Αλευροσωλήνες ή μακαρόνια;

Γλωσσο-λογικά & λεξικό-γραφικά

Αλευροσωλήνες ή μακαρόνια;

Σχόλια στα σχόλια του Στέφανου Κουμανούδη (4)

«Αισκύλος παρ’ ημίν εγράφη, φρικτόν ειπείν, ο Αισχύλος εν ονόματι της επιστήμης ωσεί μη καθ’ εκάστην ηκούομεν σχώρα μου, ο Θεός σχωρέση σου». Γ.Ν. Χατζιδ. εν Αθηνάς τόμ. η΄ 1896, σελ. 163. – Δικαιότατα έφριξεν ο Γ. Ν. Χ. διότι, προσθέτω εγώ, εν ονόματι της επιστήμης (ένεκα δηλ. των κοινώς προφερομένων σκολειό, σκίζω, σκοινί κτλ.) θα ηναγκαζόμεθα ίσως να λέγωμεν και άγιος ισκυρός και παράσκου κύριε και τόσα άλλα κακά και ψυχρά.

*

Ο Κουμανούδης με το σχόλιο αυτό εκφράζει την αγανάκτηση των λογίων για τις ακραίες φωνητικές υποδείξεις του Ψυχάρη ενταγμένες στον κανόνα της «ανεξαιρεσίας» (Ausnahmslosigkeit) των Νεογραμματικών. Ο Γιώργος Βελουδής[1] επισημαίνει σωστά: «Αυτός ακριβώς ο νεοσύστατος τότε κλάδος της γλωσσολογίας, η φωνητική, θα καθορίσει κατά κύριο λόγο και το γλωσσικό Ταξίδι του Ψυχάρη· η παραδοσιακή μορφολογία θα παίξει ένα δευτερεύοντα ρόλο, ενώ το λεξιλογικό μέρος της γλώσσας θα μείνει σ’ αυτόν, σε αντίθεση με τους καθαρολόγους και αρχαϊστές αντιπάλους του, μάλλον αδιάφορο. Αυτό όμως που έχει κοινό μ’ αυτούς είναι πολύ σημαντικότερο από τις «καθαρά» γλωσσολογικές διαφορές τους: Οπως αυτοί, έτσι και ο Ψυχάρης προβαίνει σε μια διορθωτική επέμβαση πάνω στο ιστορικά υπαρκτό σώμα της γλώσσας – μια ‘αρχή’, που αντιστρατευόταν τις αρχές για τη ‘φυσική γλώσσα’ των προεπαναστατικών ‘δημοτικιστών’ και του Σολωμού. Ετσι π.χ. κηρύσσει και προτείνει τις φωνητικές διορθώσεις: πνέμα αντί πνεύμα, συβιβασμός αντί συμβιβασμός – αλλά και: Ορφές αντί Ορφέας, Αισκύλος αντί Αισχύλος και Βιχτώρ Ουγκώ αντί Βικτώρ Ουγκώ!».
Είναι αλήθεια ότι στο λαϊκό λόγο ο συνδυασμός -σκ- αντί -σχ- εμφανίζεται συχνά, ιδίως σε παλαιότερα κείμενα. Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα από τον Μακρυγιάννη: «Σημειώνω και ένα μέρος από την αμαρτωλή μου και απλή και αγράμματη προσευκή μου: Αγιος ο θεός, άγιος ισκυρός, άγιος αθάνατος, ελέησον ημάς».[2]
Ο ισπανός θεολόγος και γραμματικός Antonio Honcala (1484-1565), Pentaplon christianae pietatis; interpretatur autem Pentaplon, quintuplex explanatio (1546) παραθέτει τον ίδιο τύπο: άγιος ισκυρός. Το λόγιο κρητικό επώνυμο Παρασχάκης εμφανίζεται εξίσου συχνά ως Παρασκάκης. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι το Παράσχου, Κύριε «Χάρισέ μας το ζητούμενο, Κύριε» θα μετατραπεί στο βέβηλο «Παράσκου, Κύριε».

*

άκουσαι. Δημ. Μουρούζης 1825 – Έστω αναγεγραμμένη εδώ και η διφθογγογραφημένη αύτη προστακτικής κατάληξις ρημάτων ενεργητικών χρόνου αορίστου. Εισήχθη δε υπό λογίων (προ πόσων δεκαετηρίδων αγνοώ) θελόντων ν’ αποφύγωσιν την αρχαϊκήν εις -ον κατάληξιν την καταστάσαν αήθη εις τα ώτα του λαού. Παρά τω αυτώ Μουρούζη εν ταις ποιητικαίς μελέταις του ταις εκδοθείσες τω 1825, εν Παρισίοις εύρον και τα ένωσαι, καταβύθισαι, οδήγησαι, στείλαι, τυράννησαι, ύμνησαι, χύσαι. Ήτο δε ο ανήρ όχι αγράμματός τις, αλλά συγκεκροτημένος με Ελληνικήν και άλλην πολλήν παιδείαν.

*

Ο Κουμανούδης επισημαίνει μια πολύ σπάνια πρωτοβουλία των αρχαϊστών να εξομαλύνουν ρηματικούς τύπους οι οποίοι ξένιζαν τον απλό κόσμο. Η κατάληξη -ον σώζεται στη Νεοελληνική μόνο στη στερεότυπη έκφραση πάταξον μεν, άκουσον δε. Όπως διαπίστωσα, ο σοφός καθηγητής αποδελτίωσε τη συλλογή του Δημητρίου Μουρούζη, Ποιητικαί μελέται, Εν Παρισίοις 1825: Εκ της Τυπογραφίας Διδότου. Το τελευταίο ποίημα της συλλογής είναι το ακόλουθο:

Ωδή εις την ελευθερίαν.

Είντων τέκνων σου τα ξίφη,
Χύνουν αίμα τουρκικόν·
Χύσαι ’ς τα γενναία στήθη,    
Πάλιν αίσθημ’ ανδρικόν.

Σέφανον κρατεί και τρέχει
Του Σουλιού ο αετός,
Κ’ ο Βυρών την λύραν έχει,
Σε φωνάζει και νεκρός.

Αλευροσωλήνες ή μακαρόνια;

*ακτινογραφία, η κατά τον Ρέντγεν φωτογράφησις. Εσπερ. Ακρόπολις 15 Απρ. 1897. – Άστυ 29 Σεπτ. 1897. – Η λέξις εγένετο εν Γερμανία δεκτή, είναι δε μετάφρασις του εν Γαλλία παραδεκτού γενομένου όρου radiographie. – Τι δε ήτο η ακτινογραφίη, η εν τοις μαθηματικοίς συγγράμμασι του παλαιού Δημοκρίτου τασσομένη παρά Διογένει τω Λαερτίω (9, 7, 13) αγνοώ, επειδή δεν ηυκαίρησα να εξετάσω τι λέγουσιν οι νεώτεροι οι περί των του Αβδηρίτου σοφού συγγραφών εκδόντες βιβλία.

Η ακτινογραφία σήμαινε «επιστημονική πραγματεία για την ακτινοβολία», δεν είχε, επομένως από σημασιολογική άποψη καμιά σχέση με τον νεότερο σχηματισμό ο οποίος αποτελεί μεταφραστικό δάνειο από τα γαλλικά. Η radio(photo)grahie πρωτοεμφανίστηκε το 1895 και ένα χρόνο αργότερα στην αγγλική ως radiography. Η αγγλική λέξη σχηματίστηκε κατά το πρότυπο του ουσιαστικού radiograph (1880) που σήμαινε αρχικά «όργανο μέτρησης της ηλιακής ακτινοβολίας». Η ακτινογραφία ως έννοια (Radiographie, Röntgenaufnahme, Röntgenbild) γεννήθηκε στις 8 Νοεμβρίου 1895, όταν ο Γερμανός φυσικός ανακάλυψε τις ακτίνες Χ. Η πρώτη ακτινογραφία που έβγαλε ήταν το χέρι της γυναίκας του. Μόλις την είδε αναφώνησε: «Είδα τον θάνατό μου».

«Χέρι με δαχτυλίδια», 22.12. 1895. Το αριστερό χέρι της Anna Bertha Ludwig, συζύγου του Röntgen.
«Χέρι με δαχτυλίδια», 22.12. 1895. Το αριστερό χέρι της Anna Bertha Ludwig, συζύγου του Röntgen.

Για την εκπληκτική ανακάλυψή του, που έκανε μεγάλη αίσθηση παγκοσμίως, τόσο στον επιστημονικό κόσμο όσο και στον απλό λαό, έλαβε το 1901 το πρώτο βραβείο Νoμπέλ Φυσικής.

*

αλάνθαστος. [...] Το επίθ. τούτο εψέχθη που υπό Κ. Σ. Κόντου. Το δε αλάθητος είναι μεν παλαιόν και πολλοί το μεταχειρίζονται και τώρα αντί του αλανθάστου διά τε τον πάπαν Ρώμης και διά τινα ιατρικά, αλλά δεν ευχαριστεί όλον τον κόσμον.

Ο Κουμανούδης παραθέτει ως πρώτη μνεία του επιθέτου το έτος 1785 από τον Αθανάσιο Πάριο, χρονολογία που επαναλαμβάνει το Λεξικό Μπαμπινιώτη. Κατά το λεξικό Τριανταφυλλίδη ανάγεται στο μεσαιωνικό αλάθαστος. Πράγματι ο Κόντος, Γλωσσικαί παρατηρήσεις αναφερόμεναι εις την νέαν Ελληνικήν, Εν Αθήναις 1882, σ. 486, επικρίνει τον τύπο αλάνθαστος και προτρέπει να χρησιμοποιούνται τα επίθετα αναμάρτητος ή άπταιστος ή αδιάπτωτος, ακόμη και το επίθετο ασφαλής (κριτής ασφαλής, κριτήριον ασφαλές), κανένα όμως από τα τέσσερα αυτά επίθετα δεν ταυτίζεται με το αλάνθαστος. Ούτε το άσφαλτος χρησιμοποιείται σήμερα στη θέση του αλάνθαστος, όπως προτείνει το λεξικό Δημητράκου.[3] Το επίθετο αλάθευτος εμφανίζεται συνήθως σε λογοτεχνικά έργα. Η αλάθευτη κρίση έχει μικρή στατιστική συχνότητα σε σχέση την αλάνθαστη κρίση, όμως το αλάθητο αισθητήριο ανταγωνίζεται το αλάνθαστο αισθητήριο. Το αλάθευτο αισθητήριο είναι στατιστικά σχεδόν ανύπαρκτο. Φυσικά δεν είναι λάθος αν θα πει κανείς το αλάνθαστο του πάπα, έχει όμως καθιερωθεί το αλάθητο του πάπα.

Αλευροσωλήνες ή μακαρόνια;

αλευροσωλήνες, οι τα ιταλιστί μακαρόνια. Αν. Κορδ. [= Ανδρέας Κορδέλλας (1836-1909), διαπρεπής μεταλλειολόγος] 1888. – Ας φάγη τους σωλήνας τούτους ο ποιητής της λέξεως· εγώ θα τρώγω μακαρόνια, καθώς δεν θα πίω ποτέ νηφοκοκκόζωμον, αλλά καφέν. Βλ. νηφοκοκκόζωμον, το (κωμικ.) ονομασία ελληνική δήθεν του καφέ του βρασμένου «ότι νήφειν ποιεί τους αυτόν πίνοντας. Δημ. Κ. Βυζάντιος, Βαβυλωνία, 1836».
Η λέξη μακαρόνια ενοχλούσε πολλούς λογίους του 19ου αιώνα, οι οποίοι κατέβαλαν απεγνωμένες προσπάθειες να καθαρίσουν τη γλώσσα από ξενόγλωσσες επιρροές. Το μεταφραστικό δάνειο αλευροσωλήνες, κατά το γερμανικό Röhrennudeln, προξενούσε δικαίως απέχθεια στον Κουμανούδη. Ακόμα χειρότερα είναι τα σκωληκίδια τα οποία παραθέτει χωρίς ερμήνευμα ο Κουμανούδης, με παραπομπή στον Παναγιώτη Σούτσο, 1864. Τα μακαρόνια αποδόθηκαν και ως σκωληκίδες[4] και σκωληκοειδή παστά. Όσοι πρότειναν αυτές τις λέξεις δεν σκέφτηκαν με τι όρεξη θα φάει κανείς μακαρόνια, ανακαλώντας στη μνήμη του τα σκουλήκια. Η ίδια σύνδεση έγινε από τους Ιταλούς. Τα vermicelli, λίγο πιο χοντρά από τα μακαρόνια (σε διαλέκτους η λέξη δηλώνει το σπαγκέτι) ανάγονται στο ουσιαστικό verme (λατινικό vermis) που σημαίνει «σκουλήκι». «Δεν ήταν μακράν της ετυμολογίας των μακαρονιών ο μέγας Ροΐδης, όταν ελληνοποιούσε την ονομασία των μακαρονιών ως «σκωληκίδες».[5]

Σε ετυμολογικά λεξικά της αγγλικής (βλ. https://www.etymonline.com), βλ. λ. macaroni, γίνεται αναγωγή στο διαλεκτικό maccaroni (ιταλικό maccheroni), πληθυντικό του maccarone, με πιθανή ετυμολογία από το αγνώστου ετυμολογίας maccare «χτυπώ, κόβω» ή από το μεταγενέστερο μακαρία. Σε γερμανικά λεξικά (βλ. www.dwds.de) αναγράφεται μόνο η ελληνική ετυμολογία: μακαρία, Ησύχιος: βρῶμα ἐκ ζωμοῦ καὶ ἀλφίτων «μείγμα από ζωμό και αλεύρι».[6] Η μακαρία, στη Νεοελληνική μακαριά και παρηγοριά, επιβίωση του αρχαίου νεκρόδειπνου, ήταν ζυμαρικό που πρόσφεραν μετά την κηδεία στο σπίτι του πεθαμένου. Ακόμα και αν προέρχονται τα μακαρόνια από το μεσαιωνικό μακαρωνία, είναι ανεδαφική η αναφορά σε «ορθή» γραφή μακαρώνια (Λεξικό Μπαμπινιώτη). Ο Κουμανούδης καταγράφει τους ακόλουθους σχετικούς νεολογισμούς: μακαρονοαρτοποιία, μακαρονοαρτοποιός, μακαρονομηχαναί, μακαρονοπιεστήρια, μακαρονοποιείον, μακαρονοποιία, μακαρονοφάγος. Η λέξη σώζεται και ως επώνυμο με τις μορφές: Μακαρόνης, Μακαρόνας, Μακαρονάς, Μακαρονίδης, Μακαρονόπουλος, Μακαρούνης, Μακαρούνας, Μακαρουνάκης.
Τα μακαρόνια έδωσαν λαβή σε ορισμένους να προτείνουν διάφορες προκλητικές ετυμολογίες που δεν έχουν καμιά σχέση με την πραγματικότητα, υπάρχουν όμως πάντα αφελείς που παίρνουν στα σοβαρά αυτές τις απόψεις, οι οποίες αναπαράγονται άκριτα στο διαδίκτυο. Οι παρακάτω περιπτώσεις έχουν ενδιαφέρον μόνο ως ανεκδοτολογικές διηγήσεις. Το μακαρόνι προήλθε από την απάντηση «Si, ma caroni» (ναι, αλλά είναι ακριβούτσικα) που έδωσε ο Μέγας Ναπολέων σε μαγείρισσα πανδοχείου της Βόρειας Ιταλίας όταν του πρόσφερε, χωρίς να τον αναγνωρίσει, μακαρονάδα, σε αλμυρή τιμή, και τον ρώτησε αν του άρεσε. Η φαντασία και η παραπληροφόρηση δεν έχει όρια. Αστείος είναι ο ισχυρισμός, με επίκληση μάλιστα των ειδικών, για να δοθεί κύρος στο φαντασιοκόπημα αυτό: «Γλωσσολόγοι λένε ότι τα μακαρόνια αποτελούν παραφθορά της λέξης «μακρόν» και ότι χρωστάνε την ονομασία τους στο μακρουλό σχήμα τους». Ίσως, τελικά, να σημαίνει «μακαρονάς» το επώνυμο του Γάλλου Προέδρου Emmanuel Jean-Michel Frédéric Macron.

Αλευροσωλήνες ή μακαρόνια;

Που να φανταστούν πολλοί Νεοέλληνες ότι τα μακαρόνια είναι ελληνική λέξη, όπως και τα μεσαιωνικά λαζάνια, ιταλ. lasagna, τα οποία ανάγονται στην αρχαιοελληνική λέξη λάσανα «τρίποδας που υποβαστάζει μια χύτρα», ενώ στον ενικό λάσανον είναι παραδόξως το «ουροδοχείο». Η πάστα, απ’ όπου έχει μακρινή καταγωγή και το παστίτσιο, με τη σημασία «ζυμαρικά», παραπέμπει στο ιταλικό pasta, το οποίο με τη σειρά του προέρχεται από το μεταγενέστερο πάστη «ζωμός αλφίτων». Ο λεξικογράφος Ησύχιος (5ος αι. μ.Χ.) αναφέρει ότι η πάστη ήταν είδος φαγητού από ανάλατο τυρί, σιμιγδάλι και σουσάμι. 

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: