Η Αλεξάνδρεια της ιστορικής μνήμης

Η Αλεξάνδρεια της ιστορικής μνήμης

Η Ακαδημαϊκός Χρύσα Μαλτέζου με το αισθητικά άψογο βιβλίο της Η Αλεξάνδρεια της ιστορικής μνήμης, εκδ. Καλλιγράφος 2022, γραμμένο με αγάπη για τη γενέτειρα πόλη, φέρνει στην επιφάνεια μια άγνωστη πτυχή της προσωπικότητάς της, το λογοτεχνικό της τάλαντο, το οποίο αναδύεται με ποιητική νοσταλγικότητα και γλυκόπικρες αναμνήσεις μέσα από την προσεκτικά επιλεγμένη ιστορική τεκμηρίωση. Το επιφανειακά μικρό αυτό βιβλίο των 64 σελίδων είναι τελικά μεγάλο, καθώς παρουσιάζει ασυνήθιστη πυκνότητα λόγου.[1]
Όποιος διαβάσει προσεκτικά το κείμενο πίσω από τις γραμμές, θα αναγνωρίσει την επιμελώς κρυμμένη ευρυμάθεια της συγγραφέως και θα κατανοήσει τη στρατηγική δόμησης του λόγου σε μικρές ή μεγάλες αλληλοσυμπληρούμενες ενότητες. Δεν είναι προφανώς καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι το έργο ξεκινά με το Ρώσο νομπελίστα ποιητή Joseph Brodky που επισημαίνει ότι υπάρχουν μέρη όπου η γεωγραφία προκαλεί την ιστορία, όπως ακριβώς συμβαίνει με την Αλεξάνδρεια, και τελειώνει με το δικό μας νομπελίστα ποιητή Γιώργο Σεφέρη ο οποίος προσθέτει το στίγμα του «στο πολυεδρικό πρίσμα της πόλης» («Μέρες του Ιουνίου ’41»):

Βγήκε το νέο φεγγάρι στην Αλεξάνδρεια
κρατώντας το παλιό στην αγκαλιά του.


Η Μαλτέζου αναφέρεται στις Αόρατες πόλεις του Ίταλο Καλβίνο για να διατυπώσει τη δική της καίρια άποψη (σ. 7): «Στην πρόσληψη της ιστορικής αύρας της Αλεξάνδρειας, η ανάμνηση κατέχει πρωτεύουσα θέση, καθώς η πόλη, χωρίς μνημεία που να παραπέμπουν στο ένδοξο παρελθόν της, μυθοποιείται για να γίνει τελικά υπερτοπική».
Κεντρικός άξονας του βιβλίου είναι η μνήμη ως «ανάμνηση προσώπου, πράγματος ή γεγονότος και γενικότερα ιστορικού παρελθόντος, εμπειρίας». Δεν ξέρω πως εννοούσε ο Λόρενς Ντάρελ τα «συρταρωτά επίπεδα της μνήμης» και με ποιο τρόπο δικαιολογεί η Αλεξανδρινή Μερόπη Σπυροπούλου τη σύνδεση της μνήμης με την καρδιά. Κανείς δεν μπορεί να μπει στα δύσβατα και σκοτεινά μονοπάτια του νου του, πολύ περισσότερο στο μυαλό των άλλων. Τελικά, φαίνεται να υπάρχουν σε πολλές περιπτώσεις, όπως για τη μυθική Αλεξάνδρεια, μόνο τα είδωλα και απεικάσματα της πλατωνικής θεωρίας. Τα πράγματα δυσχεραίνονται αν, δίπλα στο μυαλό, τη μνήμη και την καρδιά, προστεθεί ως συγκριτικό στοιχείο η συνείδηση, η λειτουργία με την οποία ο ανθρώπινος οργανισμός αντιλαμβάνεται τον εαυτό του, τους άλλους και το περιβάλλον, όπως επίσης τις σκέψεις και τις πράξεις του. Η μνήμη δεν αποκόπτεται, όταν ανακαλεί κάποιος κάτι στη συνείδησή του. Ο γρίφος της συνείδησης, η οποία υπερβαίνει τη μνήμη και τα ανεξέλεγκτα μονοπάτια της, παραμένει άλυτο μυστήριο.
Η συγγραφέας νοσταλγεί τη χαμένη παιδική της ηλικία, όπως τη βίωσε στην Αλεξάνδρεια, στην κατ’ εξοχήν πόλη της Απουσίας, την οποία ο Ντάρελ στο Αλεξανδρινό κουαρτέτο αποκαλεί πρωτεύουσα της μνήμης. Ο Τζουζέπε Ουνγκαρέτι αναφέρεται με το δικό του τρόπο στην αίσθηση της απουσίας που αποπνέει η πόλη. Η Αλεξάνδρεια γίνεται ίνδαλμα με τα ανεξάντλητα μυστικά της, ένα αινιγματικό παλίμψηστο που δεν ξύνεται με κανένα εργαλείο.
Αυτές, λοιπόν, οι απουσίες, ο Τάφος του Μεγάλου Αλεξάνδρου, του ιδρυτή της πόλης, ο ονομαστός Φάρος και η περίφημη Βιβλιοθήκη, αλλά και οι μύθοι γύρω από την Υπατία, την Αγία Αικατερίνη και τον Άγιο Μάρκο, επαυξάνουν τη μυστηριώδη αίγλη. Παρενθετικά αναφέρω εδώ ότι υπήρξε καθοριστική η συμβολή του παλαιφάτου Πατριαρχείου Αλεξανδρείας στην παγκόσμια διάδοση της νέας θρησκείας, την αποκρυστάλλωση των αρχών της χριστιανικής διδασκαλίας και τη διαμόρφωση του μοναχισμού.[2]
Εντυπωσιακά είναι τα στοιχεία που προσκομίζει η συγγραφέας μελετώντας το ξεχασμένο βιβλίο του Κωνστάντιου, αρχιμανδρίτη της Μονής της Αγίας Αικατερίνης στο Κίεβο, Αρχαία Αλεξάνδρεια, στην ελληνική και ρωσική γλώσσα, Μόσχα 1803. Όπως ο Κωνστάντιος, έτσι και ο Στρατής Τσίρκας, που γεννήθηκε στο Κάιρο το 1911, άφησε τη φαντασία του να περιηγηθεί στην αρχαία και τη νέα πόλη.
Η παρουσίαση τριών μεγάλων μορφών του πνεύματος που ταύτισαν το όνομά τους με την Αλεξάνδρεια, του E.M. Φόρστερ, του Λόρενς Ντάρελ και περισσότερο από όλους του Κωνσταντίνου Καβάφη, γίνεται με τόση πυκνότητα (σε λιγότερες από δέκα σελίδες, 13-22) και ποιότητα στοχαστικών κρίσεων που δεν υπάρχει κανένα περιθώριο αμφιβολίας ότι η συγγραφέας έχει μελετήσει σε βάθος το σύνολο του έργου τους.
Η Αλεξάνδρεια: Ιστορία και οδηγός (1922) του Φόρστερ αναφέρεται στη χαμένη αρχαία πόλη, την τοπογραφία της οποίας διαβάζει «μέσα από έναν πρισματικό καθρέπτη, φροντίζοντας να γεμίζει τις τυφλές πλευρές του με οράματα». Στην οδό Ροζέτας, την αρχαία Κανωπική οδό, εκεί που διασταυρώνεται με την οδό Ντέμπι Ντανιέλ, κάτω από το τωρινό μουσουλμανικό τέμενος, πιστεύει ο Φόρστερ ότι βρίσκεται ο τάφος του Αλεξάνδρου.
Στον Οδηγό του Φόρστερ στηρίχτηκε ο Βρετανός λογοτέχνης Ντάρελ για να περιγράψει μια άλλη, επίσης χαμένη και εξίσου κοσμοπολίτικη Αλεξάνδρεια που έσβησε με τον Νάσερ. Το Αλεξανδρινό κουαρτέτο (1957-1960) «δεν αναφέρεται στην ίδια την πόλη, αλλά στον μύθο της απουσίας που την περιβάλλει» (σ. 18), στην ανάμνηση της πολυπολιτισμικής αλεξανδρινής κοινωνίας (Άγγλοι, Γάλλοι, Έλληνες, Ιταλοί, Εβραίοι, Αρμένιοι συνυπάρχουν αρμονικά), όπου δεσπόζουν «κυρίως όμορφες, κομψές και αισθησιακές γυναίκες».
Στην απαράμιλλη ποίηση του Αλεξανδρινού, με τη νέα ιστορική διάσταση που της προσδίδει με πρωτόγνωρο φιλοσοφικό στοχασμό, τον οποίο επιτείνει η ιδιόρρυθμη γλώσσα του, φωτίζεται από πολλές πλευρές η ιδεατή οικουμενική Αλεξάνδρεια. Ο Καβάφης με το έργο του έδωσε μια άλλη εκδοχή του πολιτισμού, όπως παρατηρεί και ο Michael Haag.[3] Ο Αλεξανδρινός ποιητής, όπως είναι γνωστό, αναφέρεται σε ήττες και περιθωριακά ιστορικά επεισόδια, στα οποία όμως προσδίδει πανανθρώπινο νόημα. Η συγγραφέας αναλύει με υποδειγματικό τρόπο σε είκοσι μόλις γραμμές (σ. 21) ένα από τα διασημότερα ποιήματά του, το «Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον».

Το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου (σσ. 22-47) αναφέρεται στα χαμένα τοπόσημα της Αλεξάνδρειας που εξακολουθούν να τη στοιχειώνουν. Ο Φάρος, κτίσμα του 3ου π.Χ. αι., ένα από τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου, με μοναδικό σύστημα μεταφοράς φωτός σε μεγάλη απόσταση, μετατράπηκε στα τέλη του 11ου αι. σε τζαμί το οποίο κατέρρευσε με το σεισμό του 1303.
Η Αλεξάνδρεια και η Βενετία (δυο πόλεις-σταθμοί στη ζωή της Μαλτέζου, καθώς γεννήθηκε στην πρώτη, όπου φοίτησε στο ονομαστό Αβερώφειο Γυμνάσιο, ενώ έζησε στη δεύτερη επί σειρά ετών και διέπρεψε ως διευθύντρια του Ελληνικού Ινστιτούτου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών, έχοντας στο ενεργητικό της απειράριθμες σχετικές έρευνες) «συνδέθηκαν περιέργως μεταξύ τους χάρη σε έναν άγιο, τον Μάρκο, που έγινε προστάτης και θρησκευτικό σύμβολο της Γαληνοτάτης». Η Μαλτέζου αναφέρεται εκτενώς στην κλοπή της σορού του Αγίου, το 828, και σε εικονογραφήσεις επεισοδίων του βίου του σε ψηφιδωτά του ναού, όπως και στο περίφημο καμπαναριό στην πλατεία του Αγίου Μάρκου, το αρχικό σχήμα του οποίου είχε επηρεαστεί από τον ανυπέρβλητο Φάρο. Την υπόθεση του Άγγλου αρχαιολόγου Andrew Chugg ότι οι Βενετοί δεν είχαν μεταφέρει στη Γαληνοτάτη το λείψανο του Αγίου Μάρκου, αλλά το νεκρό σώμα του Αλεξάνδρου, χαρακτηρίζει ευλόγως η συγγραφέας «ευφάνταστη».
Η σπουδαία ενότητα για τις μνήμες της Αλεξάνδρειας, που έχουν σωθεί σε διάφορους πολιτισμικούς θησαυρούς της Βενετίας, στηρίζεται σε πρωτότυπες έρευνες της Μαλτέζου. Ξεχωρίζουν ο χάρτης της Αλεξάνδρειας του 1597 και το σχεδίασμά της στα τέλη του 17ου αι. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το Ανάγλυφο Αλεξάνδρου στη βασιλική του Αγίου Μάρκου και πρωτίστως το εικονογραφημένο με 250 περίτεχνες μικρογραφίες χειρόγραφο του 14ου αι., το γνωστό μυθιστόρημα του Ψευδο-Καλλισθένη που σώζεται στο Ελληνικό Ινστιτούτο Βενετίας.[4]
Όσο μυστηριώδης παραμένει ο Τάφος του Μεγάλου Αλεξάνδρου, άλλο τόσο αινιγματική είναι η καταστροφή της περιώνυμης Βιβλιοθήκης που ίδρυσε ο Πτολεμαίος ο Α΄, ο επιλεγόμενος Σωτήρ. Η Μαλτέζου παραθέτει συνοπτικά τις αντιφατικές απόψεις για τον αριθμό και την τύχη των βιβλίων, οι οποίες οφείλονται συν τοις άλλοις στο ότι δεν γνωρίζουμε αν η Βιβλιοθήκη ταυτιζόταν με το Μουσείο ή αν ήταν χωριστό κτίριο εντός ή εκτός του ανακτόρου. Η συγγραφέας παρουσιάζει (σ. 42) τη θέση του Ιταλού ελληνιστή Luciano Camfora (Η χαμένη Βιβλιοθήκη, 1986) ότι «τα βιβλία στα ράφια κάηκαν τον 3ο μ.Χ. αιώνα, στα χρόνια του αυτοκράτορα Αυρηλιανού, όταν πυρπολήθηκε το παλάτι κατά την εισβολή στην Αίγυπτο των στρατευμάτων της Ζηνοβίας, βασίλισσας της Παλμύρας». Η Μαλτέζου καταλήγει στο συμπέρασμα (σ. 43): «Σε τελευταία ανάλυση, ίσως να μην πρόκειται για αληθινή βιβλιοθήκη έτσι όπως σήμερα την εννοούμε, αλλά για μια βιβλιοθήκη ιδεατή, από την οποία μονάχα η ανάμνησή της έχει σωθεί». H Bibliotheca Alexandrina (ιδρύθηκε επί Μουμπάρακ το 2002), η οποία μάλιστα έχει τεθεί υπό την αιγίδα της Ουνέσκο. Όπως αναφέρει ευθαρσώς η συγγραφέας, «χωρίς παπύρους, παλαιά χειρόγραφα και παλαίτυπα, συμβολίζει όχι την ίδια την αρχαία αλεξανδρινή βιβλιοθήκη, αλλά περισσότερο την ιδέα της χαμένης αλεξανδρινής βιβλιοθήκης».
Σε ό,τι αφορά την Υπατία και την Αγία Αικατερίνη, οι σχετικές διηγήσεις παραμένουν «ασαφείς και γριφώδεις» (σ. 43). Είναι, πάντως, προκλητική, αν μη τι άλλο, η αίτηση, το 1969, των Βολανδιστών Ιησουητών προς τον πάπα Παύλο «διαγραφής του ονόματος της Αγίας Αικατερίνης από τα λειτουργικά βιβλία της εκκλησίας γιατί κατά τη γνώμη τους αυτό το πρόσωπο δεν ήταν πραγματικό».

Το βιβλίο κλείνει (σσ. 47-59) με την πονεμένη ιστορία της άλλοτε ακμαίας ελληνικής παροικίας. Σε αντίθεση με τις προηγούμενες ιστορικές περιόδους, τα νεότερα κτίσματα, αρχοντικά και δημόσια ιδρύματα υπάρχουν, έχει όμως χαθεί «η αντίληψη ενός συγκεκριμένου τρόπου ζωής σε μια συγκεκριμένη πόλη». Το παράθεμα (σσ. 48-49) από τις Ακυβέρνητες Πολιτείες του Στρατή Τσίρκα διαφωτίζει τις εμπειρίες που ζει όποιος περιδιαβάζει νοσταλγικά την υπαρκτή και ανύπαρκτη πόλη.
Η ιστορία του αλεξανδρινού ελληνισμού κινείται στους αποστασιοποιημένους πόλους του φαντασιακού και εξιδανικευμένου, από το ένα μέρος, και της αποδόμησης, από το άλλο, ως αποτέλεσμα ιδεολογικών στρεβλώσεων. Στην παροικιακή Αλεξάνδρεια ήταν διάχυτη η κοσμοπολίτικη αύρα, όπως αποτυπώνεται στα βρετανικά, τα γαλλικά, τα ιταλικά και ιδίως τα ελληνικά σχολεία, με κορυφαίο το Αβερώφειο Γυμνάσιο. Η Πατριαρχική Σχολή και το πλήθος των καλαίσθητων σχολικών συγκροτημάτων αντανακλούσε το υψηλό βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων της Αλεξάνδρειας. Το ελληνικό σχολείο, ενταγμένο στο πλαίσιο λειτουργίας της κοινότητας, η οποία ιδρύθηκε το 1843, απέβλεπε με το καινοτόμο εκπαιδευτικό του πρόγραμμα τόσο στην αυτογνωσία και τη διατήρηση ζωντανής της μνήμης του εθνικού κέντρου, όσο και στην αντιμετώπιση των προκλήσεων του νέου κοσμοπολίτικου περιβάλλοντος. Συνυπήρχε αρμονικά η ελληνική συνείδηση και ο κοσμοπολιτισμός. Οι Αιγυπτιώτες Έλληνες πρόβαλλαν με υπερηφάνεια την ελληνικότητά τους, καθώς ένιωθαν συγχρόνως Έλληνες, Γραικοί και Ρωμιοί. Πολλοί αφιέρωσαν τη ζωή τους στον ευεργετισμό, δείχνοντας εμπράκτως την αγάπη τους προς την πατρίδα, παρά τις απογοητεύσεις που βίωσαν. Καλλιέργησαν, επίσης, τις επιστήμες, τα γράμματα και τις καλές τέχνες και εξακολουθούν να διαπρέπουν στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Όπως τονίζει (σ. 57) η συγγραφέας, «Δεν ήταν έτοιμοι από καιρό οι Αλεξανδρινοί να εγκαταλείψουν την πόλη του Μεγαλέξανδρου και ίσως γι’ αυτό δεν μπόρεσαν να διαχειριστούν τη μεγάλη κρίση, περιμένοντας μάταια και ως μη ώφελαν τη βοήθεια από το εθνικό κέντρο που δεν ήρθε ποτέ».

Στις 25 Νοεμβρίου 2018 ο Πάπας και Πατριάρχης Αλεξανδρείας και Πάσης Αφρικής Θεόδωρος ο Β΄ απένειμε στη Χρύσα Μαλτέζου σε ειδική τελετή στον Ιερό Ναό Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στην Αλεξάνδρεια το οφίκιο της Αρχόντισσας Διδασκάλισσας του Γένους. Συνέπεσε να συνταξιδέψουμε, να περιδιαβούμε μεγάλους και μικρούς δρόμους της μεγάλης πόλης και να με ξεναγήσει με την αδελφή της Μάρω στα υπαρκτά και ανύπαρκτα τοπόσημα της μοναδικής Αλεξάνδρειας. Οι διηγήσεις, περνώντας μέσα από το πολύβουο μελίσσι μιας αληθινής ανθρωποθάλασσας, ήταν συγκλονιστικές. Μετά βίας προσπαθούσα να συγκρατήσω την άφατη συγκίνησή μου.[5] Τα ίδια παράξενα αισθήματα χαρμολύπης ένιωσα διαβάζοντας το μοναδικό αυτό βιβλίο. Όταν έφτασα στη σελίδα 57, το μυαλό μου καρφώθηκε στην πρόταση: «Η αγαπημένη πολιτεία χάθηκε για πάντα και άσκοπα αναζητά ο Αλεξανδρινός σήμερα, τριγυρίζοντας μετά από χρόνια στα σοκάκια της, τη μυρωδιά της μαγικής πόλης». Όταν το 2018 διασχίζαμε με το αυτοκίνητο τη γειτονιά τής συναδέλφου, παρατήρησα ότι έσκυψε, κοιτώντας χαμηλά γιατί δεν ήθελε να αντικρίσει τη σημερινή εικόνα παρακμής και μας εκμυστηρεύτηκε ότι δεν είχε την ψυχική δύναμη να επισκεφτεί το πατρικό της σπίτι.
Με το έξοχο αυτό βιβλίο της, διανθισμένο με 20 εξαιρετικές έγχρωμες φωτογραφίες,[6] η Μαλτέζου έδειξε διαχρονικά τις αθέατες όψεις της Αλεξάνδρειας και «τις μνήμες ζωής αιώνων, οι οποίες διατηρούνται πάντα νωπές, ακόμα και όταν πολλές όψεις της κινούνται στους μαγικούς παραπόταμους της φαντασίας». Η καταληκτική πρόταση είναι βαθύτατα φιλοσοφημένη και ιδιαίτερα συγκινητική καθώς αποτυπώνει τη βιωμένη εμπειρία ενός κοριτσιού που είχε την ατυχία να χάσει τον πατέρα του στην ηλικία των δεκαπέντε χρόνων: «Ίσως το μόνο αληθινό κομμάτι της χαμένης πόλης να βρίσκεται στα μνήματα του κοιμητηρίου, όπου βρίσκονται οι σκιές όσων δεν πήραν μέρος στη μαζική Έξοδο κι έμειναν τελικά πίσω».





ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: