Τρία επαγγέλματα

Τρία επαγγέλματα


Ο ξυλουργός

Αποπαίδι είναι της Φολόης
κάθε πρωί ξυπνάει δίχως μνήμη
τρίβει πάλι τα μάτια ξαφνιασμένος
πού βρίσκεται
Βιαστικό πίνει καφέ
παίρνει το μετρό και πάει
πλάι του ένας είναι φτυστός ο Φόλος
μόλις ανοίγει το μαγαζί
τον παίρνει στο μέτωπο έν’ αεράκι
σαν να φυσούσε δυνατά πριν εκεί μέσα
με τα παράθυρα κλειστά
κι όλα ακίνητα οι ψίθυροι σταματημένοι
κάτι κρατάει την ανάσα του πλάι στα δεμάτια
—ένα φτερό ένα φιδογλίστρημα μια οπλή
εισπνέει βαθιά το κρατημένο άρωμα μεθάει
δακρύζει κάνει τσιγάρο αναβάλλει
στους πεσμένους κάθεται κορμούς
χαϊδεύει τα λυγερά χλωρά κορμάκια
τα πιο μικρά έχουν ακόμα μάτια
αναστενάζει κι αρχίζουν τιτιβίσματα
σαλεύει πάλι ιερουργεί το δάσος
χαράζουν ουρανοί στο ψηλοτάβανο εργαστήρι
λιάζεται για λίγο ευτυχισμένος
κάτω στα τσιμέντα
όταν δύει ο ήλιος πίσω από το πριονιστήριο
παραμονεύει στο δωμάτιο τους ίσκιους
τρέμει της Κάπελης το αγριεμένο πνεύμα
Μόλις βραδιάζει βάζει μπρος τις μηχανές
όλη τη νύχτα πάλι θα δουλεύει
ντουλάπες τραπεζαρίες σκρίνια
για τελευταία φορά
υπόσχεται ξανά


________________
Φόλος
: βασιλιάς των Κενταύρων, φίλος του Ηρακλή, σύμφωνα με την μυθολογία η 
Φολόη απ’ αυτόν πήρε το όνομά της γιατί το δάσος ζωντανεύουν οι μύθοι των Κενταύρων.
Κάπελη: έτσι ονομάζουν οι ντόπιοι την ευθύκορμη βελανιδιά και το δάσος της Φολόης.


Τρία επαγγέλματα

Υποδηματοποιός

Σιωπηλός μετράει τα βήματα
των άλλων στο σκοτάδι
φτώχια στραβοπατήματα περλέ αλαζονίες
του κόσμου τα πατούμενα
εκβάλλουν στην ποδιά του
δεινός ταξιδευτής τους γίνεται
με το μικρό σκαμνί του
το ραδιάκι απ’ το βάθος
να ψέλνει τις ειδήσεις
κάθε καρφί εισιτήριο
στης γης το μέγα γύρο
Τα γδαρμένα φτιάχνει δέρματα
και βγαίνει για κυνήγι
με φιάπες με τακούνια χαλασμένα
αυτός μονάχος λαθροκυνηγός
λιμάροντας τις ώρες τις σόλες και τα γρέζια
Άλλοτε πάλι πάει θέατρο
με ξιπασμένα ψιλοτάκουνα
κι άλλοτε σε φιλενάδες
με μοκασίνια μαλακά
Προσφάτως προσαρμόστηκε στα σνίκερς
κι ας μην τα χώνεψε ποτέ
—πού οι παλιές αθώες ελβιέλες
Κλείνει το μαγαζί όταν βραδιάζει
αφηρημένος κατεβάζει τα ρολά
και γέρνοντας αργά στο σπίτι
γίνεται πάλι ο γερο-αποσυνάγωγος
της γειτονιάς του ο τσαγκάρης


____________
Φιάπα
: ενισχυμένη πλατφόρμα στη σόλα του παπουτσιού


Τρία επαγγέλματα


Ναυτικός

Κάτω από λάμπα θυέλλης
τη θέση του ψάχνει στο χώμα
σειρά οι γραμμές κι οι χαράξεις
πάνω σ’ εκείνες πάλι τις πρώτες
στου αστρολάβου το αζιμούθιο
Δεν είναι πια ταξιδευτής
τα ταξίδια που ήταν τα έκανε
είναι πια ολιγαρκής
το ένα έκτο του κύκλου τού φτάνει
να φανταστεί τα υπόλοιπα
στον εξάντα που βούτηξε
απ’ τα παλιά φορτηγά τότε
του Νέου Κόσμου πραγματευτής
Των αστεριών κοιτά το δίχτυ πίσω απ’ το τζάμι
αντίγραφο φορά τ’ ουρανού στον καρπό του
για την ώρα του σύμπαντος μέσα του
Αλλά δεν είναι πια ταξιδευτής
ούτε καν σε γκαζάδικα
είναι μονάχα ξένος πολύ
παντού και βαθιά του
διά βίου μετανάστης
στο σπιτικό και στα λόγια της
στίγματα ψάχνει τώρα για τ’ αχαρτογράφητα
νέα λήμματα της στεριάς όπως
συντροφιά στη μέσα φωλιά
Ζει κάθε μέρα το πένθος που πρόκειται
με πρόκες μπηγμένες βαθιά στο σκαρί του
Ξέμπαρκος στηρίζεται στη κουπαστή της βεράντας
τις νύχτες βουλιάζει στην αφρισμένη θάλασσα των γιωταχί
αναπολεί σιρόκο πουνέντε και γαρμπή
τους χάρτες προβάλει των άστρων
στης σάλας το χλωμό φωτιστικό
μασουλάει το καλαμάκι της βυσσινάδας
διαταγές μουρμουρίζει στο δρόμο
κάθε πρωτοχρονιά χαρίζει το παλιό του τσιμπούκι
στο ζωγράφο του γνωστού πορτρέτου
μήπως και τα μάγια λυθούν



_______________
Αστρολάβος
: ιστορικό αστρονομικό όργανο που χρησιμοποιούσαν οι ναυτικοί και οι αστρονόμοι για την ναυσιπλοΐα και την παρατήρηση του Ήλιου και των αστεριών από τον 3ο έως τον 18ο αιώνα μ.Χ.
Αζιμούθιο: προέρχεται από την αραβική Azimouth, είναι μια από τις οριζόντιες συντεταγμένες, αποτελεί και μια γωνία του «τριγώνου θέσεως» δηλαδή του σφαιρικού τριγώνου επί της ουράνιας σφαίρας του οποίου οι κορυφές είναι το ζενίθ του παρατηρητή, ο άνω ουράνιος πόλος και η θέση ενός αστέρα. Το αντίστοιχο αυτού στην επιφάνεια της Γης είναι το τρίγωνο που έχει κορυφές τις γήινες προβολές των τριών ακτίνων, οι οποίες συνδέουν το κέντρο της Γης με τις τρεις κορυφές του τριγώνου θέσεως στην ουράνια σφαίρα.
Εξάντας: όργανο που χρησιμοποιούνταν μετά τον 18ο αιώνα στη ναυτιλία για τη μέτρηση των γωνιών και, ειδικότερα, για τον προσδιορισμό του στίγματος και αποτελείται από το ένα έκτο του κύκλου, δηλαδή εξήντα μοίρες. Αποτελεί σε ένα μέτρο βάση για το μηχανισμό του ρολογιού.
Φωλιά: Ναυτικός όρος, η πλευρική εσοχή πλοίου όπου φέρεται ο πλευρικός φανός ναυσιπλοΐας.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: