«Μιλάω στους τοίχους»


Μι­λάω στους τοί­χους
ΖΑΚ ΛΑΚΑΝ



(Α)ΜΕΑ culpa

Πριν αχρη­στευ­θείς
πα­ρα­δέ­ξου το:
μί­λη­σες στους τοί­χους
σε κα­τά­λα­βαν κα­λύ­τε­ρα


MeaningMoaning

Όταν το νό­η­μα έγι­νε θρή­νος
μην πά­ει ο νους σου
στα θα­να­τε­ρά
γί­νου ο ποι­η­τής στα φα­νε­ρά
την επο­μέ­νη
Κι ο θό­ρυ­βος ο ιε­ρο­ε­ξε­τα­στής
που απο­μέ­νει
Δεν πε­ρι­μέ­νει το που­λί
Χτυ­πά­ει στου ήχου την πα­γί­δα
τη λε­ω­φό­ρο
και το δρε­πα­νη­φό­ρο κα­τα­φθά­νει
Αί­μα­τα ύστε­ρα, γυα­λιά, λέ­ξεις συ­νά­ψα­νε το που­θε­νά

«Μιλάω στους τοίχους»


Demoiselles dAvignon

Μ' όλο που σχε­δια­στι­κά
έχουν πε­ρί­που κλεί­σει
οι μέ­ρες μου
— κι ήθε­λα τό­σο να τις πιά­σω απ’ το μαλ­λί
πρό­στυ­χα πλά­σμα­τα
σε πάρ­κα νε­ρού
και στις νε­ρο­τσου­λή­θρες
με εσώ­ρου­χα τιρ­κουάζ
τσι­κλό­φου­σκες στα χεί­λη

Μ' όλο που δεί­χνουν demoiselles
όταν ξε­σκά­νε
— ανε­βα­σμέ­να ντε­σι­μπέλ
Αδιά­φο­ρες
λες και σε­βά­στη­καν πο­τέ
τη δό­ξα στα μπορ­ντέ­λα


Όποιος ανα­κα­τεύ­ε­ται με τα πί­του­ρα τον τρώ­νε οι κό­τες

Δεν εί­ναι κρυ­ψί­νοια
αθω­ό­τη­τα εί­ναι
Φο­βί­ζει ο εαυ­τός τους
Κά­θο­νται ύστε­ρα
σαν τις κό­τες
πά­νω σ’ ό,τι δεν επω­ά­ζε­ται:
πε­τρω­μέ­να αυ­γά δει­νο­σαύ­ρου
στην προϊ­στο­ρι­κή τους πο­λι­τεία
Κά­ν’ τους το χα­τή­ρι
Άφη­σέ τους να κα­κα­ρί­ζουν
νο­μί­ζο­ντας πως γεν­νάν το πέ­τρω­μα
Έτσι που να μην υπάρ­χει άλ­λος τρό­πος από το δια­δί­κτυο
χτι­σμέ­νο σε ομοιό­μορ­φα λα­το­μεία ιδε­ών
Παί­ζουν τα ρα­διό­φω­να σε χι­λιά­δες με­γα­κύ­κλους ανά δευ­τε­ρό­λε­πτο
αλ­λά δεν τα­λα­ντεύ­ο­νται τα μυα­λά τους
Τί­πο­τα δεν υπερ­τε­ρεί συ­ντρι­πτι­κώς
Τα πτη­νο­τρο­φεία στα Μέ­γα­ρα
αντα­γω­νί­ζο­νται τα μαρ­μα­ρο­γλυ­φεία
στην Ανα­παύ­σε­ως

Αθω­ό­τη­τα εί­ναι
διό­τι στο με­τα­ξύ
επι­βρα­βεύ­ο­νται στις σμα­ρα­γδέ­νιες πα­ρα­λί­ες της Κα­ραϊ­βι­κής
και τις κου­ζί­νες των αν­θρω­πο­φά­γων στον Αμα­ζό­νιο
Πέ­φτουν βρο­χή οι πα­ραγ­γε­λί­ες πε­ρί ηρώ­ων και τά­φων

Μη μι­μη­θεί­τε το μάρ­μα­ρο άν­θρω­ποι
Αν δεν μπο­ρεί­τε να μεί­νε­τε ακί­νη­τοι
πλά­στε τον εαυ­τό σας σαν το πί­του­ρο (Ε. Μο­ντά­λε)


Μαρ­μά­ρι­να σκα­λο­πά­τια

Με την πι­κρία της απο­τυ­χί­ας του ποι­κίλ­μα­τος
από φεγ­γί­τες και λέ­ξεις
σας συ­νε­χί­ζω εμ­μο­νές
κι ανα­μο­νές ρη­μά­των
στη στέ­γη του τά­φου μου
πριν καν πέ­σουν τα μπε­τά
Και τί­πο­τα δεν συ­νει­σφέ­ρω
στο ημι­τε­λές κε­νο­τά­φιο της πα­τρί­δας
ού­τε καν προς τι­μήν του Ρί­τσου
και την χα­μη­λό­φω­νη πα­ρα­φο­ρά της ποί­η­σης της ήτ­τας
σ’ ένα εντυ­πω­σια­κό σκη­νι­κό
από πα­λιούς θα­λά­μους του ΟΤΕ
με κρε­μα­σμέ­να κα­λώ­δια
επει­δή η φλυα­ρία των συ­μπα­τριω­τών μου
επε­κτεί­νε­ται ως την Επί­δαυ­ρο

Απο­λαμ­βά­νω πά­ντως την πα­ρά­στα­ση που πρέ­πει να επι­σκιά­σει
την απο­γο­ή­τευ­ση του ερα­σι­τέ­χνη
Αντι­προ­σω­πεύ­ει πλέ­ον ένα δείγ­μα ανα­ξιο­λό­γη­της ωρι­μό­τη­τας
Σπα­τα­λά τον εαυ­τό του
με την προ­σω­πί­δα του Αί­α­ντα στο κε­φά­λι
πα­ρ’ ότι η Ελ­λά­δα
έχει απο­κα­τα­στα­θεί από τα εγκε­φα­λι­κά και τα πα­λαιά ανευ­ρύ­σμα­τα
— δια­πί­στω­ση εν­θαρ­ρυ­ντι­κή, αλ­λά και όχι

Οι κα­βα­λιέ­ροι στους θώ­κους
μπρος στην Ορ­χή­στρα
με προ­στα­τευ­τι­κό μα­σε­λά­κι πυγ­μά­χου
εί­ναι πά­ντα φί­λοι του συ­ζύ­γου
και δεν τί­θε­ται θέ­μα απι­στί­ας των κυ­ριών
Οι ηθο­ποιοί προ­σέ­χουν τα ντι­ρέκτ τους
ώστε να μην διε­γεί­ρουν υπο­ψί­ες μοι­χεί­ας
με μια theologia που απο­λαμ­βά­νουν οι κα­βα­λιέ­ροι
μα­ζί με τους κε­ρα­τά­δες ψη­φο­φό­ρους τους στο άνω διά­ζω­μα
Τα πράγ­μα­τα έχουν πά­ρει τη σω­στή σει­ρά
Η Εβί­τα Πε­ρόν
μια αγκα­λιά στην Plazza de Mayo
Ό,τι αυ­τή μας έλ­λει­πε
για να τε­ντω­θού­με
με­τά από απε­ρί­γρα­πτο χα­σμου­ρη­τό

Σε μια άλ­λη ζωή
εί­μα­στε ο Νι­κη­τα­ράς ο τουρ­κο­φά­γος
επαί­της στα μαρ­μά­ρι­να σκα­λο­πά­τια
να μας επι­πλήτ­τει

Η κορ­νί­ζα

…μ’ αυ­τά εδώ τα θραύ­σμα­τα
στή­ρι­ξα τα ερεί­πια μου
T.S. ELIOT

Μό­νον προ­χρι­στια­νι­κοί να­οί
χτί­στη­καν με θραύ­σμα­τα μαρ­μά­ρων
και δυο κα­πε­τα­νό­σπι­τα στο για­λό
με δη­λια­νές κο­λώ­νες

Μα­ζέ­ψα­με κι εμείς τα θραύ­σμα­τα
από αγ­γεία διά­σπαρ­τα στο από­γευ­μα
κα­θώς ανη­φο­ρί­ζα­με στον Κύν­θο
Φυ­σού­σε πε­σμέ­νος ο Βο­ριάς
Τέ­λη Αυ­γού­στου
της ιστο­ρί­ας μας ξε­χω­ρι­στή στιγ­μή
Το ανε­κτέ­λε­στο όμως
δεν εί­χε καν συ­ντε­λε­σθεί
Ού­τε αρ­γό­τε­ρα
στο τα­ρα­τσά­κι του αρ­χαιο­λό­γου
όπου μας φω­το­γρά­φι­σαν ξε­χω­ρι­στά
στην ίδια στά­ση
— συ­γκρα­τη­μέ­νου στο­χα­σμού, εγώ 
εσύ, ονει­ρο­πό­λη­σης του εαυ­τού σου
Κα­τά­μα­τα κοι­τάω τον φα­κό και την αθα­να­σία

Συ­νέ­βη­σαν θριαμ­βι­κά όλα αυ­τά
ώστε να μέ­νουν τώ­ρα
που το οι­κο­δό­μη­μα πρέ­πει να κα­τε­δα­φι­στεί
κι αμ­φί­βο­λο πως θα εγερ­θεί άλ­λη εκ­κλη­σία

Συ­νω­μο­τώ­ντας
μας βλέ­πω απέ­να­ντι
όπου απο­δελ­τί­ω­σα ένα κομ­μά­τι της κοι­νής ζω­ής
μα πέ­ραν πά­σης αντι­γρα­φής
και εντός των ευ­θυ­νών του ποι­ή­μα­τός μου
στο διά­στη­μα που απο­μέ­νει ως την ορι­στι­κή κα­τα­στρο­φή
έως ότου ξε­χα­στεί το αυ­θαί­ρε­το
Εσύ, φρό­ντι­σες για την κορ­νί­ζα


Τε­μα­χι­σμοί

Ώσπου μια μέ­ρα ξη­λώ­νεις βί­αια τον καμ­βά απ’ το τε­λά­ρο
JOHN ASHBERY
«Συρ­μός σκιά»

Αυ­τό το κορ­μί από γό­να­τα της Κλαί­ρης
μη δια­νοη­θείς να το εκ­ποι­ή­σεις
Ακρω­τη­ρί­α­σέ το, τε­μά­χι­σε τον κό­σμο της ει­κό­νας
φο­κά­ρι­σε στη μύ­τη της
—η μου­σού­δα του Δού­κα του Ούρ­μπι­νο
πρη­σμέ­νη με­λι­τζά­να

Παί­δε­ψαν πο­λύ τον Πιέ­ρο οι απο­χρώ­σεις
Aπό­λυ­το προ­φίλ
όχι τρουά καρ όπως στή­νουν τα μο­ντέ­λα
Αυ­τή η οπτι­κή —κε­φα­λή σε κων­στα­ντι­νά­το—
ανα­δει­κνύ­ει τον κα­κό χα­ρα­κτή­ρα σου
Χρειά­ζο­νται και τα δυο μά­τια
για να απο­δώ­σουν το συ­ναί­σθη­μα
Σε ένα ποί­η­μα της επο­χής
φαί­νε­ται πως το δι­πλό πορ­τραί­το
της Δού­κι­σας και του Δού­κα ο Πιέ­ρο
το ζω­γρά­φι­σε από μνή­μης — η Μπα­τί­στα
πέ­θα­νε μό­λις 26 ετών
στη σκιά των βι­βλί­ων στο στου­ντιό­λο του
ο Δού­κας την πεν­θού­σε
προ­τι­μώ­ντας τα νε­ρά των ξύ­λων με τους έν­θε­τους
κα­πλα­μά­δες στο φυ­σι­κό χρώ­μα της κε­ρα­σιάς:
φω­το­σκιά­σεις που έδι­ναν την εντύ­πω­ση
με­γά­λων συ­γκρού­σε­ων

Αυ­τά εί­ναι πα­ρα­δείγ­μα­τα ώστε να φέρ­νεις κο­ντά
άλ­λες ει­κό­νες, διά­ση­μες
αλ­λά και λι­γό­τε­ρο αλη­θι­νές για τη ζωή σου
όχι πως εί­σαι ο αλη­θι­νός άρ­χο­ντας στην ιδα­νι­κή του
απει­κό­νι­ση από τον Πιέ­ρο ντε λα Φραν­τσέ­σκα

Πέ­φτει το βρά­δυ, βγες να περ­πα­τή­σεις
ξυ­πό­λη­τος στα βρεγ­μέ­να μω­σαϊ­κά, θα δεις
το αν­δρό­γυ­νο ενώ­πιόν σου
Τε­μά­χι­σε λοι­πόν την τύ­χη
Δεν εί­σαι άλ­λω­στε κι εσύ μια σύμ­πτω­ση;
Τι εί­σαι;
Συσ­σω­ρευ­μέ­νες χει­ρο­νο­μί­ες υπα­γο­ρευ­μέ­νες
από τον Ερίκ Ρο­μέρ. Προ­σπά­θη­σε
να βά­λεις τά­ξη
το απο­τέ­λε­σμα εί­ναι ήδη γι­νό­με­νο
Ζω­γρα­φιές σαν τα πορ­τραί­τα του Φα­γιούμ
πά­νω στο μου­μιο­ποι­η­μέ­νο σου κορ­μί
στα γό­να­τα, στη λε­κά­νη
— άρι­στα δια­τη­ρη­μέ­νη εξαι­τί­ας της ξη­ρα­σί­ας—
καθ΄οδόν προς τον Όσι­ρι
Πρό­κει­ται για την τε­λευ­ταία ψευ­δαί­σθη­ση
όπου δεν έχει ακό­μα δια­τυ­πω­θεί
πα­ρά την εγκαυ­στι­κή με τους δια­κο­σμη­τι­κούς
στε­φά­νους του χρό­νου από φύλ­λα
χρυ­σού στο κε­φά­λι σου

Η ζωή τα­ρι­χευ­μέ­νη ξε­χω­ρί­ζει
από τους οπτι­κούς υπαι­νιγ­μούς του χρω­στή­ρα
στο λεια­σμέ­νο ξύ­λο όπου το­πο­θε­τείς την ει­κό­να σου
Μια δια­φο­ρά κλί­μα­κας για να απει­κο­νί­ζε­ται
το ποί­η­μα εξί­σου ανί­κα­νο να απο­δώ­σει
ό,τι το υπα­γό­ρευ­σε: τα το­πω­νύ­μια του νο­ή­μα­τος
ή πιο απλά μια εξή­γη­ση που θα μπο­ρού­σες
να επι­κα­λε­στείς για να συ­γκρα­τείς το χρό­νο
στη νε­κρού­πο­λη με τα πορ­τραί­τα
Στοι­χεία ρευ­στό­τη­τας ενώ
εί­σαι ανεκ­πλή­ρω­τος εκεί ώστε να πέ­φτεις
και να ψο­φάς σαν πε­τα­λού­δα το χει­μώ­να

Αν εί­ναι εύ­κο­λο πράγ­μα­τι να υπάρ­ξει μια γλώσ­σα
πιο φυ­σι­κή απ’ τη γλώσ­σα,
Αν γί­νε­ται να σου­λα­τσά­ρεις στην κό­λα­ση,
Έτοι­μος αν χρεια­στεί ανά­με­σα στα Cantos του Δά­ντη
να επι­στρέ­ψεις στο «κα­νο­νι­κό» όπου
θα σε ανα­γνω­ρί­σουν ως μου­σεια­κό αντι­κεί­με­νο

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: