Ο ανύπαρκτος άνδρας με τη... βίδα & η βλοσυρή Άννα Τομία

Γλώσσο-λογικά & λεξικό-γραφικά

Ο ανύπαρκτος άνδρας με τη... βίδα & η βλοσυρή Άννα Τομία

Σχόλια στα σχόλια του Στέφανου Κουμανούδη (10)

ανατομία, η. Λ. Πατούσας 1738. Αδαμάντιος Κοραής 1811. Βόσπορος εν Βορυσθαίνει, 1810 (Αλεξάνδρου Μαυροκορδάτου πρώην Ηγεμόνος Βλαχίας). [...]. Την λέξιν ταύτην από τινος χρόνου πολύ κακίζουσί τινες, εξ ότου μάλιστα κατεκρίθη υπό του Κ. Σ. Κόντου εν Σωκράτει του 1874, σελ. 598 και εν Λογίω Ερμή του 1876, σελ. 76 κ. εξ. Προτιμώσι δε τας αρχαίας λέξεις ἀνατομήν και ἀνατομικήν, οίον ο Λουκάς Παππά Ιωάννου και άλλοι. Αλλ’ εις εμέ φαίνεται καλόν, την μεν ανατομήν να μεταχειριζώμεθα μόνον προς απόδοσιν της Γαλλικής dissection, το δε ανατομικός, ή, όν, γενικώς ως επίθετα, όπου αυτών χρεία, καθώς και πρότερον, να τιμήσωμεν δε πάλιν την σχεδόν αποδιωχθείσαν ανατομίαν, ως το καθόλου όνομα της τέχνης· έξω αν είπη τις ότι έχομεν δια την dissection, την νεκροτομίαν, λέξιν νέαν ην μετεχειρίσθη ήδη ο Δ. Αλ. Μαυροκορδάτος τω 1836, έχει δε αυτήν και το εν Κερκύρα εκδοθέν Νομοτεχνικόν λεξικόν του 1840. Αλλ’ είναι προφανές, ότι αύτη η λέξις είναι ειδικής σημασίας εκφραστική, και δεν πρέπει ίσως την ανατομίαν να αποχθενώμεθα [= να απεχθανώμεθα] μόνον και μόνον διότι κατεσκευάσθη υπό Φράγκων. Είδα δ’ εγώ ότι και ο ιατρός Σπυρ. Μαυρογένης εν τω Φιλολογικώ Συλλόγω Κωνσταντινουπόλεως μεταχειρίζεται την τε ανατομίαν και την ανατομήν διαφόρω σημασία εκατέραν και προ αυτού έτι ο Δ. Αλ. Μαυροκορδάτος εν τω βιβλίω του έγραψεν εν ενί και τω αυτώ στίχω, εν σελ. ιστ΄. τας δύο λέξεις κατά διάφορον σημασίαν ούτως· «Ο Ρούφος κατεγίνετο εις την ανατομίαν και ιδίως εις την ανατομήν των ζώων». Ταύτα παρ’ εμού ουκ ιατρού όντος. Ας κρίνη δε αυτός ο πεφωτισμένος δήμος των ιατρών.

Στο εκτενές αυτό λήμμα διαφαίνεται η ευρυμάθεια, η συστηματική αναζήτηση τεκμηρίων και η διορατικότητα του Κουμανούδη σε ό,τι αφορά τη γλωσσική εξέλιξη. Τονίζει εμφατικά ότι δεν πρέπει να νιώθουμε απέχθεια για νεολογισμούς με μόνο επιχείρημα ότι έχουν ξενική προέλευση. Στην ουσία επικρίνει τις αρχαιόπληκτες επιλογές του Κόντου οι οποίες έμειναν τελικά μόνο στα χαρτιά. Παραθέτει ένα άκρως ενδιαφέρον χωρίο στο οποίο διαφαίνεται η διαφοροποιημένη σημασία των δύο λέξεων. Η ανατομία στηριζόταν από τα αρχαία χρόνια στην ανατομή, τη «δημιουργία τομών και διανοίξεων σε ιστούς νεκρού σώματος».
Το δίλημμα «ανατομία ή ανατομική;» δεν υφίσταται καν σήμερα, αφού έχει επικρατήσει γενικά η ανατομία, ενώ η ανατομική χρησιμοποιείται ως συνώνυμο της ανατομίας στην εξειδικευμένη επιστημονική ορολογία, όπως δείχνει ο κλάδος της παθολογικής ανατομικής ή παθολογικής ανατομίας, γνωστής και ως παθολογοανατομίας. Η ανατομία συνδέεται στο μυαλό των φυσικών ομιλητών με το ανθρώπινο σώμα, στα λεξικά όμως επιβάλλεται να δηλώνεται η γενικευτική σημασία που παραπέμπει σε κάθε ζωντανό οργανισμό. Η ανατομία των φυτών είναι επίσης αξιοθαύμαστη. Στην αυστηρή επιστημονική γλώσσα ανατομία είναι κυρίως «η μελέτη των μακροσκοπικών δομών του ανθρώπινου σώματος, των σχέσεών τους και των λειτουργιών τους». Συνειρμικά ο όρος παραπέμπει στην παλαιότερη μέθοδο του πανάρχαιου αυτού επιστημονικού κλάδου που ήταν η ανατομή του νεκρού σώματος. Η απεικονιστική ανατομία του ανθρώπου δείχνει το θαύμα της ζωής σε όλο της το μεγαλείο. Τα τελευταία χρόνια έχει σημειώσει εντυπωσιακή πρόοδο η κλινική και η χειρουργική ανατομία.
Ο σύγχρονος όρος ανατομία αποδίδει το γαλλικό anatomie, το οποίο με τη σειρά του ανάγεται στο λατινικό anatomia[1] που προήλθε από την ανατομή, γνωστή από τον Αριστοτέλη με τη σημασία «κόψιμο ή τομή, διαμελισμός». Η γαλλική λέξη μαρτυρείται για πρώτη φορά το 1370 με τη σημασία «μελέτη της δομής των οργάνων με ανατομή» (‘étude de la structure des organes par leur dissection’). Το δεύτερο μισό του 15ου αιώνα απέκτησε τη σημασία «σκελετός» και το 1569 τη μεταφορική σημασία «λεπτομερής έρευνα, ανάλυση» (‘examen minutieux, analyse’). Παράλληλη εξέλιξη εμφανίζει η αγγλική anatomy, συχνά με εσφαλμένο συλλαβισμό (an atomy ή a natomy). Στη Γερμανική εμφανίζονται στις αρχές του 16ου αιώνα οι τύποι Anathomy, Anatomey, Anatome, Anatomia, για να επικρατήσει τελικά από το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα ο τύπος Anatomie.
Κλασικό το είδος του παραμένει το έργο του σπουδαίου ανατόμου και χειρούργου Henry Gray (1827-1861) Anatomy of the Human Body (Ανατομία του ανθρώπινου σώματος) το οποίο πρωτοεκδόθηκε το 1858 και βρίσκεται ήδη στην 41η έκδοση (2015). Στον συνάδελφό του Henry Vandyke Carter, εξαιρετικό καλλιτέχνη, οφείλονται οι έξοχες εικονογραφήσεις. Φροντίζοντας σχολαστικά τον δεκάχρονο ανιψιό του που είχε προσβληθεί από ευλογιά, μολύνθηκε ο ίδιος και πέθανε στην ηλικία των 34 μόλις χρόνων.

*

ανατομεύς, ο. Μ. Ν. Δαμιράλης 1887 – Ακρόπολις 6 Νοεμ. 1898 – Ίδε και ανατόμος.
ανατόμος, ο. Γαλ. anatomiste. Δ. Α. Μαυροκορδάτος 1836. – Σκαρλάτος λ. 1856. [...]. Ταύτην την λέξιν απεδοκίμασεν ο Κ. Σ. Κόντος εν τω Σωκράτει του 1874 και εν Λογίω Ερμή του 1876. Πολλοί όμως και πρότερον και υστερώτερον την μετεχειρίσθησαν. Ο δε Γ. Κωστομοίρης εσχάτως τον τόνον της αλλάξας μόνον έγραψεν ανάτομος (!). – Πρβλ. την ανωτέρω αναγεγραμμένην λέξιν ανατομεύς.

Ο αρχαϊστικός τύπος ανατομεύς περιθωριοποιήθηκε αρκετά νωρίς, ενώ το ανατόμος καταξιώθηκε μέσα από την κοινή χρήση. Ο Κουμανούδης έβαλε σε παρένθεση ένα θαυμαστικό για να δηλώσει την έκπληξή του για το ουτοπικό ανάτομος.

Η Ανδραβίδα δεν έχει σχέση ούτε με τον άνδρα ούτε με τη βίδα
Ο ανύπαρκτος άνδρας με τη... βίδα & η βλοσυρή Άννα Τομία

Ανδραβίς, η. κοινώς Ανδραβίδα. Απογραφή επίσημος των κατοίκων του Ελληνικού κράτους 1889. – Είναι και αυτή η μετασχημάτισις από εκείνας τας ατόπους, ων τινάς ήλεγξα εν ταύτη τη Συναγωγή. Και ο Ν. Γ. Πολίτης τω 1894 ήλεγξε το τριτόκλιτον τούτο Ανδραβίς, ο εύρεν εν τη Γεωγραφία του Κ. Μητσοπούλου.

Ο Κουμανούδης επικρίνει την τάση των αρχαϊστών να μετατρέπουν πρωτόκλιτα ουσιαστικά σε τριτόκλιτα γιατί έτσι νόμιζαν ότι θα ανασυσταθεί η αρχαία γλώσσα. Προηγήθηκε, επομένως, κατά πολύ της εποχής του ο σοφός αρχαιολόγος και λεξικογράφος, αν λάβει κανείς υπόψη του ότι υπάρχουν ακόμα και σήμερα, έστω και ελάχιστοι υποστηρικτές αυτής της τακτικής. Ο Κουμανούδης παρακολουθούσε την πνευματική κίνηση της εποχής του και κατέγραφε με λεπτομέρειες ό,τι του έκανε εντύπωση. Η αναφορά στον Πολίτη και τον Μητσόπουλο παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Ο Κωνσταντίνος Μητσόπουλος (1844-1911), διαπρεπής φυσικομαθηματικός ο οποίος διετέλεσε και πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών το ακαδημαϊκό έτος 1900-1901, έγραψε ολόκληρο βιβλίο 109 σελίδων εναντίον των κορυφαίων συναδέλφων του Ν. Πολίτη και Σπ. Λάμπρου αντικρούοντας τις «πλήρεις σφαλμάτων» παρατηρήσεις τους στο Εγχειρίδιον Γεωγραφίας των ελληνικών σχολείων για την Α΄ τάξη των γυμνασίων που υπέβαλε για κρίση.[2] Η απάντηση του Μητσοπούλου στη διόρθωση-επίκριση του Ν. Πολίτη «Ανδραβίς (γράφ. ΑνδραΒΙΔΑ)» είναι η ακόλουθη (σσ. 19-20): «Πριν ο κ. Πολίτης θελήσει να διορθώσει το μέγα τούτο και θανάσιμον της γεωγραφίας μου αμάρτημα, όφειλε προηγουμένως να διορθώσει την υπό φοβεράς αμαθείας κατεχομένην Ελληνικήν Κυβέρνησιν, ήτις εν τη επισήμω απογραφή των κατοίκων του κράτους κατά το 1889 (σελ. 63) αναγράφει την κώμην ταύτην ΑΝΔΡΑΒΙΣ, διέταξε δε και η ταχυδρομική σφραγίς της κώμης ταύτης να φέρει το όνομα «Ανδραβίς» και ουχί «ΑνδραΒΙΔΑ», όπως λέγομεν «Μανωλάς» (ουχί -άδα) και «Αμαλιάς» (ουχί -άδα). Εφόσον τα «επίσημα της Κυβερνήσεως βιβλία» ούτω αναγράφουσι τα ονόματα ταύτα, ούτω και εγώ θα αναγράφω ταύτα εν τη γεωγραφία μου, έστω και εσφαλμένα κατά την γνώμην του κ. Πολίτου, διότι δεν μοι επιτρέπεται να τα μεταβαπτίσω».
Το όνομα της πόλης εμφανίζεται για πρώτη φορά στο Χρονικόν του Μορέως, έμμετρη χρονογραφία του 14ου αιώνα στην ελληνική, γαλλική, ιταλική και αραγωνική γλώσσα. Το 1209 ο Γοδεφρείδος Α΄ Βιλλεαρδουΐνος αναγορεύτηκε «Πρίγκιπας του Μοριά» και όρισε πρωτεύουσα του πριγκιπάτου της Αχαΐας την Ανδραβίδα. Η πόλη είναι γνωστή ως Andreville στα Γαλλικά, Andrevilla στην Αραγωνική και Andravilla στην Ιταλική. Στο Χρονικόν του Μορέως υπάρχει ρητή αναφορά: ένι η Ανδραβίδα, η χώρα η λαμπρότερη στον κάμπο του Μορέως. Το τοπωνύμιο καταγράφεται συνήθως στην αιτιατική πτώση: εις την/στην Ανδραβίδα και μία φορά εις την Ανδραβίδαν. Μια φορά μαρτυρείται η γενική: στη χώρα Ανδραβίδας με παράλληλο αδόκιμο λόγιο τύπο της χώρας Ανδραβίδου. Οι κάτοικοι εμφανίζονται στο Χρονικόν άπαξ ως Ανδραβισαίοι, αντί του αναμενόμενου Ανδραβιδαίοι. Το επώνυμο Ανδραβιδιώτης είναι δηλωτικό καταγωγής.[3]

Η προγονοπληξία αποτυπώνεται και στις ετυμολογίες πολλών λέξεων. Κάποιοι νομίζουν ότι η Ανδραβίδα είναι, από ετυμολογική άποψη, η Ανδρηίς, πόλη και περιοχή της Βοιωτίας, κατά τον Παυσανία, αιτιατική Ανδραΐδα, ή ότι έχει σχέση με το ἄντρον (σπήλαιο). Εξίσου ανεδαφική είναι η θέση ότι πρόκειται για κάποιο σλαβικό τοπωνύμιο που σημαίνει «τόπος με βίδρες, ενυδρίδες» (place of the otters). Από φωνολογική και μορφολογική άποψη δεν θα ήταν δύσκολο να είχε σηματιστεί το υβριδικό σύνθετο Αντραβίδρα και με ανομοίωση Αντραβίδα και με υπερδιόρθωση ή παρετυμολογία Ανδραβίδα. Από σημασιολογική όμως άποψη τα εμπόδια είναι αξεπέραστα. Θα ήταν παράδοξο να υπήρχαν ιστορικές μαρτυρίες που θα επιβεβαίωναν την ύπαρξη σπηλαίων στην ευρύτερη περιοχή στα οποία κατέφευγαν τα συμπαθή υδρόβια θηλαστικά με την επιστημονική ονομασία Lutra Lutra. Είναι προφανές ότι οι Φράγκοι ονόμασαν την πόλη Andréville, Αντρεβίλ όχι «πόλη του Ανδρέα», όπως γράφουν ορισμένοι, αλλά του Αγίου Ανδρέα. Η Ανδραβίδα, με άλλα λόγια, είναι ο Άγιος Ανδρέας. Στο Κεμπέκ υπάρχει η κοινότητα Andréville από το 1903.

Ο αρχαιοπρεπής τύπος Ανδραβίς, κατά τα καραβίς (αστακός ή καραβίδα), λαβίς «λαβίδα» και το ξενικό οβίς «οβίδα», τον οποίο επικρίνουν ο Πολίτης και ο Κουμανούδης, δεν δικαιολογείται σε καμιά περίπτωση. Τα παλαιά τριτόκλιτα μετασχηματίστηκαν σε πρωτόκλιτα από την αιτιατική σε -α: ελπίς, την ελπίδα, η ελπίδα. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη δομική αλλαγή του κλιτικού συστήματος της νεοελληνικής γλώσσας. Όταν στο Χρονικόν του Μορέως μαρτυρείται η γενική Ανδραβίδας, είναι ακατανόητη η γενική Ανδραβίδος που βρίσκουμε σε έγγραφο του Υπουργείου Εσωτερικών με χρονολογία 2 Νοεμβρίου 1860. Ο αυθαίρετος λόγιος σχηματισμός Ανδραβίς παρουσιάζεται και στον Οδηγό Πελοποννήσου (1933), όπου καταγράφονται ελάχιστα στοιχεία για την κωμόπολη.[4]
Σήμερα η Ανδραβίδα, που γνώρισε χρόνια ακμής, αλλά και παρακμής, αποτελεί κοινό δήμο με την Κυλλήνη (Πρόγραμμα Καλλικράτης, 2010). Στον μέσο Νεοέλληνα η πόλη είναι γνωστή από την Αεροπορική Βάση (117 Πτέρυγα Μάχης) και λιγότερο από την Ιππική Έκθεση που είναι μοναδική στην Ελλάδα. Ταπεινές κωμοπόλεις με τόση λαμπρή ιστορία επιβάλλεται να προσελκύουν περισσότερο την προσοχή μας και να τις επισκεπτόμαστε γιατί έχουν πολλά να μας διδάξουν.[5]



ΒΡΕΙΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ Χριστόφορου Χαραλαμπάκη ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: