Πινγκ-Πονγκ

Πινγκ-Πονγκ


乒乓球
(PING PANG QIU)

1. THE RED DETACHMENT OF WOMEN
ΤΟ ΚΟΚ­ΚΙ­ΝΟ ΑΠΟ­ΣΠΑ­ΣΜΑ ΓΥ­ΝΑΙ­ΚΩΝ

2. ΠΩΣ ΝΑ ΕΞΗ­ΓΗ­ΣΕΙΣ ΤΟ ΠΙΝΓΚ-ΠΟΝΓΚ ΣΕ ΕΝΑ ΣΚΥ­ΛΟ

ΣΙ­ΝΤΟ: (Στον σκύ­λο) Αυ­τό εί­ναι μια κού­τα με Κό­κα-Κό­λες και αυ­τό εί­ναι ένα μπου­κά­λι Κό­κα-Κό­λα.

Αυ­τές εί­ναι κι­νέ­ζι­κες τα­λια­τέ­λες.

Αυ­τό εί­ναι το κόκ­κι­νο βι­βλίο του Μάο.

Και αυ­τό εί­ναι το τρα­πέ­ζι του πινγκ-πονγκ.

Τι δια­στά­σεις έχει το τρα­πέ­ζι του πινγκ-πονγκ;

ΦΑ­ΒΙΑΝ: (Στον σκύ­λο) Το τρα­πέ­ζι του πινγκ-πονγκ πρέ­πει να εί­ναι 2,74 μέ­τρα μή­κος και 1,525 μέ­τρα φάρ­δος. Πρέ­πει να βρί­σκε­ται στα 76 εκα­το­στά σε σχέ­ση με το πά­τω­μα. Πρέ­πει να έχει μια άσπρη γραμ­μή φάρ­δους δύο εκα­το­στών σε κά­θε μία από τις άκρες. Και χω­ρί­ζε­ται από ένα φι­λέ ή δί­χτυ.

ΣΙ­ΝΤΟ: Και αυ­τό εί­ναι μια μπά­λα του πινγκ-πονγκ. Τι δια­στά­σεις έχει η μπά­λα του πινγκ-πονγκ;

ΛΟ­ΛΑ: 40 χι­λιο­στά.

ΣΙ­ΝΤΟ: Και πό­σο ζυ­γί­ζει;

ΛΟ­ΛΑ: Δυό­μι­σι γραμ­μά­ρια.

ΣΙ­ΝΤΟ: Και ποιοι εί­ναι οι κα­νό­νες;

ΛΟ­ΛΑ: (Στον σκύ­λο) Πριν από ένα σερ­βίς η μπά­λα δεν πρέ­πει να κι­νεί­ται. Ο παί­κτης θα πρέ­πει να πε­τά­ξει την μπά­λα προς τα πά­νω στα 16 του­λά­χι­στον εκα­το­στά και όταν πέ­σει να τη χτυ­πή­σει με τη ρα­κέ­τα του. Η μπά­λα πρέ­πει να χτυ­πή­σει και στις δύο πλευ­ρές. Αν κά­ποιος από τους παί­κτες-δέ­κτες δεν μπο­ρεί να χτυ­πή­σει επι­τυ­χώς μια ‘‘κα­λή­’’ μπα­λιά, ο βαθ­μός εί­ναι γι’ αυ­τόν που την έρι­ξε. Δεν μπο­ρείς να αγ­γί­ζεις το τρα­πέ­ζι με κα­νέ­να μέ­ρος του σώ­μα­τος, αυ­τό δε γί­νε­ται. Αγ­γί­ζει το τρα­πέ­ζι με την πα­λά­μη του χε­ριού. Ού­τε αυ­τό. Ξα­πλώ­νει πά­νω στο τρα­πέ­ζι. Ού­τε αυ­τό. Φι­λά­ει το τρα­πέ­ζι. Ού­τε αυ­τό. Κοι­μά­ται πά­νω στο τρα­πέ­ζι.

ΑΝ­ΧΕ­ΛΙ­ΚΑ: (Στον σκύ­λο) Έλα, θα σου δια­βά­σω ένα βι­βλίο. Άκου:

«Στην αρ­χή δεν υπήρ­χαν εχθροί, για­τί έπρε­πε να τους δη­μιουρ­γή­σουν; Μό­λις συ­νει­δη­το­ποιείς ότι, αν ακό­μα έχεις κά­ποιον εχθρό, αυ­τός εί­ναι απλώς η σκιά που άφη­σε στην καρ­διά σου ο γέ­ρο Μάο, νε­κρός σή­με­ρα, εντε­λώς νε­κρός.
Τώ­ρα δεν έχεις δόγ­μα. Και ένας άν­θρω­πος χω­ρίς δόγ­μα μοιά­ζει πε­ρισ­σό­τε­ρο με άν­θρω­πο. Ένα έντο­μο ή ένα χόρ­το επί­σης δεν έχουν, εσύ εί­σαι ένα ζω­ντα­νό ον που δεν το χει­ρα­γω­γεί πια κα­νέ­να δόγ­μα, προ­τι­μάς να εί­σαι ένας πα­ρα­τη­ρη­τής που ζει στο πε­ρι­θώ­ριο της κοι­νω­νί­ας, και που, αν και δεν μπο­ρεί να απο­φύ­γει να έχει μια οπτι­κή γω­νία, μια άπο­ψη και μια τά­ση, δεν έχει δόγ­μα.»

Πινγκ-Πονγκ


3. ΔΥΟ ΣΤΟ­ΜΑ­ΤΑ ΠΑ­ΝΩ ΣΕ ΕΝΑ ΣΚΥ­ΛΟ


4. Η ΙΣΤΟ­ΡΙΑ ΤΟΥ ΟΡ­ΦΕΑ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΥ­ΡΥ­ΔΙ­ΚΗΣ

ΕΡΥ­ΘΡΟ­ΦΡΟΥ­ΡΟΣ ΛΟ­ΛΑ: Θα σου δι­η­γη­θώ την ιστο­ρία του Ορ­φέα και της Ευ­ρυ­δί­κης.
Ο Ορ­φέ­ας εί­χε ένα υπέ­ρο­χο χά­ρι­σμα με τη φω­νή του, όταν τρα­γου­δού­σε συ­νέ­βαι­ναν πο­λύ όμορ­φα πράγ­μα­τα. Ο Ορ­φέ­ας ερω­τεύ­τη­κε την Ευ­ρυ­δί­κη, την κα­τά­κτη­σε με την ομορ­φιά του τρα­γου­διού του, έζη­σαν ευ­τυ­χι­σμέ­νοι για ένα σύ­ντο­μο χρο­νι­κό διά­στη­μα μέ­χρι που την Ευ­ρυ­δί­κη την τσί­μπη­σε ένα φί­δι. Και εί­ναι ένα θα­να­τη­φό­ρο τσί­μπη­μα. Η Ευ­ρυ­δί­κη πε­θαί­νει και ο Ορ­φέ­ας απελ­πί­ζε­ται, τσα­κι­σμέ­νος από την οδύ­νη.
Και λέ­νε πως όλη η ομορ­φιά του τρα­γου­διού του με­τα­τρά­πη­κε σε σπα­ρα­ξι­κάρ­διους θρή­νους, και πως ήταν τό­σο με­γά­λος ο πό­νος του που μέ­χρι και οι πέ­τρες έκλαι­γαν και τα δά­ση σκο­τεί­νια­ζαν.
Τό­τε ικε­τεύ­ει τους θε­ούς να τον αφή­σουν να γυ­ρί­σει πλάι της, οι θε­οί τού επι­τρέ­πουν να πά­ει να τη βρει αλ­λά του βά­ζουν έναν όρο: εκεί­νος μπο­ρεί να κα­τέ­βει στο βα­σί­λειο των σκιών, αλ­λά θα πρέ­πει να περ­πα­τά­ει μπρο­στά από εκεί­νη και δεν μπο­ρεί να γυ­ρί­σει να την κοι­τά­ξει αν δε φτά­σουν πρώ­τα στο κα­τώ­φλι της ζω­ής.

ΕΡΥ­ΘΡΟ­ΦΡΟΥ­ΡΟΣ ΦΑ­ΒΙΑΝ: Δεν μπο­ρεί να γυ­ρί­σει και να την κοι­τά­ξει.

ΕΡΥ­ΘΡΟ­ΦΡΟΥ­ΡΟΣ ΛΟ­ΛΑ: Δεν μπο­ρεί. Αυ­τός εί­ναι ο όρος.

Ο Ορ­φέ­ας πά­ει να τη βρει και όλα τα εμπό­δια που εμ­φα­νί­ζο­νται στον δρό­μο εξα­φα­νί­ζο­νται με την ομορ­φιά του τρα­γου­διού του, για­τί αρ­χί­ζει να τρα­γου­δά­ει πά­λι με στό­μα ερω­τευ­μέ­νου.
Φτά­νει στο βα­σί­λειο των σκιών, περ­πα­τά­ει μπρο­στά της, και η απελ­πι­σία του εί­ναι τό­σο με­γά­λη, και νιώ­θει έναν τέ­τοιο δια­καή πό­θο για να την αγκα­λιά­σει, να δει ότι δεν εί­ναι ένα όνει­ρο, να την αγ­γί­ξει, που ακρι­βώς όταν αυ­τός βρί­σκε­ται στο κα­τώ­φλι της ζω­ής και αυ­τή χρειά­ζε­ται ένα μό­νο βή­μα για να φτά­σει, αυ­τός γυ­ρί­ζει για να την κοι­τά­ξει και αυ­τή πε­θαί­νει.
Εξα­φα­νί­ζε­ται για πά­ντα.

ΕΡΥ­ΘΡΟ­ΦΡΟΥ­ΡΟΣ ΦΑ­ΒΙΑΝ: Αυ­τό γρά­φει σε εκεί­νο το βι­βλίο;

ΕΡΥ­ΘΡΟ­ΦΡΟΥ­ΡΟΣ ΛΟ­ΛΑ: Ναι.

ΕΡΥ­ΘΡΟ­ΦΡΟΥ­ΡΟΣ ΦΑ­ΒΙΑΝ: Μου το δα­νεί­ζεις; Και το καί­ει.

5. ΚΑ­ΨΙ­ΜΟ ΤΟΥ ΒΙ­ΒΛΙΟΥ ΜΕ

ΤΙΣ ΜΕ­ΤΑ­ΜΟΡ­ΦΩ­ΣΕΙΣ ΤΟΥ ΟΒΙ­ΔΙΟΥ

ΑΝ­ΧΕ­ΛΙ­ΚΑ: «Δεν υπήρ­ξαν λό­για οδύ­νης στον δεύ­τε­ρο θά­να­τό της. Στον αγα­πη­μέ­νο της απλώς εί­πε: ‘‘Πώς εί­ναι δυ­να­τόν να ξα­να­γεν­νη­θεί μια αγά­πη τό­σο γε­μά­τη από πό­θο;’’. Η Ευ­ρυ­δί­κη πρό­φε­ρε ένα τε­λευ­ταίο και θλιμ­μέ­νο ‘‘αντίο!’’. Και εξα­φα­νί­στη­κε ανά­με­σα στα φα­ντά­σμα­τα που πριν εί­χε αφή­σει πί­σω.»

Πινγκ-Πονγκ

6. ΟΡΦΕΑΣ ΚΑΙ ΕΥΡΥΔΙΚΗ, ΤΟΥ ΓΚΛΟΥΚ:
«CHE FARÒ SENZA EURIDICE?»


Che farò senza Euridice?
Τι θα κάνω χωρίς την Ευρυδίκη;
Dove andrò senza il mio ben?
Πού θα πάω χωρίς την αγαπημένη μου;
Euridice! Oh Dio! Rispondi!
Ευρυδίκη, απάντησέ μου!
Io son pure il tuo, fedele.
Ακόμα είμαι πιστός σ’ εσένα.
Euridice! Ah, non m’avanza
più soccorso, più speranza
Ευρυδίκη ποτέ ξανά δε θα βρω
σωτηρία ούτε ελπίδα
nè dal mondo, nè dal ciel.
ούτε στη γη, ούτε στον ουρανό.

7. ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΤΟΥ ΚΟΚΚΙΝΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΤΟΥ ΜΑΟ

Κομμουνιστικό κόμμα.
Τάξεις και ταξικός αγώνας.
Σοσιαλισμός και κομμουνισμός.
Η σωστή διαχείριση των αντιθέσεων
στους κόλπους του λαού.
Πόλεμος και ειρήνη.
Ο ιμπεριαλισμός και όλοι οι αντιδραστικοί
είναι χάρτινες τίγρεις.
Να τολμούμε να αγωνιζόμαστε και να κατακτάμε τη νίκη.
Ο λαϊκός πόλεμος.
Ο λαϊκός στρατός.
Ο καθοδηγητικός ρόλος των επιτροπών του Κόμματος.
Γραμμή μαζών.
Πολιτική εργασία.
Σχέσεις ανάμεσα σε αξιωματικούς και στρατιώτες.
Σχέσεις ανάμεσα στον στρατό και τον λαό.
Δημοκρατία στα τρία βασικά πεδία.
Στρατιωτική εκπαίδευση και εκγύμναση.
Να υπηρετούμε τον λαό.
Πατριωτισμός και διεθνισμός.
Επαναστατικός ηρωισμός.
Η οικοδόμηση της χώρας μας με εργατικότητα και οικονομία.
Να στηριζόμαστε στις δικές μας προσπάθειες και να δουλεύουμε σκληρά.
Μέθοδοι σκέψης και εργασίας.
Έρευνα και μελέτη.
Ιδεολογική αυτοεκπαίδευση.
Ενότητα.
Πειθαρχία.
Κριτική και αυτοκριτική.
Κομμουνιστές.
Στελέχη.
Νέοι.
Γυναίκες.
Μελέτη.
Πολιτισμός και τέχνη.

8. ΑΝΑ­ΠΑ­ΡΑ­ΣΤΑ­ΣΗ ΜΙΑΣ ΔΗ­ΜΟ­ΣΙΑΣ ΤΑ­ΠΕΙ­ΝΩ­ΣΗΣ

9. ΜΙΑ ΑΝΑ­ΚΡΙ­ΣΗ. ΕΝΑ

ΦΑ­ΒΙΑΝ: Τι εί­ναι για σέ­να η πει­θαρ­χία.

ΑΝ­ΧΕ­ΛΙ­ΚΑ: Η πει­θαρ­χία με βοη­θά­ει να αντέ­χω την ακα­τα­στα­σία των συ­ναι­σθη­μά­των.

ΦΑ­ΒΙΑΝ: Πώς εξα­σκείς την πει­θαρ­χία;

ΑΝ­ΧΕ­ΛΙ­ΚΑ: Προ­σπα­θώ να απο­μνη­μο­νεύ­σω 4.000 χα­ρα­κτή­ρες, κά­νω τέσ­σε­ρις ασκή­σεις τη μέ­ρα για δύο μυς, προ­σπα­θώ να εί­μαι στο σπί­τι στις 8.30μμ. Να ξα­πλώ­νω στις 11.30μμ.

ΦΑ­ΒΙΑΝ: Τι συμ­βαί­νει όταν δια­κό­πτε­ται η πει­θαρ­χία;

ΑΝ­ΧΕ­ΛΙ­ΚΑ: Όταν δια­κό­πτε­ται η πει­θαρ­χία αι­σθά­νο­μαι δυ­σφο­ρία.

ΦΑ­ΒΙΑΝ: Τι κά­νεις τό­τε;

ΑΝ­ΧΕ­ΛΙ­ΚΑ: Τό­τε γε­μί­ζω σε­λί­δες επί σε­λί­δων με χα­ρα­κτή­ρες για δυο ή τρεις ώρες, και αυ­τό με ανα­κου­φί­ζει.

ΦΑ­ΒΙΑΝ: Πο­τέ δε σκέ­φτε­σαι να δια­σκε­δά­σεις;

ΑΝ­ΧΕ­ΛΙ­ΚΑ: Έχω γί­νει άχρη­στη για την ηδο­νή, ανά­πη­ρη. Δεν έχω βρει κα­λύ­τε­ρο τρό­πο να αντι­στα­θώ στην έλ­λει­ψη χα­ράς από το να κα­τα­στή­σω τον εαυ­τό μου ανί­κα­νο για τη χα­ρά. Και η πει­θαρ­χία με βοη­θά­ει να αντέ­ξω την έλ­λει­ψη χα­ράς, και να κα­τα­στή­σω τον εαυ­τό μου ανί­κα­νο για τη χα­ρά.

ΦΑ­ΒΙΑΝ: Τι έγι­νε και έφτα­σες ως εκεί;

ΑΝ­ΧΕ­ΛΙ­ΚΑ: Υπάρ­χουν συν­θή­κες που κα­τα­στρέ­φουν τις ελ­πί­δες οποιου­δή­πο­τε. Όταν οι ελ­πί­δες κα­τα­στρέ­φο­νται εί­ναι ανά­γκη να ανα­ζη­τή­σεις το ακα­τά­λυ­το. Και οι 4.000 χα­ρα­κτή­ρες εί­ναι ακα­τά­λυ­τοι. Και η αγά­πη μου για την Κί­να εί­ναι ακα­τά­λυ­τη.

ΦΑ­ΒΙΑΝ: Μα το να μά­θεις κι­νέ­ζι­κα εί­ναι μια κο­λοσ­σιαία ερ­γα­σία.

ΑΝ­ΧΕ­ΛΙ­ΚΑ: Μου επι­βάλ­λω κο­λοσ­σιαί­ες ερ­γα­σί­ες που με βοη­θούν να αντέ­χω την απελ­πι­σία για­τί η απελ­πι­σία εί­ναι κο­λοσ­σιαία. Εί­ναι σαν να λέ­με, «όταν μά­θεις τους 4.000 χα­ρα­κτή­ρες θα εί­σαι ελεύ­θε­ρη», «θα έχεις βγει από τη φυ­λα­κή», «όταν μά­θεις τους 4.000 χα­ρα­κτή­ρες θα έχεις σω­θεί», δεν ξέ­ρω πο­λύ κα­λά από τι, αλ­λά θα εί­ναι μια αί­σθη­ση σω­τη­ρί­ας, σί­γου­ρα θα εί­μαι πια πά­ρα πο­λύ γριά, θα εί­μαι πια εκτός ζω­ής, και ίσως, ίσως φτά­σω στο ση­μείο να σκε­φτώ ότι, «δε χρειά­ζε­ται να σκο­τώ­σεις για να εί­σαι ευ­τυ­χι­σμέ­νος», «δε χρειά­ζε­ται να σκο­τώ­σεις για να εί­σαι ευ­τυ­χι­σμέ­νος».
Μια φο­ρά μου έδει­ξαν ένα λε­ξι­κό με 6.000 χα­ρα­κτή­ρες και σκέ­φτη­κα, εδώ βρί­σκε­ται το δεύ­τε­ρο μι­σό της ζω­ής μου. Εδώ βρί­σκε­ται η αγά­πη μου για την Κί­να. Εδώ βρί­σκε­ται η κο­λοσ­σιαία μου απελ­πι­σία. Εδώ βρί­σκε­ται η κο­λοσ­σιαία μου ανι­κα­νό­τη­τα.

ΦΑ­ΒΙΑΝ: Αλ­λά τι σκέ­φτε­σαι για τη λο­γο­κρι­σία, για την πα­ρα­βί­α­ση των αν­θρώ­πι­νων δι­καιω­μά­των, για τα βα­σα­νι­στή­ρια, για την αγά­πη του χρή­μα­τος, για την κα­τα­δί­ω­ξη, σή­με­ρα, στην Κί­να;

ΑΝ­ΧΕ­ΛΙ­ΚΑ: Σε αυ­τό συμ­φω­νού­με όλοι. Και δε νο­μί­ζω να χρειά­ζε­ται να μι­λή­σω για κά­τι για το οποίο συμ­φω­νού­με όλοι. Αυ­τό εί­ναι πο­λύ εύ­κο­λο. Περ­νά­με τη ζωή μας μι­λώ­ντας για αυ­τό ώστε να μη μι­λά­με για εμάς τους ίδιους. Εί­ναι πο­λύ πιο δύ­σκο­λο να μι­λά­με για τα σκα­τά και για τη δό­ξα που ο κα­θέ­νας μας φέ­ρει μέ­σα του, χω­ρι­στά. Ως άτο­μα. Ως άν­θρω­ποι από σάρ­κα και οστά. Ως ιε­ρά και άθλια όντα. Όχι ως άν­θρω­ποι μά­ζα, ού­τε ως άν­θρω­ποι αν­θρω­πό­τη­τα, αλ­λά ως άν­θρω­ποι μό­νοι. Για εμέ­να η Κί­να εί­ναι ένας άν­θρω­πος μό­νος. Ό,τι μας σώ­ζει από τα πά­ντα εί­ναι η μο­να­ξιά.

ΦΑ­ΒΙΑΝ: Ωστό­σο, μι­λάς για πο­λι­τι­κή.

ΑΝ­ΧΕ­ΛΙ­ΚΑ: Μι­λάω για τις συ­νέ­πειες της πο­λι­τι­κής στην αγά­πη.

ΦΑ­ΒΙΑΝ: Αλ­λά ο άν­θρω­πος που εί­ναι μό­νος στην Τιε­ναν­μέν εί­ναι πο­λι­τι­κή.

ΑΝ­ΧΕ­ΛΙ­ΚΑ: Δεν εί­ναι ένας άν­θρω­πος μό­νος. Εί­ναι δύο άν­θρω­ποι μό­νοι. Ο άν­θρω­πος που βρί­σκε­ται έξω από το τανκ και ο άν­θρω­πος που βρί­σκε­ται μέ­σα στο τανκ. Πο­τέ δε σκέ­φτη­κες τον άν­θρω­πο που βρί­σκε­ται μέ­σα στο τανκ; Μέ­σα στο τανκ υπάρ­χει άλ­λη μια καρ­διά. Και δεν ξέ­ρω ποια καρ­διά με συ­γκι­νεί πε­ρισ­σό­τε­ρο. Αυ­τή του αν­θρώ­που που βρί­σκε­ται έξω από το τανκ ή αυ­τή του αν­θρώ­που που, μέ­σα στο τανκ, απο­φα­σί­ζει να μη σκο­τώ­σει τον άλ­λο. Θα μπο­ρού­σε να τον έχει σκο­τώ­σει χω­ρίς κα­μία συ­νέ­πεια. Αλ­λά απο­φα­σί­ζει να μην τον σκο­τώ­σει. Τον απο­φεύ­γει, χο­ρεύ­ει μα­ζί του, εί­ναι σχε­δόν σαν ένα βαλς. Εγώ νο­μί­ζω ότι η μο­να­ξιά του αν­θρώ­που που εί­ναι έξω από το τανκ με­τα­τρέ­πει σε άτο­μο τον άν­θρω­πο που εί­ναι μέ­σα στο τανκ, τον άν­θρω­πο που αντι­προ­σω­πεύ­ει το Κρά­τος. Όμως το Κρά­τος μπρο­στά στη μο­να­ξιά δεν εί­ναι τί­πο­τα.

ΦΑ­ΒΙΑΝ: Το Κρά­τος μπρο­στά στη μο­να­ξιά εί­ναι μια χάρ­τι­νη τί­γρης.

ΑΝ­ΧΕ­ΛΙ­ΚΑ: Εί­ναι δυο επα­να­στά­τες. Εί­ναι δυο νέ­οι κι­νέ­ζοι, σί­γου­ρα πα­νέ­μορ­φοι, με δέρ­μα σαν από νε­φρί­τη, με μα­τιά πιο μαύ­ρη και βα­θιά και από την πιο βα­θιά Κί­να, εντε­λώς μό­νοι, στην πόρ­τα του ου­ρα­νού, να φω­νά­ζει ο κα­θέ­νας τους με τη μο­να­ξιά του τη μο­να­ξιά του άλ­λου, επα­να­στα­τώ­ντας κό­ντρα στη μά­ζα και κό­ντρα στο Κρά­τος υπό την απει­λή μο­να­ξιάς, χο­ρεύ­ο­ντας κό­ντρα στη μά­ζα και κό­ντρα στο Κρά­τος υπό την απει­λή μο­να­ξιάς. Προ­σπα­θώ­ντας να αντέ­ξουν, μέ­χρι το μα­χαί­ρι να φτά­σει στην καρ­διά. Αντέ­χω, στα κι­νέ­ζι­κα, ση­μαί­νει ώσπου το μα­χαί­ρι φτά­νει στην καρ­διά. 忍. Εί­ναι μια ιστο­ρία αγά­πης.

Πινγκ-Πονγκ

10. ΔΥΟ ΑΝ­ΘΡΩ­ΠΟΙ ΜΟ­ΝΟΙ ΣΤΗΝ ΠΥ­ΛΗ ΤΟΥ ΟΥ­ΡΑ­ΝΟΥ. ΤΙΕ­ΝΑΝ­ΜΕΝ. ΕΙ­ΚΟ­ΝΕΣ

11. ΜΙΑ ΑΝΑ­ΚΡΙ­ΣΗ. ΔΥΟ

ΦΑ­ΒΙΑΝ: Μι­λάς για αγά­πη ή για πο­λι­τι­κή;

ΑΝ­ΧΕ­ΛΙ­ΚΑ: Στην αρ­χή εγώ ήθε­λα μό­νο να δι­η­γη­θώ μια ιστο­ρία αγά­πης, τί­πο­τα πα­ρα­πά­νω από μια ιστο­ρία αγά­πης. Η αλή­θεια εί­ναι ότι θα μου άρε­σε να απαλ­λα­χθώ μια για πά­ντα από την πο­λι­τι­κή. Όλη μου τη ζωή μι­λάω για πο­λι­τι­κή. Δε δια­θέ­τω συ­ναί­σθη­ση ότι ανή­κω κά­που, δε δια­θέ­τω ιδε­ο­λο­γία, δε δια­θέ­τω συν­θή­μα­τα. Νο­μί­ζω ότι έχω την αί­σθη­ση του δί­καιου και του άδι­κου, αλ­λά στε­ρού­μαι ιδε­ο­λο­γί­ας, δε χρειά­ζε­ται η ιδε­ο­λο­γία για να έχεις την αί­σθη­ση του δί­καιου και του άδι­κου, έχω ήδη γνω­ρί­σει πά­ρα πολ­λά με­γά­λα κα­θάρ­μα­τα με με­γά­λους λό­γους, και όλοι τους να επα­να­λαμ­βά­νουν κοι­νω­νι­κά, κοι­νω­νι­κά, κοι­νω­νι­κά, κοι­νω­νι­κά, κοι­νω­νι­κά, κοι­νω­νι­κά, κοι­νω­νι­κά, κοι­νω­νι­κά, κοι­νω­νι­κά, κοι­νω­νι­κά, κοι­νω­νι­κά, κοι­νω­νι­κά, κοι­νω­νι­κά, κοι­νω­νι­κά, κοι­νω­νι­κά, κοι­νω­νι­κά…, πα­ρ’ όλα αυ­τά συ­νε­χί­ζω και μι­λάω για πο­λι­τι­κή. Αλ­λά νο­μί­ζω πως στο επό­με­νο έρ­γο θα απαλ­λα­χτώ εντε­λώς από την πο­λι­τι­κή. Ζη­λεύω πο­λύ εκεί­νους που εί­ναι ικα­νοί να δι­η­γού­νται μια ιστο­ρία αγά­πης, απλά μια ιστο­ρία αγά­πης. Δεν ξέ­ρω πώς σκα­τά το κά­νουν. Εγώ δεν ξέ­ρω να το κά­νω.

ΦΑ­ΒΙΑΝ: Και γι’ αυ­τό μι­λάς για την Πο­λι­τι­στι­κή Επα­νά­στα­ση;

ΑΝ­ΧΕ­ΛΙ­ΚΑ: Μι­λάω για την Πο­λι­τι­στι­κή Επα­νά­στα­ση για­τί αγα­πάω, αγα­πάω, αγα­πάω, αγα­πάω την Κί­να. Και η Λό­λα επί­σης αγα­πά­ει την Κί­να, και μια μέ­ρα μου έγρα­ψε και μου εί­πε ότι θα της άρε­σε να κοι­τά­ζει τον ου­ρα­νό σαν κι­νέ­ζα.

ΛΟ­ΛΑ: Και βέ­βαια θα μου άρε­σε να ξέ­ρω να κοι­τά­ζω κι­νέ­ζι­κα, να σκέ­φτο­μαι στα κι­νέ­ζι­κα, να ονει­ρεύ­ο­μαι στα κι­νέ­ζι­κα…

ΑΝ­ΧΕ­ΛΙ­ΚΑ: Μα ού­τε καν ένας κι­νέ­ζος δεν μπο­ρεί να κοι­τά­ξει τον ου­ρα­νό σαν κι­νέ­ζος, για­τί η Κί­να εξο­λο­θρεύ­τη­κε πριν από 40 χρό­νια.
Πά­ει και­ρός από τό­τε που γνώ­ρι­σα ένα άτο­μο από την Κί­να, από τη Σα­γκάη, Γου­εν­γιούν, αλ­λη­λο­γρα­φού­σα­με πο­λύ όταν δού­λευα αυ­τό το κεί­με­νο, και μια μέ­ρα σε ένα από τα γράμ­μα­τα μου εί­πε: «Αν εσύ με έβλε­πες να φο­ράω ένα μπλου­ζά­κι με το πρό­σω­πο του Χί­τλερ, τι θα σκε­φτό­σουν; Λοι­πόν αυ­τό ακρι­βώς σκέ­φτο­μαι εγώ όταν βλέ­πω τους δυ­τι­κούς νέ­ους να φο­ρά­νε μπλου­ζά­κια με τη φω­το­γρα­φία του Μάο. Εί­ναι μια έλ­λει­ψη σε­βα­σμού». Όταν τε­λεί­ω­σα να γρά­φω αυ­τό το έρ­γο, το Πινγκ Πονγκ, του το έστει­λα, το διά­βα­σε, και αφού το διά­βα­σε μου έστει­λε αυ­τό το μέιλ: «Το κομ­μά­τι εκεί που οι να­ζί καί­νε τους πί­να­κες του Κλιμτ, εί­ναι αλή­θεια; Δεν το ήξε­ρα. Εί­ναι πο­λύ πε­ρί­ερ­γο για­τί νο­μί­ζω ότι η Πο­λι­τι­στι­κή Επα­νά­στα­ση ήταν αυ­τή ακρι­βώς η ιδέα. Μι­λού­σα με την ξα­δέλ­φη μου για ένα πρό­βλη­μα που έχου­με τώ­ρα οι κι­νέ­ζοι. Εκεί­νη λέ­ει ότι εί­ναι ένα πρό­βλη­μα που έχου­με από τους προ­γό­νους μας. Εγώ νο­μί­ζω πως όχι, αλ­λά εί­ναι πο­λύ δύ­σκο­λο να το μά­θου­με για­τί πολ­λά πράγ­μα­τα δεν υπάρ­χουν πια, για­τί κα­τα­στρά­φη­καν στην Πο­λι­τι­στι­κή Επα­νά­στα­ση. Επί­σης χά­θη­καν και πολ­λά έθι­μα. Δεν υπάρ­χει τρό­πος να μά­θου­με την αλή­θεια. Δεν υπάρ­χει τρό­πος να μά­θου­με την αλή­θεια. Το να κα­τα­στρέ­ψου­με τον πο­λι­τι­σμό που δη­μιουρ­γή­σα­με εμείς οι ίδιοι εί­ναι το χει­ρό­τε­ρο που μπο­ρού­με να κά­νου­με εμείς οι άν­θρω­ποι».
Και γι’ αυ­τό μι­λάω για την αγά­πη μου για την Κί­να, για­τί όσο πιο πο­λύ αγα­πάς την Κί­να τό­σο πε­ρισ­σό­τε­ρη θλί­ψη νιώ­θεις, για­τί η Κί­να δεν υπάρ­χει, η Κί­να εί­ναι η κα­τα­στρο­φή της Κί­νας, τι ση­μαί­νει να εί­σαι κι­νέ­ζος, εί­ναι κι­νέ­ζοι ή εί­ναι κομ­μου­νι­στές; Ού­τε και αυ­τοί οι ίδιοι δεν το ξέ­ρουν. Η Κί­να εί­ναι ένα φά­ντα­σμα.

ΦΑ­ΒΙΑΝ: Και αφού η Κί­να δεν υπάρ­χει, τι αγα­πάς λοι­πόν;

ΑΝ­ΧΕ­ΛΙ­ΚΑ: Δεν ξέ­ρω.

ΦΑ­ΒΙΑΝ: Για­τί αγα­πάς την Κί­να;

ΑΝ­ΧΕ­ΛΙ­ΚΑ: Αγα­πάω την Κί­να, αγα­πάω, αγα­πάω την Κί­να, η Κί­να υπάρ­χει, υπάρ­χει.

ΦΑ­ΒΙΑΝ: Για­τί αγα­πάς την Κί­να;

ΑΝ­ΧΕ­ΛΙ­ΚΑ: Δεν ξέ­ρω. Αγα­πάω την Κί­να.

ΦΑ­ΒΙΑΝ: Για­τί;

ΑΝ­ΧΕ­ΛΙ­ΚΑ: Δεν ξέ­ρω, μια μέ­ρα, κα­θώς περ­νού­σα μια γέ­φυ­ρα στη Σα­γκάη, ήταν εκεί, εκεί, εκεί ήταν όλη η αγά­πη μου για την Κί­να, την ένιω­σα ολό­κλη­ρη, στο στο­μά­χι μου. Ολό­κλη­ρη. Εκεί ήταν η κο­λοσ­σιαία μου απελ­πι­σία. Εκεί ήταν η κο­λοσ­σιαία μου ανι­κα­νό­τη­τα.

ΦΑ­ΒΙΑΝ: Για­τί αγα­πάς την Κί­να;

ΑΝ­ΧΕ­ΛΙ­ΚΑ: Δεν ξέ­ρω.

ΦΑ­ΒΙΑΝ: Για­τί αγα­πάς την Κί­να;

ΑΝ­ΧΕ­ΛΙ­ΚΑ: Για το δέρ­μα. Για το δέρ­μα. Έχω γί­νει ένα πρε­ζά­κι αυ­τού του δέρ­μα­τος. Δεν μπο­ρώ πια να πά­ψω να το κοι­τά­ζω.

ΦΑ­ΒΙΑΝ: Δε νο­μί­ζεις ότι ο μα­οϊ­σμός εί­ναι ένα θέ­μα πα­λιό, ότι πια δεν εν­δια­φέ­ρει κα­νέ­ναν, ότι εί­ναι πα­λιο­μο­δί­τι­κο;

ΑΝ­ΧΕ­ΛΙ­ΚΑ: Όχι, δεν εί­ναι ένα θέ­μα πα­λιό, υπάρ­χει μια τε­ρά­στια φω­το­γρα­φία του Μάο στην πλα­τεία Τιε­ναν­μέν, και πο­λύ μα­κριές ου­ρές για να επι­σκε­φτούν τη μού­μια, τη μού­μια, τη μού­μια, αλ­λά ακό­μη κι αν ήταν ένα θέ­μα πα­λιό, πα­λιο­μο­δί­τι­κο, ο μα­οϊ­σμός απλώς με­τέ­δω­σε στις μά­ζες μία συ­μπε­ρι­φο­ρά κοι­νή και συ­νη­θι­σμέ­νη, κα­θη­με­ρι­νή, μια λαϊ­κή συ­μπε­ρι­φο­ρά, του λα­ού, που εκ­δη­λώ­νε­ται κα­θη­με­ρι­νά και σε οποιο­δή­πο­τε μέ­ρος, χω­ρίς την ανά­γκη μιας ιδε­ο­λο­γί­ας, και εί­ναι η υπο­τί­μη­ση του κό­σμου της έκ­φρα­σης και η χαι­ρε­κα­κία για την άγνοια, την ηλι­θιό­τη­τα, και τη βα­ναυ­σό­τη­τα, όσο πιο αμα­θείς, ηλί­θιοι και βά­ναυ­σοι εί­ναι οι άν­θρω­ποι, τό­σο πιο ση­μα­ντι­κοί νιώ­θουν, τό­σο με­γα­λύ­τε­ρη ηθι­κή ανω­τε­ρό­τη­τα επι­δει­κνύ­ουν, και τό­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο υπο­τι­μούν τον κό­σμο της έκ­φρα­σης, απλά και μό­νο επει­δή εί­ναι έκ­φρα­ση.

ΦΑ­ΒΙΑΝ: Πες μου κά­τι συ­γκε­κρι­μέ­νο.

ΑΝ­ΧΕ­ΛΙ­ΚΑ: Κά­τι συ­γκε­κρι­μέ­νο. Αρ­γά ή γρή­γο­ρα πά­ντα έρ­χε­ται κά­ποιος και σου λέ­ει, για­τί το έγρα­ψες αυ­τό; Σου το λέ­ει αγα­να­κτι­σμέ­νος, προ­σβλη­μέ­νος, νιώ­θει σαν ένα κα­κό­μοι­ρο θύ­μα του κό­σμου της έκ­φρα­σης. Και σε κα­τη­γο­ρεί, και φτύ­νει τη ζωή του στα μού­τρα σου, και σε κα­θι­στά υπεύ­θυ­νο μέ­χρι και για τη μέ­ρα που γεν­νή­θη­κε, και σου βγά­ζει λό­γο για το πό­σο κα­λός άν­θρω­πος εί­ναι, και για το πό­σο κα­κός εί­σαι εσύ, και σου βγά­ζει κι άλ­λο λό­γο για το πώς πρέ­πει να γί­νο­νται τα πράγ­μα­τα, και πώς πρέ­πει να εί­ναι η ζωή και πώς πρέ­πει να εί­ναι ο κό­σμος… Κι εγώ πού στα κομ­μά­τια ξέ­ρω πώς πρέ­πει να εί­ναι η που­τά­να η ζωή και ο γα­μη­μέ­νος ο κό­σμος. Αφού εγώ ασχο­λού­μαι απλώς με το να πε­ρι­γρά­φω τη ζωή. Και ναι, εί­μαι απο­κρου­στι­κή και επί­σης εί­μαι και η ζωή. Και εσύ επί­σης εί­σαι απο­κρου­στι­κός και επί­σης εί­σαι και η ζωή. Τι νό­μι­ζες; Ότι εσέ­να δε θα μπο­ρού­σαν να σε πε­ρι­γρά­ψουν; Ότι μό­νο τους άλ­λους θα πε­ριέ­γρα­φαν; Ότι ήσου­να εντε­λώς κα­λός; Χρειά­ζε­ται πολ­λή έπαρ­ση για να σκε­φτεί κα­νείς ότι αυ­τός ο ίδιος δεν μπο­ρεί να πε­ρι­γρα­φτεί πο­τέ από τους άλ­λους και ότι εί­ναι εντε­λώς κα­λός. Δεν τους εμπι­στεύ­ο­μαι πια, τους εντε­λώς κα­λούς αν­θρώ­πους δεν τους εμπι­στεύ­ο­μαι.
Γεια, εί­μαι η Χάι­ντι, μια τα­πει­νή χω­ρια­το­πού­λα, και εί­μαι εντε­λώς κα­λή για­τί εί­μαι τα­πει­νή και εί­μαι χω­ρια­το­πού­λα. Γεια, εί­μαι ο Πέ­τρος, ο γι­δο­βο­σκός, και εί­μαι εντε­λώς κα­λός για­τί εί­μαι ένας γι­δο­βο­σκός.
Δεν εμπι­στεύ­ο­μαι ού­τε τις χω­ρια­το­πού­λες ού­τε τους γι­δο­βο­σκούς. Ού­τε τη Χάι­ντι, ού­τε τον Πέ­τρο. Δεν τους εμπι­στεύ­ο­μαι.
Κι έπει­τα εί­ναι αυ­τοί που λέ­νε ότι ασχο­λού­νται με τον κό­σμο της έκ­φρα­σης, αλ­λά δεν εκ­φρά­ζουν τί­πο­τα, συ­χνά μά­λι­στα αυ­τοί πε­ρι­φρο­νούν τον κό­σμο της πραγ­μα­τι­κής έκ­φρα­σης με την ψεύ­τι­κή τους έκ­φρα­ση, τον πε­ρι­θω­ριο­ποιούν. Αυ­τοί εί­ναι που περ­νά­νε τη ζωή τους σε συ­να­ντή­σεις, συ­ζη­τώ­ντας, χο­ντραί­νο­ντας, απο­φα­σί­ζο­ντας αυ­τό που οφεί­λει να εί­ναι έκ­φρα­ση και αυ­τό που δεν οφεί­λει να εί­ναι έκ­φρα­ση. Επεν­δύ­ουν πιο πο­λύ χρό­νο σ’ αυ­τό απ’ ό,τι στο να εκ­φρά­ζο­νται.

[ Από­σπα­σμα αφιε­ρω­μέ­νο στις «χα­βια­ρο­θυ­ρω­ρί­νες», γραμ­μέ­νο απο­κλει­στι­κά για την πρε­μιέ­ρα στη Μα­δρί­τη:

Αυ­τοί εί­ναι οι Ρι­χάρ­δοι οι Τρί­τοι της κουλ­τού­ρας. Αυ­τοί που δου­λεύ­ουν με κα­κε­ντρέ­χεια. Αυ­τοί που δου­λεύ­ουν για να απο­σιω­πή­σουν, για να απο­κλεί­σουν, για να κά­νουν ζη­μιά, για να βλά­ψουν. Ο Ου­ελ­μπέκ τους απο­κα­λεί ‘‘la racaille’’. Οι χα­βια­ρο­θυ­ρω­ρί­νες. Αυ­τοί σε τι­μω­ρούν όταν δεί­χνεις ανυ­πα­κοή στην οι­κο­γέ­νεια, στην κοι­νό­τη­τα. Οι χα­βια­ρο­θυ­ρω­ρί­νες. Ο Ρι­χάρ­δος ο Τρί­τος λέ­ει «εσύ ναι, εσύ όχι, εσύ ναι, εσύ όχι…». Αυ­τό που λέ­νε οι χα­βια­ρο­θυ­ρω­ρί­νες εί­ναι «εσύ όχι, εσύ όχι, εσύ όχι». Κλεί­νεις τα 30, «εσύ όχι, εσύ όχι, εσύ όχι»· κλεί­νεις τα 40, «εσύ όχι, εσύ όχι, εσύ όχι, εσύ όχι»· κλεί­νεις τα πε­νή­ντα, «εσύ όχι, εσύ όχι, εσύ όχι, εσύ όχι»· κλεί­νεις τα 70, σου δί­νουν το Βρα­βείο Νό­μπελ και αυ­τοί εί­ναι στο νο­σο­κο­μείο με το στα­γο­νό­με­τρο στο χέ­ρι, χέ­ζο­νται και κα­του­ριού­νται απά­νω τους, πε­θαί­νουν από γε­ρα­τειά και ακό­μα λέ­νε, «εσύ όχι, εσύ όχι, εσύ όχι, εσύ όχι». «La racaille». Οι χα­βια­ρο­θυ­ρω­ρί­νες. Κά­θο­νται εδώ στο χω­ριου­δά­κι, και μυ­ρί­ζου­νε τον κώ­λο ο ένας του αλ­λο­νού.]

Κι άλ­λο πα­ρά­δειγ­μα, 20 χρό­νια δου­λεύ­εις και υπο­φέ­ρεις, όταν πας για δου­λειά σε ένα θέ­α­τρο, για δου­λειά, για δου­λειά, για να κά­νεις τη δου­λειά σου, σε ένα θέ­α­τρο, και πά­ντα υπάρ­χει ένας ηλί­θιος που ανα­λαμ­βά­νει να γε­λοιο­ποι­ή­σει τον κό­σμο της έκ­φρα­σης, απλά και μό­νο για­τί εί­ναι έκ­φρα­ση, χω­ρίς ού­τε καν να ξέ­ρει ακό­μα αυ­τό που πρό­κει­ται να πεις. Αυ­τοί εί­ναι οι αυ­το­κρά­το­ρες του κλι­μα­τι­σμού. Αι­σθά­νο­νται ση­μα­ντι­κοί απέ­να­ντι στον κό­σμο της έκ­φρα­σης, ανώ­τε­ροι, αρέ­σκο­νται να δεί­χνουν την αδια­φο­ρία τους και την πε­ρι­φρό­νη­σή τους για τον κό­σμο της έκ­φρα­σης, να σου το γνω­στο­ποιούν, να φαί­νε­ται, απλά και μό­νο επει­δή ανή­κεις στον κό­σμο της έκ­φρα­σης. Λες και ο κό­σμος της έκ­φρα­σης να τους πρό­σβα­λε γε­νι­κά. Αρέ­σκο­νται να γα­μά­νε τον κό­σμο της έκ­φρα­σης με το γα­μη­μέ­νο το τη­λε­κο­ντρόλ του κλι­μα­τι­σμού. Αυ­τή εί­ναι η υψη­λό­τε­ρή τους έκ­φρα­ση ελευ­θε­ρί­ας, δη­μιουρ­γι­κό­τη­τας, ευ­φυί­ας και εξου­σί­ας. Αυ­τοί δεν αγα­πά­νε τη δου­λειά τους, αυ­τοί εί­ναι ερω­τευ­μέ­νοι με την άγνοιά τους, με τη βλα­κεία τους, με τη χο­ντρο­κο­πιά τους, με τη χυ­δαιό­τη­τά τους, με τον αλ­κο­ο­λι­σμό τους, και με το γα­μη­μέ­νο τη­λε­χει­ρι­στή­ριο του κλι­μα­τι­σμού τους. Κι εγώ ανα­ρω­τιέ­μαι, εάν τό­σο πο­λύ υπο­τι­μούν τον κό­σμο της έκ­φρα­σης, τι στο διά­βο­λο δου­λεύ­ουν σε ένα θέ­α­τρο, σε ένα μέ­ρος που αφιε­ρώ­νε­ται στην έκ­φρα­ση, εάν τό­σο πο­λύ υπο­τι­μούν τον κό­σμο της έκ­φρα­σης, για­τί γρα­πώ­νο­νται σαν τσι­μπού­ρια και σαν ψή­λοι στις αυ­λαί­ες των θε­ά­τρων, εάν τό­σο πο­λύ υπο­τι­μούν τον κό­σμο της έκ­φρα­σης, για­τί δεν πά­νε να κρε­μά­νε απλώς κλι­μα­τι­στι­κά;

ΦΑ­BΙΑΝ: Επο­μέ­νως ο κό­σμος του προ­σβε­βλη­μέ­νου εί­ναι ο κό­σμος της ανω­τε­ρό­τη­τας. Και ο κό­σμος της έκ­φρα­σης εί­ναι ο κό­σμος της σκέ­ψης. Έτσι εί­ναι;

ΑΝ­ΧΕ­ΛΙ­ΚΑ: Πε­ρί­που. Αυ­τοί που θε­ω­ρούν πως εί­ναι ανώ­τε­ροι, δη­λα­δή, οι αμα­θείς, οι βλά­κες, οι άξε­στοι, και μά­λι­στα πε­ρή­φα­νοι που εί­ναι αμα­θείς, βλά­κες και άξε­στοι, προ­φα­νώς αι­σθά­νο­νται προ­σβε­βλη­μέ­νοι από τη σκέ­ψη. Δη­λα­δή, οι αυ­το­κρά­το­ρες του κλι­μα­τι­σμού θα ανα­λάμ­βα­ναν την εκ­κα­θά­ρι­ση όλων εκεί­νων που εξαι­τί­ας της ευ­φυί­ας τους ή απλώς για τα προ­σό­ντα τους θα θε­ω­ρού­νταν ενά­ντιοι στην επα­νά­στα­ση. Με αυ­τό τον τρό­πο αυ­τοί θα μπο­ρού­σαν να συ­νε­χί­σουν να πιέ­ζουν τα κου­μπά­κια στο τη­λε­χει­ρι­στή­ριο του κλι­μα­τι­σμού ως τέ­λειοι μα­λά­κες, για­τί αν εξο­λο­θρεύ­σου­με τον κό­σμο της έκ­φρα­σης, όλοι απαλ­λασ­σό­μα­στε από τους εαυ­τούς μας για­τί απαλ­λασ­σό­μα­στε από το να μας πε­ρι­γρά­φουν.

ΦΑ­BΙΑΝ: Όπως οι έν­θρη­σκοι φο­ντα­με­ντα­λι­στές, αι­σθά­νο­νται προ­σβε­βλη­μέ­νοι.

ΑΝ­ΧΕ­ΛΙ­ΚΑ: Ακρι­βώς έτσι όπως οι έν­θρη­σκοι φο­ντα­με­ντα­λι­στές. Χά­ρη στον κό­σμο της έκ­φρα­σης, ακρι­βώς τώ­ρα, αυ­τή τη στιγ­μή, ξέ­ρου­με ότι υπάρ­χουν. Οι έν­θρη­σκοι φο­ντα­με­ντα­λι­στές και οι αυ­το­κρά­το­ρες του κλι­μα­τι­σμού.

ΦΑ­BΙΑΝ: Σα­φώς υπάρ­χει ένας φο­ντα­με­ντα­λι­στής σε κά­θε ηλί­θιο, χω­ρίς να χρειά­ζε­ται η θρη­σκεία, ού­τε ο κλι­μα­τι­σμός. Υπάρ­χει ένα βι­βλίο του Τό­μας Μπέρν­χαρντ, Ξύ­λευ­ση, αυ­τό το βι­βλίο κα­τα­σχέ­θη­κε στην Αυ­στρία τη δε­κα­ε­τία του ’80 για­τί ένας τύ­πος ανα­γνώ­ρι­σε τον εαυ­τό του σε έναν από τους χα­ρα­κτή­ρες.

ΑΝ­ΧΕ­ΛΙ­ΚΑ: Ναι, μά­λι­στα αυ­τός ο τύ­πος ανή­κε στην υψη­λή κοι­νω­νία της Βιέν­νης, την υψη­λή τέ­χνη, δη­λα­δή, μια χα­βια­ρο­θυ­ρω­ρί­να. Αυ­τό που δεν ήξε­ρε ο καη­μέ­νος ο άν­θρω­πος ήταν ότι με το να ανα­γνω­ρί­σει τον εαυ­τό του σε έναν από τους χα­ρα­κτή­ρες, αυ­τό που έκα­νε ήταν να συμ­φω­νή­σει με τον Τό­μας Μπέρν­χαρντ, δη­λα­δή, με τον κό­σμο της έκ­φρα­σης.

«Εγώ εί­μαι, εγώ εί­μαι, εγώ εί­μαι. Για μέ­να το λες.» Και βέ­βαια εί­σαι εσύ. Τι πε­ρί­με­νες. Αφού τα σκα­τά εί­ναι ολο­φά­νε­ρα. Τα σκα­τά εί­ναι ολο­φά­νε­ρα. Τι ήθε­λες να κά­νω αφού τα σκα­τά εί­ναι ολο­φά­νε­ρα.

Κι εγώ ασχο­λού­μαι με τον κό­σμο της έκ­φρα­σης. Δεν ξέ­ρω να κά­νω τί­πο­τε άλ­λο, εί­μαι μια άχρη­στη. Και κά­θε φο­ρά πιο άχρη­στη. Δεν ξέ­ρω να πιέ­ζω τα κου­μπιά στο τη­λε­χει­ρι­στή­ριο του κλι­μα­τι­σμού.

Και όταν σκέ­φτο­μαι την κι­νέ­ζι­κη Πο­λι­τι­στι­κή Επα­νά­στα­ση, τη βά­ναυ­ση εξο­λό­θρευ­ση του κό­σμου της έκ­φρα­σης, το μα­κε­λειό, στο όνο­μα της που­τά­νας της ιδε­ο­λο­γί­ας, όταν σκέ­φτο­μαι όλους αυ­τούς τους δια­νο­ού­με­νους, τους καλ­λι­τέ­χνες, ποι­η­τές, ζω­γρά­φους, κα­θη­γη­τές, δη­μο­σιο­γρά­φους, ηθο­ποιούς, δη­μό­σια τα­πει­νω­μέ­νους, με ένα χω­νά­κι στο κε­φά­λι και μια πι­να­κί­δα να κρέ­με­ται από τον λαι­μό τους με το όνο­μά τους δια­γραμ­μέ­νο με κόκ­κι­νη μπο­γιά, ξυ­λο­φορ­τω­μέ­νους, προ­σβε­βλη­μέ­νους, φτυ­μέ­νους, κα­τα­διωγ­μέ­νους έως θα­νά­του, ανυ­πε­ρά­σπι­στους στη μέ­ση της γα­μη­μέ­νης της μά­ζας, με τα χέ­ρια τε­ντω­μέ­να προς τα πί­σω για ώρες, για ώρες, να ακού­νε τις φω­νές, τις φω­νές… «Μάο, Μάο, Μάο, Μάο, Μάο…» Μου προ­κα­λεί αη­δία. Μου έρ­χε­ται όρε­ξη να ξε­ρά­σω. Με πο­νά­ει. Με πο­νά­ει.
Τι εύ­κο­λο που εί­ναι να χλευά­ζεις τον καλ­λι­τέ­χνη, να τα­πει­νώ­νεις τον καλ­λι­τέ­χνη, να γε­λοιο­ποιείς τον καλ­λι­τέ­χνη, να πυ­ρο­βο­λείς τον καλ­λι­τέ­χνη, τι εύ­κο­λο, τι όμορ­φα που νιώ­θουν χλευά­ζο­ντας τον καλ­λι­τέ­χνη, τον πα­λιά­τσο. Εί­μα­στε οι πα­λιά­τσοι. Τι πε­ρί­ερ­γο, όταν τα πράγ­μα­τα δυ­σκο­λεύ­ουν εί­μα­στε οι πρώ­τοι που πέ­φτουν. Οι πα­λιά­τσοι. Οι φυ­λα­κές εί­ναι γε­μά­τες από πα­λιά­τσους.

Τι άσχη­μα που πυ­ρο­βο­λούν. Δει­λοί. Δει­λοί.

Πολ­λοί αυ­το­κτό­νη­σαν. Αυ­το­κτο­νού­σε τό­σος κό­σμος που οι ερυ­θρο­φρου­ροί για να συ­γκα­λύ­ψουν με­ρι­κές δο­λο­φο­νί­ες άρ­χι­σαν να πε­τά­νε αν­θρώ­πους από τα πα­ρά­θυ­ρα, κά­νο­ντάς το να μοιά­ζει με αυ­το­κτο­νία.

ΦΑ­ΒΙΑΝ: «Χο­ρός μα­κά­ριων πνευ­μά­των», από το Ορ­φέ­ας και Ευ­ρυ­δί­κη.

Πινγκ-Πονγκ

12. Ο ΧΟ­ΡΟΣ ΤΩΝ ΠΝΕΥ­ΜΑ­ΤΩΝ. ΒΕ­ΝΤΑ­ΛΙΕΣ

13. ΜΙΑ ΑΝΑ­ΚΡΙ­ΣΗ. ΤΡΙΑ

ΦΑ­ΒΙΑΝ: Τι ση­μα­ντι­κό υπάρ­χει για σέ­να στη σχέ­ση σου με την Κί­να;

ΑΝ­ΧΕ­ΛΙ­ΚΑ: Το ση­μα­ντι­κό εί­ναι οι αντι­θέ­σεις στα πλαί­σια της αγά­πης.

ΦΑ­ΒΙΑΝ: Και ποιες εί­ναι οι αντι­θέ­σεις στα πλαί­σια της αγά­πης;

ΑΝ­ΧΕ­ΛΙ­ΚΑ: Πά­ει κά­ποιος και­ρός που ρώ­τη­σα τον Γκούο, έναν από τους ακρο­βά­τες μας στο Κα­τα­ρα­μέ­νος να εί­ναι ο άν­θρω­πος…, τι σκέ­φτε­ται η νε­ο­λαία για τον Μάο στην Κί­να; Νό­μι­ζα ότι θα με έστελ­νε στον αγύ­ρι­στο, εί­ναι μό­νο 23 χρο­νών. Και μου απά­ντη­σε: «Όλοι οι νέ­οι αγα­πούν τον Μάο, ο Μάο εί­ναι ένας θρύ­λος. Ο παπ­πού­λης Μάο». Εγώ επέ­μει­να: «Αλ­λά εσύ, τι σκέ­φτε­σαι εσύ για τον Μάο;» Και αυ­τός μου απά­ντη­σε μό­νο με μια φρά­ση: «Και εγώ αγα­πάω τον Μάο». Εγώ αγα­πάω πο­λύ τον Γκούο, πά­ρα πο­λύ. Και τό­τε σκέ­φτη­κα τις αντι­θέ­σεις στα πλαί­σια της αγά­πης, και εί­πα στον εαυ­τό μου, Θεέ μου, αν σε εί­χα δει με ένα άσπρο που­κά­μι­σο, ένα μα­ντι­λά­κι στον λαι­μό και ένα αστέ­ρι στο πη­λή­κιο, καί­γο­ντας και βι­βλία μά­λι­στα, θα εί­χα εντα­χθεί στην ερυ­θρά φρου­ρά. Τό­τε του εί­πα: «Εσύ αγα­πάς τον Μάο, αλ­λά εγώ σε αγα­πάω εσέ­να. Εσύ εί­σαι πο­λύ πιο όμορ­φος από τον Μάο».

ΦΑ­ΒΙΑΝ: Εί­ναι μια δύ­σκο­λη αγά­πη.

ΑΝ­ΧΕ­ΛΙ­ΚΑ: Η αγά­πη για την Κί­να εί­ναι μια πο­λύ δύ­σκο­λη αγά­πη. Το να εί­σαι ζω­ντα­νός εί­ναι δύ­σκο­λο. Μια άλ­λη μέ­ρα τον ρώ­τη­σα από πε­ριέρ­γεια: «Πό­σους χα­ρα­κτή­ρες μα­θαί­νε­τε στο σχο­λείο όταν εί­στε μι­κρού­λη­δες;», και ο Γκούο μου απά­ντη­σε: «Αυ­τό δεν μπο­ρώ να το ξέ­ρω. Εγώ, στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, δεν έχω πά­ει σχο­λείο».

ΛΟ­ΛΑ: «Η νέα πρό­σθε­σε αμέ­σως ότι ο πρό­ε­δρος Μάο επί­σης εί­χε πολ­λές γυ­ναί­κες. Μό­νο τό­τε, αυ­τός τόλ­μη­σε να τη φι­λή­σει. Με τα μά­τια κλει­στά, εκεί­νη τον άφη­σε να χαϊ­δέ­ψει το σώ­μα της, τό­σο ευαί­σθη­το που έμοια­ζε ηλε­κτρο­φό­ρο, κά­τω από την υπερ­βο­λι­κά φαρ­διά στρα­τιω­τι­κή στο­λή. Εκεί­νη τον ρώ­τη­σε αν μπο­ρού­σε να της δα­νεί­σει κι άλ­λα βι­βλία στο ίδιο στιλ. Εί­πε ότι ήθε­λε να τα μά­θει όλα, ότι αυ­τό δεν εί­χε τί­πο­τα το επι­κίν­δυ­νο. Τό­τε αυ­τός της εξή­γη­σε πως όταν τα βι­βλία γί­νο­νταν απα­γο­ρευ­μέ­νοι καρ­ποί, το μό­νο επι­κίν­δυ­νο ήταν η κοι­νω­νία…»

ΑΝ­ΧΕ­ΛΙ­ΚΑ: Όταν τα βι­βλία γί­νο­νταν απα­γο­ρευ­μέ­νοι καρ­ποί…

ΛΟ­ΛΑ: «…όταν τα βι­βλία γί­νο­νταν απα­γο­ρευ­μέ­νοι καρ­ποί, το μό­νο επι­κίν­δυ­νο ήταν η κοι­νω­νία, και γι’ αυ­τό τό­σοι άν­θρω­ποι εί­χαν χά­σει τη ζωή τους κα­τά τη διάρ­κεια της υπο­τι­θέ­με­νης Πο­λι­τι­στι­κής Επα­νά­στα­σης, που τώ­ρα θε­ω­ρού­νταν τε­λειω­μέ­νη. Εκεί­νη εί­πε ότι αυ­τό το ήξε­ρε ήδη, ότι εί­χε δει να χτυ­πούν αν­θρώ­πους μέ­χρι θα­νά­του, εί­χε δει το σκε­πα­σμέ­νο από μύ­γες μαύ­ρο αί­μα που έβγαι­νε από τη μύ­τη των επο­νο­μα­ζό­με­νων αντι­φρο­νού­ντων, που κα­νέ­νας δεν τολ­μού­σε να τους διεκ­δι­κή­σει. Τό­τε εκεί­νη ήταν μι­κρή, όμως τώ­ρα πια δε θα μπο­ρού­σε να θε­ω­ρη­θεί μι­κρή, ήταν πια ενή­λι­κη».

ΦΑ­ΒΙΑΝ: Και τι γί­νε­ται με τη Γαλ­λία; Στη Γαλ­λία ο μα­οϊ­σμός υπήρ­ξε πο­λύ δη­μο­φι­λής.

ΑΝ­ΧΕ­ΛΙ­ΚΑ: Οι γάλ­λοι ήταν αρ­κε­τά αστοί ώστε να υπε­ρα­σπι­στούν τον μα­οϊ­σμό. Εκεί­νοι οι νε­α­ροί γάλ­λοι δεν πει­νού­σαν, δεν ήξε­ραν τι σή­μαι­νε ο κα­νι­βα­λι­σμός, δεν τρέ­φο­νταν με κε­φά­λια από γα­ρί­δες και πό­δια από κο­τό­που­λα, στην κα­λύ­τε­ρη των πε­ρι­πτώ­σε­ων, χω­ρίς την ανά­γκη ενός πο­λέ­μου· εκεί­νοι οι νε­α­ροί γάλ­λοι δεν εί­χαν δει την ερυ­θρά φρου­ρά να σκο­τώ­νει τις για­γιά­δες τους με μια γρο­θιά στον δρό­μο, ως ενά­ντιες στην επα­νά­στα­ση· εκεί­νοι οι νέ­οι δεν εί­χαν δει την ερυ­θρά φρου­ρά να τα­πει­νώ­νει δη­μό­σια τις οι­κο­γέ­νειές τους, τους γο­νείς τους, δια­νο­ού­με­νους σί­γου­ρα, προ­ο­δευ­τι­κούς, κα­θη­γη­τές στη Σορ­βόν­νη, δη­μο­σιο­γρά­φους στη Le Monde, συγ­γρα­φείς των εκ­δό­σε­ων Γκα­λι­μάρ, δεν τους κα­τα­δί­ω­καν έως θα­νά­του. Στη Γαλ­λία δεν πέ­θαι­ναν λό­γω έλ­λει­ψης πα­ρο­χής υπη­ρε­σιών στα νο­σο­κο­μεία, στην Κί­να οι για­τροί ήταν σε στρα­τό­πε­δα χει­ρο­να­κτι­κής με­τεκ­παί­δευ­σης και δού­λευαν επί 18 συ­νε­χό­με­νες ώρες, για­τί θε­ω­ρού­νταν αστοί, κα­πι­τα­λι­στές και ενά­ντιοι στην επα­νά­στα­ση, απλά και μό­νο επει­δή ήταν για­τροί. Τέ­λος πά­ντων, αν ο Μάο εί­χε ει­σβά­λει στη Γαλ­λία, το πα­νέ­μορ­φο σή­με­ρα Πα­ρί­σι, πα­νέ­μορ­φο, πα­νέ­μορ­φο Πα­ρί­σι, θα ήταν μια πλά­κα από τσι­μέ­ντο, και οι νε­α­ροί μα­οϊ­στές θα ανα­λάμ­βα­ναν να ξύ­νουν τις τσί­χλες με μια σπά­του­λα σε 45 βαθ­μούς Κελ­σί­ου, από αγά­πη για τον Μάο, από αγά­πη για τις μά­ζες, από αγά­πη για το κόμ­μα, από αγά­πη για την ιδε­ο­λο­γία, δε θα μπο­ρού­σαν να πά­νε στη Σορ­βόν­νη, πολ­λά βι­βλία θα ήταν απα­γο­ρευ­μέ­να, και ού­τε καν θα μπο­ρού­σαν να τρα­βά­νε μα­λα­κία κοι­τά­ζο­ντας γυ­μνές γκό­με­νες στο ίντερ­νετ για­τί κι αυ­τές θα εί­χαν λο­γο­κρι­θεί.

Οι γάλ­λοι. Οι γάλ­λοι έχουν υπέ­ρο­χες κα­φε­τέ­ριες και άρι­στα κρα­σιά για να υπε­ρα­σπι­στούν οτι­δή­πο­τε.

14. ΜΑΟ ΜΑΟ. ΚΛΩΝΤ ΣΑΝΝ. ΓΙΑ ΥΠΝΟ
Μια διασκευή του La chinoise, του Γκοντάρ (τραγούδι):


Le Vietnam brûle et moi je hurle Mao Mao.
Το Βιετνάμ φλέγεται κι εγώ ουρλιάζω Μάο Μάο.
Johnson rigole et moi je vole Mao Mao.
Ο Τζόνσον χλευάζει κι εγώ πετάω Μάο Μάο.
Le napalm coule et moi je roule Mao Mao.
Η ναπάλμ τρέχει κι εγώ κάνω περίπατο Μάο Μάο.
Les villes crèvent et moi je rêve Mao Mao.

Οι πόλεις πεθαίνουν κι εγώ ονειρεύομαι Μάο Μάο.
Les putains crient et moi je ris Mao Mao.
Οι πουτάνες κλαίνε κι εγώ γελάω Μάο Μάο.
Le riz est fou et moi je joue Mao Mao.

Το ρύζι είναι τρελό κι εγώ παίζω Μάο Μάο.
C’est le petit livre rouge,

Είναι το μικρό κόκκινο βιβλίο,
qui fait que tout enfin bouge.
αυτό που κάνει και όλα επιτέλους κινούνται.
L’impérialisme dicte partout sa loi.
Ο ιμπεριαλισμός υπαγορεύει παντού τον νόμο του.
La révolution n’est pas un dîner.
Η επανάσταση δεν είναι κάποιο δείπνο.
La bombe A est un tigre en papier.
Η ατομική βόμβα είναι μια χάρτινη τίγρης.
Les masses sont les véritables héros.
Οι μάζες είναι οι πραγματικοί ήρωες.
Les Ricains tuent et moi je mue Mao Mao.
Τα αμερικανάκια σκοτώνουν κι εγώ αλλάζω δέρμα Μάο Μάο.
Les fous sont rois et moi je bois Mao Mao.
Οι βλάκες είναι βασιλιάδες κι εγώ πίνω Μάο Μάο.
Les bombes tonnent et moi je sonne Mao Mao.
Οι βόμβες βροντούν κι εγώ ηχώ Μάο Μάο.
Les bébés fuient et moi je fuis Mao Mao.
Τα μωρά τρέπονται σε φυγή κι εγώ τρέπομαι σε φυγή Μάο Μάο.
Les Russes mangent et moi je danse Mao Mao.
Οι ρώσοι τρώνε κι εγώ χορεύω Μάο Μάο.
Giáp dénonce, je renonce Mao Mao.
Ο Γκιάπ καταγγέλλει κι εγώ παραιτούμαι Μάο Μάο.
C’est le petit livre rouge,
Είναι το μικρό κόκκινο βιβλίο,
qui fait que tout enfin bouge.
αυτό που τα κάνει όλα να αλλάζουν.
La base de l’armée, c’est le soldat.
Ο στρατιώτης είναι η βάση του στρατού.
Le vrai pouvoir est au bout du fusil.
Η πραγματική εξουσία βρίσκεται στην άκρη του τουφεκιού.
Les monstres seront tous anéantis.
Όλα τα τέρατα θα εξαλειφθούν.
L’ennemi ne périt pas de lui-même.
Ο εχθρός δεν αφανίζεται από μόνος του.

Πινγκ-Πονγκ

15. ΜΙΑ ΑΝΑ­ΚΡΙ­ΣΗ. ΤΕΣ­ΣΕ­ΡΑ

ΦΑ­ΒΙΑΝ: Τι ση­μαί­νει Μάο;

ΑΝ­ΧΕ­ΛΙ­ΚΑ: «Μάο» ση­μαί­νει μαλ­λιά. 毛. Τρι­χιά ζώ­ου.

ΦΑ­ΒΙΑΝ: Πό­σους χα­ρα­κτή­ρες ξέ­ρεις;

ΑΝ­ΧΕ­ΛΙ­ΚΑ: Πε­ρί­που 1200.

ΦΑ­ΒΙΑΝ: Αύ­ριο θα πρέ­πει να τους ξα­να­γρά­ψεις;

ΑΝ­ΧΕ­ΛΙ­ΚΑ: Ναι.

ΦΑ­ΒΙΑΝ: Πό­σο χρό­νο σου παίρ­νει;

ΑΝ­ΧΕ­ΛΙ­ΚΑ: Δύο ώρες.

ΦΑ­ΒΙΑΝ: Για­τί έγρα­ψες αυ­τό τον χα­ρα­κτή­ρα; Τι ση­μαί­νει 哭;

ΑΝ­ΧΕ­ΛΙ­ΚΑ: Θα σου πω με­τά.

ΦΑ­ΒΙΑΝ: Για­τί μα­θαί­νεις κι­νέ­ζι­κα; Ποιος εί­ναι ο πραγ­μα­τι­κός λό­γος που μα­θαί­νεις κι­νέ­ζι­κα;

ΑΝ­ΧΕ­ΛΙ­ΚΑ: Για­τί εί­μαι πο­λύ μό­νη. Έχω πο­λύ ελεύ­θε­ρο χρό­νο. Για­τί δεν μπο­ρώ να ζω σαν μια κα­νο­νι­κή γυ­ναί­κα. Για­τί προ­τι­μώ την Κί­να. Για­τί με διε­γεί­ρει, γα­μώ το, με διε­γεί­ρει η Κί­να. Αυ­τή η μυ­ρω­διά Κί­νας… Για­τί θέ­λω να με αγα­πή­σει η Κί­να. Για­τί να σε αγα­πή­σει η Κί­να εί­ναι αδύ­να­τον. Ξέ­ρω ‘γώ; Με­λε­τώ κι­νέ­ζι­κα για να εί­μαι μα­κριά.

ΦΑ­ΒΙΑΝ: Εί­ναι σαν να παύ­εις να υπάρ­χεις;

ΑΝ­ΧΕ­ΛΙ­ΚΑ: Με­ρι­κές φο­ρές σκέ­φτο­μαι ότι δεν έχω ύπαρ­ξη. Έχω μό­νο διάρ­κεια.

ΦΑ­ΒΙΑΝ: Αυ­τό πα­ρα­εί­ναι υπερ­βο­λι­κό.

ΑΝ­ΧΕ­ΛΙ­ΚΑ: Έχω όμως πει­θαρ­χία, ωρά­ρια, δια­δρο­μές. Χά­ρη σ’ αυ­τό μπο­ρεί να γε­ρά­σει κα­νείς χω­ρίς να πε­ρι­μέ­νει τί­πο­τε άλ­λο από τη ζωή.

ΦΑ­ΒΙΑΝ: Κι αν έφτα­νες στο ση­μείο να ερω­τευ­τείς έναν κι­νέ­ζο άντρα;

ΑΝ­ΧΕ­ΛΙ­ΚΑ: Ερω­τεύ­ο­μαι όλους τους κι­νέ­ζους άντρες που βλέ­πω να περ­νούν.

ΦΑ­ΒΙΑΝ: Θα έκα­νες σεξ με όλους τους κι­νέ­ζους άντρες που βλέ­πεις να περ­νούν;

ΑΝ­ΧΕ­ΛΙ­ΚΑ: Ναι! Με τον ένα με­τά τον άλ­λο, χω­ρίς στα­μα­τη­μό. Κα­λά, εί­ναι μια κο­λοσ­σιαία δια­δι­κα­σία, δεν εί­ναι; Ξέ­ρεις; Ένας κι­νέ­ζος άντρας μου πρό­σφε­ρε δου­λειά ως πόρ­νη, πρώ­τα στη Σα­γκάη και με­τά στη Μα­δρί­τη, έψα­χναν ισπα­νί­δες για να γα­μιού­νται με κι­νέ­ζους, μου έδω­σε μά­λι­στα και τη διεύ­θυν­ση του σπι­τιού που έπρε­πε να πάω. Και τό­τε έγρα­ψα στη Λό­λα, και της εί­πα «τι ευ­και­ρία, τι ωραία που θα πε­ρά­σου­με να γα­μιό­μα­στε με κι­νέ­ζους».

ΦΑ­ΒΙΑΝ: Και δέ­χτη­κες τη δου­λειά;

ΑΝ­ΧΕ­ΛΙ­ΚΑ: Όχι.

ΦΑ­ΒΙΑΝ: Εί­ναι οι αντι­φά­σεις στα πλαί­σια της αγά­πης;

ΑΝ­ΧΕ­ΛΙ­ΚΑ: Ακρι­βώς.

ΦΑ­ΒΙΑΝ: Εγώ ανα­φέ­ρο­μαι στο τι θα συ­νέ­βαι­νε αν έφτα­νες στο ση­μείο να ερω­τευ­τείς πραγ­μα­τι­κά έναν κι­νέ­ζο άντρα; Εάν έκα­νες σεξ μα­ζί του πε­ρισ­σό­τε­ρες από μία φο­ρά.

ΑΝ­ΧΕ­ΛΙ­ΚΑ: Όταν ερω­τευό­μα­στε μπο­ρού­με να επι­λέ­ξου­με μό­νο ανά­με­σα στην πει­θαρ­χία ή την τι­μω­ρία. Να απο­μα­κρυν­θού­με και να δια­τη­ρή­σου­με την πει­θαρ­χία. Ή να πλη­σιά­σου­με και να υπο­φέ­ρου­με την τι­μω­ρία.

16. Ο ΟΡ­ΦΕ­ΑΣ ΚΟΙ­ΤΑ­ΖΕΙ ΤΗΝ ΕΥ­ΡΥ­ΔΙ­ΚΗ. Η ΑΝ­ΧΕ­ΛΙ­ΚΑ ΚΟΙ­ΤΑ­ΖΕΙ ΤΗΝ ΚΙ­ΝΑ. Η ΕΥ­ΡΥ­ΔΙ­ΚΗ ΜΕ­ΤΑ­ΤΡΕ­ΠΕ­ΤΑΙ ΣΕ ΠΕ­ΤΡΑ.

THE RED DETACHMENT OF WOMΕN. ΕΝΑ ΜΠΑ­ΛΕ­ΤΟ ΜΕ ΦΙ­ΓΟΥ­ΡΕΣ ΑΠΟ ΠΟΡ­ΣΕ­ΛΑ­ΝΗ


17. PING-PONG DIPLOMACY

Αυ­τή η ιστο­ρία άρ­χι­σε τη δε­κα­ε­τία του 70, επει­δή όμως δεν εί­μα­στε 40 ετών, αλ­λά χι­λί­ων, συ­νε­χί­ζει επί­και­ρη.
Ποιος τολ­μά να εί­ναι κά­τω των χι­λί­ων ετών;
Μι­λάω για την επο­χή του Ping-Pong Diplomacy. «Πρώ­τα φι­λία και ύστε­ρα αντα­γω­νι­σμός», λέ­ει το σύν­θη­μα του Ping-Pong Diplomacy.
Τον Φε­βρουά­ριο του 1972 ο Νί­ξον επι­σκέ­πτε­ται τον Μάο χά­ρη στην Ping-Pong Diplomacy. Τον προ­σκα­λούν στην πα­ρά­στα­ση μί­ας από τις οχτώ όπε­ρες που επι­τρέ­πο­νται στην Κί­να ύστε­ρα από την Πο­λι­τι­στι­κή Επα­νά­στα­ση, The Red Detachment of Women. Το κόκ­κι­νο από­σπα­σμα γυ­ναι­κών.
Την ίδια πε­ρί­ο­δο οι ΗΠΑ βελ­τιώ­νουν στα ερ­γα­στή­ριά τους τον χη­μι­κό πό­λε­μο και ρί­χνουν τό­νους να­πάλμ πά­νω από μι­κρά χω­ριου­δά­κια στο Βιετ­νάμ, και προ­κα­λούν εκα­τομ­μύ­ρια νε­κρούς σε άμα­χο πλη­θυ­σμό, και απο­τε­φρώ­νουν σε πε­ρισ­σό­τε­ρους από 1200 βαθ­μούς Κελ­σί­ου οποια­δή­πο­τε μορ­φή ζω­ής. Και στην Κί­να, αφού πρώ­τα δο­κι­μά­στη­κε ο απε­ριό­ρι­στος εν­θου­σια­σμός και η απε­ριό­ρι­στη κα­τα­στρε­πτι­κή δύ­να­μη της ερυ­θράς φρου­ράς εφή­βων, στην πλειο­ψη­φία τους, βα­δί­ζουν ανά­με­σα στα συ­ντρίμ­μια του ίδιου τους του πο­λι­τι­σμού, και των ίδιων τους των καρ­διών. Ακό­μα και οι ανα­μνή­σεις εί­ναι κά­τι αντιε­πα­να­στα­τι­κό. Το να έχεις ανα­μνή­σεις εί­ναι ενά­ντιο στην επα­νά­στα­ση. Έχει εξα­λει­φθεί κά­θε προ­σω­πι­κό κί­νη­τρο, έως και η πιο απλή σκέ­ψη.
Πολ­λούς τους σκό­τω­σαν στο ξύ­λο. Πολ­λοί πέ­θα­ναν από εξά­ντλη­ση. Πολ­λοί αυ­το­κτό­νη­σαν. Πολ­λούς τους άφη­σαν στη μοί­ρα τους. Πολ­λοί δεν μπό­ρε­σαν να κλά­ψουν. Πολ­λοί δεν μπό­ρε­σαν να κλά­ψουν. Το να διεκ­δι­κή­σεις το πτώ­μα ενός αντιε­πα­να­στά­τη ήταν μια πρά­ξη ενά­ντια στην επα­νά­στα­ση. Πολ­λοί δεν μπό­ρε­σαν να κλά­ψουν. Δεν μπό­ρε­σαν, δεν μπό­ρε­σαν να κλά­ψουν. Οι πιο θαρ­ρα­λέ­οι έκλα­ψαν στα κρυ­φά. Λα­θραία. Πολ­λοί δεν μπό­ρε­σαν να κλά­ψουν.

Η Σε­λίν λέ­ει: «Όταν στους ισχυ­ρούς της γης τους τη δώ­σει και σας αγα­πούν εί­ναι για­τί σκέ­φτο­νται να σας με­τα­τρέ­ψουν σε βο­ρά των κα­νο­νιών, από την αγά­πη ξε­κι­νούν, οι ιθύ­νο­ντες της γης μπο­ρούν να σκέ­φτο­νται τον άν­θρω­πο μό­νο από συμ­φέ­ρον ή από σα­δι­σμό».

Εί­ναι η λα­μπρή επο­χή της Ping-Pong Diplomacy.

Στην επο­χή της Ping-Pong Diplomacy ένας άν­δρας κι­νέ­ζος δεν μπο­ρεί να ερω­τευ­τεί μια λευ­κή γυ­ναί­κα. Μια λευ­κή γυ­ναί­κα εί­ναι ο νού­με­ρο ένα εχθρός.
Ο κι­νέ­ζος άντρας απο­φα­σί­ζει να συ­να­ντη­θεί με τη λευ­κή γυ­ναί­κα που αγα­πά­ει, δε λέ­ει ψέ­μα­τα στην κοι­νό­τη­τα, σέ­βε­ται την κοι­νό­τη­τα, και τους ανα­κοι­νώ­νει: πάω να επι­σκε­φτώ τη γυ­ναί­κα που αγα­πάω. Όμως αυ­τή η γυ­ναί­κα εί­ναι λευ­κή. Ως αντάλ­λαγ­μα για την εξο­μο­λό­γη­σή του, ο νε­α­ρός κι­νέ­ζος δέ­χε­ται πε­ρι­φρό­νη­ση από την οι­κο­γέ­νειά του, από τους ανώ­τε­ρούς του και από ολό­κλη­ρη την κοι­νό­τη­τα. Η αγά­πη για μια λευ­κή γυ­ναί­κα εί­ναι αντιε­πα­να­στα­τι­κή. Αλ­λά ο αρ­χη­γός εί­πε ότι οι αμε­ρι­κά­νοι τώ­ρα εί­ναι φί­λοι μας, απα­ντά­ει ο νε­α­ρός κι­νέ­ζος. Ένας αθλη­τής πρέ­πει μό­νο να παί­ζει και να υπα­κού­ει. Και δεν πρέ­πει να μι­λά­ει με μια λευ­κή γυ­ναί­κα. Μια λευ­κή γυ­ναί­κα εί­ναι μια λευ­κή πα­τσα­βού­ρα.
Τον νε­α­ρό κι­νέ­ζο τον κα­ταγ­γέλ­λει ένας γεί­το­νας στον οποίο χρω­στά­ει λί­γα λε­φτά. Πα­ρα­δό­ξως η αγά­πη για τις μά­ζες πά­ντα υπήρ­ξε μια κα­λή δι­καιο­λο­γία για το ξε­κα­θά­ρι­σμα προ­σω­πι­κών λο­γα­ρια­σμών.
Ο νε­α­ρός κι­νέ­ζος συλ­λαμ­βά­νε­ται. Τον υπο­βάλ­λουν σε μια ανα­κρι­τι­κή δια­δι­κα­σία και σε μια δια­δι­κα­σία αυ­το­κρι­τι­κής.
Ανα­κα­λύ­πτουν ένα τε­τρά­διο όπου ο νε­α­ρός κι­νέ­ζος έχει αρ­χί­σει να γρά­φει ένα ερω­τι­κό γράμ­μα. Επί­σης έχει σκι­τσά­ρει γυ­μνή τη λευ­κή γυ­ναί­κα που αγα­πά­ει. Πι­στεύ­εις ότι αυ­τή η πα­τσα­βού­ρα εί­ναι στην υπη­ρε­σία της επα­νά­στα­σης, στην υπη­ρε­σία των με­γά­λων μα­ζών του λα­ού, στην υπη­ρε­σία του κόμ­μα­τος; Πι­στεύ­εις ότι το να σχε­διά­ζεις γυ­μνή μια λευ­κή γυ­ναί­κα εί­ναι υπέρ της επα­νά­στα­σης; Χρεια­ζό­μα­στε γρα­νά­ζια, δε χρεια­ζό­μα­στε ομορ­φιά.
Καί­νε το γράμ­μα μπρο­στά στα μά­τια του. Και το υπό­λοι­πο τε­τρά­διο. Οι χει­ρο­νο­μί­ες των στρα­τιω­τών επι­δει­κνύ­ουν μια χο­ντρο­κο­πιά απο­λύ­τως επα­να­στα­τι­κή. Η τα­πεί­νω­ση εί­ναι ένα από τα γρα­νά­ζια, βρί­σκε­ται στα θε­μέ­λια της συ­γκρό­τη­σης του νέ­ου κό­σμου.
Το γυ­μνό σώ­μα της λευ­κής γυ­ναί­κας φλέ­γε­ται, σαν ένα σώ­μα κά­τω από τό­νους να­πάλμ. Ακό­μη και οι στά­χτες εί­ναι όμορ­φες, και γι’ αυ­τό τον λό­γο οι στρα­τιώ­τες φτύ­νουν από πά­νω, για να εξα­λεί­ψουν οποια­δή­πο­τε αντιε­πα­να­στα­τι­κή υπό­νοια.
Με­τά την ανά­κρι­ση, ο νε­α­ρός κι­νέ­ζος περ­πα­τά­ει μέ­χρι μια λί­μνη, εκεί περ­νά­ει αρ­κε­τές ώρες, σαν να μπο­ρού­σε να ατε­νί­σει έως κο­ρε­σμού μια γυ­μνή γυ­ναί­κα περ­νά­ει εκεί αρ­κε­τές ώρες θαυ­μά­ζο­ντας την ομορ­φιά της λί­μνης, την αντιε­πα­να­στα­τι­κή ομορ­φιά της λί­μνης, την αντιε­πα­να­στα­τι­κή ομορ­φιά της Κί­νας, την ανυ­πο­λό­γι­στη αντιε­πα­να­στα­τι­κή ομορ­φιά της Κί­νας, την ακα­τά­λυ­τη αντιε­πα­να­στα­τι­κή ομορ­φιά της Κί­νας. Φα­ντά­ζε­ται το πέ­ος του να εισ­δύ­ει στο κορ­μί της λευ­κής γυ­ναί­κας, εκ­σπερ­μα­τώ­νει, μά­χε­ται τη βία του Κρά­τους με το σπέρ­μα του, και τε­λι­κά βυ­θί­ζε­ται στο νε­ρό μέ­χρι που πε­θαί­νει. Δεν αυ­το­κτο­νεί. Αυ­το­ε­κτε­λεί­ται επει­δή εί­ναι ενά­ντιος στην επα­νά­στα­ση. Επει­δή δε νιώ­θει ικα­νός να ζει χω­ρίς κά­τι όμορ­φο μπρο­στά στα μά­τια του. Αυ­το­ε­κτε­λεί­ται επει­δή σκέ­φτε­ται αδιά­κο­πα τη λευ­κή γυ­ναί­κα. Επει­δή επι­θυ­μεί να κρυ­φτεί μέ­σα στη σάρ­κα της. Για­τί η αγά­πη για μια λευ­κή γυ­ναί­κα εί­ναι ενά­ντια στην οι­κο­γέ­νειά του, ενά­ντια στους ανώ­τε­ρούς τους, και ενά­ντια στην κοι­νό­τη­τα. Και αυ­τός σέ­βε­ται την οι­κο­γέ­νειά του, τους ανώ­τε­ρούς του, και την κοι­νό­τη­τα. Η μο­να­δι­κή πι­θα­νή αγά­πη εί­ναι η αγά­πη για τις μά­ζες. Και ο νε­α­ρός κι­νέ­ζος εί­ναι απλώς ένας άντρας μό­νος. Ένας άντρας μό­νος. Και η μο­να­ξιά εί­ναι απο­λύ­τως αντιε­πα­να­στα­τι­κή. Εν συ­ντο­μία, η ζωή εί­ναι απο­λύ­τως αντιε­πα­να­στα­τι­κή. Η ζωή ισού­ται με το έγκλη­μα.

Υπάρ­χει κά­τι χει­ρό­τε­ρο από τον πό­λε­μο.
Όταν ολό­κλη­ρη η ζωή με­τα­τρέ­πε­ται σ’ ένα έγκλη­μα.
Ένας από τους βο­ρειο­α­με­ρι­κα­νούς παί­κτες του πινγκ-πονγκ, συμ­με­τέ­χων στην Ping-Pong Diplomacy, όταν επέ­στρε­ψε στη χώ­ρα του εί­πε για την Κί­να: «Ο λα­ός εί­ναι μια ενό­τη­τα, πι­στεύ­ουν πραγ­μα­τι­κά στον μα­οϊ­σμό».
Ο ίδιος παί­κτης του πινγκ-πονγκ, συμ­με­τέ­χων στην Ping-Pong Diplomacy, επί­σης εί­πε όταν επέ­στρε­ψε: «Η Κί­να εί­ναι μια πο­λύ όμορ­φη χώ­ρα».
Και όταν τε­λεί­ω­σαν τα χει­ρο­κρο­τή­μα­τα της Ping-Pong Diplomacy έμει­νε μο­νά­χα η ύπαρ­ξη.
Η ιστο­ρία εί­ναι η γη­τεύ­τρα της οδύ­νης.
Η αλή­θεια δεν έχει να κά­νει ού­τε με τον νό­μο ού­τε με τη δι­καιο­σύ­νη.
Εκεί όπου δε χρειά­ζε­ται η ομορ­φιά δια­πράτ­το­νται πε­ρισ­σό­τε­ρες δο­λο­φο­νί­ες.
Η βλα­κεία δο­λο­φο­νεί.

Στις 8 Μα­ΐ­ου του 1945, μπου­χτι­σμέ­νοι πια από αί­μα, οι γερ­μα­νοί στρα­τιώ­τες δε σκέ­φτη­καν να κά­νουν με­γα­λύ­τε­ρη βαρ­βα­ρό­τη­τα, με­γα­λύ­τε­ρη επί­δει­ξη δύ­να­μης, από το να κα­τα­στρέ­ψουν 20 καμ­βά­δες του Κλιμτ, τους πιο ωραί­ους. Σε έναν από εκεί­νους τους καμ­βά­δες η αλή­θεια εμ­φα­νι­ζό­ταν χω­ρι­στά από τον νό­μο και από τη δι­καιο­σύ­νη. Το έκα­ναν τη μέ­ρα ακρι­βώς που ο δεύ­τε­ρος πα­γκό­σμιος πό­λε­μος θε­ω­ρή­θη­κε λή­ξας. Λες και οι βάρ­βα­ροι να εί­χαν διαι­σθαν­θεί ότι αυ­τή εί­ναι η πραγ­μα­τι­κή εξο­λό­θρευ­ση του αν­θρώ­πι­νου, και όχι τα 50 εκα­τομ­μύ­ρια νε­κροί. Η πραγ­μα­τι­κή εξο­λό­θρευ­ση του αν­θρώ­πι­νου βρι­σκό­ταν στο να αφή­σουν τις επερ­χό­με­νες γε­νιές χω­ρίς αρ­κε­τή ομορ­φιά για την πρό­σλη­ψη του κό­σμου, για την κα­τα­νό­η­ση αυ­τής της θλι­βε­ρής λά­σπης από την οποία εί­μα­στε κα­μω­μέ­νοι.
Εκεί όπου δε χρειά­ζε­ται η ομορ­φιά δια­πράτ­το­νται πε­ρισ­σό­τε­ρες δο­λο­φο­νί­ες.
Οι με­γά­λες επι­δεί­ξεις εξου­σί­ας δε συ­νί­στα­νται στην εξό­ντω­ση αν­θρώ­πι­νων ζω­ών, συ­νί­στα­νται στην εξό­ντω­ση της ατε­λεί­ω­της ομορ­φιάς που μπό­ρε­σε να δη­μιουρ­γή­σει ο άν­θρω­πος.
Εκεί όπου δε χρειά­ζε­ται η ομορ­φιά δια­πράτ­το­νται πε­ρισ­σό­τε­ρες δο­λο­φο­νί­ες.
Αυ­τό που έχει ση­μα­σία δεν εί­ναι να ξέ­ρου­με αν οι αρ­χαί­οι καλ­λι­γρά­φοι έκλαι­γαν ή γε­λού­σαν, αυ­τό που έχει ση­μα­σία εί­ναι τα δι­κά μας τα δά­κρυα μπρο­στά σε ό,τι εκεί­νοι άφη­σαν.

18. ΧΟ­ΡΟΣ ΣΤΗΝ ΠΛΑ­ΤΕΙΑ ΤΙΕ­ΝΑΝ­ΜΕΝ

19. Η ΑΠΟΥ­ΣΙΑ ΤΗΣ ΟΜΟΡ­ΦΙΑΣ.
ΤΙ ΘΑ ΚΑ­ΝΩ ΧΩ­ΡΙΣ ΤΗΝ ΕΥ­ΡΥ­ΔΙ­ΚΗ;

ΑΝ­ΧΕ­ΛΙ­ΚΑ: Αυ­τή ήταν η μό­νη όμορ­φη στιγ­μή ετού­του του έρ­γου. Ίσως η μο­να­δι­κή στιγ­μή που άξι­ζε τον κό­πο.

Σε αυ­τό το ση­μείο έμπαι­νε στη σκη­νή μια κι­νέ­ζα γυ­ναί­κα. Ερ­μή­νευε τρία πα­νέ­μορ­φα κομ­μά­τια πα­ρα­δο­σια­κής κι­νέ­ζι­κης μου­σι­κής.

Ο ηλί­θιος σκο­πός μου ήταν να αντι­πα­ρα­βά­λω την ομορ­φιά με την ελευ­θε­ρία. Ή να κα­τα­πο­λε­μή­σω την κα­τα­στο­λή μέ­σω της ομορ­φιάς. Να προ­σπα­θή­σω ώστε το αλη­θι­νό, το ωραίο και το αγα­θό να γί­νουν το ίδιο πράγ­μα. Ακό­μα πι­στεύω σ’ αυ­τό με­ρι­κές φο­ρές. Το αλη­θι­νό, το αγα­θό και το ωραίο.

Κα­τά τη διάρ­κεια της δεύ­τε­ρης πρό­βας μάς εξή­γη­σε ότι φο­βό­ταν να μην την κα­ταγ­γεί­λουν στην κι­νέ­ζι­κη Κυ­βέρ­νη­ση ή στις κι­νέ­ζι­κες αρ­χές για τη συμ­με­το­χή της σε αυ­τό το έρ­γο. Μας εί­πε ότι υπήρ­χε πο­λύς κό­σμος στη φυ­λα­κή.

Μας ρώ­τη­σε αν υπήρ­χαν κι­νέ­ζοι δη­μο­σιο­γρά­φοι στα θέ­α­τρα. Και τι θα συ­νέ­βαι­νε αν την έβλε­πε κά­ποιος κι­νέ­ζος αστυ­νο­μι­κός.

Για να μπο­ρώ να μι­λάω μα­ζί της έμα­θα τέσ­σε­ρις λέ­ξεις:

Πο­λι­τι­κή – τσόν­τσουά – 政策

Ελευ­θε­ρία – τσί­γιό – 自由

Ωραίο – με­εΐ – 美丽

Ομορ­φιά – μει­ρόνγκ – 美容

Εκεί­νη μας ζή­τη­σε να της αλ­λά­ξου­με το όνο­μα. Μας ζή­τη­σε να την κρύ­ψου­με πί­σω από ένα ύφα­σμα, με τέ­τοιο τρό­πο ώστε αυ­τό που θα φαι­νό­ταν να ήταν μια σκιά και να μην απο­κα­λυ­πτό­ταν η ταυ­τό­τη­τά της. Η οι­κο­γέ­νειά της της εί­πε: «Μπο­ρείς να εί­σαι στη σκη­νή αλ­λά να μην ακούς τί­πο­τα, να μην κοι­τά­ζεις το άτο­μο που σου δια­βά­ζει το βι­βλίο, να μη γνέ­φεις ναι ή όχι με το κε­φά­λι, να μην κά­νεις κα­μιά χει­ρο­νο­μία, να μην ακούς, μό­νο να παί­ζεις μου­σι­κή».

Τε­λι­κά ο φό­βος μή­πως την κα­ταγ­γεί­λουν και η αγω­νία ήταν τό­σο φρι­κτά που απο­φά­σι­σε να μη συμ­με­τέ­χει στο έρ­γο. Το απο­φά­σι­σε σε συν­θή­κες τε­ρά­στιας οδύ­νης και πι­κρών δα­κρύ­ων. Μας ζή­τη­σε συγ­γνώ­μη πολ­λές φο­ρές. Πολ­λές φο­ρές. Εί­ναι μια υπέ­ρο­χη γυ­ναί­κα.

Μας εί­πε: «Όλα όσα εσείς δι­η­γεί­στε στο θέ­α­τρο εγώ τα ξέ­ρω, εί­ναι αλή­θεια. Αλ­λά δεν μπο­ρώ να μι­λάω άσχη­μα για την Κί­να».

Μας δι­η­γή­θη­κε πώς κα­τά την Πο­λι­τι­στι­κή Επα­νά­στα­ση –αυ­τή τώ­ρα εί­ναι 62 χρο­νών και έζη­σε εκεί­νη την επο­χή όταν ήταν έφη­βη– τρέ­φο­νταν με τα εντό­σθια από τα σφα­γεία ζώ­ων, με κε­φά­λια από γα­ρί­δες και με πό­δια από κο­τό­που­λα, και η οι­κο­γέ­νειά της ήταν τυ­χε­ρή γι’ αυ­τό. Μας μί­λη­σε για την πεί­να. Μας εί­πε ότι τα πα­νε­πι­στή­μια έκλει­σαν και η αδελ­φή της δεν μπό­ρε­σε να σπου­δά­σει. Μας εί­πε ότι ακού­γο­νταν πολ­λοί πυ­ρο­βο­λι­σμοί. Αλ­λά δεν μπο­ρού­σε να μι­λή­σει άσχη­μα για την Κί­να.

Μας ρώ­τη­σε, γε­μά­τη αγω­νία, ιδρώ­νο­ντας, δεί­χνο­ντας το βι­βλίο του Γκάο Ξιν­γκ­γιάν: «Όλα όσα σας δι­η­γού­μαι εγώ εί­ναι γραμ­μέ­να σε αυ­τό το βι­βλίο;». Της απά­ντη­σα ναι, όλα εί­ναι γραμ­μέ­να σ’ αυ­τό το βι­βλίο.

Επί­σης μας εί­πε πως μια μέ­ρα οι ερυ­θρο­φρου­ροί έβγα­λαν από το σχο­λείο έναν κα­θη­γη­τή μου­σι­κής και τον τα­πεί­νω­σαν δη­μο­σί­ως, με τα χέ­ρια του τε­ντω­μέ­να προς τα πί­σω, υπό την πα­ρου­σία των μα­θη­τών του. Εκεί­νη ήταν 12 χρο­νών και θυ­μά­ται ότι έτρε­χαν τα δά­κρυά της όσο έβλε­πε πώς κα­κο­ποιού­σαν τον κα­θη­γη­τή της. Και επί­σης υπέ­φε­ρε πο­λύ όταν εί­δε στις πρό­βες ότι εμείς ανα­πα­ρά­γα­με τις σκη­νές των δη­μό­σιων τα­πει­νώ­σε­ων. Αλ­λά δεν μπο­ρού­σε να μι­λή­σει άσχη­μα για την Κί­να.

Όλα όσα εσείς κά­νε­τε στο θέ­α­τρο εγώ τα ξέ­ρω, εί­ναι αλή­θεια. Αλ­λά δεν μπο­ρώ να μι­λή­σω άσχη­μα για την Κί­να.

Επί­σης εί­πε με μια τρο­με­ρή αφέ­λεια, φυ­σι­κό προ­ϊ­όν της άγνοιας, ότι ο Μάο βρί­σκε­ται ακό­μα στο Πε­κί­νο και πρέ­πει να τον σε­βό­μα­στε. Δε μου αρέ­σει όταν τρώ­τε τα­λια­τέ­λες με τέ­τοιο τρό­πο μπρο­στά του. Δεν μπο­ρού­με να μι­λά­με άσχη­μα για τον Μάο. Δεν μπο­ρού­με να μι­λά­με άσχη­μα για την Κί­να. Μας εί­πε, για πα­ρά­δειγ­μα, ότι στην Ισπα­νία πρέ­πει να σε­βό­μα­στε τον Φράν­κο, και εγώ της απά­ντη­σα, εγώ δε σέ­βο­μαι τον Φράν­κο, κι εκεί­νη ρώ­τη­σε, μι­λά­τε άσχη­μα για τον Φράν­κο; Ναι, για τον Φράν­κο μό­νο άσχη­μα μπο­ρού­με να μι­λά­με. Μι­λά­τε άσχη­μα για την Ισπα­νία; Ναι, όταν χρειά­ζε­ται να μι­λά­με άσχη­μα για την Ισπα­νία μι­λά­με άσχη­μα για την Ισπα­νία.

Επί­σης μας εί­πε ότι σε με­ρι­κούς πο­λύ κα­λούς παί­κτες του πινκγ-πονκγ δεν επι­τρά­πη­κε να πά­νε στους Ολυ­μπια­κούς εξαι­τί­ας της πο­λι­τι­κής τους ιδε­ο­λο­γί­ας. Αλ­λά δεν μπο­ρού­σε, δεν μπο­ρού­σε, δεν μπο­ρού­σε να μι­λά­ει άσχη­μα για την Κί­να. Εκεί­νη έλε­γε ότι το να μι­λάς άσχη­μα για την Κί­να θα ήταν σαν να μι­λάς άσχη­μα για τη μη­τέ­ρα της. Η οι­κο­γέ­νειά της της εί­πε επί­σης: «Δεν μπο­ρείς να μι­λάς άσχη­μα για την Κί­να». Οι φί­λοι της επί­σης της εί­παν: «Δεν μπο­ρείς να μι­λάς άσχη­μα για την Κί­να».

Το τε­λευ­ταίο που διά­βα­σα στον τύ­πο εί­ναι ότι στην Κί­να μπο­ρεί να φας 10 χρό­νια φυ­λα­κή για το εξής: «Επί­θε­ση και λοι­δο­ρία στο πο­λι­τι­κό και κοι­νω­νι­κό κι­νέ­ζι­κο κομ­μου­νι­στι­κό σύ­στη­μα». Οι οι­κο­γέ­νειες λέ­νε πως όταν οι κρα­τού­με­νοι εκτί­ουν την ποι­νή τους βγαί­νουν από μια μι­κρή φυ­λα­κή για να μπουν σε μια άλ­λη με­γα­λύ­τε­ρη, που εί­ναι η Κί­να. Θυ­μή­θη­κα ότι στις πρώ­τες πρό­βες ο Φα­βιάν εί­πε: «Η Κί­να εί­ναι η με­γα­λύ­τε­ρη φυ­λα­κή του κό­σμου». Αυ­τό που δεν ξέ­ρα­με εί­ναι ότι η φυ­λα­κή, ο τρό­μος, θα έφτα­νε μέ­χρι τον χώ­ρο της πρό­βας, μέ­χρι τη Μα­δρί­τη. Οι οι­κο­γέ­νειες λέ­νε ότι η αστυ­νο­μία τους πα­ρα­κο­λου­θεί, τους βι­ντε­ο­σκο­πεί…

Για εμάς εί­ναι πο­λύ εύ­κο­λο να μι­λά­με για όλα αυ­τά. Για εμάς εί­ναι πο­λύ εύ­κο­λο να μι­λά­με για πο­λι­τι­κή. Το να μι­λά­με για πο­λι­τι­κή εί­ναι το πιο εύ­κο­λο πράγ­μα στον κό­σμο.

Έτσι έγι­νε και ο χώ­ρος, που εμείς εί­χα­με προ­ο­ρί­σει για την ομορ­φιά, τη μου­σι­κή, την ελευ­θε­ρία, μιάν­θη­κε για πά­ντα από την κα­τα­στο­λή, τον κομ­μου­νι­σμό, και έγι­νε η αντα­νά­κλα­ση του φό­βου, της ατί­μω­σης, και της βά­ναυ­σης εξο­λό­θρευ­σης του κό­σμου της έκ­φρα­σης, για μια ακό­μη φο­ρά, μέ­σω του τρό­μου.

Η πρώ­τη φο­ρά που η κι­νέ­ζα γυ­ναί­κα εί­δε τις ει­κό­νες της πλα­τεί­ας Τιε­ναν­μέν ήταν στον χώ­ρο της πρό­βας του Πινγκ-Πονγκ, στη Μα­δρί­τη. Ανα­γνώ­ρι­σε την πλα­τεία, αλ­λά όχι τα γε­γο­νό­τα. Δεν ήξε­ρε τί­πο­τα για τον άν­θρω­πο του τανκ. Πολ­λοί κι­νέ­ζοι όταν βλέ­πουν τις ει­κό­νες ανα­γνω­ρί­ζουν την πλα­τεία αλ­λά δεν ανα­γνω­ρί­ζουν τα γε­γο­νό­τα, δεν ξέ­ρουν ότι αυ­τό συ­νέ­βη.

Χω­ρίς να ήταν ο σκο­πός μας ανα­πα­ρά­χθη­κε η ιστο­ρία του Ορ­φέα και της Ευ­ρυ­δί­κης με την οποία ξε­κι­νή­σα­με το έρ­γο. Η ιστο­ρία θα ήταν πά­νω κά­τω έτσι: αγα­πάς τό­σο πο­λύ την Κί­να που προ­σπα­θείς να την τρα­βή­ξεις από το βα­σί­λειο των σκιών, αλ­λά όταν εί­σαι πια στο τσακ για να φτά­σεις στο κα­τώ­φλι της ζω­ής, γυρ­νάς το κε­φά­λι για να κοι­τά­ξεις, για να κοι­τά­ξεις βα­θιά την αντιε­πα­να­στα­τι­κή ομορ­φιά της Κί­νας, και η Κί­να εξα­φα­νί­ζε­ται για μια ακό­μη φο­ρά στο βα­σί­λειο των σκιών.

Η κι­νέ­ζα γυ­ναί­κα μού ζή­τη­σε μια ηχο­γρά­φη­ση της άριας της όπε­ρας Ορ­φέ­ας και Ευ­ρυ­δί­κη, του Γκλουκ, «Τι θα κά­νω χω­ρίς την Ευ­ρυ­δί­κη;» («Che farò senza Euridice?»). Της φαι­νό­ταν εξαί­σια και ήθε­λε να μπο­ρέ­σει να την τρα­γου­δή­σει κά­ποια μέ­ρα.

Εκεί­νη τη στιγ­μή, η Λό­λα εξη­γού­σε στην κι­νέ­ζα γυ­ναί­κα ποιος εί­ναι ο Γκάο Ξιν­γκ­γιάν, και της διά­βα­σε ένα από­σπα­σμα από Το βι­βλίο ενός άντρα μό­νου. Ένα βι­βλίο απα­γο­ρευ­μέ­νο από την Κυ­βέρ­νη­ση του Πε­κί­νου.

Πινγκ-Πονγκ

20. ΓΚΑΟ ΧΙΝ­ΓΚ­ΓΙΑΝ.
ΤΟ ΒΙ­ΒΛΙΟ ΕΝΟΣ ΑΝΤΡΑ ΜΟ­ΝΟΥ


ΛΟ­ΛΑ: Ο Γκάο Ξιν­γκ­γιάν, κα­τά τη διάρ­κεια της Πο­λι­τι­στι­κής Επα­νά­στα­σης, στάλ­θη­κε σε ένα στρα­τό­πε­δο με­τεκ­παί­δευ­σης και εξα­να­γκά­στη­κε να κά­ψει και να θά­ψει ένα με­γά­λο μέ­ρος από τα κεί­με­νά του. Τη δε­κα­ε­τία του ’80 κά­νουν πρε­μιέ­ρα τα έρ­γα του στο Πε­κί­νο και τον ίδιο χρό­νο η εκ­στρα­τεία «ενά­ντια στη δια­νοη­τι­κή ρύ­παν­ση» που ξε­κί­νη­σε η κι­νέ­ζι­κη Κυ­βέρ­νη­ση του προ­κα­λεί πολ­λά προ­βλή­μα­τα με τη λο­γο­κρι­σία, και το ’86 του απα­γο­ρεύ­ουν να ανε­βά­σει τα έρ­γα του. Το ’87 φεύ­γει για το Πα­ρί­σι και γί­νε­ται πο­λι­τι­κός πρό­σφυ­γας και, έπει­τα από τη σφα­γή στην πλα­τεία Τιε­ναν­μέν το ’89, φεύ­γει από το κομ­μου­νι­στι­κό κόμ­μα, μπαί­νει στο κι­νέ­ζι­κο κί­νη­μα αντι­φρο­νού­ντων, γί­νε­ται γάλ­λος πο­λί­της και δεν επι­στρέ­φει πο­τέ ξα­νά στην Κί­να, ού­τε θέ­λει να ξέ­ρει τί­πο­τα για την Κί­να. Στο βι­βλίο μά­λι­στα λέ­ει ότι εί­ναι ήδη αη­δια­σμέ­νος, ότι ού­τε καν αντι­φρο­νούν δε θέ­λει να εί­ναι πια. Ότι θέ­λει να κά­νει έρω­τα με όμορ­φες γυ­ναί­κες. Να νιώ­θει ηδο­νή και τί­πο­τα πα­ρα­πά­νω. Το έτος 2000 του απο­νέ­μουν το Βρα­βείο Νό­μπελ Λο­γο­τε­χνί­ας και αυ­τή την εί­δη­ση την υπο­δέ­χο­νται οι πο­λι­τι­κοί αξιω­μα­τού­χοι της Κί­νας με με­γά­λη αγα­νά­κτη­ση. Αι­σθά­νο­νται εξυ­βρι­σμέ­νοι από αυ­τό το βρα­βείο. Και τα μέ­σα μα­ζι­κής επι­κοι­νω­νί­ας στην Κί­να απο­σιω­πούν το γε­γο­νός ότι απέ­νει­μαν το Βρα­βείο Νό­μπελ Λο­γο­τε­χνί­ας σε έναν κι­νέ­ζο άντρα. Αυ­τό το βι­βλίο το έγρα­ψε στη Γαλ­λία πια. Έχει τί­τλο Το βι­βλίο ενός άν­δρα μό­νου, εί­ναι απα­γο­ρευ­μέ­νο στην Κί­να, και αυ­τό εί­ναι μέ­ρος των όσων λέ­ει:

«Η ελευ­θε­ρία δε δί­νε­ται, δεν αγο­ρά­ζε­ται, μάλ­λον εί­ναι η δι­κή σου συ­νεί­δη­ση για τη ζωή, η τέρ­ψη της ζω­ής σου. Γεύ­σου αυ­τή την ελευ­θε­ρία όπως την ηδο­νή που αι­σθά­νε­σαι όταν κά­νεις σαρ­κι­κό έρω­τα με μια όμορ­φη γυ­ναί­κα. Δεν εί­ναι το ίδιο;
»Η ελευ­θε­ρία δεν ανέ­χε­ται ού­τε την αγιο­σύ­νη ού­τε τη δι­κτα­το­ρι­κή εξου­σία. Δε θέ­λεις να ξέ­ρεις τί­πο­τα ού­τε για το ένα ού­τε για το άλ­λο, και, ού­τως ή άλ­λως, ού­τε και θα μπο­ρού­σες να τα απο­κτή­σεις· αντί να κά­νεις μια με­γά­λη προ­σπά­θεια για να κα­τα­φέ­ρεις κά­τι, εί­ναι κα­λύ­τε­ρο να έχεις ελευ­θε­ρία.
»Πριν πού­με ότι ο Βού­δας εί­ναι μέ­σα σου, κα­λύ­τε­ρα να πού­με ότι η ελευ­θε­ρία εί­ναι μέ­σα σου. Η ελευ­θε­ρία πο­τέ δεν εκ­πο­ρεύ­ε­ται από κά­ποιον άλ­λο, αν σκε­φτείς το βλέμ­μα των άλ­λων, αν ανα­ζη­τάς την επι­δο­κι­μα­σία τους, και αν βγά­ζεις όμορ­φους λό­γους για να τους δια­σκε­δά­σεις, θα προ­σαρ­μο­στείς στα γού­στα τους· αυ­τό που θα απο­λαύ­σεις δε θα εί­σαι εσύ και θα έχεις χά­σει την ελευ­θε­ρία σου.
»Η ελευ­θε­ρία δεν αφο­ρά τους άλ­λους, δε χρειά­ζε­ται να την ανα­γνω­ρί­σει κα­νείς, θα μπο­ρέ­σεις να την απο­κτή­σεις μό­νο αν ξε­πε­ρά­σεις τους κα­τα­να­γκα­σμούς των άλ­λων, έτσι όπως συμ­βαί­νει με την ελευ­θε­ρία της έκ­φρα­σης. Η ελευ­θε­ρία μπο­ρεί να εμ­φα­νι­στεί με τη μορ­φή του πό­νου και της θλί­ψης, αν αυ­τά τα συ­ναι­σθή­μα­τα δεν την πνί­ξουν. Πα­ρ’ όλο που εί­ναι βυ­θι­σμέ­νη σε αυ­τά μπο­ρείς ακό­μα να τη δια­κρί­νεις. Ο πό­νος και η θλί­ψη επί­σης εί­ναι ελεύ­θε­ρα. Χρειά­ζε­σαι έναν ελεύ­θε­ρο πό­νο και μια ελεύ­θε­ρη θλί­ψη, εάν αξί­ζει τον κό­πο να ζού­με για κά­τι εί­ναι γι’ αυ­τή την ελευ­θε­ρία που τε­λι­κά σου πα­ρέ­χει χα­ρά και γα­λή­νη».

21. ΤΟ ΠΙΝΓΚ-ΠΟΝΓΚ ΕΙ­ΝΑΙ ΤΟ ΕΘΝΙ­ΚΟ ΑΘΛΗ­ΜΑ ΣΤΗΝ ΚΙ­ΝΑ


Το πινγκ-πονγκ σή­με­ρα εί­ναι το εθνι­κό άθλη­μα στην Κί­να.

Οι κι­νέ­ζι­κες αρ­χές αθλη­τι­σμού έχουν επι­βά­λει στους παί­κτες τους αυ­στη­ρούς κώ­δι­κες συ­μπε­ρι­φο­ράς. Πέ­ρυ­σι έξι μέ­λη της εθνι­κής ομά­δας απο­κλεί­στη­καν για­τί πα­ρα­βί­α­σαν έναν από τους βα­σι­κούς κα­νό­νες: «Να δια­τη­ρούν ερω­τι­κές σχέ­σεις με τις συ­ντρό­φους τους».

22. Η ΠΑΡΗΓΟΡΙΑ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΧΑΔΙ ΣΤΟ ΤΙΠΟΤΑ.
ΚΑΙ Η ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΗΣ ΜΗΧΑΝΗΣ ΠΟΥ ΕΚΤΟΞΕΥΕΙ ΜΠΑΛΕΣ

23. ΚΙΝΕΖΙΚΕΣ ΤΑΛΙΑΤΕΛΕΣ.
ΑΠΙΣΤΙΑ. ΝΑΤ ΚΙΝΓΚ ΚΟΟΥΛ

Γυναίκα,
αν εσύ μπορείς να μιλάς με τον Θεό,
ρώτησέ τον αν εγώ καμιά φορά
έπαψα να σ’ αγαπώ.
Και τη θάλασσα,
καθρέφτη της καρδιάς μου,
πόσες φορές με είδε να θρηνώ
την απιστία της αγάπης σου…
Σ’ έψαξα όπου κι αν πάω
και δεν μπορώ να σε βρω,
γιατί να θέλω άλλα φιλιά
αφού τα χείλη σου δε θέλουν πια να με φιλούν.
Κι εσύ,
ποιος ξέρει πού να γυρνάς,
ποιος ξέρει τι περιπέτειες να έχεις,
πόσο μακριά μου είσαι…!
Σ’ έψαξα όπου κι αν πάω
και δεν μπορώ να σε βρω,
γιατί να θέλω άλλα φιλιά
αφού τα χείλη σου δε θέλουν πια να με φιλούν.
Κι εσύ,
ποιος ξέρει πού να γυρνάς,
ποιος ξέρει τι περιπέτειες να έχεις,
πόσο μακριά μου είσαι…!
Μακριά μου…!
Μακριά μου…!

24. ΚΙ­ΝΕ­ΖΙ­ΚΕΣ ΤΑ­ΛΙΑ­ΤΕ­ΛΕΣ. ΜΑ­ΡΙΑ ΕΛΕ­ΝΑ

ΑΝ­ΧΕ­ΛΙ­ΚΑ: Πό­σο παίρ­νει για να γί­νουν οι κι­νέ­ζι­κες τα­λια­τέ­λες;

ΟΛΟΙ: Μια Μα­ρία Ελέ­να!!!


25. ΚΙ­ΝΕ­ΖΙ­ΚΕΣ ΤΑ­ΛΙΑ­ΤΕ­ΛΕΣ
. SIBONEY

26. ΚΙ­ΝΕ­ΖΙ­ΚΕΣ ΤΑ­ΛΙΑ­ΤΕ­ΛΕΣ. ΑΠΙ­ΣΤΙΑ. DAYS OF BEING WILDE. LOVING LESLIE CHEUNG

27. ΘΡΗ­ΝΟΣ

ΣΙ­ΝΤΟ: Για­τί έγρα­ψες αυ­τό τον χα­ρα­κτή­ρα; Τι ση­μαί­νει;

ΑΝ­ΧΕ­ΛΙ­ΚΑ: Αυ­τό εί­ναι δύο στό­μα­τα και αυ­τό από κά­τω εί­ναι ένας σκύ­λος , ένας κο­πρί­της, ένα αδέ­σπο­το. Εί­ναι δυο στό­μα­τα πά­νω σ’ ένα σκύ­λο και ση­μαί­νει θρή­νος.

ΣΙ­ΝΤΟ: Θρή­νος.

ΑΝ­ΧΕ­ΛΙ­ΚΑ: Θρή­νος.

——————— ϟ ———————

Σημ.: Η με­τά­φρα­ση ακο­λού­θη­σε την έκ­δο­ση του έρ­γου από το βι­βλίο El centro del mundo, Συλ­λο­γή Libros Robados, Σε­γκό­βια 2014, του εκ­δο­τι­κού οί­κου La uÑa RoTa.
Copyright για τους στί­χους των τρα­γου­διών: Mao-Mao Gérard Hugé, Gérard Guégan και Claude Channes. Perfidia Alberto Domínguez Borrás. Copyright για τη με­τά­φρα­ση του απο­σπά­σμα­τος από το βι­βλίο El libro de un hombre solo, του Gao Xingjian Xin Fei και José Luis Sánchez (Εκ­δό­σεις del Bronce, 2002· Debols!llo, 2012).
Το Ping Pang Qiu έκα­νε πρε­μιέ­ρα στην αί­θου­σα Verde των Θε­ά­τρων του Κα­νάλ της Μα­δρί­της στις 14 Φε­βρουα­ρί­ου του 2013 στα πλαί­σια του Festival de Otoño a Primavera.

——————— ϟ ———————

Αν­χέ­λι­κα Λί­ντελ (Angélica Liddell) εί­ναι το ψευ­δώ­νυ­μο της κα­τα­λα­νής δρα­μα­τουρ­γού και περ­φόρ­μερ που εκ­προ­σω­πεί σή­με­ρα την πλέ­ον πρω­το­πο­ρια­κή σκη­νή του σύγ­χρο­νου ισπα­νι­κού θε­ά­τρου, εξ αι­τί­ας του ύφους της αλ­λά και χά­ρη στα θέ­μα­τα με τα οποία κα­τα­πιά­νε­ται.
Μο­να­χο­κό­ρη, με πα­τέ­ρα στρα­τιω­τι­κό, άρ­χι­σε να γρά­φει δρα­μα­τι­κές ιστο­ρί­ες από την παι­δι­κή της ηλι­κία. Έκα­νε μου­σι­κές σπου­δές στο Βα­σι­λι­κό Ωδείο της Μα­δρί­της, αλ­λά δεν τις ολο­κλή­ρω­σε για να σπου­δά­σει τε­λι­κά ψυ­χο­λο­γία και δρα­μα­τι­κή τέ­χνη. Σκη­νο­θε­τεί η ίδια τις πα­ρα­στά­σεις της, και εκτός από θέ­α­τρο γρά­φει ποί­η­ση και πρό­ζα, ενώ αντι­με­τω­πί­ζει την τέ­χνη ως «μια στιγ­μή ατο­μι­κής επι­φοί­τη­σης απέ­να­ντι στο ανε­ξή­γη­το».
Το 1988 κέρ­δι­σε το πρώ­το της βρα­βείο ως δρα­μα­τουρ­γός, και το 1993 συ­γκρό­τη­σε τη θε­α­τρι­κή ομά­δα Atra Bilis μα­ζί με τον Γου­μερ­σί­ντο Πού­τσε. Έκτο­τε έχει κερ­δί­σει πολ­λά βρα­βεία και δια­κρί­σεις για τη δου­λειά της, όπως το Βρα­βείο Valle Inclán, το Εθνι­κό Βρα­βείο Δρα­μα­τι­κής Λο­γο­τε­χνί­ας, Βρα­βείο Νε­ω­τε­ρι­στι­κής Δρα­μα­τουρ­γί­ας Casa de América, Αση­μέ­νιο Λέ­ο­ντα στην Μπιε­νά­λε Θε­ά­τρου της Βε­νε­τί­ας, Τι­μη­τι­κή Διά­κρι­ση Lope de Vega, κ.ά.
Επη­ρε­α­σμέ­νη από τον γάλ­λο φι­λό­σο­φο Ζακ Ντε­ρι­ντά η Αν­χέ­λι­κα Λί­ντελ πι­στεύ­ει πως η δρα­μα­τι­κή θυ­σία, ως κα­τα­λύ­της για τη δρα­μα­τι­κή πρά­ξη, συ­ντε­λεί­ται όταν η πραγ­μα­τι­κή ζωή διεισ­δύ­ει μέ­σα στο θέ­α­τρο. Γι’ αυ­τό και τα θέ­μα­τα που την απα­σχο­λούν πε­ρι­στρέ­φο­νται γύ­ρω από την οι­κο­γέ­νεια, την εξου­σία, τον θά­να­το, τον έρω­τα, το σεξ, τις σχέ­σεις βί­ας, την αί­σθη­ση θρη­σκευ­τι­κό­τη­τας, το στοι­χείο της θυ­σί­ας, τον μύ­θο ως πρω­το­γε­νές υλι­κό, τον αν­θρώ­πι­νο πό­νο, το πέν­θος, την τε­λε­τουρ­γία, την πο­λι­τι­κή, κλπ. Οι ανα­ζη­τή­σεις της πά­νω σε αυ­τές τις θε­μα­τι­κές πραγ­μα­τώ­νο­νται μέ­σα από τη θε­α­τρι­κή της γρα­φή και τη σκη­νι­κή της γλώσ­σα.

Το Πινγκ-Πονγκ (Ping Pang Qiu) εί­ναι το δεύ­τε­ρο έρ­γο από μια τρι­λο­γία αφιε­ρω­μέ­νη στην Κί­να όπου η συγ­γρα­φέ­ας πραγ­μα­τεύ­ε­ται την «απώ­λεια της νε­ό­τη­τας και τον δρό­μο που ακο­λου­θού­με προς τη μο­να­ξιά», όπως δη­λώ­νει. Ο μύ­θος του Ορ­φέα και της Ευ­ρυ­δί­κης χρη­σι­μεύ­ει εδώ ως αι­σθη­τι­κό υπό­βα­θρο αλ­λά και ως δο­μι­κό στοι­χείο σε ένα έρ­γο που κα­τα­γρά­φει τις αντι­φά­σεις στο πλαί­σιο της αγά­πης και την πα­ρα­δο­ξό­τη­τα της Πο­λι­τι­στι­κής Επα­νά­στα­σης της Κί­νας. Άλ­λα θε­α­τρι­κά της έρ­γα εί­ναι το Perro muerto en tintorería: los fuertes, La casa de la fuerza, Belgrado και πολ­λά ακό­μη.


* Σε συνέντευξη που έδωσε το 2011 κατά τη διάρκεια της συμμετοχής της στο φεστιβάλ Scena Contemporanea εξηγεί: «Δουλεύω με κινητήρια δύναμη το πνεύμα αντιλογίας. Κατασκευάζω τα έργα μου μέσα από το μίσος, τη δυσαρέσκεια, την εκδίκηση, σκέφτομαι χάρη στο μίσος, δουλεύω πάνω σε ό,τι αποστρέφομαι. Ζω τη δημιουργία ως μια αρρωστημένη κατάσταση.»