Ρώσικες σάουνες




Γεννήθηκα και μεγάλωσα στο δρόμο με τις Ρώσικες σάουνες. Είχαν και χαμάμ και πισίνες και διάφορα άλλα μέσα αλλά πάντα τις λέγαμε «οι Ρώσικες σάουνες» χωρίς να προσδιορίζουμε τι ακριβώς περιέχουν και χωρίς καμία διάθεση να αγνοήσουμε τα υπόλοιπα.
Όλοι οι άνθρωποι που γνώριζα, συμπεριλαμβανομένων και των γονιών μου, δούλευαν ή είχαν κάποια σχέση με τις σάουνες.
Ο πατέρας μου, με την υπομονή του Ιωβ και όσων αγίων μνημόνευε ο Ρώσος παπάς στον ετήσιο αγιασμό της σάουνας κάπου προς το τέλος του Ιανουαρίου, μάζευε τις χρησιμοποιημένες πετσέτες και τις έβαζε σε κάτι τεράστια πλυντήρια με μπόλικη πούδρα πλυσίματος ανακατεμένη με στάχτη που ντάνιαζε δίπλα στα πλυντήρια. Την στάχτη την έβγαζαν κάθε τόσο από τον φούρνο που εξυπηρετούσε την πιο μεγάλη σάουνα του δρόμου. Τεράστιοι κορμοί δέντρων χωρούσαν μέσα σ' αυτόν τον φούρνο που στοίχειωνε τα όνειρα εμάς των πιο μικρών. «Την επόμενη φορά θα σε πετάξω στο φούρνο» ήταν η απειλή για κάθε μας αταξία και αυτό έμοιαζε τόσο εύκολο και αληθινό.
Η μάνα μου δούλευε σ' άλλη σάουνα και έτσι δεν έβλεπε πως κοιτούσαν τον πατέρα μου οι Ρωσίδες όταν πήγαιναν στην γωνία των πλυντηρίων να ζητήσουν καθαρή πετσέτα, αφήνοντας σε μια στοίβα τις χρησιμοποιημένες που έσταζαν. Η μάνα μου μαγείρευε στην πιο αριστοκρατική σάουνα, κάτω στην αρχή του δρόμου που την είχε μια κοκκινομάλλα Ρωσίδα γριά. Η γριά είχε αποφασίσει να προσφέρει μόνο ένα πιάτο και μια σούπα λαχανικών την ημέρα, όχι πλήρες μενού όπως στο εστιατόριο, και αυτό ήταν ήδη μεγάλη πολυτέλεια. Επίσης αυτό το ημερήσιο πιάτο συμπεριλαμβανόταν στην τιμή της εισόδου κάθε Τετάρτη και Παρασκευή και κάθε εφτά του μήνα. Η ημερομηνία δεν ήταν τυχαία μιας και τότε έλεγαν ότι σκότωσαν οι Τάταροι της Κριμαίας τον άντρα της και τον γιο της, μωρό ακόμα στην κούνια μέσα στο σπίτι τους. Οι άντρες μέσα στις σάουνες διηγούνταν τις ποτισμένες από σκοτάδι και ζέστη λεπτομέρειες της σφαγής και πως εκείνη τους βρήκε μόνη της γυρνώντας στο σπίτι της και πως μπόρεσε να μην παραλογίσει και να τους θάψει στον κήπο που ήταν σκεπασμένος με πάγο, μετά από μια βδομάδα που τους έκλαιγε με ουρλιαχτά, κατάρες και νανουρίσματα. Οι γυναίκες δεν μιλούσαν γι' αυτήν.
Εγώ είχα την επιλογή μετά το σχολείο να πάω είτε στη σάουνα του πατέρα μου είτε της μάνας μου και σχεδόν πάντα πήγαινα και στις δυο. Μόλις σχολούσα πήγαινα στη μάνα μου, για να μου βάλει κρυφά λίγη από την σούπα της ημέρας. Δεν μου το ξαναγέμιζε ποτέ ακόμα και αν την παρακαλούσα με δάκρυα στα μάτια. Χορτάτος ή μη έφευγα για τη σάουνα του πατέρα μου, που ήταν τεράστια και εκτεινόταν σε τουλάχιστον έξι επίπεδα κάτω από το επίπεδο του δρόμου. Λίγο πάνω από το επίπεδο του δρόμου ήταν η πισίνα, σκεπαστή, θερμαινόμενη και προστατευμένη με τσιμεντένιο τοίχος. Η Ρωσιδούλα στην είσοδο, λίγο μεγαλύτερη από μένα, μου χαμογελούσε όταν μ' έβλεπε και τ' αφεντικό, ένας Ρώσος κοντός, με κοιλιά και παχύ μουστάκι, μου χάιδευε το κεφάλι. Ήταν πάντα μ΄ένα μπλε σορτσάκι και παντόφλες που τα δάχτυλα των ποδιών του ακουμπούσαν στο έδαφος μπροστά από την παντόφλα και πίσω χωρούσε άνετα ένα δεύτερο πόδι. Δεν ξέρω αν ορεγόταν περισσότερο τη μάνα μου ή τις σούπες της, για μένα όμως αυτό ήταν το εισιτήριο για να κόβω ελεύθερα βόλτες στη σάουνά του χωρίς κανείς να μ' ενοχλεί.
Το αφεντικό είχε στη δουλειά ανθρώπους κάθε φυλής από τις παρυφές της Ρωσίας, Τούρκους, Αρμένιους, Έλληνες, Μογγόλους, Καλμίκους, και Σκανδιναβούς που το απαραίτητο προσόν τους ήταν να μπορούν να πίνουν μαζί του ένα νεροπότηρο σπιτική βότκα όταν εκείνος χρειαζόταν παρέα στο τραπέζι που μόνιμα υπήρχε ένα μπουκάλι βότκας. Τη μέρα που οι Ρώσοι γιόρταζαν τα Χριστούγεννα στις έξι του Γενάρη, και κατ΄εξαίρεση φορούσε ένα μπλουζάκι πάνω από το μπλε σορτς, καλούσε όλη την «οικογένεια» όπως τους έλεγε, για να τους τρατάρει γλυκά που παράγγελνε στη μάνα μου, και που πάντα πήγαινε ο ίδιος αυτοπροσώπως να τα πάρει ωραία τυλιγμένα σε κόκκινες πετσέτες, μπαμπούσκες για τα παιδιά τους που τις φύλαγε σε μια καρσέλα μισοκαμμένη, ζεστό ζουμί από κόκκινα παντζάρια και άφθονη βότκα. Εκείνη ήταν η ημέρα όπου το προσωπικό μπορούσε να κάνει χρήση της σάουνας, της πισίνας ή του χαμάμ.
Στις Ρώσικες σάουνες δεν υπήρχε διαχωρισμός σε γυναικείες και αντρικές. Άντρες και γυναίκες βρισκόταν μαζί σ' όλους τους χώρους, φορούσαν όμως μαγιό και τυλιγόταν με πετσέτες εκτός από τα αποδυτήρια που κανείς δεν φορούσε τίποτα. Οι Ρωσίδες που έκαναν χρήση της σάουνας καθημερινά είχαν τεράστια τατουάζ στην πλάτη τους που άρχιζαν ή τελείωναν στα πισινά τους και ψηλά στους μηρούς. Κάποιοι Πετσενέγοι πλήρωναν κάθε μήνα την είσοδο γι' αυτές. Μ 'άρεσε να τις βλέπω γυμνές, από πίσω, παρατηρούσα μ' ενδιαφέρον το πώς κινούνταν το τατουάζ τους πάνω στο λευκό τους δέρμα όταν έπιαναν τα βρεγμένα τους μαλλιά τους αλογοουρά. Με άγχωνε η θέα των γυναικών από μπροστά, πολλά μυστήρια μαζί σε μια μόνο ματιά και σ΄ ένα επίπεδο, ασκούσαν πάνω μου μια δαιμονισμένη έλξη που δεν ήμουν σε θέση να διαχειριστώ. Τότε ήταν που αποφάσισα οριστικά ότι το γυναικείο σώμα είναι η πιο τέλεια δημιουργία που υπάρχει, όπως και να είναι. Μόνο με τον μεγάλο φούρνο μπορούσα να την συγκρίνω.

«Και δεν σε νοιάζει να μάθεις ποιος δημιούργησε αυτό το σώμα;» με ρωτούσε ένας Εβραίος που ερχόταν κρυφά από τη γυναίκα του στη μεγάλη σάουνα του Ρώσου. Άσπρη και πλαδαρή η σάρκα του, φορούσε ένα πολύ στενό μαγιό και κρατούσε την πετσέτα με ιδιαίτερη προσοχή μπροστά στα αχαμνά του. Έκανε ένα γρήγορο κρύο ντους βγάζοντας μακρόσυρτους αναστεναγμούς πριν μπει στη μεγάλη σάουνα των 72 βαθμών κελσίου. Άντεχε να μείνει μέσα μέχρι και μισή ώρα, ήταν ο πρωταθλητής μου τον χρονομετρούσα, στην ίδια πάντα θέση, χωρίς να κουνηθεί. Είχε τα μάτια του κλειστά, την πετσέτα μπροστά στα σχεδόν ανύπαρκτα αχαμνά του και δεν έβγαινε από εκεί αν πρώτα ο ιδρώτας δεν κυλούσε ποτάμι από το πρόσωπό του. «Λιώσαμε και σήμερα τις αμαρτίες μας», μου έλεγε στα αποδυτήρια που τον ακολουθούσα.

Οι γυναίκες με τα τεράστια τατουάζ έλεγαν ότι μόνο τα μικρά αγόρια μπορούσαν να ξυπνήσουν τα κοιμισμένα αχαμνά του αλλά εμένα άλλη ήταν η γνώμη μου, δεν θα την έλεγα όμως σε κανέναν μέχρι την ημέρα που βρήκαν στο πάτο της βαθιάς πισίνας των τρεισήμισι μέτρων με το παγωμένο νερό έναν Αρμένη ψηλό, ξερακιανό, μ' ένα κορμό δέντρου ίσα με το μπόι μου δεμένο στα πόδια του.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: