Η πιο άσχημη γυναίκα που έχω δει ποτέ στη ζωή μου, σκέφτηκα όταν σε πρωτοείδα έτσι ζαρωμένη, αναμαλλιασμένη και ξεδοντιάρα να ξεπροβάλλεις από το μονοπάτι κάτω από το σπίτι. Καλοκαίρι στο χωριό∙ τα πάντα έμοιαζαν να βουλιάζουν στη ζέστη του μεσημεριού κι εγώ χαζολογούσα στο μπαλκόνι, γιατί δε μ’ έπιανε ύπνος. Θυμάμαι πως πάτησα τα κλάματα∙ σε πήρα για κακιά μάγισσα που ήρθε να μ’ αρπάξει κι η μάνα μου πετάχτηκε απ’ τον ύπνο να δει τι έπαθα. Σε έδειχνα και έκλαιγα σαν δαιμονισμένος, κι εσύ ήρθες κι έσκυψες απέναντί μου.
«Τι ‘ναι καμάρι; Τι έπαθε καλέ το παιδί;» ρώτησες τη μάνα μου. «Τι να πάθει, σκιάχτηκε που σε είδε ξαφνικά στον κήπο» απάντησε εκείνη ― και μου ‘σκασε μια μπούφλα διακριτικά στο σβέρκο. «Καλικάντζαρος είσαι;» σε ρώτησα κι ούτε που κατάλαβα από πού μου ‘ρθε η επόμενη, κοιτούσα μόνο σα χάνος από τη μια τη μάνα μου που της είχε ανέβει το αίμα στο κεφάλι κι έτριβε νευρικά τα χέρια της, κι από την άλλη εσένα που κόντευες να κατουρηθείς από τα γέλια, το θυμάσαι;
Η μάνα μου σου ‘φερε μια λεμονάδα να σε γλυκάνει, ενώ εσύ έβγαλες απ’ το ταγάρι δυο λουλουδάτες μαξιλαροθήκες φουσκωμένες και δεμένες σα σακιά, που βρομοκοπούσαν χωριατίλα και τις άφησες πάνω στο τραπέζι. «Σου ‘φερα τραχανά και λίγες χυλοπίτες, το γάλα είν’ δικό μας, να δώσεις στο παιδί να βάλει λίγο ψαχνό απάνω του». Τα μαλλιά σου ήταν λυτά, πρώτη φορά έβλεπα γιαγιά με μακριά μαλλιά, μέχρι τότε ζούσα με τη βεβαιότητα ότι τα μαλλιά παύουν να μακραίνουν, όταν γερνάει κανείς. Πρέπει να είχα χαζέψει ώρα πολλή. «Να ‘ρθείτε αύριο να σας κεράσουμε», συνέχισες εσύ απτόητη, «τ’ Άι-Γιώργη, θα κάνει η Γιωργία γαλακτομπούρεκο, τρως καμάρι;» Τρώω, τρώω, έπαιξες βρόμικα ρε Αφροδίτη, σε παραδέχτηκα.
Την άλλη μέρα το πρωί μ’ έβαλε η μάνα μου για μπάνιο, μ’ έχωσε στη σκάφη και δώστου νερό με το μπρίκι∙ και δώστου να με ψέλνει να είμαι ευγενικός και να κρατάω το στόμα μου κλειστό. Κι όταν τη ρώτησα πώς γίνονται και τα δυο μαζί, μου ‘κανε και χωρίστρα. Μούτρωσα κι εγώ και δεν ξαναμίλησα για ώρες.
Και να σου σκάμε μούρη στην πόρτα σου με τα καλά μας. Μας βάζεις μέσα κι εγώ μένω με το στόμα ανοιχτό∙ το σπίτι ήτανε μαγικό, με κόκκινα χαλιά στους τοίχους και ψηλά σιδερένια κρεβάτια και κάτι πελώρια δοκάρια που διαπερνούσαν όλο το σπίτι, μια ραχοκοκαλιά μασημένη απ’ το χρόνο γεμάτη αράχνες, και τα ξύλα στο τζάκι έτοιμα στημένα κι ας αργούσε ακόμα ο χειμώνας. Και να η αδερφή σου η Γιωργία με το ταψί στα χέρια. Το πιο γενναίο κομμάτι μου έβαλες και το κατέβασα χωρίς να μασήσω ούτε μπουκιά, ενώ αναρωτιόμουν αν με όλα αυτά τα δόντια που σου έλειπαν μπορούσες να φας και το τραγανό φύλλο από πάνω ή μόνο την κρεμούλα. Το τσάκισες, στράγγιξες και το σιρόπι απ’ το πιατάκι, πρωταθλήτρια κι εσύ.
Μετά σηκώθηκες κι άνοιξες ένα συρτάρι στην κουζίνα, έβγαλες ένα γράμμα και το ‘δωσες στη μάνα μου. «Διάβαστο καμάρι, εγώ δε νογάω κι η Γιωργία δε βλέπει ούτε τη μύτη της». «Από το γιο σου είναι, απ’ την Αμερική;» «Από το Γιάννο μου», και η μαμά αντάλλαξε ένα μυστήριο βλέμμα με το μπαμπά, εσύ ρούφηξες τη μύτη σου, κι εγώ γούρλωσα τα μάτια. Αμερική! Αμερική ήταν για μένα άλλος πλανήτης. Η Αμερική που έβλεπα στις ταινίες με τα πιστολίδια και τα ρομπότ και τους δεινοσαύρους, άκου Αμερική!
«Θα μου δώσεις γιαγιά το γραμματόσημο;» μουρμούρισα μπουκωμένος με το δεύτερο κομμάτι, και τότε αναποδογύρισε η μαμά το φάκελο και δεν είδα γραμματόσημο πουθενά, «Το έχεις ήδη αυτό», είπε ο μπαμπάς σπρώχνοντας μπροστά μου το δικό του πιάτο με το μισοφαγωμένο γαλακτομπούρεκο, «μα―» ξεκίνησα να πω, κι άρχισε η μαμά να διαβάζει με δυνατή φωνή, τόσο δυνατά και καθαρά δεν την είχα ξανακούσει να μιλάει. Και τα μάτια σου έτρεχαν ποτάμι, δεν είχα ξαναδεί έτσι άνθρωπο να πλαντάζει στο κλάμα.
Όταν έγινα δεκάξι, κατάλαβα πως το χωριό το είχε τούμπανο ότι ο γιος σου είχε εξαφανιστεί. Κανείς δε θυμόταν ποιος πρωτοξεκίνησε το παραμύθι για την Αμερική, το μόνο σίγουρο ήταν ότι όλοι έτρεφαν το ψέμα, καθένας με τον τρόπο του. Κάποιος υπαγόρευε, άλλος έγραφε κι άλλος άφηνε το γράμμα στην πόρτα σου, ενώ συγχωριανοί που γύριζαν από τα ξένα σου έφερναν χαιρετίσματα. Ο Γιάννος είχε πεθάνει, γι’ αυτό ήταν όλοι σίγουροι, οι φήμες λέγανε ναρκωτικά, και κάπου σάπιζε θαμμένος έξω στο μεγάλο κόσμο, ή μπορεί και να ήτανε αυτός στο μνήμα δίχως όνομα στην άκρη του νεκροταφείου, δεν ξέρω, και δε νομίζω να ήξερε και κανείς στ’ αλήθεια.
Ξαφνικά μου κόπηκε η όρεξη για τις Αμερικές, βαρέθηκα και τις ταινίες τους και τα όλα τους. Το σπίτι στο χωριό δε με χωρούσε τα καλοκαίρια, δεν ήμουν πια παιδί. Προτιμούσα να πηγαίνω για κάμπινγκ με την παρέα μου και τα έβαζα με τη μάνα μου και τον πατέρα μου και το χωριό ολόκληρο που μου κορόιδευαν την Αφροδίτη και την έσπρωχναν βαθιά μέσα στην πλάνη της, χρόνο το χρόνο, όλο και πιο βαθιά. Εγώ έλεγα πως σου αξίζει να μάθεις την αλήθεια, η αλήθεια πρέπει να είναι πάνω απ’ όλα. Τώρα πια, εκτός από την καρδιά σου, πονούσαν τα κόκαλά σου και κούτσαινες και δεν έβγαινες από το σπίτι, που δεν ήταν πια μαγικό, αλλά φτωχομίζερο και παρωχημένο, κι έμοιαζε να σε καταπίνει ολόκληρη. Η αδερφή σου είχε πια πεθάνει και τα δωμάτια μύριζαν υγρασία και γεροντίλα.
Την τελευταία φορά που σε είδα ήταν στα είκοσί μου, το βράδυ πριν την Ανάσταση. Παρά τα παρακάλια και τις φωνές της μάνας μου, δεν υπήρχε περίπτωση να πατήσω το πόδι μου στην εκκλησία. Άλλο είχα στο μυαλό μου. Μπήκα κρυφά στο σπίτι σου και πήγα κατευθείαν στο συρτάρι που φύλαγες τα γράμματα. Η στόφα ήταν αναμμένη κι εσύ κοιμόσουν του καλού καιρού. Ένα τσαφ θα έκανα και τα ψέματα θα γίνονταν στάχτες, να τις πετάξεις την άλλη μέρα στον κήπο να δυναμώσουν τα ζαρζαβατικά σου. Σε κοίταξα για να βεβαιωθώ ότι δε με έχεις πάρει χαμπάρι κι ύστερα κοίταξα τα χέρια μου έτσι όπως κράταγα τα γράμματα και δεν τα αναγνώρισα, δεν ήταν δικά μου αυτά τα χέρια, ήταν τα χέρια κάποιου άλλου, ήταν τραχιά και σκούρα, σχεδόν μαύρα. Τα ‘χασα, τα χαρτιά μου ‘φυγαν μέσ’ από τα χέρια και σκόρπισαν, κι εγώ έμεινα να τα κοιτάζω σαν βρέφος που πρωταντικρύζει τον κόσμο.
Και τότε, σα να μου φάνηκε πως έσκασαν κάτω με κρότο, σα να ήταν αυτά το βάρος όλου του κόσμου, το απρόσμενο μπαμ με έκανε να αναπηδήσω αλαφιασμένος. Απ’ το παράθυρο απέναντί μου πρόβαλε μια παιδική φάτσα με τη γλώσσα έξω, ένα κωλόπαιδο μόλις είχε σκάσει δυναμιτάκι. Πετάχτηκες κι εσύ απ’ το κρεβάτι κι έμεινες να κοιτάς μια εμένα, μια το κωλόπαιδο στο τζάμι και μια τον χάρτινο σωρό στο πάτωμα. Σωριάστηκες τότε στο πάτωμα και βάλθηκες να τα μαζεύεις όπως όπως στην αγκαλιά σου, έσκυψα κι εγώ δίπλα σου, «Ψέματα είναι» σου φώναζα, ψέματα μωρέ, τίποτα εσύ.
«Με τούτα να με παραχώσετε, πλάι του καμάρι, να μη νιώθει πια ξένος, να γλυκαθεί η ψυχούλα του», τι λες ρε Αφροδίτη, σήκω να σε βάλω στο κρεβάτι. Με τα χίλια ζόρια σε σήκωσα και χώθηκες πάλι κάτω απ’ τα σκεπάσματα. Οι καμπάνες άρχισαν να χτυπάνε σαν τρελές, έγινε χαλασμός με την Ανάσταση και πέσαν τα πρώτα βεγγαλικά. Λίγο αργότερα, άφησε δυο ανάσες η Αφροδίτη μου κι έγειρε το κεφάλι στο πλάι, για να γλιστρήσει απαλά δίπλα στο παιδί της.