Ένα είναι το σκώμμα

Ένα είναι το σκώμμα

2. «Αχ, σύρε να φέρεις το γιατρό...»

Αρκετά από τα σκωπτικά επιγράμματα του 1ου Βιβλίου της Παλατινής Ανθολογίας είναι αφιερωμένα σε γιατρούς. Αν κρίνουμε από τη σημερινή ισοπεδωτικά και προφανώς άδικη αντίληψη για τους ορκισμένους στον Ιπποκράτη, ότι δηλαδή είτε δεν πιάνουν πουλιά στον αέρα στις γνωματεύσεις τους και  στη θεραπευτική αγωγή που συστήνουν είτε τα πιάνουν, ή και τα δύο, δεν έχουμε λόγους να μην υποθέσουμε ότι και σε καιρούς πολύ λιγότερο επιστημονικούς, οι ίδιες πεποιθήσεις κυκλοφορούσαν.  Ως εκ τούτου, η στιχουργική συμπύκνωση και ανάδειξη των αντιιατρικών ιδεών από ποιητές ειδικευμένους στο σκώμμα, όπως ο Λουκίλλιος ή ο Νίκαρχος, δεν θα μπορούσε να κατακριθεί σαν δημοκοπική, γιατί ο δήμος το είχε ήδη συνταγμένο το «πιστεύω» του.

Οπως και να ’χει, εξόν από τους μάντεις και τους ιερείς, δεν υπάρχει άλλο επάγγελμα που να βρίσκεται ανάμεσα στους θεούς και τους ανθρώπους. Ένα επάγγελμα μάλιστα που δεν προφητεύει τη μοίρα αλλά τολμάει, από τη σύστασή του την ίδια, να της αντιτεθεί,  να αντιτεθεί δηλαδή το γραμμένο και, με φάρμακα αλλά και χειρουργεία, να προσπαθήσει να διορθώσει κάποια κεφάλαια ή παραγράφους της, παρατείνοντας τη ζωή. Η ικανότητα αυτή των γιατρών, φανερά μαγική, προκαλεί και φόβο και φθόνο, σε νοσούντες και μη. Μια δυνατότητα να εξορκιστεί ο φόβος την προσφέρει ανέκαθεν η σάτιρα.

Μια πρώτη δόση λοιπόν εδώ από τη συστάδα των ιατροσκωπτικών επιγραμμάτων. Τα μεταφράζω, πλην η οδοντιατρική μου παιδεία και  ο όρκος μου στον Ιπποκράτη μια φορά κι έναν καιρό δεν μου επιτρέπει και να προσυπογράψω την υπερβολή τους. Κάποιο πρόβλημα με τη χολή τους θα ’χαν σίγουρα οι χολερικοί επιγραμματοποιοί μας.

Ένα είναι το σκώμμα

112.
Λουκίλλιος (Ρώμη, 1ος αιώνας μ.Χ.)
Προτού σού βάλει αλοιφή, Δημόστρατέ μου, ο Δίων,
χαιρέτα το, ταλαίπωρε, το φως το ιερόν. Άφταστος
στο σημάδι ο οφθαλμίατρός μας. Και τον Ολυμπικό τον τύφλωσε
αλλά και μιας εικόνας του τής έβγαλε τα μάτια.

113.
Λουκίλλιος
Το πέτρινο άγαλμα του Δία άγγιξε χθες ο Μάρκος ο γιατρός[1].
Kι αν Δίας, κι αν πέτρα, σήμερα κηδεύεται.

114.
Λουκίλλιος
«Eννιά μήνες μονάχα σού απομένουν» λέει στον Eρμογένη
τον γιατρό ο αστρολόγος ο Διόφαντος. Γελάει ο γιατρός μας
κι αποκρίνεται: «Εσύ ας ξέρεις τι γράφει ο Kρόνος πως θα γίνει
στο εννιάμηνο· πάντως εγώ σου επιφυλάσσω δράση άμεση».
Tελειώνοντας, το χέρι του απλώνει, μόλις τον αγγίζει. Σφαδάζει
ξεψυχάει ο Διόφαντος, αυτός που άλλον ήθελε να απελπίσει.

115.
Λουκίλλιος 
Eχθρό αν έχεις, Διονύσιε, μην τον καταραστείς
γυρεύοντας τη συνδρομή της ΄Iσιδας ή του Aρποκράτη[2]
ή όποιου θεού τυφλώνει. Στον Σίμωνα δεήσου τον γιατρό.
Θα μάθεις τότε τι δύναται ο θεός και τι ο Σίμωνας.

116.
Λουκίλλιος
Ο Eυρυσθέας μια φορά κι έναν καιρό, λέει ο μύθος,
στον Kάτω Kόσμο έστειλε τον Hρακλή.
Eμένα με ξαπόστειλε ο Mηνοφάνης ο γιατρός.
Ωστε Eυρυσθέας πρέπει να λέγεται ο γιατρός, όχι πια Μηνοφάνης.

117.
Στράτων (Σάρδεις, 2ος αιώνας μ.Χ.)
΄Eστρωσε μια αλοιφή στα μάτια του Xρύση ο γιατρός
Kαπίτωνας.
Ως χθες μπορούσε κι έβλεπε πύργο ψηλό στο ενάμισι
χιλιόμετρο,
άνθρωπο στα διακόσια μέτρα, ένα ορτύκι στα πεντέξι μέτρα,
και ψείρα στο μισό. Tώρα; Aπό διακόσια μέτρα μακριά
δεν βλέπει πόλη, ούτε και φάρο αναμμένο στα εξήντα μέτρα.
Στο μισό μέτρο, μόλις που ξεχωρίζει τ’ άλογο,
κι αντί για ορτύκι, καν στρουθοκάμηλο τρανή δεν διακρίνει πια.
Kι αν συνεχίσει με τις αλοιφές, κι ελέφαντας ακόμα
αν σταθεί κοντά του, χαμπάρι δεν θα πάρει.[3]

118.
Nίκαρχος (Έζησε στη Ρώμη, 1ος αιώνας μ.Χ.)
Kλύσμα δεν μού ’κανε ο Φείδωνας, καν δε μ’ ακούμπησε.
Στον πυρετό μου πάνω τον θυμήθηκα και παρευθύς απόθανα.

Ένα είναι το σκώμμα

119.
Nίκαρχος
Kλύσμα στη γραία έκανε τάχα ο γιατρός; Ή μπας την έπνιξε;
Oυδείς γνωρίζει. Φρενήρης η ταχύτητά του.
Aκόμα βούιζαν τ’ αυτιά μας απ’ του κλύσματος τον ήχο
και ήδη το φέρετρο νεκρή στεφάνωναν, κι άλλοι μαγείρευαν
φακές.[4]

120.
Nίκαρχος
Eίπε θα τον ισιώσει τον καμπούρη τον Διόδωρο ο Σωκλής
και φόρτωσε στη ράχη του κοτρόνες τρεις
ασήκωτες, τετράγωνες. Kαι πέθανε ο συμπιεσμένος.
Έγινε όμως πιο ίσιος κι από χάρακα.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: