Το λεξιλόγιο της αντιπαλότητας

Γλώσσο-λογικά & λεξικό-γραφικά

————————————————
Σχό­λια στα Σχό­λια του Στέ­φα­νου Κου­μα­νού­δη (18)
—————————————————

Το λεξιλόγιο της αντιπαλότητας

αντι­μού­τσου­νος, ο. (κω­μι­κώς αντί αντι­πρό­σω­πος). Άστυ 11-12 Ιουν. 1893.

Ο Κου­μα­νού­δης κα­τα­γρά­φει την υβρι­δι­κή αυ­τή λέ­ξη, επει­δή προ­φα­νώς του έκα­νε εντύ­πω­ση, χω­ρίς βέ­βαια να την επι­κρο­τεί, όπως όλες τις λέ­ξεις με το σύμ­βο­λο (+), με την ορ­θή επι­σή­μαν­ση του υφο­λο­γι­κού δεί­κτη. Η χρο­νο­λο­γία εμ­φά­νι­σης εί­ναι πα­λαιό­τε­ρη. Ο Γε­ώρ­γιος Σου­ρής στη σα­τι­ρι­κή του εφη­με­ρί­δα Ρω­μηός (16.10.1888) πα­ρου­σιά­ζει τον Πε­ρι­κλέ­το να απευ­θύ­νε­ται στον Φα­σου­λέ­το και να τον ρω­τά: Εί­δες τον αντι­μού­τσου­νο που έστει­λε ο Σά­χης;[1] Εδώ εί­ναι εμ­φα­νής η σα­τι­ρι­κή συ­νυ­πο­δή­λω­ση. Η λέ­ξη αυ­τή δεν εντάσ­σε­ται βέ­βαια στον πυ­ρή­να της κοι­νής Νε­ο­ελ­λη­νι­κής, αξί­ζει όμως να δού­με ποια εί­ναι η ση­με­ρι­νή της χρή­ση. Πρώ­τα απ’ όλα στην κυ­πρια­κή διά­λε­κτο χρη­σι­μο­ποιεί­ται κα­νο­νι­κά με τη ση­μα­σία του «πλη­ρε­ξού­σιου», του «αντι­προ­σώ­που», χω­ρίς κα­μιά αρ­νη­τι­κή συ­νυ­πο­δή­λω­ση. Ο Παύ­λος Λια­σί­δης (1901-1985) με­τα­χει­ρί­ζε­ται τη λέ­ξη στο ποί­η­μα «Πέ­ψε τον γιον σ’ αλ­λα­ξα­νά».[2]

Θεέ μου που ’σαι στα ψη­λά, θω­ρείς απε­ντα­ρί­αν!
πως εν πά­μεν στην εκ­κλη­σ’ιάν, πέρ­κ’ έν εσ’ αμαρ­τί­αν.
Για­τί τζ’ι’ οι αντι­μού­τσου­νοι του Γιου σου, του κα­λού σου,
Τζ’ι’ εσέν να κα­τε­βείς στην γην, ππα­ρά­ες ι-ζη­τούν σου!

Από το άλ­λο μέ­ρος, ανά­λο­γα με το γλωσ­σι­κό πε­ρι­βάλ­λον, η λέ­ξη χρη­σι­μο­ποιεί­ται στην Κύ­προ και με απα­ξιω­τι­κή ση­μα­σία: «... και τώ­ρα: το Σχέ­διο Ανάν (και χει­ρό­τε­ρο βέ­βαια) ήδη συ­ζη­τεί­ται από την προ­ε­δρία της Κύ­πρου με τον αντι­μού­τσου­νο του Ατ­τί­λα και ογλά­νι της Άγκυ­ρας ...».[3]

Ο Κω­στής Πα­πα­γιώρ­γης (1947-2014) με­τα­χει­ρί­ζε­ται τη λέ­ξη με θε­τι­κή ση­μα­σία ως στοι­χείο του προ­φο­ρι­κού λό­γου: «Σε αντί­θε­ση με την υπο­βλη­τι­κή πε­ποί­θη­ση του Θερ­βά­ντες ότι κά­θε πράγ­μα γεν­νά το όμοιό του, άρα ότι το παι­δί εί­ναι αντι­μού­τσου­νο των γο­νιών του, το έρ­γο, σαν πνευ­μα­τι­κό τέ­κνο, με­σι­τεύ­ε­ται από πα­ρά­γο­ντες που αψη­φούν τη φυ­σι­κή ομοιό­τη­τα. Γι’ αυ­τό, άλ­λω­στε, στη φύ­ση η γέν­να εί­ναι τό­σο αβί­α­στη, ενώ στη λο­γο­τε­χνία σπα­νί­ζει».[4] Στο συ­γκεί­με­νο αυ­τό ο συγ­γρα­φέ­ας εν­νο­εί ότι το παι­δί μοιά­ζει στους γο­νείς του.  
Το λε­ξι­κό Δη­μη­τρά­κου κα­τα­γρά­φει δεύ­τε­ρη ση­μα­σία, επί­σης σκω­πτι­κή, «αντι­μέ­τω­πος»: βρέ­θη­καν αντι­μού­τσου­νοι. Η ακρι­βής υφο­λο­γι­κή αντι­στοι­χία εί­ναι φά­τσα με φά­τσα.
Η μου­τσού­να ση­μαί­νει μειω­τι­κά το πρό­σω­πο. Η συ­νυ­πο­δή­λω­ση «άσχη­μο ή σκυ­θρω­πό πρό­σω­πο», την οποία άλ­λα λε­ξι­κά εμ­φα­νί­ζουν ως ση­μα­σία, προ­κύ­πτει από το γλωσ­σι­κό πε­ρι­βάλ­λον. Η μου­τσου­νά­ρα εί­ναι από μορ­φο­λο­γι­κή άπο­ψη με­γε­θυ­ντι­κό, δεν ση­μαί­νει όμως πά­ντα «με­γά­λο (κα­τη­φές) πρό­σω­πο», όπως δια­βά­ζου­με σε λε­ξι­κά. Στην ου­σία η λέ­ξη χρη­σι­μο­ποιεί­ται με αρ­νη­τι­κή συ­νυ­πο­δή­λω­ση, όπως δεί­χνουν τα σύν­θε­τα (αγριο-, χο­ντρο-μου­τσου­νά­ρα), αλ­λά και με θε­τι­κή (αρ­χο­ντο-, αφε­ντο-μου­τσου­νά­ρα), κα­τά κα­νό­να όμως με ει­ρω­νι­κή ή σα­τι­ρι­κή διά­θε­ση ή για πρό­κλη­ση γέ­λιου, με χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση τον Κα­ρα­γκιό­ζη: «Κυ­ρί­ες, κύ­ριοι και αγα­πη­μέ­να μου παι­διά, κα­θή­σα­τε να δια­σκε­δά­σε­τε με την αφε­ντο­μου­τσου­νά­ρα μου!».


Ζη­λό­φθων σύ­ζυ­γος ξε­μαλ­λιά­ζει με άκρα αντι­πα­λό­τη­τα τη γυ­ναί­κα του πα­ρου­σία αδρα­νού­ντων μαρ­τύ­ρων (μι­κρο­γρα­φία, Μπρυζ, περ. 1497)


• αντι­πα­λό­της, η: (!) Άστυ 30 Ιουν. 1891. – αντι­πα­λό­της των δύο με­ρί­δων. Ακρό­πο­λις 7 Φεβρ. 1892. – Εί­πε τις των συγ­χρω­μέ­νων εμοί, ότι τοιαύ­τας λέ­ξεις, οία η πα­ρού­σα, δεν επρε­πε να συ­μπε­ρι­λά­βω εν τη Συ­να­γω­γή μου, ως δή­θεν γρα­φεί­σας άπαξ μό­νον πα­ρά τι­νος, ευ­ρε­θέ­ντος εν στιγ­μή ιδια­σμού. Αλ­λ’ εγώ δεν επεί­σθην, επει­δή έγνων ότι κα­τά μί­μη­σιν και αι τοιαύ­ται λέ­ξεις με­τέ­βη­σαν εις κοι­νο­τέ­ραν χρή­σιν και έπρε­πε διά τού­το να συ­να­χθώ­σι που. Τα των αρ­χαί­ων «άπαξ λε­γό­με­να» ή «άπαξ ει­ρη­μέ­να» δεν θη­σαυ­ρί­ζο­νται εν τοις λε­ξι­κοίς; Και δεν θα ήσαν πλειό­τε­ρα και δι­δα­κτι­κό­τε­ρα δι’ ημάς, αν εσώ­ζο­ντο πλειό­τε­ροι συγ­γρα­φείς αρ­χαί­οι;

Το σχό­λιο του Κου­μα­νού­δη επι­βε­βαιώ­νει, για μια ακό­μα φο­ρά, τη διο­ρα­τι­κό­τη­τα και την ανοι­χτο­σύ­νη του πνεύ­μα­τός του. Άτο­μο με το οποίο εί­χε στε­νή συ­να­να­στρο­φή, πι­θα­νό­τα­τα συ­νά­δελ­φός του, κα­τα­δί­κα­σε το νε­ο­λο­γι­σμό αυ­τόν ως ευ­και­ρια­κό δη­μιούρ­γη­μα ιδιόρ­ρυθ­μου ατό­μου (η αρ­χαία λέ­ξη ἰδια­σμός ση­μαί­νει «ιδιο­μορ­φία, ιδιαι­τε­ρό­τη­τα»), ο σο­φός όμως λε­ξι­κο­γρά­φος, πα­ρά το γε­γο­νός ότι δεν ήταν ού­τε στον ίδιο αρε­στή η νέα λέ­ξη, όπως δεί­χνει το εντός πα­ρεν­θέ­σε­ως θαυ­μα­στι­κό, ακο­λού­θη­σε τη σω­στή λε­ξι­κο­γρα­φι­κή αρ­χή: ο επι­στή­μο­νας κα­τα­γρά­φει τη γλώσ­σα και δεν προ­γρά­φει λέ­ξεις και τύ­πους κα­τά το δο­κούν. Η στά­ση αυ­τή του Κου­μα­νού­δη απο­κτά ακό­μα με­γα­λύ­τε­ρη ση­μα­σία, αν λη­φθεί υπό­ψη ότι το Λε­ξι­κό Δη­μη­τρά­κου, μι­σό αιώ­να αρ­γό­τε­ρα, δεν τόλ­μη­σε να συ­μπε­ρι­λά­βει στο πλού­σιο λημ­μα­το­λό­γιό του την «πα­ρά­ξε­νη» αυ­τή λέ­ξη.[5]
Σή­με­ρα, ύστε­ρα από 129 χρό­νια, ίσως και πε­ρισ­σό­τε­ρα, η αντι­πα­λό­τη­τα έχει πλή­ρως εν­σω­μα­τω­θεί στο βα­σι­κό λε­ξι­λό­γιο της κοι­νής γλώσ­σας με πλή­θος ση­μα­σιο­λο­γι­κών απο­χρώ­σε­ων και λε­ξι­κών συ­νά­ψε­ων οι οποί­ες δεν έχουν τύ­χει της προ­σο­χής των λε­ξι­κο­γρά­φων.[6] Έτσι με­τα­φρά­στη­κε η γαλ­λι­κή λέ­ξη rivalité, γνω­στή από το 1694. Το Petit Robert πα­ρέ­χει τον ορι­σμό: «κα­τά­στα­ση κα­τά την οποία δύο ή πε­ρισ­σό­τε­ρα άτο­μα βρί­σκο­νται σε αντα­γω­νι­σμό» (Situation de deux ou plusieurs personnes qui se disputent qqch.). Η αντι­πα­λό­τη­τα δεν πε­ριο­ρί­ζε­ται μό­νο σε άτο­μα. To Collins-Cobuild δί­νει πλη­ρέ­στε­ρη ερ­μη­νεία (Rivalry is competition or fighting between people, businesses, or organizations who are in the same area or want the same things), ενώ το Duden προ­τί­μη­σε το αο­ρι­στο­λο­γι­κό τη­λε­γρα­φι­κό ύφος: «αγώ­νας για (την) προ­τε­ραιό­τη­τα» (Rivalität: Kampf um den Vorrang).  
Η αντι­πα­λό­τη­τα ερ­μη­νεύ­ε­ται στα πε­ρισ­σό­τε­ρα νε­ο­ελ­λη­νι­κά λε­ξι­κά με συ­νώ­νυ­μες λέ­ξεις («αντι­μα­χία, δια­μά­χη» στο Μεί­ζον ελ­λη­νι­κό λε­ξι­κό Τε­γό­που­λου Φυ­τρά­κη), «έχθρα, αντα­γω­νι­σμός στο λε­ξι­κό Κρια­ρά). Τα επε­ξη­γη­μα­τι­κά πα­ρα­δείγ­μα­τα που χρη­σι­μο­ποιούν εί­ναι συ­χνά άστο­χα. Το λε­ξι­κό Τε­γό­που­λου-Φυ­τρά­κη γρά­φει: «την αντι­πα­λό­τη­τα Βα­γδά­της-Άγκυ­ρας (Μ. Πλω­ρί­της)», ενώ ανα­κα­λύ­πτει δεύ­τε­ρη ανύ­παρ­κτη ση­μα­σία «αντί­θε­ση φρο­νη­μά­των: ιδε­ο­λο­γι­κή αντι­πα­λό­τη­τα». Η ση­μα­σία αυ­τή προ­κύ­πτει από τη συ­γκε­κρι­μέ­νη λε­ξι­κή σύ­να­ψη. Το μο­να­δι­κό πα­ρά­δειγ­μα που έχει το Νέο ελ­λη­νι­κό λε­ξι­κό της σύγ­χρο­νης δη­μο­τι­κής γλώσ­σας του Εμμ. Κρια­ρά εί­ναι: «πα­ρα­δο­σια­κή αντι­πα­λό­τη­τα Βό­λου και Λά­ρι­σας», διαιω­νί­ζο­ντας έτσι αχρεί­α­στες στε­ρε­ο­τυ­πι­κές αντι­λή­ψεις. Στο λε­ξι­κό Μπα­μπι­νιώ­τη πα­ρα­τί­θε­ται το αό­ρι­στο και εκτε­νέ­στα­το πα­ρά­δειγ­μα «η διε­θνής κοι­νό­τη­τα πρό­τει­νε μέ­τρα οι­κο­δό­μη­σης εμπι­στο­σύ­νης, ώστε να αμ­βλυν­θεί η ~ με­τα­ξύ των δύο χω­ρών» με αριθ­μό λέ­ξε­ων που αντι­στοι­χεί πε­ρί­που σε όσες υπάρ­χουν στον ορι­σμό του λήμ­μα­τος.

Η αντι­πα­λό­τη­τα εί­ναι μια λέ­ξη με κύ­ριο γνώ­ρι­σμα τη χα­λα­ρή συ­νά­φειά της με άλ­λες, έτσι ώστε να μην εμ­φα­νί­ζει αυ­τό­νο­μες, σα­φώς οριο­θε­τη­μέ­νες ση­μα­σί­ες. Με αυ­τό τον τρό­πο εξη­γεί­ται και το πλή­θος των συ­νω­νύ­μων: αντα­γω­νι­σμός, αντα­γω­νι­στι­κό­τη­τα, αντι­ζη­λία, αντι­μα­χία, αντι­πα­ρά­θε­ση, δια­μά­χη, έχθρα, εχθρό­τη­τα, συ­να­γω­νι­σμός, σύ­γκρου­ση.[7] Η αντί­θε­ση και η ενα­ντί­ω­ση εί­ναι εν μέ­ρει συ­νώ­νυ­μα. Για πα­ρά­δειγ­μα, η πο­λι­τι­κή αντί­θε­ση δεν ταυ­τί­ζε­ται με την πο­λι­τι­κή αντι­πα­λό­τη­τα.[8] Αντι­πα­λό­τη­τα προ­κύ­πτει σε πολ­λά επί­πε­δα, όπως δεί­χνουν τα επί­θε­τα με τα οποία συ­νά­πτε­ται, με­ρι­κά από τα οποία κα­τα­γρά­φο­νται εδώ με κρι­τή­ριο τη στα­τι­στι­κή τους συ­χνό­τη­τα: πο­λι­τι­κή, προ­σω­πι­κή, ιδε­ο­λο­γι­κή, κομ­μα­τι­κή, θρη­σκευ­τι­κή, πο­δο­σφαι­ρι­κή, επαγ­γελ­μα­τι­κή, αθλη­τι­κή, καλ­λι­τε­χνι­κή, επι­χει­ρη­μα­τι­κή, εμπο­ρι­κή, οι­κο­νο­μι­κή, ερω­τι­κή κ.ο.κ. Αντι­πα­λό­τη­τα μπο­ρεί να ανα­πτυ­χθεί ανά­με­σα σε ομά­δες, λα­ούς και πο­λι­τι­σμούς. Η σύ­να­ψη «αντι­πα­λό­τη­τα πο­λι­τι­σμών» εί­ναι στα­τι­στι­κά σχε­δόν ανύ­παρ­κτη κα­θώς επι­κρά­τη­σε ο όρος σύ­γκρου­ση πο­λι­τι­σμών, με­τά­φρα­ση του τί­τλου του προ­φη­τι­κού άρ­θρου «The Clash of Civilizations?» (1993) του Samuel P. Huntington (1927-2008).
Μια ακό­μα σει­ρά επι­θέ­των συν­δέ­ε­ται με την αντι­πα­λό­τη­τα για την απο­σα­φή­νι­ση δια­φό­ρων ιδιο­τή­των της σε ποι­κί­λες δια­βαθ­μί­σεις: άγρια, βί­αιη, διαρ­κής, ήπια, με­γά­λη, μό­νι­μη, σκλη­ρή, συ­νε­χής. Η αντι­πα­λό­τη­τα συν­δέ­ε­ται σπά­νια με τα επί­θε­τα μέ­τριος, μι­κρός[9] και ωμός για­τί δεν προ­σι­διά­ζουν στα πρω­το­τυ­πι­κά της γνω­ρί­σμα­τα. Η αντι­πα­λό­τη­τα ΗΠΑ-Κί­νας, ως μορ­φή αντα­γω­νι­σμού, εκ­φρά­ζει την ήπια αντι­πα­ρά­θε­ση των δύο υπερ­δυ­νά­με­ων η οποία, με το ξέ­σπα­σμα της επι­δη­μί­ας του κο­ρο­νοϊ­ού, κλι­μα­κώ­νε­ται σε εμπο­ρι­κό και οι­κο­νο­μι­κό πό­λε­μο.

Η αντι­πα­λό­τη­τα δεν έχει ακρι­βή αντω­νυ­μι­κή αντι­στοι­χία με κα­μιά λέ­ξη, του τύ­που «άσπρο-μαύ­ρο». Το Perit Robert πα­ρα­θέ­τει τη λέ­ξη coopération και το λε­ξι­κό Μπα­μπι­νιώ­τη τη σύ­μπνοια και τη συ­νερ­γα­σία. Στο Λε­ξι­κό συ­νω­νύ­μων-αντω­νύ­μων προ­σθέ­τει τη συ­μπό­ρευ­ση και τη φι­λία. Οι κα­τα­γρα­φές αυ­τές δεν έχουν ιδιαί­τε­ρο νό­η­μα κα­θώς ανή­κουν σε ένα πο­λύ χα­λα­ρό και διευ­ρυ­μέ­νο ση­μα­σιο­λο­γι­κό πε­δίο.
Αυ­θε­ντι­κά λο­γο­τε­χνι­κά και επι­στη­μο­νι­κά κεί­με­να επι­βάλ­λε­ται να αξιο­ποιού­νται κα­τά τη δι­δα­σκα­λία της γλώσ­σας για το λό­γο ότι έχει κα­νείς την ευ­και­ρία να με­λε­τή­σει την αβί­α­στη χρή­ση της γλώσ­σας. Ανα­φέ­ρω ένα τυ­χαίο πα­ρά­δειγ­μα:[10]

«Η αγά­πη, η ιδιαί­τε­ρη προ­σο­χή και το εν­δια­φέ­ρον των γο­νιών εί­ναι εξαι­ρε­τι­κά πο­λύ­τι­μα και το κα­θέ­να [παι­δί] διεκ­δι­κεί την απο­κλει­στι­κό­τη­τα. Από εδώ ξε­κι­νά­ει η αντα­γω­νι­στι­κό­τη­τα και η αντι­πα­λό­τη­τα με­τα­ξύ τους, που μπο­ρεί να αρ­χί­σει από την πο­λύ τρυ­φε­ρή ηλι­κία. Όπως δεί­χνουν οι έρευ­νες, τα παι­διά έχουν εξαι­ρε­τι­κά ανα­πτυγ­μέ­νες κοι­νω­νι­κές δε­ξιό­τη­τες, από τον πρώ­το κιό­λας χρό­νο της ζωή τους, οι οποί­ες παίρ­νουν θέ­ση στις αντι­πα­ρα­θέ­σεις ανά­με­σα στα αδέρ­φια τους. […] Όσο με­γα­λύ­τε­ρη δια­φο­ρά διαι­σθαν­θούν στη μη­τρι­κή τρυ­φε­ρό­τη­τα και προ­σο­χή, τό­σο πε­ρισ­σό­τε­ρη επι­θε­τι­κό­τη­τα και σύ­γκρου­ση αρ­χί­ζει να γεν­νιέ­ται στη σχέ­ση με τα αδέρ­φια τους».

Ο για­τρός που συ­νέ­τα­ξε το πα­ρα­πά­νω κεί­με­νο χρη­σι­μο­ποιεί εύ­στο­χα τα συ­νώ­νυ­μα ως υφο­λο­γι­κές εναλ­λα­κτι­κές δυ­να­τό­τη­τες. Προ­φα­νώς δεν εί­χε υπό­ψη του τις υπο­δεί­ξεις των λε­ξι­κο­γρά­φων που επι­μέ­νουν στη συ­νω­νυ­μι­κή σχέ­ση της αντα­γω­νι­στι­κό­τη­τας με την αντι­πα­λό­τη­τα. Στο συ­γκε­κρι­μέ­νο γλωσ­σι­κό πε­ρι­βάλ­λον η έν­νοια της πρώ­της λέ­ξης απο­τε­λεί λο­γι­κή συ­νέ­πεια της άλ­λης. Το πα­ρα­κά­τω από­σπα­σμα απο­σα­φη­νί­ζει αυ­τή τη σχέ­ση:[11]

«Η αντι­πα­λό­τη­τα ανά­με­σα στα αδέρ­φια συ­νή­θως προ­κα­λεί­ται από τον αντα­γω­νι­σμό που δη­μιουρ­γεί­ται ανά­με­σά τους για να κερ­δί­σουν την αγά­πη των γο­νιών τους. Τα ση­μά­δια της αντι­πα­λό­τη­τας μπο­ρεί να πε­ρι­λαμ­βά­νουν χτυ­πή­μα­τα, πει­ράγ­μα­τα, δια­πλη­κτι­σμούς και ανώ­ρι­μη συ­μπε­ρι­φο­ρά. Τα παι­διά συ­χνά εμ­φα­νί­ζουν αυ­τό το εί­δος της συ­μπε­ρι­φο­ράς με­τά τη γέν­νη­ση ενός μω­ρού».


Και άλ­λη συ­ζυ­γι­κή «αντι­πα­λό­τη­τα», Codex Schürstab, Νυ­ρεμ­βέρ­γη (περ. 1472)


Ετε­ρο­χρο­νι­σμέ­νη δο­μι­κή αντι­πα­λό­τη­τα

Η λε­ξι­κή αυ­τή σύ­να­ψη έχει υπο­στη­ρι­χθεί ότι «ανή­κει στον Αν­δρέα Πα­παν­δρέ­ου και την ακρι­βή ερ­μη­νεία της θα μπο­ρού­σε να την δώ­σει μό­νο ο ίδιος, αν ζού­σε».[12] Η έκ­φρα­ση δια­δό­θη­κε ως ατά­κα του Χάρ­ρυ Κλυνν (Βα­σί­λη Κων­στα­ντι­νί­δη, 1940-2018) ο οποί­ος σα­τί­ρι­ζε συ­χνά τα κού­φια λό­για της πο­λι­τι­κής και ιδιαί­τε­ρα το πα­σο­κι­κό λε­ξι­λό­γιο.
Σε δια­δι­κτυα­κές συ­ζη­τή­σεις οι σχε­τι­κές ανα­φο­ρές, με καυ­στι­κή ει­ρω­νεία και πι­κρό­χο­λα σχό­λια, εί­ναι εντυ­πω­σια­κά πολ­λές.[13] Ένα ακό­μα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό δείγ­μα:  
«Με βά­ση την ετε­ρο­χρο­νι­σμέ­νη δο­μι­κή αντι­πα­λό­τη­τα, η αέ­ναη μορ­φή των κοι­νω­νι­κών προ­τσές οφεί­λει να με­τα­τρέ­ψει την αυ­θόρ­μη­τη φευ­γα­λέα σκέ­ψη του λού­μπεν προ­λε­τα­ριά­του σε συ­νει­δη­τή μό­νι­μη πρά­ξη της ανα­γκαί­ας τα­ξι­κής ανα­συ­γκρό­τη­σης της ερ­γα­τι­κής τά­ξης και του κομ­μου­νι­στι­κού κι­νή­μα­τος, πά­νω σε νέ­ες επε­ξερ­γα­σμέ­νες πλατ­φόρ­μες κομ­μα­τι­κής δη­μιουρ­γί­ας».[14]

Αντί­θε­τα, η δο­μι­κή αντι­πα­λό­τη­τα εί­ναι απο­δε­κτή ως έκ­φρα­ση. Εμ­φα­νί­ζε­ται κα­τά κα­νό­να σε κεί­με­να κοι­νω­νι­κού και πο­λι­τι­κού προ­βλη­μα­τι­σμού.[15] Ιδιαί­τε­ρη ανα­φο­ρά γί­νε­ται στη «μα­κρό­χρο­νη δο­μι­κή αντι­πα­λό­τη­τα της Τουρ­κί­ας με την Ελ­λά­δα».

Συ­μπε­ρα­σμα­τι­κά θα έλε­γα ότι η απα­ξιω­μέ­νη από τη στιγ­μή της γέν­νη­σή της και επί πολ­λές δε­κα­ε­τί­ες αντι­πα­λό­τη­τα, μια λέ­ξη που θε­ω­ρή­θη­κε νό­θο παι­δί, βιώ­νο­ντας τον κοι­νω­νι­κό απο­κλει­σμό και την απο­κλή­ρω­ση, με­γά­λω­σε στο πε­ρι­θώ­ριο της γλώσ­σας. Μια κα­κο­ποι­η­μέ­νη λέ­ξη, με αψευ­δή μαρ­τυ­ρία την «ετε­ρο­χρο­νι­σμέ­νη δο­μι­κή αντι­πα­λό­τη­τα», δεν πτο­ή­θη­κε από τον βια­σμό που υπέ­στη, ξα­να­βρή­κε το δρό­μο της, για να πά­ρει τε­λι­κά την εκ­δί­κη­σής της: επι­βλή­θη­κε με την ευ­ε­λι­ξία που τη δια­κρί­νει και μπή­κε σε γλωσ­σι­κά σα­λό­νια που ού­τε η ίδια εί­χε φα­ντα­στεί.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: