Μας κόβουν... το βήχα

Γλώσσο-λογικά & λεξικό-γραφικά

————————————————
Σχό­λια στα Σχό­λια του Στέ­φα­νου Κου­μα­νού­δη (17)
—————————————————

αντι­βη­χι­κόν φάρ­μα­κον οί­ον οι τρο­χί­σκοι του Geraude. Ώρα 17 Μαρτ. 1886. – Γ. Πα­πα­βα­σι­λεί­ου εν Ακρο­πό­λει 22 Ιουν. 1894

Ο Κου­μα­νού­δης κα­τα­γρά­φει το επί­θε­το αντι­βη­χι­κός, το οποίο χρη­σι­μο­ποιεί­ται σή­με­ρα στις συν­δυα­στι­κές δυ­να­τό­τη­τες ~ή: δρά­ση (π.χ. του με­λιού) ~ό: σι­ρό­πι, ~ές: ιδιό­τη­τες. Οι συν­δυα­σμοί ~ή κα­ρα­μέ­λα, ~ό προ­ϊ­όν (Λε­ξι­κό Μπα­μπι­νιώ­τη) δεν απο­τε­λούν τυ­πι­κές συ­νά­ψεις. Το πα­ρά­δειγ­μα αντι­βη­χι­κή θε­ρα­πεία (Λε­ξι­κό Τε­γό­που­λου-Φυ­τρά­κη) εί­ναι τε­τριμ­μέ­νο. Το επί­θε­το απα­ντά κυ­ρί­ως στην ου­σια­στι­κο­ποι­η­μέ­νη μορ­φή του κα­τά πα­ρά­λει­ψη της λέ­ξης φάρ­μα­κο. Χι­λιά­δες λέ­ξεις ανή­κουν στην κα­τη­γο­ρία αυ­τή, όπως το εγκε­φα­λι­κό (εν­νο­εί­ται επει­σό­διο).
Ως προς την ετυ­μο­λο­γία της λέ­ξης το λε­ξι­κό του Ιδρύ­μα­τος Τρια­ντα­φυλ­λί­δη και το λε­ξι­κό Μπα­μπι­νιώ­τη συμ­φω­νούν ότι πρό­κει­ται για με­τα­φρα­στι­κό δά­νειο από το γαλ­λι­κό antitussif, δεν πρό­σε­ξαν όμως ότι η γαλ­λι­κή λέ­ξη εμ­φα­νί­ζε­ται πρώ­τη φο­ρά μό­λις το 1970, 84 χρό­νια με­τά την πρώ­τη εμ­φά­νι­ση της ελ­λη­νι­κής λέ­ξης. Στο Χρη­στι­κό Λε­ξι­κό κα­τα­γρά­φε­ται η γαλ­λι­κή λέ­ξη και η αγ­γλι­κή (antitussive, περ. 1909) για να δη­λω­θεί η εκ των υστέ­ρων επα­νε­νί­σχυ­ση της λέ­ξης μέ­σω της με­τά­φρα­σης από τις δύο αυ­τές γλώσ­σες. Το ση­μα­σιο­λο­γι­κό ισο­δύ­να­μο φάρ­μα­κο κα­τά του βή­χα θα μπο­ρού­σε να οδη­γή­σει στον ανε­ξάρ­τη­το από άλ­λες γλώσ­σες σχη­μα­τι­σμό με το πρό­θη­μα αντι–. Βη­χι­κόν λε­γό­ταν στην αρ­χαιό­τη­τα (Γα­λη­νός) το κα­τάλ­λη­λο για το βή­χα φάρ­μα­κο (bechico, από το 1567 ακό­μα σή­με­ρα στην Ιτα­λι­κή και tossifugo, 1961), και βή­χιον το «βη­χα­λά­κι», ο ελα­φρός βή­χας.

Το ου­σια­στι­κό τρο­χί­σκος ση­μαί­νει στον Αρι­στο­τέ­λη «μι­κρός τρο­χός» και «σφαι­ρί­διο από μέ­λι» (κά­τι σαν πα­στί­λια, στο έρ­γο Πε­ρί θαυ­μα­σί­ων ακου­σμά­των). Τρο­χι­σκά­ριον και τρο­χί­σκιον λε­γό­ταν το χα­πά­κι. Οι λό­γιοι του 19ου αιώ­να με­τέ­φρα­σαν έτσι, όπως και με τη λέ­ξη δι­σκίο, τα γερ­μαν. Tablette, γαλλ. tablette και αγγλ. tablet. Με τις με­τα­φρα­στι­κές αυ­τές επι­λο­γές απέ­φυ­γαν και τη λέ­ξη πα­στί­λια, ιταλ. pastiglia, γαλλ. pastille, η οποία τε­λι­κά κα­θιε­ρώ­θη­κε, όπως και η τα­μπλέ­τα. Οι Άγ­γλοι πα­ρέ­λα­βαν τον τρο­χί­σκο στα τέ­λη του 16ου αιώ­να με τη μορ­φή troche. Σή­με­ρα στον προ­φο­ρι­κό λό­γο επι­κρα­τεί η έκ­φρα­ση κα­ρα­μέ­λες για το λαι­μό χω­ρίς να δί­νε­ται έμ­φα­ση στη θε­ρα­πευ­τι­κή τους ιδιό­τη­τα, η οποία το­νί­ζε­ται με τον όρο «φαρ­μα­κευ­τι­κές κα­ρα­μέ­λες». Οι πα­στί­λιες για το λαι­μό εξει­δι­κεύ­ο­νται ως θε­ρα­πευ­τι­κό μέ­σο, όπως και οι τα­μπλέ­τες για το λαι­μό, με αι­σθη­τά μι­κρό­τε­ρη στα­τι­στι­κή συ­χνό­τη­τα. Στην ου­σία όλα αυ­τά τα πα­ρα­σκευά­σμα­τα έχουν μό­νο ανα­κου­φι­στι­κό χα­ρα­κτή­ρα.
Η επι­στη­μο­νι­κή ορο­λο­γία κι­νεί­ται σε εντε­λώς δια­φο­ρε­τι­κό επί­πε­δο, με απο­τέ­λε­σμα ο λε­ξι­κο­γρά­φος να επι­λέ­γει ένα μι­κρό μό­νο μέ­ρος από τον αχα­νή αυ­τό λε­ξι­λο­γι­κό θη­σαυ­ρό. Ένα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό πα­ρά­δειγ­μα που δεί­χνει την ακρι­βή εν­νοιο­λο­γι­κή οριο­θέ­τη­ση των βλεν­νο­δρα­στι­κών φαρ­μά­κων από τα αντι­βη­χι­κά: «Τα φάρ­μα­κα κα­τα­πο­λέ­μη­σης του βή­χα μπο­ρούν να δια­κρι­θούν σε βλεν­νο­δρα­στι­κά, κε­ντρι­κώς δρώ­ντα και αντι­βη­χι­κά με πε­ρι­φε­ρι­κή δρά­ση. Τα βλεν­νο­δρα­στι­κά φαρ­μα­κευ­τι­κά προ­ϊ­ό­ντα (ακε­τυλ­κυ­στε­ΐ­νη, καρ­βο­κυ­στε­ΐ­νη, βρω­με­ξί­νη, αμπρο­ξό­λη) εί­ναι τα πλέ­ον γνω­στά και εμπο­ρι­κά και δρουν εί­τε δια­σπώ­ντας την πο­λυ­με­ρι­κή δο­μή της βλέν­νης εί­τε τρο­πο­ποιώ­ντας τη σύ­στα­ση και την έκ­κρι­σή της (ελάτ­τω­ση του όγκου των εκ­κρί­σε­ων, μεί­ω­ση του ιξώ­δους και του μο­ρια­κού βά­ρους της βλέν­νης)».[1]
Συ­χνά εντυ­πω­σιά­ζουν οι ση­μα­σιο­λο­γι­κές δια­φο­ρο­ποι­ή­σεις. Ο σπα­στι­κός βή­χας στην κοι­νή χρή­ση μπο­ρεί να εί­ναι αυ­τός «που σπα τα νεύ­ρα, ο πο­λύ ενο­χλη­τι­κός», (μ’ έπια­σε ένας σπα­στι­κός βή­χας θα πει ένα νε­α­ρό άτο­μο), στην ια­τρι­κή όμως ορο­λο­γία χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται έτσι ο ασφυ­κτι­κός βή­χας που έρ­χε­ται σε πα­ρο­ξυ­σμι­κές κρί­σεις. Τα συμ­πτώ­μα­τά του χει­ρο­τε­ρεύ­ουν κα­τά τη βρα­δι­νή κα­τά­κλι­ση. Το επί­θε­το πα­ρα­γω­γι­κός έχει στη συ­νεί­δη­ση των φυ­σι­κών ομι­λη­τών μό­νο θε­τι­κή συ­νυ­πο­δή­λω­ση (πα­ρα­γω­γι­κός συγ­γρα­φέ­ας, πα­ρα­γω­γι­κή δρα­στη­ριό­τη­τα). Κα­νείς όμως δεν θέ­λει να έχει πα­ρα­γω­γι­κό βή­χα (με φλέγ­μα ή βλέν­να) ού­τε μη πα­ρα­γω­γι­κό (ξε­ρό­βη­χα).
Οι «τρο­χί­σκοι του Geraude» έγι­ναν διά­ση­μοι, όχι τό­σο για την απο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τά τους, όσο για την έξυ­πνη και πρω­το­πο­ρια­κά σχε­δια­σμέ­νη προ­βο­λή τους. Ο φαρ­μα­κο­ποιός Auguste-Arthur Géraudel (1841-1906) έφτια­ξε τις πα­στί­λιες που φέ­ρουν το επώ­νυ­μό του. Πρώ­τη ύλη, γνω­στή από την αρ­χαιό­τη­τα, υπήρ­ξε η «νορ­βη­γι­κή πίσ­σα» (από πεύ­κα) την οποία χρη­σι­μο­ποί­η­σε δο­κι­μα­στι­κά για τη μη­τέ­ρα του που υπέ­φε­ρε από βρογ­χι­κή κα­ταρ­ροή. Γρή­γο­ρα η φή­μη του φαρ­μά­κου ξε­πέ­ρα­σε τα όρια της ιδιαί­τε­ρης πα­τρί­δας του, το Sainte-Ménehould, στη βο­ε­ρειο­α­να­το­λι­κή Γαλ­λία. Ο τα­πει­νός φαρ­μα­κο­ποιός απο­δεί­χτη­κε «μά­γος της δια­φή­μι­σης». Χρη­μα­το­δό­τη­σε κα­λά ορ­γα­νω­μέ­νες δια­φη­μι­στι­κές κα­μπά­νιες με δια­ση­μό­τη­τες της επο­χής, σχε­δια­στές, φω­το­γρά­φους, ζω­γρά­φους, ποι­η­τές και μου­σι­κούς.[2] Εν­δει­κτι­κές εί­ναι οι πα­ρα­κά­τω δύο δια­φη­μί­σεις. Στην πρώ­τη απει­κο­νί­ζε­ται ο κο­μή­της Χά­λεϊ κα­θώς περ­νά πά­νω από τον εμ­βλη­μα­τι­κό κα­θε­δρι­κό ναό της Πα­να­γί­ας των Πα­ρι­σί­ων (1910) και δια­πι­στώ­νει τη συ­νε­χι­ζό­με­νη επι­τυ­χία της «θαυ­μα­τουρ­γής» πα­στί­λιας.

Στη δεύ­τε­ρη βλέ­που­με την έγ­χρω­μη λι­θο­γρα­φία του διά­ση­μου καλ­λι­τέ­χνη Jules Chéret (1836-1932) του απο­κα­λού­με­νου πα­τέ­ρα της μο­ντέρ­νας αφί­σας.[3] Ένα κο­ρί­τσι που χο­ρεύ­ει ξέ­γνοια­στο στη βρο­χή κρα­τώ­ντας στο χέ­ρι τις δια­φη­μι­ζό­με­νες πα­στί­λιες.

Το αντιβηχικό βότανο δροσέρα

Τα τε­λευ­ταία χρό­νια εί­ναι δη­μο­φι­λή τα αντι­βη­χι­κά βό­τα­να επει­δή δεν πα­ρου­σιά­ζουν κα­τά κα­νό­να ανε­πι­θύ­μη­τες πα­ρε­νέρ­γειες. Ανά­με­σά τους συ­γκα­τα­λέ­γο­νται τα ακό­λου­θα: αλ­θαία, κι­σός, θυ­μά­ρι, λά­δα­νο, τζί­ντερ, φα­σκό­μη­λο, όπως, επί­σης, το άγριο έλα­το και ο ευ­κά­λυ­πτος. Σε με­γά­λη ζή­τη­ση βρί­σκο­νται πα­στί­λιες που πε­ριέ­χουν μέ­λι, ευ­κά­λυ­πτο και πρό­πο­λη.
Το φυ­τό δρο­σέ­ρα εί­ναι άξιο ιδιαί­τε­ρης μνεί­ας ακρι­βώς επει­δή το αγνο­ούν όλα τα νε­ό­τε­ρα λε­ξι­κά της Νε­ο­ελ­λη­νι­κής.[4] Ο σο­φός Κου­μα­νού­δης το συ­μπε­ριέ­λα­βε στο λε­ξι­κό του:[5]

δρο­σέ­ρα η στρογ­γυ­λό­φυλ­λος. (φυ­το­λο­γία) Εγκυκλ. Λεξ.
Πρό­κει­ται για εντο­μο­φά­γο φυ­τό τα φύλ­λα του οποί­ου κα­λύ­πτο­νται με μι­κρο­σκο­πι­κά τρι­χοει­δή πλο­κά­μια με κολ­λώ­δη ου­σία στην άκρη τους που μοιά­ζει με δρο­σο­στα­λί­δα. Έχουν κα­τα­γρα­φεί πε­ρισ­σό­τε­ρα από εκα­τό εί­δη. Το γνω­στό­τε­ρο εί­ναι η Drosera Rotundifolia, οι­κο­γέ­νεια Droseraceae (Δρο­σε­ρί­δες).
Στη διε­θνή επι­στη­μο­νι­κή ορο­λο­γία το φυ­τό ονο­μά­ζε­ται drosera, νε­ο­λα­τι­νι­κή λέ­ξη η οποία ανά­γε­ται στο αρ­χαιο­ελ­λη­νι­κό επί­θε­το δρο­σε­ρός «που ανα­δί­δει δρο­σιά, γε­μά­τος δρο­σιά». Στην ιτα­λι­κή γλώσ­σα η drosera μαρ­τυ­ρεί­ται από το 1786, στη γαλ­λι­κή από το 1804 (droséra) και από το 1669 ως rossolis < με­σαιω­νι­κό λα­τι­νι­κό ros solis «δρο­σιά του ήλιου», «ηλιο­δρο­σιά», ό,τι ακρι­βώς ση­μαί­νει το αγγλ. sundew και το γερ­μα­νι­κό Sonnentau, γνω­στό και ως Drosera.
Μια δεύ­τε­ρη ση­μα­σία, αθη­σαύ­ρι­στη στα γε­νι­κά λε­ξι­κά των πε­ρισ­σο­τέ­ρων γλωσ­σών, κα­τα­γρά­φε­ται σε γλωσ­σά­ρια ια­τρι­κών όρων. Στην ομοιο­πα­θη­τι­κή δη­λώ­νει πα­ρα­σκεύ­α­σμα από εκ­χύ­λι­σμα του φυ­τού για την αντι­με­τώ­πι­ση προ­βλη­μά­των του ανα­πνευ­στι­κού συ­στή­μα­τος, κυ­ρί­ως του βή­χα και του άσθμα­τος.[6]



*

αντε­πι­στη­μο­νι­κός. 3. Μ. Δήμ. 1877.
αντε­πι­στη­μο­νι­κό­της, η. Ακρό­πο­λις 15 Σε­πτ. 1895.
αντιε­πι­στη­μο­νι­κός. 3. Θε­ό­δω­ρος Π. Δη­λι­γιάν­νης εν Άστει 22 Ιουν. 1895.

Ο Κου­μα­νού­δης απο­θη­σαυ­ρί­ζει και τις δύο μορ­φο­λο­γι­κές ποι­κι­λί­ες του σύν­θε­του επι­θέ­του αντί + επι­στη­μο­νι­κός. Στην αρ­χαία ελ­λη­νι­κή η έκ­κρου­ση του τε­λι­κού φω­νή­ε­ντος της πρό­θε­σης αντί με το αρ­χι­κό φω­νή­εν ε- της επό­με­νης λέ­ξης πα­ρά­γει σύν­θε­τη λέ­ξη με επι­κρά­τη­ση του ισχυ­ρό­τε­ρου φω­νή­ε­ντος ε: ἀντί + ἐξέ­τα­σις > ἀντε­ξέ­τα­σις, ἀντί + ἐπε­ξέρ­χο­μαι > ἀντε­πε­ξέρ­χο­μαι, ἀντί + ἐρα­στής > ἀντε­ρα­στής. Στη νε­ο­ελ­λη­νι­κή γλώσ­σα γε­νι­κεύ­ε­ται ο κα­νό­νας της απου­σί­ας έκ­θλι­ψης ιδί­ως όταν πρό­κει­ται για με­τα­φρα­στι­κά δά­νεια, όπως αντια­θλη­τι­κός και όχι *αντα­θλη­τι­κός, χω­ρίς να απο­κλεί­ο­νται οι πα­ράλ­λη­λοι τύ­ποι: αντη­λια­κό και (σπα­νιό­τε­ρα) αντι­η­λια­κό. Σε επι­στη­μο­νι­κά κεί­με­να εμ­φα­νί­ζε­ται συ­χνό­τε­ρα ο τύ­πος χω­ρίς έκ­κρου­ση: αντι­η­λια­κή προ­στα­σία. Όσοι επι­μέ­νουν, αν δεν χα­ριε­ντί­ζο­νται, να θε­ω­ρούν σω­στό το αν­θη­λια­κό, με το σκε­πτι­κό ότι η λέ­ξη ήλιος παίρ­νει δα­σεία, εί­ναι εκτός τό­που και χρό­νου.
Κα­τό­πιν αυ­τού, το αντε­πι­στη­μο­νι­κός έχει προ­σαρ­μο­στεί στο αρ­χαιο­ελ­λη­νι­κό πρό­τυ­πο, ενώ το αντιε­πι­στη­μο­νι­κός εί­ναι σή­με­ρα ο συ­χνό­τε­ρα εμ­φα­νι­ζό­με­νος τύ­πος.[7] Το λε­ξι­κό Τρια­ντα­φυλ­λί­δη έχει λημ­μα­το­ποι­ή­σει μό­νο το αντιε­πι­στη­μο­νι­κός, το λε­ξι­κό Μπα­μπι­νιώ­τη κα­τα­γρά­φει απλώς το λήμ­μα αντιε­πι­στη­μο­νι­κός με πα­ρα­πο­μπή στο αντε­πι­στη­μο­νι­κός, όπου κα­νο­νι­κά θα γι­νό­ταν η ανά­πτυ­ξή του, ξέ­χα­σαν όμως να συ­ντά­ξουν το λήμ­μα αυ­τό και δεν το πή­ρε κα­νείς εί­δη­ση εδώ και εί­κο­σι χρό­νια. Το Χρη­στι­κό λε­ξι­κό δί­νει προ­τε­ραιό­τη­τα, όπως εί­ναι φυ­σι­κό, για ορι­σμέ­νους όμως όχι τό­σο αυ­το­νό­η­το, στη συ­χνό­τε­ρη στα­τι­στι­κά μορ­φή, χω­ρίς να απο­σιω­πά τον «κα­θα­ρευου­σιά­νι­κο» τύ­πο.

Η αλεξικογράφητη αντιεπιστήμη

Η αντιε­πι­στή­μη, δεν εί­ναι «η επι­στή­μη που αντι­τί­θε­ται στην επι­στή­μη», κα­τά το σχή­μα κουλ­τού­ρα-αντι­κουλ­τού­ρα, όπως αφε­λώς νο­μί­ζουν ορι­σμέ­νοι, αλ­λά κά­τι πο­λύ βα­θύ­τε­ρο: πρό­κει­ται για αντι­λή­ψεις και θέ­σεις που αντι­τί­θε­νται στην επι­στή­μη ή απορ­ρί­πτουν την επι­στη­μο­νι­κή με­θο­δο­λο­γία και έρευ­να, όπως έχει δια­μορ­φω­θεί από την επο­χή του Δια­φω­τι­σμού. Ο αγ­γλι­κός όρος anti-science μαρ­τυ­ρεί­ται από το 1911. H αντιε­πι­στη­μο­νι­κό­τη­τα, ιταλ. antiscientificità, την οποία κα­τέ­γρα­ψε ο Κου­μα­νού­δης στην κα­θα­ρευου­σιά­νι­κη μορ­φή της, δεν βρή­κε ακό­μα τη θέ­ση της σε νε­ο­ελ­λη­νι­κά λε­ξι­κά.
O αμε­ρι­κα­νός αστρο­φυ­σι­κός, με πρω­το­πο­ρια­κές έρευ­νες στην αστρο­βιο­λο­γία και την εξω­γή­ι­νη νοη­μο­σύ­νη, συγ­γρα­φέ­ας και εκλαϊ­κευ­τής της επι­στή­μης Carl Sagan (1934-1996) και ο επί­σης αμε­ρι­κα­νός Gerald Holton (γεν­νή­θη­κε το 1922), κα­θη­γη­τής της φυ­σι­κής και της ιστο­ρί­ας των επι­στη­μών στο Πα­νε­πι­στή­μιο Harvard, εξέ­φρα­σαν την ανη­συ­χία τους για την «αντιε­πι­στή­μη», την οποία απο­κα­λούν «πο­λύ­μορ­φο φαι­νό­με­νο». Σε ένα εμ­βλη­μα­τι­κό άρ­θρο του ο Holton[8] διε­ρευ­νά πε­ρι­πτώ­σεις, όπως εί­ναι: αστρο­λο­γι­κές πα­ρα­δο­ξό­τη­τες, η άρ­νη­ση της θε­ω­ρί­ας της σχε­τι­κό­τη­τας και ιδί­ως ο «επι­στη­μο­νι­κός αναλ­φα­βη­τι­σμός» με τυ­πι­κό πα­ρά­δειγ­μα τον λυ­σεν­κοϊ­σμό[9] και τον δη­μιουρ­γι­σμό. Οι απα­ρά­δε­κτες θέ­σεις που καλ­λιερ­γούν οι θια­σώ­τες της αντιε­πι­στή­μης (ταυ­τό­ση­μης σχε­δόν με την πα­ρα­ε­πι­στή­μη και την ψευ­δο­ε­πι­στή­μη) εξυ­πη­ρε­τούν σκο­πι­μό­τη­τες και­ρο­σκό­πων που απο­βλέ­πουν σε αυ­το­προ­βο­λή με οι­κο­νο­μι­κά ή και πο­λι­τι­κά οφέ­λη. Συ­χνά πρό­κει­ται για συ­γκλί­νου­σες από­ψεις ορι­σμέ­νων με­τα­μο­ντέρ­νων φι­λο­σό­φων, κοι­νω­νιο­λό­γων αν­θρω­πο­λό­γων και φε­μι­νι­στών οι οποί­οι αμ­φι­σβη­τούν την αντι­κει­με­νι­κή αλή­θεια με απο­τέ­λε­σμα να θε­ω­ρούν ότι η επι­στη­μο­νι­κή αλή­θεια απο­τε­λεί «κοι­νω­νι­κό κα­τα­σκεύ­α­σμα». Ο Στέ­φα­νος Τρα­χα­νάς επι­ση­μαί­νει ότι αυ­ξά­νε­ται διαρ­κώς ο αριθ­μός των αν­θρώ­πων που εί­ναι έτοι­μοι να πα­ρα­δο­θούν, χω­ρίς αντί­στα­ση, στις πιο ακραί­ες μορ­φές ανορ­θο­λο­γι­σμού και πα­ρα­ε­πι­στή­μης.[10]

Η γένεση μιας νέας αντι-επιστήμης;

Το βα­σι­κό αυ­τό ερώ­τη­μα απα­σχο­λεί σύγ­χρο­νους δια­νοη­τές που προ­βλη­μα­τί­ζο­νται για τη «μω­ρία της εξει­δί­κευ­σης» και τη θε­ο­ποί­η­ση της τε­χνο­λο­γί­ας.[11] Θε­με­λιώ­δης αρ­χή της επι­στή­μης ήταν επί αιώ­νες η ερ­μη­νεία του κό­σμου, της ζω­ής και των προ­βλη­μά­των του αν­θρώ­που. Η εφεύ­ρε­ση της προ­βλε­ψι­μό­τη­τας, των υπο­λο­γι­στών και των δι­κτύ­ων, όπως και η τε­ρά­στια δύ­να­μη των αλ­γο­ρίθ­μων, οδή­γη­σαν σε μια νέα αντι-επι­στή­μη, με εντε­λώς δια­φο­ρε­τι­κό εν­νοιο­λο­γι­κό πε­ριε­χό­με­νο: Η γνώ­ση δεν χρη­σι­μεύ­ει πλέ­ον για την ευ­ρύ­τε­ρη κα­τα­νό­η­ση του κό­σμου και για μια κα­λύ­τε­ρη ζωή για όλους, αλ­λά κλεί­νε­ται ερ­μη­τι­κά στον εαυ­τό της για να δια­σφα­λί­σει την εξου­σία των ολί­γων σε βά­ρος της υπό­λοι­πης αν­θρω­πό­τη­τας. Αντι­στρέ­φο­νται με αυ­τό τον τρό­πο οι αξί­ες που ίσχυαν μέ­χρι τώ­ρα. Τα σύγ­χρο­να επι­τεύγ­μα­τα της επι­στή­μης, όπως, επί­σης, οι δη­μο­κρα­τι­κές αρ­χές και τα αν­θρώ­πι­να δι­καιώ­μα­τα, «θρυμ­μα­τί­ζο­νται στην αλ­γο­ριθ­μι­κή κα­θη­με­ρι­νό­τη­τά μας» και κα­τα­ντούν «‘λα­πα­λι­σμοί’ [παι­δα­ριώ­δεις αλή­θειες] που απα­ξιώ­νο­νται ολο­έ­να και πε­ρισ­σό­τε­ρο».

Για να πε­ριο­ρι­στεί η αντιε­πι­στή­μη, όπως εκ­φρά­ζε­ται στις ποι­κί­λες εκ­δο­χές της, εί­ναι ανα­γκαίο να γί­νουν δε­κτές οι ακό­λου­θες προ­τά­σεις-αι­τή­μα­τα του Richard Levinins (1930-2016), γνω­στού, εκτός των άλ­λων, και για τις εξαι­ρε­τι­κές συμ­βο­λές του στη φι­λο­σο­φία της επι­στή­μης.[12]

  1. δη­μο­κρα­τι­κο­ποί­η­ση της επι­στή­μης και απά­λει­ψη των αυ­ταρ­χι­κών δο­μών του ερευ­νη­τι­κού κα­τε­στη­μέ­νου. Η επι­στή­μη οφεί­λει να πα­ρα­κο­λου­θεί τις σύγ­χρο­νες εξε­λί­ξεις και να μην πα­ρα­βλέ­πει την κοι­νω­νι­κή της απο­στο­λή.
  2. εγκα­τά­λει­ψη της επί­πλα­στης, επι­στη­μο­νι­κής ου­δε­τε­ρό­τη­τας και ενί­σχυ­ση της θέ­σης ότι όλες οι θε­ω­ρί­ες που προ­ω­θούν, δι­καιο­λο­γούν ή ανέ­χο­νται την αδι­κία εί­ναι εσφαλ­μέ­νες.
  3. κα­ταγ­γε­λία της κα­ριε­ρί­στι­κης νο­ο­τρο­πί­ας πολ­λών ερευ­νη­τών οι οποί­οι δη­μο­σιεύ­ουν κοι­νό­το­πες έρευ­νες και οδη­γού­νται σε κα­τευ­θυ­νό­με­να μο­νό­πλευ­ρα γνω­στι­κά αντι­κεί­με­να. Οι αν­θρω­πι­στι­κές επι­στή­μες, τις οποί­ες έχου­με σή­με­ρα τό­σο ανά­γκη, στον απάν­θρω­πο κό­σμο που ζού­με, βρί­σκο­νται στα αζή­τη­τα.[13]
  4. κα­τα­δί­κη του αντα­γω­νι­στι­κού ατο­μι­κι­σμού των επι­στη­μό­νων και ενί­σχυ­ση της συ­νερ­γα­τι­κής προ­σπά­θειας για επί­λυ­ση υπαρ­κτών προ­βλη­μά­των.
  5. απα­ξί­ω­ση του μη­χα­νι­στι­κού τρό­που ζω­ής που επι­κρα­τεί στις σύγ­χρο­νες τε­χνο­κρα­τού­με­νες κοι­νω­νί­ες και επι­στρο­φή στις πα­ρα­δο­σια­κές αξί­ες.
  6. Η κα­λύ­τε­ρη υπε­ρά­σπι­ση της επι­στή­μης από τις αντι­δρα­στι­κές επι­θέ­σεις εί­ναι να επι­κε­ντρώ­σει το εν­δια­φέ­ρον της στο γε­νι­κό κα­λό.

  Οι αρ­χές αυ­τές εί­ναι σή­με­ρα, στην επο­χή του κο­ρο­νοϊ­ού, τρα­γι­κά επί­και­ρες.

ΒΡΕΙ­ΤΕ ΤΑ ΒΙ­ΒΛΙΑ ΤΟΥ Χρι­στό­φο­ρου Χα­ρα­λα­μπά­κη ΣΤΟΝ ΙΑ­ΝΟ.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: