Μανόλης Κ. Χατζηγιακουμής (1940-2024)

Μανόλης Κ. Χατζηγιακουμής (1940-2024)

Ο Μανόλης Χατζηγιακουμής υπήρξε κορυφαίος «φροντιστής» με την αρχαία έννοια της λέξης, βαθυστόχαστος μελετητής, δηλαδή φιλόσοφος, όπως μαρτυρεί ο Αριστοφάνης (Νεφέλαι, 267). Ο υποτιθέμενος ταπεινός «φροντιστής», με τη νεοελληνική σημασία του όρου (λέξη η οποία χρησιμοποιείται κακώς με αρνητική συνυποδήλωση), δεν βοήθησε μόνο χιλιάδες παιδιά να καταλάβουν μια θέση στις ανώτατες σχολές της χώρας, αλλά, παράλληλα, αφοσιώθηκε με ιεραποστολικό ζήλο στις προσφιλείς του έρευνες, χωρίς να καμφθεί από τον υπόγειο και τον φανερό πόλεμο που του κήρυξαν στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Τον έθεσαν εκτός Πανεπιστημίου στα δύσκολα χρόνια της δικτατορίας των συνταγματαρχών, δεν έκαμψαν όμως οι ιδιοτελείς πολέμιοί του ούτε το δημοκρατικό του ήθος ούτε το ερευνητικό του πάθος.[1]
Το όνομα του Μανόλη Χατζηγιακουμή το άκουσα πρώτη φορά το 1966 ως πρωτοετής φοιτητής στη Φιλοσοφική Σχολή από τον καθηγητή μου, κορυφαίο βυζαντινολόγο, Νικόλαο Τωμαδάκη. Δυο χρόνια αργότερα διάβασα τη διδακτορική του διατριβή Νεοελληνικαί πηγαί του Διονυσίου Σολωμού με την οποία εγκαινιάστηκε η νέα περίφημη σειρά Βιβλιοθήκη Σοφίας Ν. Σαριπόλου. Ήμουν βέβαιος ότι πριν λάβω το πτυχίο μου θα ήταν ο νέος καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας, θέση την οποία δεν κατέλαβε ποτέ. Η πικρία της κατάφωρης αδικίας και η υπεράσπιση πρωτίστως της ανθρώπινης αξιοπρέπειας τον οδήγησαν στην άρνηση να θέσει υποψηφιότητα σε ελληνικό ή ξένο πανεπιστήμιο, όπως του προτάθηκε κατά καιρούς.
Μπορεί να μην έγινε καθηγητής Πανεπιστημίου, η αφοσίωσή του όμως στην επιστήμη με τη συγγραφή ρηξικέλευθων φιλολογικών μελετών, τη μνημειώδη μετάφραση της Οδύσσειας και τη διάσωση και μελέτη της εκκλησιαστικής μουσικής[2] επιβραβεύτηκε με δύο ύψιστες σπάνιες διακρίσεις: Το 2017, κατά την πανηγυρική Συνεδρία εορτασμού της εθνικής επετείου της 25ης Μαρτίου, η Ακαδημία Αθηνών απένειμε ομόφωνα στον Μανόλη Χατζηγιακουμή το Αριστείο των Γραμμάτων και το 2018 ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος το Παράσημο του Ταξιάρχη του Τάγματος της Τιμής. Επήλθε έτσι πλήρης δικαίωση του ερευνητικού μόχθου και του σπάνιου ήθους ενός άριστου επιστήμονα που καλλιέργησε στην πράξη τα ανθρωπιστικά ιδεώδη. Το Κέντρο Ερευνών και Εκδόσεων, που ίδρυσε με δικά του έξοδα, ανέλαβε και έφερε σε πέρας αξιοθαύμαστες δραστηριότητες.[3]

Από το πλήθος των δημοσιευμάτων του Χατζηγιακουμή θα παρουσιάσω εν συντομία τρία εμβληματικά του έργα που μου είναι περισσότερο οικεία.

1. Εκδοτικά προβλήματα των δημωδών μεσαιωνικών κειμένων

    Τα μεσαιωνικά δημώδη κείμενα. Συμβολή στην μελέτη και στην έκδοσή τους. Α. Λίβιστρος - Καλλίμαχος - Βέλθανδρος, Αθήνα 1977, 262 σελίδες και 11 πίνακες κωδίκων.

    Η άκρως καλαίσθητη αυτή ιδιωτική έκδοση, που φέρει τη σφραγίδα του ιστορικού Τυπογραφείου Ιορδάνου Μυρτίδη, αποσκοπεί, και το επιτυγχάνει πλήρως, να αναδείξει τα εκδοτικά προβλήματα των μεσαιωνικών κειμένων και να καταδείξει πόσο άγνωστες και παραποιημένες παρέμεναν οι πρώτες έντεχνες μορφές του νεοελληνικού λόγου. Η θεωρητική τοποθέτηση του συγγραφέα στηρίζεται σε σύγχρονο για την εποχή του προβληματισμό, ενώ οι προτεινόμενες λύσεις προκύπτουν από εξονυχιστικές έρευνες των πηγών. Η αποκατάσταση του «αρχικού κειμένου» ταλάνιζε και ταλανίζει όλους τους εκδότες. Ακόμα και η καινοτόμος εκδοτική προσπάθεια του Κριαρά, το 1955, απέχει από την αυστηρή φιλολογική έκδοση που επιζητά ο Χατζηγιακουμής ο οποίος τάσσεται κατά της έστω και περιορισμένης μετρικής και φραστικής εξομάλυνσης που οδηγεί σε αισθητή αλλοίωση της αισθαντικότητας της γλώσσας και της χειρόγραφης διατύπωσης.
    Ο συγγραφέας καταλήγει σε ορισμένες γενικές αρχές και προϋποθέσεις (σ. 22 κ.ε.) οι οποίες επιβάλλεται να γίνουν δεκτές αν θέλουμε αξιόπιστες εκδόσεις. Πρώτη και βασική προϋπόθεση είναι ο απόλυτος σεβασμός του κειμένου και της χειρόγραφης παράδοσης έτσι ώστε ο επίδοξος εκδότης να μη γίνεται καινούργιος διασκευαστής. Στην περίπτωση που το έργο σώζεται σε πολλαπλά χειρόγραφα, είναι απαραίτητη η έκδοση ενιαίου κειμένου με αναλυτικό κριτικό υπόμνημα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αποκαθίσταται πλήρως το πρωτότυπο κείμενο.
    Ο συγγραφέας τάσσεται κατά της υπερβολικής πιστότητας σε ολοφάνερα λάθη, ενώ θεωρεί εσφαλμένη τη συχνή συνήθεια να συμπιέζονται στο κριτικό υπόμνημα οι προτεινόμενες ορθές γραφές. Ιδιαίτερα για έργα με περίπλοκη χειρόγραφη παράδοση, ο Χατζηγιακουμής προτείνει προκαταρκτική δημοσίευση η οποία θα λάβει την «οριστική» της μορφή μετά από καλοπροαίρετο επιστημονικό διάλογο.
    Ο «Λίβιστρος και Ροδάμνη» είναι κατά τον Χατζηγιακουμή κείμενο ποιητικά ανώτερο και από τον «Διγενή Ακρίτα» καθώς (σ. 31) «παντού στο έργο υπάρχει ένα θερμό ανθρώπινο αίσθημα, εκπεφρασμένο συχνά με ευδιάκριτους τόνους αγνού λυρισμού». Ο συγγραφέας εξετάζει τα πέντε χειρόγραφα τα οποία εμφανίζουν μεγάλη ανομοιογένεια και σε ορισμένες περιπτώσεις αγεφύρωτες διαφορές. Εντυπωσιάζει η αναλυτική εξέταση των κειμένων, ενώ καταβάλλεται προσπάθεια να εντοπιστεί η πραγματική σχέση μεταξύ τους. Η παρουσίαση των χειρογράφων και των δημοσιεύσεών τους είναι εξονυχιστική (σσ. 35-140) με καίρια συμπεράσματα για τη σχέση των κειμένων μεταξύ τους (σσ. 140-147). Ακολουθούν «Διορθώσεις και σχόλια» (σσ. 147-160) που επιβεβαιώνουν τη βαθύτερη φιλολογική και γλωσσική παιδεία του συγγραφέα. Αναφέρω ένα μόνο ενδεικτικό παράδειγμα: Ο codex Scaligeranus 55 (S 430) παραδίδει: στενοχωρεῖται δυνατά, πνίγεται ἐκ τῆς λύπης, ενώ οι υπόλοιποι τέσσερις κώδικες γράφουν: στενοχωρεῖται, οὐκ ἠμπορεῖ. Ο Χατζηγιακουμής παρατηρεί εύστοχα (σ. 152):

    Η διατύπωση στενοχωρεται δυνατά, αν και από πρώτη ματιά δεν δημιουργεί αντιρρήσεις, ωστόσο δεν φαίνεται να συμβιβάζεται με το ύφος του έργου. Άλλωστε το οὐκ ἠμπορεῖ των άλλων κειμένων μαρτυρεί έμμεσα για ύπαρξη και κάποιου άλλου ρήματος. Επομένως, το πιθανότερο, η αρχική διατύπωση του στίχου ήταν: στενοχωρεται, ο ὐ δ ύ ν α τ α ι, πνίγεται ἐκ τῆς λύπης ή ακόμη στενοχωρεται, ἀ δ υ ν α τ ε ῖ. Αυτό το οὐ δύναται έχουν ίσως μεταφράσει τα υπόλοιπα σε οὐκ ἠμπορεῖ.

    Τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγει η έρευνα (σσ. 161-163) είναι συγκεκριμένα, χωρίς γενικόλογες υποδείξεις, προϊόν μεγάλου μόχθου και ώριμης περισυλλογής.

    Με την ίδια μεθοδολογική αρτιότητα μελετάται το μυθιστόρημα «Καλλίμαχος και Χρυσορρόη» (σσ. 169-210). Αρκεί να αναφέρω μία μόνο αντιπροσωπευτική διόρθωση (σσ. 184-185), στίχοι 849-851:

    Ἄν δ’ ἦλθες εἰς ἀνατροφὴν αὐτοῦ τῆς ἡλικίας,
    προσώπου τὴν φαιδρότηταν, δύναμιν τῶν χειρῶν του,
    οὐκ οἶδα πῶς συνέκρινας τοῦτον εἰς ἄλλον ἕναν.

    Περίεργη είναι πράγματι εδώ η χρήση της λέξης ἀνατροφή. Πάντως, από την πρώτη στιγμή αποκλείεται η κοινή σημασία της. Η μετάφραση του Pichard δεν ακριβολογεί, αποδίδει περισσότερο ένα νόημα υποθετικό, ενώ μεταβάλλει ταυτόχρονα το πρόσωπο σε πρώτο (προτιμότερο θα ήταν φυσικά το τρίτο): Si j’en viens à la perfection de sa stature […]. Η υποσημείωση που προσθέτει μεγαλώνει την ασάφεια, αφού το ερμήνευμα επιμένει πια απερίφραστα στην κοινή σημασία της λέξης: Ce sens de ἀνατροφὴν (v. 849) concord avec celui de ἀνατρέφω: faire grandir, grandir, ainsi qu’ avec le contexte (v. 850). […] Στο Λεξικό του Κριαρά επίσης ερμηνεύεται, το ολιγότερο, περίεργα: αύξηση, μεγάλωμα, ύψος. […] Και πρέπει να σημειωθεί ότι τέτοια σημασία δίνεται μόνο στον στίχο αυτόν του Καλλίμαχου.
    Παρόμοιες ερμηνείες ωστόσο είναι περίπου αδύνατες. Απεναντίας, η ανωμαλία αίρεται, αρκεί να γράψομε: ν δ’ ἦλθες εἰς ἀ ν α σ τ ρ ο φ ὴ ν αὐτοῦ τῆς ἡλικίας, όπου ἀναστροφὴ ισοδυναμεί με τη (συν)αναστροφή. Η πτώση του «σ» αιτιολογείται εύκολα παλαιογραφικά. Έτσι το νόημα γίνεται τώρα εύκολο και σαφές, δηλαδή: αν ερχόσουν σε προσωπική επικοινωνία με τον βασιλιά και έβλεπες το παράστημά του, τη λαμπρότητα του προσώπου του. (δοκίμαζες) τη δύναμη των χεριών του, τότε πολύ δύσκολα θα μπορούσες να τον συγκρίνεις με κάποιον άλλο, έστω και έναν, που να είναι αντάξιος και ανώτερος από αυτόν.

    Η μυθιστορία «Βέλθανδρος και Χρυσάντζα»,[4] που σώζεται σε ένα μόνο χειρόγραφο του 16ου αι., εξετάζεται με πυκνότητα λόγου (σσ. 213-246). Αξιοπρόσεκτη είναι η παρατήρηση ότι οι μετρικές ανωμαλίες «δεν οφείλονται κατά κανόνα σε τυχαία φθορά της αρχικής γραφής του πρωτοτύπου, αλλά είναι αποτέλεσμα της γλωσσικής προσπάθειας του διασκευαστή να απλοποιήσει το κείμενο». Ζητά, επίσης, την αποκατάσταση πολλών γλωσσικών παραποιήσεων που έγιναν με σκοπό «να μορφοποιηθεί στην αναγκαία περίσταση κανονικός 15σύλλαβος. Ο ‘Βέλθανδρος’ λοιπόν πρέπει να εκδοθεί χωρίς καμιά προσπάθεια για μετρική ομαλοποίηση του κειμένου».
    Τα «Επιλεγόμενα» (σσ. 247-249) εξακολουθούν, ύστερα από τόσες δεκαετίες, να έχουν ισχύ κατευθυντήριων γραμμών και αξιωματικών αρχών για την έκδοση των μεσαιωνικών κειμένων. Σημαντική είναι η διαπίστωση ότι (σ. 247) «πολλά από τα παλαιότερα αυτά έργα δεν αντιγράφονται, ούτε και διαδίδονται αυτούσια, αλλά μεταποιούνται συνήθως γλωσσικά, κάποτε και εκφραστικά, προς το λαϊκό ή λαϊκότροπο».


    2.Φιλολογικά ανάλεκτα
    Το υψηλής αισθητικής βιβλίο Νεοελληνικά φιλολογικά ανάλεκτα. Σολωμός-Παλαμάς-Ερωτόκριτος-Διγενής, Αθήνα 2020: Κέντρον Ερευνών και Εκδόσεων, σσ. 233, αποτελείται από δύο διακριτά μέρη με το δεύτερο, που είναι και το εκτενέστερο, να περιλαμβάνει κείμενα αποκλειστικά για τον «Διγενή Ακρίτα», γραμμένα κατά τα έτη 2019 και 2020. Το πρώτο μέρος απαρτίζεται από μελέτες που δημοσιεύτηκαν παλαιότερα (1969-1971). Η αναδημοσίευσή τους κρίθηκε απαραίτητη για να συνυπάρχουν ως ενιαίο Σώμα, παράλληλα όμως καθίσταται εμφανής η μεθοδολογική συνέπεια που διακρίνει τον συγγραφέα ως προς τα εκδοτικά προβλήματα και την ερμηνεία εμβληματικών έργων της νεοελληνικής λογοτεχνίας.
    Τα «Σύγχρονα σολωμικά προβλήματα» (σσ. 19-53) επισφραγίζουν το κύρος ενός κορυφαίου σολωμιστή ο οποίος επισήμανε από πολύ νωρίς «τον πρωτότυπο εκφραστικό πλούτο, την αισθητική βαρύτητα της λιτής ποιητικής λέξης, τη δύναμη της υποβολής και την ακαθόριστη γοητεία του προεκτεινόμενου στοχασμού, που κινείται με ορμή και ένταση ασυνήθιστη» του εθνικού μας ποιητή ο οποίος πρώτος και καλύτερος «αποκάλυψε την εσωτερική δύναμη και τις κρυμμένες δυνατότητες της δημοτικής». Όποιος ασχοληθεί εφεξής με το εκδοτικό πρόβλημα, τη βιβλιογραφία, το πρόβλημα των πηγών και τη βιογραφία του Σολωμού, κυρίως όμως με τις ερμηνευτικές δυσχέρειες της αποσπασματικής του ποίησης, είναι απαραίτητο να λάβει σοβαρά υπόψη τις θέσεις Χατζηγιακουμή οι οποίες οδηγούν σε στόχευση που ξεπερνά τα όρια του φιλολογικού μικρόκοσμου καθώς απώτερος στόχος παραμένει (σ. 35) «η συνθετική σύλληψη της καθολικής ερμηνείας. Αυτός, άλλωστε, είναι ο τελικός σκοπός της φιλολογικής διακονίας: να εξομαλύνει κάθε εμπόδιο και να προσφέρει όλα τα μέσα για τη βαθύτερη κατανόηση του ποιητή και τη δυνατότητα για την απόλαυση μιας αληθινής και άδολης αισθητικής χαράς».
    Ο συγγραφέας επισημαίνει ότι ο Πολυλάς «λογιοποίησε» σιωπηρά διαλεκτικές παρεκκλίσεις του ποιητή χωρίς να προσέξει ότι βρίσκονται σε στίχους που τοποθετούνται στα χείλη των πολιορκημένων. «Τα διαλεκτικά στοιχεία, επομένως, υπηρετούν κάποια σκοπιμότητα, γι’ αυτό η διατήρησή τους, και από την άποψη αυτή, είναι απαραίτητη». Στο χειρόγραφο διαβάζουμε: μεγαλο πραμα η απομονι. Ο Πολυλάς μεταγράφει: Μεγάλο πράμα η υπομονή παραβλέποντας την προθετικότητα του ποιητή.
    Η μελέτη «Ο Παλαμάς κριτικός του Σολωμού» (σσ. 55-75) αποτελεί υπόδειγμα οξυδερκούς ανάλυσης της κριτικής δεινότητας του Παλαμά, αλλά και των εσωτερικών αντιφάσεων για τον τρόπο αντιμετώπισης της καινοτόμου ποιητικής του Σολωμού την οποία δυσχεραίνει ερμηνευτικά η αποσπασματικότητά της. Ενδεικτικό είναι το παρακάτω απόσπασμα (σ. 59):

    Η έντονη ιστορική συνείδηση (ισχυροποιημένη από τις συναφείς τάσεις της εποχής) και η παράλληλη κριτική οξυδέρκεια βοήθησαν αποφασιστικά στο να αξιολογήσει ορθά και σχεδόν αμετάθετα όλες τις εκδηλώσεις (πρόσωπα και κινήματα) της νέας ελληνικής λογοτεχνίας. Στην κριτική θεώρηση του Παλαμά τα πράγματα δεν έχουν μόνο αισθητική αλλά και ιστορική σημασία, σε μια προέκταση, ιστορικήν αναγκαιότητα. Έτσι, με επαναστατική τόλμη και σπάνια κριτική αυτοπεποίθηση, ανατρέπει το παραδομένο και καθιερώνει τις νέες λογοτεχνικές αξίες: δικαιώνει ιστορικά τη λόγια παράδοση της Τουρκοκρατίας, επιβάλλει τους Επτανησίους και τον αγνοημένο Σολωμό (χωρίς, ωστόσο, να αρνείται τα θετικά επιτεύγματα του ρομαντισμού), καταξιώνει τη σύγχρονή του δημοτική λογοτεχνία, θαυμάζει τον Ερωτόκριτο και τα άλλα Κρητικά έργα, ανακαλύπτει πρώτος σχεδόν τον Κάλβο, εξαίρει τον Παπαδιαμάντη, ενώ εγκωμιάζει απροκάλυπτα την πεζογραφική ιδιοφυΐα του Μακρυγιάννη. Μοναδικήν αντίρρηση προκαλεί σήμερα η υπερβολή στην εκτίμηση του Βαλαωρίτη και η άρνηση του Καβάφη· ακόμα, η αδυναμία στην κατανόηση της σύγχρονης ποιητικής, παρόλη την καίρια κρίση για τη Στροφή του Σεφέρη.

    Η κατακλείδα της εργασίας αυτής (σ. 75) εμπεριέχει μια «περίεργη ειρωνεία: ο Παλαμάς, που γνώρισε και επέβαλε στους άλλους τον Σολωμό, έγινε ουσιαστικά το πρώτο ποιητικό θύμα της επιστροφής στο δικό του δίδαγμα. Το τίμημα ήταν, πράγματι, βαρύ: οι άλλοι βρήκαν εκεί αυτό που η ποιητική του ιδιοσυγκρασία στάθηκε αδύνατο να καταλάβει». Ο Χατζηγιακουμής τονίζει εύστοχα (σ. 55) την αμφίδρομη σχέση κριτικής και ποίησης: «Πάντοτε σχεδόν η μεγάλη ποίηση )και γενικότερα κάθε μορφή υψηλής δημιουργίας) υποκρύπτει μιαν οξύτατη κριτική διάνοια, ενώ, από τη δική της πλευρά, η εμπνευσμένη κριτική προϋποθέτει, κατά ένα μεγάλο ποσοστό, βαθύ και πλούσιο ποιητικό αίσθημα».
    Το δοκίμιο «Ύφος και ήθος στον Ερωτόκριτο του Κορνάρου» (σσ. 77-81) αντικατοπτρίζει το ήθος και το ύφος του Χατζηγιακουμή ο οποίος σε σφριγηλό Έλληνα λόγο αναδεικνύει με ασυνήθιστες ποιητικές εξάρσεις σε τι συνίσταται η προσωπική κατάκτηση του Κορνάρου «που γίνεται αναπόφευκτα το καύχημα του εθνικού συνόλου». Ο Κορνάρος προβάλλει με αρχοντική χάρη και ευγένεια το μεγαλείο της ανθρώπινης αξιοπρέπειας συνυφασμένης με την εσωτερική ελευθερία του ατόμου. Ο Χατζηγιακουμής σκιαγραφεί υπέροχα την καλλιτεχνική μεγαλοφυία του Κορνάρου (σσ. 80-81): «Οι άφθονες παρομοιώσεις, το θερμό αντίκρισμα της φύσης, η άνετη επική αφήγηση, η δύναμη της περιγραφής, προπάντων όμως ο πλούσιος λυρικός λόγος και η ζεστή ανθρώπινη έκφραση, όλα αυτά, μαζί με τη θαυμαστή γλώσσα και την άψογη σχεδόν στιχουργία, δίνουν στο έργο αυτόνομη υπεροχή και έντονη αισθητική αυτάρκεια. Ο Ερωτόκριτος αναπαύει (με την κατάκτηση του ποιητικού λόγου) την εκφραστική αγωνία της νεοελληνικής ψυχής.
    Ο «Διγενής Ακρίτας» αποτελεί στην ουσία αυτόνομη μονογραφία (σσ. 85-193, 223-233) με ασυνήθιστη πυκνότητα λόγου. Ο Χατζηγιακουμής διερευνά σε βάθος τα κείμενα του Escorial (Έκδοση Αλεξίου), της Grottaferrata (Έκδοση John Mavrogordato) και της Τραπεζούντας (Έκδοση Erich Trapp) για να καταλήξει σε δύο αξιωματικές αρχές στις οποίες πρέπει να στηρίζεται η έκδοση των μεσαιωνικών κειμένων: Σύμφωνα με την πρώτη, αν η πολλαπλή χειρόγραφη παράδοση καθιστά αναγκαίο τον καταρτισμό ενός ενιαίου κειμένου, η νόθευσή του μπορεί να αποφευχθεί αν δεν «συμφύρονται αδιάκριτα σ’ αυτό γραφές από τυχόν υπάρχουσες λογιότροπες και λαϊκότροπες εκδοχές». Η δεύτερη αρχή είναι σημαντικότερη (σ. 193): «Όσες λαϊκότροπες κυρίως εκδοχές παρουσιάζονται με κατεστραμμένη, λιγότερο ή περισσότερο, τη στιχουργική τους φόρμα, δεν πρέπει να εκδίδονται με αποκλειστική φροντίδα την αποκατάσταση, σώνει και καλά, του 15σύλλαβου μέτρου».
    Οι διορθωτικές προτάσεις του Χατζηγιακουμή είναι απόλυτα πειστικές. Διαφωνεί πλήρως με τις αρχές που εφάρμοσε ο Στυλιανός Αλεξίου στην έκδοση του κειμένου του Escorial. Ένα από τα πολλά παραδείγματα (στίχ. 223, σ. 107):

    Ἐγεννήθη, ἐμεγάλωσε και ἐγίνην τετραέτης.

    Και εδώ ο πλήρης στίχος στο χειρόγραφο είναι ἐγεννήθην κα ἐμεγάλωσεν καὶ ἐγίνην τετραέτης. Ένας λαμπρός και εξαιρετικά εύηχος στίχος (με τα αλλεπάλληλα ευφωνικά «ν», τόσο χαρακτηριστικά στοιχεία των διαλεκτόφωνων ιδιωμάτων) ακυρώνεται με απλές (και άκρως περιττές) εκδοτικές παρεμβάσεις: την αφαίρεση του «και» και των ευφωνικών «ν», και την κακόηχη χασμωδία που εισάγεται. Ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα για το πόσο πρέπει να «ακούει» κανείς πρωτίστως τον εσωτερικό ήχο και ρυθμό της γλώσσας παρά να ενεργεί (και να προσθαφαιρεί) με βάση τις απλές τυπικές συλλαβές και τη φόρμα.
    Μερικές φορές εντυπωσιάζει το γεγονός ότι πασιφανή λάθη διαφεύγουν την προσοχή έμπειρων εκδοτών. Στην Έκδοση Grottaferra (ΙΙ, 285) διαβάζουμε: ἡ γὰρ ἀγάπη ἡ φυσικὴ φέρει ἀναισχυντίαν. Ο Χατζηγιακουμής σημειώνει (σ. 178): «Αναγκαία εδώ η άρνηση ο ὐ φ έ ρ ε ι ἀναισχυντίαν, η φυσική, αληθινή αγάπη δεν προκαλεί αισχύνη, δεν έχει ντροπή. Στην ίδια Έκδοση (V, 193) ο στίχος ἐκείνη δὲ εἰς εὐχερὲς δένδρον ἐπανελθοῦσα παρερμηνεύτηκε πλήρως από όλους τους εκδότες. Δεν πρόκειται για τη μετοχή του ρήματος ἐπανέρχομαι, αλλά «για αντιγραφική (και εκδοτική) συνένωση δύο λέξεων ἐ π ά ν ω ἐ λ θ ο ῦ σ α. Δηλαδή ήλθε, ανέβηκε επάνω σε ένα εύκολο δέντρο, απ’ όπου ‘ἐώρα τὰ γενόμενα’ (στ. 194), και από το οποίο δηλώνεται αμέσως έπειτα (στ. 196) ότι ‘κατήρχετο’». Και στο κείμενο της Τραπεζούντας ο Χατζηγιακουμής προβαίνει σε εύστοχες διορθώσεις. Στο στίχο Τ 130/127 (σ. 187) μόνον ὑπελογίζετο παίζων χαμογελώντας το ὑπελογίζετο πρέπει να διορθωθεί σε ὑπελυγίζετο, αφού γίνεται λόγος για την όλο χάρη κίνηση της δωδεκάχρονης Κόρης.


    3. Ο μεταφραστικός άθλος της «Οδύσσειας»
    Ο Χατζηγιακουμής έδειξε στην πράξη τις σπάνιες ικανότητές του ως κλασικού φιλολόγου και νεοελληνιστή μεταφράζοντας επί πολλά έτη με ιδιοφυή τρόπο την πολλαπλώς προκλητική Οδύσσεια του Ομήρου. Σε εκτενή μελέτη μου έδειξα σε τι συνίσταται η ανεκτίμητη προσφορά του.[5] Παραθέτω ένα ενδεικτικό απόσπασμα:

    Η μετάφραση του Μανόλη Χατζηγιακουμή στο μονοτονικό, σε πλήρη αντιστοίχιση με το αρχαίο κείμενο, αποτελεί πρωτότυπη δημιουργική πράξη. Ο μεταφραστής αξιοποιεί στο έπακρον και εμπλουτίζει ιδιοφυώς τις εκφραστικές δυνατότητες του νεοελληνικού λόγου. Κατόρθωσε να αποδώσει με τις καίριες συνειδητές προεπιλογές και επιλογές τη «διάνοια» του κειμένου στην αφηγηματική και περιγραφική του λειτουργία με κυρίαρχο μοτίβο την έντονη προφορικότητα. Άριστος γνώστης των λεπτών σημασιολογικών αποχρώσεων της αρχαίας γλώσσας και εξαίρετος σμιλευτής του νεοελληνικού λόγου, έδωσε ένα μετάφρασμα που μπορεί να σταθεί επάξια δίπλα στο πολλαπλώς προκλητικό και αξεπέραστο πρωτότυπο. Δεινός κλασικός φιλόλογος και λαμπρός νεοελληνιστής, με βαθύτατη γνώση της διαχρονίας της γλώσσας, όπως επίσης των εκφραστικών και μουσικών δυνατοτήτων της, δεν περιορίστηκε σε ασκήσεις επί χάρτου, αλλά ανέπτυξε μια ολόκληρη μεταφραστική θεωρία την οποία εφάρμοσε με συνέπεια στην πράξη και έτσι οδηγήθηκε σε νέες ερμηνευτικές προσεγγίσεις που προάγουν την ομηρική έρευνα. Εντυπωσιάζει η πυκνή ύφανση του λόγου με πλήρη αξιοποίηση της πολυχρωμίας που χαρακτηρίζει την ενδογλωσσική ποικιλότητα.
    Το φιλολογικό δαιμόνιο του Χατζηγιακουμή έφτασε στην αποθέωσή του με τα «Ερμηνευτικά σχόλια» που παραθέτει στο τέλος του καλαίσθητου βιβλίου του (σελίδες 783-827). Σε 44 πυκνογραμμένες σελίδες παρουσιάζει, χωρίς καμιά επιδεικτική τάση, τι καινούργιο κόμισε και σε τι διαφοροποιείται από άλλους, γνωστούς και καταξιωμένους, επίσης, μεταφραστές, των οποίων απαριθμεί μια σειρά αντιφάσεων και παρανοήσεων. Με αφορμή τον σύνθετο ρυθμικό λογότυπο πολύτλας δῖος Ὀδυσσεὺς (σελ. 796-797) υποδεικνύει κάτι πολύ σημαντικό, απότοκο της ασυνήθιστης μουσικής παιδείας που διαθέτει: «...θα πρέπει να συνυπολογίζεται πλέον σήμερα, για την ουσία και την κατανόηση των ομηρικών κειμένων, όχι μόνο το μέτρο και η προσωδία (της ασματικής περιόδου), αλλά και ο δεδομένος ρυθμός (της ραψωδικής-απαγγελτικής)».
    Ο Χατζηγιακουμής τόλμησε να αντιπαρατεθεί «με το μεγαλύτερο αριστούργημα της έντεχνης ποίησης όλων των εποχών», όπως το χαρακτήρισε ο Στυλιανός Αλεξίου, και να βγει σώος, χωρίς να πτοηθεί από τους Λαιστρυγόνες και τους Κύκλωπες της μεταφραστικής του Οδύσσειας. Πρόκειται για το επιστέγασμα της μακρόχρονης και αδιάλειπτης επιτυχημένης προσφοράς στα ελληνικά γράμματα.

    Ο Μανόλης Χατζηγιακουμής, γεμάτος νεανικό σφρίγος, μας εγκατέλειψε ξαφνικά με ήρεμη συνείδηση σκορπίζοντας άφατη θλίψη σε όσους είχαν το προνόμιο να τον γνωρίσουν από κοντά και να θαυμάσουν την ευστροφία του πνεύματος, την ανεξικακία, τη γενναιοδωρία, την Αρχοντιά και την Ανθρωπιά που τον διέκρινε. Αγωνίστηκε με πάθος για μια καλύτερη παιδεία του ελληνικού λαού συνδέοντας από τα πρώτα βήματα της επιστημονικής του σταδιοδρομίας τη γλώσσα με τη λαϊκή παράδοση, τον πολιτισμό και την ταυτότητα. Πέρα από τις φιλολογικές ενασχολήσεις, έθεσε ως στόχο της ζωής του τη διάσωση του λαϊκού πολιτισμού και της εκκλησιαστικής μουσικής, επιμένοντας παράλληλα στη διατήρηση της ομορφιάς του φυσικού περιβάλλοντος, όπως το έζησε στο πανέμορφο παραδοσιακό χωριό του τ’ Ασφενδιού στην Κω. Τώρα το φθαρτό του σώμα αναπαύεται μακαρίως εκεί, στον ταπεινό οικογενειακό τάφο, έχοντας συντροφιά κυπαρίσσια, δάφνες, μυρτιές, πεύκα και ελιές, αιγαιοπελαγίτικες εικόνες και μυρωδιές που έκαναν την ψυχή του να αναγαλλιάζει στου γλαυκού το γειτόνεμα.


    ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
     

    αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: