Λάβαρο θέρους & άλλα

Κωνσταντίνος Παρθένης, «Λουόμενες», πριν το 1919. Εθνική Πινακοθήκη
Κωνσταντίνος Παρθένης, «Λουόμενες», πριν το 1919. Εθνική Πινακοθήκη

Λά­βα­ρο θέ­ρους

Στην ήρε­μη νό­τια ακτή
με τα γα­λή­νια πά­ντα τα νε­ρά
τα σύν­νε­φα το σού­ρου­πο στα­λά­ζου­νε
στα­λαγ­μα­τιές από με­λά­νω­μα και λή­θη

Το μαύ­ρι­σμα που απλό­χε­ρα μου χά­ρι­σες
στα βό­τσα­λα, στην άμ­μο
μια με κα­μώ­μα­τα έρω­τα
και μια με Τρί­τω­να αχόρ­τα­γη ορ­μή
στο δέρ­μα τώ­ρα τα­τουάζ, λά­βα­ρο θέ­ρους
και ψί­θυ­ρος φρα­γκο­συ­κιάς
που υπεν­θυ­μί­ζει
στις φυ­σα­λί­δες να βγουν στην επι­φά­νεια
το νέο φεγ­γά­ρι για να βρουν
να το προ­ϋ­πα­ντή­σουν
σε κα­λο­καί­ρι ατέρ­μο­νο
σε ήρε­μη ακτή
και απά­γκιο λι­μά­νι



ΠΟΙ­Η­ΜΑ ΔΙΑ­ΛΟ­ΓΙ­ΚΟ: Το με­γά­λο θέ­α­μα της θά­λασ­σας ΙΙ

Ο ήλιος τις τε­λευ­ταί­ες νό­τες πα­ρα­σέρ­νει
απ’ το λα­ρύγ­γι των τζι­τζί­κων
να τις απο­σιω­πή­σει
και δεν νοιά­ζε­ται
για τα σχό­λια που κά­νου­νε οι κα­λα­μιές

Μα τα αθά­να­τα παι­διά
στο ατέρ­μο­νο παι­χνί­δι τους
κυ­νη­γούν πλά­σμα­τα από βρά­χο
και οι φω­νές τους απο­τυ­πώ­νο­νται στην πέ­τρα
αφού πρώ­τα τις ξε­πλύ­νει το νε­ρό

Με ανά­κα­τα μαλ­λιά από ήλιο και θά­λασ­σα
στων παι­διών το σχοι­νο­τε­νές το παί­ξι­μο
μπλέ­κουν φύ­κια ανά­με­σα σε δά­χτυ­λα
και από τ’ αφτιά τους χύ­νο­νται τα βό­τσα­λα

Κι όλο επα­να­λαμ­βά­νεις
πως τα πυ­ρο­τε­χνή­μα­τα
δεν σε εντυ­πω­σιά­ζουν πια
μό­νο δεν θέ­λεις να σκορ­πί­ζε­σαι
κι ύστε­ρα σω­παί­νεις, απο­πλα­νη­μέ­νος
απ’ το νω­πό φεγ­γά­ρι

Πιο κει ο αχός των κυ­μά­των
στον ύστα­τό τους πα­φλα­σμό σκύ­βει και ξε­πλέ­νε­ται
ζη­λεύ­ει τις φω­νές που χαϊ­δεύ­ουν τις ξέ­ρες
τα τρε­χο­βο­λη­τά που τα παίρ­νει ο άνε­μος
τα χρω­μα­τι­στά μα­γιό της ανταρ­σί­ας
που ανα­στα­τώ­νουν την άπνοια

Στον ήλιο νό­η­μα κά­νει
και αυ­τά να τα απο­σιω­πή­σει,
πα­ρα­βλέ­πο­ντας τις κα­λα­μιές
με την κρι­τι­κή τους τη διά­θε­ση


ΠΟΙ­Η­ΜΑ ΔΙΑ­ΛΟ­ΓΙ­ΚΟ ΙΙ: Προ­σπα­θώ να νο­σταλ­γή­σω

Προ­σπα­θώ να νο­σταλ­γή­σω
την ημέ­ρα των λε­μο­νιών
δρο­σε­ρά, μυ­ρω­δά­τα
ολό­φρε­σκα σαρ­κώ­δη λε­μό­νια
σαν κορ­μιά κο­ρε­σμέ­να από έρω­τα
ει­σέ­βα­λαν σε τό­πο ιε­ρό
Κα­λά­θια και σα­κί­δια
λε­μό­νια ολό­γε­μα ως πά­νω
σε λου­στρα­ρι­σμέ­νες σα­νί­δες,
που οι αχτί­νες του διά­χυ­του φω­τός
αρ­νή­θη­καν να ανα­με­τρη­θούν μα­ζί τους
σε λάμ­ψη και σε κάλ­λη
μην βγει πως υστε­ρούν
και ντρο­πια­σμέ­νες
πί­σω τον δρό­μο τους
να πρέ­πει να γυ­ρί­σουν

Πε­ρή­φα­να λε­μό­νια χα­μο­γε­λα­στά
που κά­τι από του ήλιου τη λα­μπρό­τη­τα
έχουν θη­λά­σει
και σαν φι­γού­ρες του Παρ­θέ­νη
ολό­λα­μπρες, αέ­ρι­νες, αν και από σάρ­κα
ανά­σες και δω­μά­τιο κα­τα­λαμ­βά­νουν
για να τις εξα­γνί­σουν

Προ­σπα­θώ να νο­σταλ­γή­σω
πώς με τη φρέ­σκια τους κορ­μο­στα­σιά
με τη να­ζιά­ρα υφή τους
σκορ­πί­σα­νε την άνοι­ξη
για πά­ντα ολό­γυ­ρά τους


Ήρ­θα και μα­ζί μου τα­ξί­δευε…

Ήρ­θα
και μα­ζί μου τα­ξί­δευε η βρο­χή
Έφε­ρα μαύ­ρα σύν­νε­φα
για να βα­σα­νί­σω με αυ­τά τους αν­θρώ­πους

Έφε­ρα σύν­νε­φα
για να πλύ­νω με το νε­ρό τους όλους τους δρό­μους
τις λε­ω­φό­ρους και τις πλα­τεί­ες

Έπε­σε νε­ρό και πιο πο­λύ νε­ρό
όπως πέ­φτει στις υπο­σα­χά­ριες χώ­ρες
κα­τά την πε­ρί­ο­δο των βρο­χο­πτώ­σε­ων
μό­νο που εδώ γε­μί­ζουν τα φρε­ά­τια
σε αυ­τούς τους δρό­μους
εδώ πλημ­μυ­ρί­ζουν τα υπό­γεια
τα νοι­κια­σμέ­να για απο­θή­κες ή για σπί­τια
και βρέ­χε­ται η πρα­μά­τεια
κα­τα­στρέ­φε­ται
και μου­λιά­ζουν τα στρώ­μα­τα των φτω­χών
που στρι­μωγ­μέ­νοι κοι­μού­νται στο πά­τω­μα

Ήρ­θα
και μα­ζί μου τρέ­ξα­νε τα σύν­νε­φα
τό­σο γορ­γά και τό­σο πυ­κνά
που τα που­λιά του ου­ρα­νού πά­νω στη γη
πέ­φτα­νε πνιγ­μέ­να

Ήρ­θα και μα­ζί μου έφε­ρα τη βρο­χή

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: