουζίνας και αποσυρόταν να κρύψουν την κούραση από τις ημερήσιες ασχολίες κάτω από τα σκεπάσματα του απογευματινού ύπνου. Όταν έμεινα μόνος σαν να εκτελούσα για χιλιοστή φορά χορογραφία έκανα όλες τις μικρές κινήσεις που επανέφεραν την τάξη στην κουζίνα. Κάλυψα το ολάνθιστο πλαστικό τραπεζομάντιλο απλώνοντας πάνω του παλιά φύλλα εφημερίδας και πάνω στην θάλασσα των ειδήσεων άπλωσα τα συμπράγκαλα μου βιβλίο, τετράδιο, μπλοκ ζωγραφικής, μπογιές και τα κομμάτια από το έλατο νάνος. Με την λίμα ακόνισα καλά το μαχαιράκι και το κάρφωσα στο ακόμα νωπό και με επιφάνεια που κολλούσε από το ρετσίνι κομμάτι και άρχισα να το σκαλίζω. Αμέσως αντανακλαστικά ξεκίνησα να σιγοτραγουδάω. Είμαι σίγουρος πως δεν έχω μόνο εγώ αυτή την συνήθεια όταν τα χέρια μου είναι απασχολημένα με κάτι το στόμα μου από μόνο του αρχίζει να αραδιάζει λόγια ή να λέει σιγανά τραγουδάκια. Η καραβέλα «Santa Julia» θα γίνει ένα μάχιμο καράβι και το σκάλισμα του απαιτεί τραγούδια εμβατήρια με πολλά ταρατατζούμ και επιφωνήματα ιο-χο-χο και μπαμ και μπουμ ειπωμένα σιγανά δεν ξεχνάω πως στα διπλανά δωμάτια οι μεγάλοι κοιμόταν. ΑΝ το σκάλισμα μου δεν συνοδεύεται από αυτά τα εμβατήρια είμαι σίγουρος πως το καράβι που θα βγει θα είναι ένα βραδυκίνητο και αργόστροφο εμπορικό καράβι φορτωμένο με άχρηστα σε όλους πήλινα καθοίκια. Κάπου είχα διαβάσει πως για να προχωράει μια δουλειά πρέπει να γίνεται συνοδεία τραγουδιού. Μου άρεσε πολύ και το ιδιοποιήθηκα.

Τα πόδια μου, που είναι ακόμα παγωμένα μετά την πολύωρη πρωινή διαδρομή στο κυνήγι των ελάτων, παρατάνε τις παντόφλες κάτω από το τραπέζι τις κουζίνας και καρφώνονται ανάμεσα στις φέτες του καλοριφέρ αναζητώντας την ζέστη. Αραιά και που σηκώνω το βλέμμα από το εργόχειρο μου για μία βιαστική ματιά επιθεώρησης της εικόνας πίσω από το παράθυρο. Στο μπαλκόνι είναι απλωμένη η μπουγάδα. Όλα αυτά τα κοκαλωμένα από το κρύο πουκάμισα, σεντόνια, σώβρακα μου θυμίζουν πανιά σημαίες και την αρματωσιά πλοίου, κάπως πιο παρδαλά από τα συνηθισμένα. Η λεπίδα του μαχαιριού μου σιγά- σιγά αποκαλύπτει το κρυμμένο στο κομμάτι ξύλο καραβάκι τόσο που για πρώτη φορά μου επιτρέπω την παρατήρηση «Αρχίζεις και μοιάζεις με την καραβέλα του Μαγελάνου».

Από τα κλαράκια του έλατου έφτιαξα τα κατάρτια του πλοίου. Και από ένα άχρηστο, κατά την άποψη μου φανελάκι κας κορσέ έκοψα τα πανιά του πλοίο. Κέντησα με κόκκινη κλωστή πάνω τους σταυρούς. Μου βγήκε πολύ πιο εύκολο από ότι στα μαθήματα εργασιακής εκπαίδευσης στην Πρώτη και Δευτέρα τάξη. Τότε κατάφερα και κέντησα μέσα σε ένα εξάμηνο μία δεκοχτούρα που κατάφερα και έμοιαζε με δεκοχτούρα και όχι με πελαργός. Θα μαθαίναμε και πλέξιμο, αλλά στο διάλειμμα μας πέτυχε η συντρόφισσα Ρούσιμοβα να ξιφομαχούμε με τις βελόνες και φοβήθηκε, από τότε μου έχει μείνει η απορία αν θα καταφέρω να πλέξω κάτι ας πούμε μάλλινη κάλτσα. Πάντα θεωρούσα το μεγαλύτερο επίτευγμα της πλεκτικής το πλέξιμο της μάλλινης κάλτσας. Όσο κεντούσα τους σταυρούς στα πανιά θυμήθηκα και ένα τραγουδάκι που λέγαμε στο ελληνικό σχολείο

Θα φτιάξω καραβάκι
Θα βάλω και πανί
Θα βάλω και σημαία
Άσπρη και γαλανή

Ενώ αναζητούσα μαχητικά τραγούδια μου βγήκε αυτό μια ανάλαφρη βαρκαρόλα σε ρυθμό τρία τέταρτα κατάλληλη για την βόλτα στα ήσυχα νερά μιας μικρής και χαριτωμένης βάρκας.

― Σταμάτα να γκαρίζεις. Όλους θα τους ξυπνήσεις. Μάζεψε τα συμπράγκαλα σου και ψήσε καφέ. Κάθε απόγευμα με τα ίδια ακριβώς λόγια κάποιος από τους μεγάλους έβαζε το τέλος της κυριαρχίας μου στην κουζίνα. Μάζευα τα πράγματα μου και υποβιβαζόμουν από ναυπηγό σε καφετζή. Ψήνω μερακλίδικους καφέδες και είμαι βέβαιος πως αν κάποια καφετζού κοιτάξει το κατακάθι από ψημένο με τα χεράκια μου εκείνης της μέρας καφέ σίγουρα θα έλεγε «Μακρύς και φουρτουνιασμένος δρόμος ανοίγεται μπροστά σου, με πελώρια κύματα θα παλέψεις σε ήσυχα νερά θα φτάσεις»…

Το βράδυ πρώτη προς 2 Απριλίου λες και κατά παραγγελία έσπασε ο αγωγός ύδρευσης που περνούσε από την οδό Ραμπότνικ. Το πρωί νωρίς-νωρίς σαν για σχολείο μαζευτήκαμε στη λιακάδα πίσω από την πολυκατοικία μας και όσο σκεφτόμασταν πως θα γεμίσουμε τις δέκα μέρες των ανοιξιάτικων διακοπών είδαμε να λαμπυρίζουν τα νερά τις μεγάλες γούβες να στον δρόμο. Χωρίς πολλά-πολλά ο καθένας μας είπε πως κάτι έχει ξεχάσει στο σπίτι και ύστερα από λίγο επιστρέψαμε ξανά μπροστά στην γούβα μπροστά από την αυλόπορτα του παιδικού σταθμού. Κρατούσαμε στα χέρια μας τα σκαλισμένα από ξύλο χριστουγεννιάτικου έλατου καράβια μας. Η «Santa Julia» πρώτη διέσχισε τα νερά της γούβας που κάτω από τον ανοιξιάτικο ήλιο λαμπύριζε όπως λαμπυρίζουν οι λιμνοθάλασσες στα τροπικά πελάγη.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: