Προσδοκώ

Σελίδα του Μπαχ από το βιβλιο «Το καλώς συγκερασμένο κλειδοκύμβαλο»
Σελίδα του Μπαχ από το βιβλιο «Το καλώς συγκερασμένο κλειδοκύμβαλο»


Το κλειδοκύμβαλο

Το Προσδοκώ δραματοποιεί την ιδέα του θανάτου. Δεν ακολουθεί καμία σειριακή χρονικότητα και καμιά χωρικότητα τοπική. Αντίθετα τις προκατηγοριακές καταστάσεις των παθών, τις περνάει στη γλώσσα να τις συντάξει, να τις εμπαίξει, να τις προσδιορίσει εκ νέου, όσο γίνεται, ρηματοποιώντας τις εντάσεις των σωμάτων των ηθοποιών και το βιμπράτο της μουσικής που θα αναλάβουν τη «σκηνοθεσία». Θα ζητήσουν όμως και από τον θεατή την απάλειψη του λογικού ειρμού, ζητώντας του να υποχωρήσει για λίγο σ' ένα εμβρυακό στάδιο που θα τον κάνει να «υποφέρει» τις φοβερές συσπάσεις της μήτρας του Λόγου.Εκεί, ο συγγραφέας θα μπορούσε επιτέλους να αποσυρθεί αλλά όχι η παράσταση.Το Θέατρο, πληκτροφόρο όργανο, θα μεταφέρει από το βιβλίο του Δασκάλου: «Το καλώς συγκερασμένοκλειδοκύμβαλο», τη μουσική.

Λεπτομέρεια από τις «Μικρές Ώρες» του Δούκα ντε Μπερί.
Λεπτομέρεια από τις «Μικρές Ώρες» του Δούκα ντε Μπερί.
Προσδοκώ


( Με 3 παρεμβάσεις της Ευγενίας Βάγια )



Ε, εσείς μνημεία… τι θα απογίνω;
_________


«Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν»
Το σύμβολον της Πίστεως


Αφήνεσθε σ’ αυτόν τον δρόμο που συνήθως τον αποκαλούν «οδός Αναπαύσεως», σ’ όλες τις μεγάλες πόλεις, τις κωμοπόλεις και τα χωριά, ακόμα και αν δεν τον ονομάζουν έτσι οι ζωντανοί. Οδός Αναπαύσεως, όπου θα συνοδεύσουν τον νεκρό, ανεξαρτήτως φύλου, ιδιότητας και ηλικίας. Παντού όπου η ζωή τον θεωρεί πλέον πεθαμένο.
Αφήνεσθε σ’ έναν χώρο προορισμένο για σας. Αλλά όχι προς το παρόν. Έναν τόπο που νομίσατε ότι εισέρχεσθε, αλλά όταν μπαίνετε μέσα, έχετε ήδη φύγει οριστικά. Έναν κήπο. Έναν επίγειο παράδεισο με ενυδρείο. Περπατάτε αργά. Βλέπετε τις ημερομηνίες στους τάφους. Είσθε ο επιζών, πώς να το κάνουμε. Ξέρετε πως η στιγμή της επιβίωσης είναι η στιγμή της απόλυτης εξουσίας. Έχετε τον άλλο οριζόντιο κάτω απ’ τα πόδια σας. Είσθε ο Αρχάγγελος με τη ρομφαία, όρθιος στην Πύλη δεξιά και αριστερά ενός ικριώματος που παριστάνει το Ιερό. Έχετε ρίξει κάτω τον νεκρό, εσείς είστε ο θάνατός του. Εσείς, απέναντι σε όλους αυτούς ανάσκελα στέκεστε ευθυτενείς μ’ εκείνο το συναίσθημα υπεροχής των ηγεμόνων. Σε αυτό το πεδίο μάχης, εσείς –αλλά προς το παρόν– είσθε όρθιος και ευθυτενής. Θα έρθει η σειρά σας και το ξέρετε, θα υποκύψετε κι εσείς. Από Άγγελος, ο ανθρωπάκος στα πόδια του. Προσδοκάτε, όχι την Ανάσταση νεκρών αλλά την Αθανασία. Αυτό είναι το λάθος σας. Ο χρόνος που σας χωρίζει από τον θάνατο, πιστέψατε πως είναι άπειρος, ή ότι το δραματικότερο που σας έχει συμβεί θα είναι ο θάνατος και όχι η γέννησή σας; Πως θα βαρεθούν να σας βλέπουν να σεργιανίζετε στον κήπο; Πως θα περιδιαβάζετε τον παράδεισο χέρι χέρι με την Αθανασία; Αυτός είναι ο εαυτός σας αναδιπλασιασμένος από εσάς. Έχετε το κουράγιο να τον συναντήσετε; Και μην μου πείτε, στον καθρέφτη. Ή στο εκμαγείο σας, αν είστε διάσημος. Πρέπει να ξέρετε πως κάτω από το κοιμητήρι, στις σήραγγες, κυκλοφορούν οι πολεμιστές της Χαμάς. Και, αυτό το υπόγειο δίκτυο που στήνεται για να σαρώσει το υπέδαφος και να τους ανιχνεύσει, σας εμποδίζει να δείτε τον εαυτό σας. Εις ψυχήν αυτή βλεπτέον. Κάτι ήξερε ο Πλάτωνας. Αλλά τα αισθήματά σας τώρα, κατά τον περίπατο, είναι αισθήματα ενός ανθρώπου οικουμενικού για τον οποίον το «ή εσύ ή εγώ» δεν έχει πλέον σημασία. Ο πόλεμος τελείωσε εδώ. Έτσι νομίζετε.
Παρ’ όλα αυτά, μια αντιστροφή του κλάσματος εμφανίζεται: Οι πεθαμένοι, γίνονται αυτοί οι αθάνατοι. Ο χώρος που εξουσιάζουν, εσάς κρατάει όμηρο. Όπως η γάτα με το ποντίκι, οι πεθαμένοι σάς αφήνουν λίγο να ξεφύγετε προς τη ζωή, αλλά υπό την επιτήρησή τους, ώστε να σας ξαναπιάσουν μόλις αισθανθούν τα νύχια τους να μεγαλώνουν κι άλλο. Έχετε δει τον Νοσφεράτου; Ταξίδεψε με μακριά νύχια απ’ τα Καρπάθια ως τη Βρέμη κλεισμένος σε ένα μπαούλο με χώμα. Οπότε, το άδραγμά σας από τους νεκρούς, δεν θα το αποφύγετε.
Λένε πως ξαφνικά εμφανίζονται όλοι μαζί στην πρώτη γωνία με το τελευταίο φως, όπως οι Μογγόλοι, που ενώ πιστέψατε πως έχουν φύγει, βρίσκεστε –άγνωστο πώς– περικυκλωμένος απ’ αυτούς. Η κινητικότητά τους είναι απερίγραπτη: Ένας συνδυασμός κίνησης και ακινησίας. Στολίζονται με φτερά και τρίχες από τις ουρές των αλόγων τους. Ο χαρακτήρας της ενέδρας που σας στήνουν, σας είναι άλλωστε γνωστός. Έχετε διαβάσει τον Μαρξ: «Το νεκρό αδράχνει το ζωντανό» όπως και να το κάνουμε.
Αλλά η εξουσία τους είναι η δική σας εμμονή. Ανάμεσα σε δύο έμμονα ζώα διαφορετικού είδους, ανάμεσα στον πεθαμένο και τον ζωντανό, η διαφορά έγκειται ότι το ένα –αυτό που τέλος πάντων κινείται και φεύγει– καθηλώνεται μπροστά στο άλλο, το ακίνητο. Ή μήπως όχι; Διότι σκεφτείτε ότι υπάρχουν νεκροταφεία. Ή μήπως θα προτιμούσατε να τα λέμε δημόσιους κήπους, με κοριτσάκια που παίζουν το τόπι με τις κοντές φουστίτσες τους και γυμνόστηθα παλικάρια ξαπλωμένα στο γρασίδι; Ο Μπουνιουέλ το είχε καταλάβει. Μέσα στον τάφο, δίπλα στο φέρετρο εγκατέστησε μια τηλεφωνική γραμμή.
Αφήνεσθε λοιπόν, για να μιμηθείτε τα χούγια του, να αυτοσχεδιάσετε χορεύοντας και σε εξαιρετικές περιπτώσεις να διηγηθείτε την ζωή του. Είστε, ο «επικήδειος μίμος» στο Θέατρο που είναι το νεκροταφείο. Η ρωμαϊκή παράδοση σας έχει ειδοποιήσει ότι ο ρόλος του επικήδειου μίμου είναι να προπορεύεται της πομπής και να αναλαμβάνει να μιμείται τα πιο σημαντικά γεγονότα που συνέθεταν την ζωή του νεκρού, όταν εκείνος ήταν ζωντανός.
Ο Ζαν Ζενέ σάς έχει υποδείξει ότι στις σημερινές πόλεις, ο μόνος τόπος «όπου θα μπορούσε να κατασκευαστεί ένα θέατρο είναι το νεκροταφείο». Σημειώνει μάλιστα (Η παράξενη λέξη… εκδόσεις Άγρα) ότι «αν το θέατρο βρει τη θέση του εκεί, το κοινό θα πρέπει να περνάει από μονοπάτια κατά μήκος των τάφων».
Σκεφθείτε την αποχώρηση των θεατών μετά τον Ντον Τζιοβάνι του Μότσαρτ από ένα νεκροταφείο όπου κείται ο Κομεντατόρε, ένας μαρμάρινος κολοσσός.
Ο Ζενέ αφηγείται την τελετή: «προτού ο νεκρός ταφεί, ας φέρουν το πτώμα μέσα στο φέρετρό του μέχρι το προσκήνιο· οι φίλοι, οι εχθροί και οι περίεργοι να καθίσουν στη μεριά του κοινού· ο επικήδειος μίμος, που προπορεύονταν της πομπής, ας γίνει δύο, πολλοί· να γίνει θεατρικός θίασος και μπροστά στον νεκρό και στο κοινό, να ξαναζήσει και να ξαναπεθάνει ο νεκρός».
Ο Ζενέ παρατηρεί:

«Αν είναι αλήθεια ότι κάθε έργο επιδιώκεται και ολοκληρώνεται σύμφωνα με μια αυστηρότητα που δεν αναφέρεται πουθενά, εξόν μια σταθερή πιστότητα στις αναφορές του, όπως συμβαίνει και στη ζωή που, συγκρινόμενη με το έργο τέχνης, είναι ρήξη και αυτοσκοπός, τότε κάθε ηθική δεν είναι παρά μια απορρέουσα τάξη πραγμάτων που δεν αναφέρεται πουθενά παρά σε μια σταθερή σχέση εντιμότητας που έχουν οι πράξεις μεταξύ τους.
Αδερφές, η ηθική μας ήταν πάντα μια αισθητική από τον καθένα η Γυναίκα –και ό,τι αυτή περικλείει, που είναι αγάπη, διάρκεια, ελπίδα, το πλησίασμά της– θα απουσιάζει».

Οι επικήδειοι μίμοι μου, είναι αυτή η Γυναίκα.

Το Προσδοκώ, φέρνει στη θεατρική σκηνή τους πεθαμένους πρωταγωνιστές της Μεταπολίτευσης, ως είδωλα εν ζωή και εν τάφω. Τους ζωντανούς μας σήμερα στο κενοτάφιο της Βουλής ή της Ακαδημίας, σε μια χορευτική μετάβαση από γενεά σε γενεά, αι γενεαί πάσαι, όλοι μαζί επ’ άπειρον πιασμένοι χέρι χέρι ad infinitum. Η μίμηση –δαιμονική μορφή του θεάτρου– θα εκφέρει εκείνο το «δεύρο έξω» του Ιησού στον Λάζαρο. Αρκεί ο θεατής, να μην είναι «τεταρταίος». Δηλαδή να μην μυρίζει. Να έχει απαλλαγεί από τις οσμές του λεγόμενου «ψυχαγωγικού» θεάτρου.
Τα πρόσωπα λοιπόν του έργου, είναι ένας γέρος και ένας νέος επικήδειος μίμος που θα «αναπαραστήσουν» τις σημαντικότερες στιγμές από τη ζωή έξι πρωταγωνιστών της Μεταπολίτευσης, αναμοχλεύοντας τρόπον τινά τη Δίκη των έξι: Του Κωνσταντίνου Καραμανλή, του Ανδρέα Παπανδρέου, του Αρχιεπίσκοπου Χριστόδουλου, της Μελίνας Μερκούρη, του Μάνου Χατζιδάκι και του Γιάννη Ρίτσου, oι οποίοι σε άλλο χωροχρόνο είναι ο Μητσοτάκης, ο Άδωνις, ο πατήρ-Αντώνιος, ο Αντώνης Ρέμος και η Βάνα Μπάρμπα. Οι οποίοι σε μεταγενέστερο χωροχρόνο θα είσαστε εσείς και μάλιστα στη σκαλέτα της εκπομπής της Ελένης Μενεγάκη.


Προσδοκώ

(Τόπος: Το Α΄ Νεκροταφείο. Το Περιστύλιο του Άρη Κωνσταντινίδη. Η καλλιμάρμαρη πλατεία μπροστά απ’ τον Άγιο Λάζαρο. Αριστερά οι τάφοι των Αρχιεπισκόπων, με σκαλισμένες μήτρες σε πεντελικό μάρμαρο στην κεφαλή του μνημείου. Ο τάφος της Αλίκης Βουγιουκλάκη, του Ανδρέα Παπανδρέου και στο βάθος δυτικά το μνημείο της Μαρίκας Κοτοπούλη. Ολόγυρα στον λόφο οι μεγαλοπρεπείς «οίκοι» των μεγάλων ευεργετών σε σχήμα αρχαίου ναού. Αναγεννησιακοί Άγγελοι κάτω από κυπαρίσσια και φοίνικες – όσοι δεν έχουν μαραθεί από το θανατηφόρο σκουλήκι που κατέφθασε από την Αίγυπτο κατά την περίοδο των Ολυμπιακών Αγώνων. Όθεν και συνιστώ στις επιτροπές των Εορτασμών να αποφεύγουν τις μεταφυτεύσεις των αποικιακών, παρά την έλλειψη εδωδίμων.)

(Οι επικήδειοι μίμοι ανηφορίζουν, απόγευμα, την οδό Αναπαύσεως.)

Επικήδειος Μίμος Β: Είσαι ένας γέρος άνθρωπος που βαδίζει με δυσκολία
Κατά μήκος ενός στενού εξοχικού δρόμου. Βγήκες την αυγή
και τώρα είναι βράδυ.

Επικήδειος Μίμος Α: Το ξέρω! Εσύ ξέρεις τι λέει η ψυχή του Ελπήνορα
στον Οδυσσέα; Του ζητά επικήδειες τιμές.

Επ. Μ. Β: Τόσο ματαιόδοξος;

Επ. Μ. Α: Ηδονικός! «Μη μ’ άθαπτον των όπισθεν καταλείπειν», του λέει.

Επ. Μ. Β: Δηλαδή;

Επ. Μ. Α: Τι δηλαδή; Δεν ξέρεις αρχαία ελληνικά;

Επ. Μ. Β: Σπασμένα… Τα λατινικά μου είναι καλύτερα.

Επ. Μ. Α: Παραδείγματος…;

Επ. Μ. Β: Mentula, ελληνιστί πούτσα.

Επ. Μ. Α: Πόσες φορές τον χρόνο;

Επ. Μ. Β: Με δουλεύεις; Αφού ξέρεις πως δεν μπορεί πια να μας υπηρετήσει. Αφυπηρετήσαμε όπως οι εν αποστρατεία στρατηγοί.

Επ. Μ. Α: Εξαιτίας;

Επ. Μ. Β: Της μιμικής…

Επ. Μ. Α: Η οποία;

Επ. Μ. Β: Μας μεταφέρει εδώ, ενώ κοιμόμαστε, στη Ρώμη.

Επ. Μ. Α: Είμαστε άνθρωποι προικισμένοι με αυτό το παράξενο πράγμα που είναι η ιδιοφυία. Οπότε, είμαστε ομοιώματα. Mας αποχαιρετούν όταν ερχόμαστε και μας καλωσορίζουν όταν φεύγουμε.

(Παύση)

Πλησιάζουμε το Θέατρο.

Επ. Μ. Β: Είσαι έτοιμος;

Επ. Μ. Α: Καθ’ όλα. Αύριο η ιδιότητά μου αυτή μπορεί να μου αφαιρεθεί απ’ την Ιστορία. Δεν είμαστε σύγχρονοι, το ξέρεις;
Η παρουσία μας εδώ είναι φασματική, όπως άλλωστε και η ζωή των σύγχρονών μας που ανηφορίζουμε μαζί στο νεκροταφείο. Αλλά, πρόσεξε. Είμαστε τόσο πολύ μοντέρνοι, που ό,τι ξέραμε καλά το έχουμε ήδη ξεχάσει.

Επ. Μ. Β: Την ηθοποιία εννοείς;

(Παύση)

Επ. Μ. Α: Εμείς όμως δεν βλέπουμε τα ίδια πράγματα με τους πεθαμένους. (του δείχνει ένα μαρμαρογλυφείο επί της Αναπαύσεως) Έχουμε ένα άλλο φανταστικό μουσείο στο μυαλό μας. Και είμαστε μέσα…

Επ. Μ. Β: Πού;

Επ. Μ. Α: Στο μυαλό! Είμαστε δημιουργήματα του μυαλού μας.

Επ. Μ. Β: Και των ονείρων μας; Τι κάνουμε τώρα;

Επ. Μ. Α: Αφηγούμαστε! Αυτό δεν κάναμε πάντα;

(Ο Επ. Μ. Β δείχνει στον ουρανό.)

Επ. Μ. Β: Και γι’ αυτό τι έχεις να πεις;

Επ. Μ. Α: Αυτή η μαρμάρινη ορθογώνια πλάκα που κατσικώθηκε στον ουρανό απ’ το πρωί δεν την έφερε ο νοτιάς απ’ την Αφρική. Κι όσοι την έχουν αντιληφθεί όπως εσύ, κοιτάζοντας λοξά σαν να μην θέλουν να την δουν, δεν αντιλαμβάνονται πόσο ανεπαίσθητα μεγαλώνει και πως αν δεν κινητοποιηθεί η πολεμική αεροπορία κι αν δεν την βομβαρδίσει ως το βράδυ θα ’χει καλύψει τον αττικό ουρανό, πετρώνοντας και τον αέρα που αναπνέουμε.

Επ. Μ. Β: Ταφόπλακα;

Επ. Μ. Α: Όχι. Αυτή η πλάκα είναι ανέκαθεν σφηνωμένη στον ουρανό. Και μην με ρωτήσεις αν προέρχεται από κάποιο λατομείο της Πεντέλης και παράπεσε καθοδόν προς την Ακρόπολη. Και μην αμφιβάλλεις για τις συνέπειες, όταν πριν σκάσουμε όλοι μεταλλαγούμε σε κάμπιες που θα σέρνονται κάτω απ’ τα πεύκα του Λυκαβηττού. Και μην μου πεις πως τα λίγα πεύκα και τα λίγα μάρμαρα είναι η Ελλάδα. Και μην αμφιβάλλεις ότι όταν παίρνουν φωτιά οι τζαμαρίες το απόγευμα είναι από το φως του ήλιου. Και μην ακούς φωνές: «Ζεις», «Μας οδηγείς»…

Επ. Μ. Β: Μου φέρνουν ναυτία. Ο μόνος τρόπος να κάνουμε ό,τι πρέπει να κάνουμε για να μην ζαλιζόμαστε είναι να υπολειπόμαστε του εαυτού μας, για να τους ζαλίσουμε.

Επ. Μ. Α: Ο μόνος τρόπος είναι να ανυψωθούμε ελάχιστα από την γη. Να τους δείξουμε πως η βαρύτητα είναι η βεβήλωση του χρόνου.

(Παύση)

Επ. Μ. Β: Δεν θα μπορούσαμε να σκεφθούμε έναν άλλον τρόπο ύπαρξης εκτός από το γάβγισμα;

Επ. Μ. Α: Θα μπορούσαμε όμως και να εξακτινωθούμε μένοντας σε ένα κατεψυγμένο φέρετρο. Κοίτα τον Τραμπ!

Επ. Μ. Β: Πόσο χρονών είναι;

Επ. Μ. Α: Όσο ολόκληρο το παρελθόν της ανθρωπότητας. Ποιοι νομίζεις πως μας κυβερνούν;

Επ. Μ. Β: Βρικόλακες. Παρότι δεν έχω διαβάσει Ίψεν.

Επ. Μ. Α: Πρόσεξε τον μηνίσκο σου όταν θα σκύβεις προς τον νεκρό. Σκέψου τις λέξεις σου. Όσα θα του πεις, αποτελούν κεκτημένη γνώση. Η Ιστορία μάς επέλεξε αλλά η Ιστορία δεν θα μας καταργήσει. Τι μίμοι, τι μοιρολογίστρες, τι πουτάνες… Μας έχουν στείλει έμβασμα εμάς, στον τραπεζικό μας λογαριασμό.

Επ. Μ. Β: Ποιος;

Επ. Μ. Α: Ο ατζέντης μας.

Επ. Μ. Β: Η Ιστορία;

Επ. Μ. Α: Όχι. Η γέννησή μας. Και για να το ξέρεις, το δράμα δεν είναι πως πεθαίνουμε, αλλά πως έχουμε γεννηθεί.

(Στο τέλος του ανηφορικού δρόμου διακρίνονται έξι πελώριες κούκλες με μάσκες που είναι τα έξι πρόσωπα της Μεταπολίτευσης.)

Αναρωτιέμαι τι είναι εκείνο που κατά καιρούς μ’ ερεθίζει ακατάπαυστα, με κυριεύει; Και ύστερα ακόμη μια φορά η αμφιβολία, η τανάλια που σφίγγει τα σπλάχνα. Μήπως πρόκειται για σκουπίδια συναρμολογημένα, προορισμένα για μια γελοία θεατρική παράσταση; Ή μήπως όλα αυτά είναι μια "συμπληρωματική κατάθεση" μπροστά στο σκοτεινό Εφετείο που δικαιώνονται ίσως τώρα που πλησιάζω στο τέλος του "κύκλου";

Επ. Μ. Β: Ναι, το ξέρω αυτό το πρόσωπο που ποτέ δεν έχασε το ενδιαφέρον του για την Ποίηση, που ποτέ δεν έχασε τα αρχίδια του, δεν γύρισε ξερός στον τοίχο να πεθάνει, αλλά πέθανε μη έχοντας χάσει τίποτα, για να ζήσει.

Επ. Μ. Α: Ποια;

Επ. Μ. Β: Όλα. Τον Καραμανλή. Τον Παπανδρέου… Τα είδωλα που βλέπουμε μπροστά μας τη σκιά τους στην άσφαλτο.

Επ. Μ. Α: Η σκιά είναι ο κόσμος τους. Σκιαμαχούσαν σε όλη τους τη ζωή. Αυτοί που βλέπεις δεν υπάρχουν. Δεν είναι ταυτοποιημένοι όπως οι τρομοκράτες…

Επ. Μ. Β: Ο νεκρός είναι τρομοκράτης έτσι κι αλλιώς.

Επ. Μ. Α: Για ποιους;

Επ. Μ. Β: Για την Ιστορία. Δεν το κατάλαβες τόσα χρόνια στο επάγγελμα;

(Ακούγεται από ένα καφενείο το «Κάτω από τη Μαρκίζα» του Γιάννη Σπανού με την Βίκυ Μοσχολιού.)

Επ. Μ. Α: Τραγούδα.

Επ. Μ. Β: Νομίζεις πως είναι η στιγμή για τραγούδια;

Επ. Μ. Α: Δεν υπάρχει στιγμή εδώ. Καταλήξαμε εδώ για να αρχίσουμε από εδώ.

«Εξάλλου σε έναν άνθρωπο προικισμένο με αυτό το παράξενο πράγμα που είναι η ιδιοφυΐα, το ομοίωμά του είναι το πρότυπο όλων των εμπειριών του.»

Επ. Μ. Β: Τι λες;

Επ. Μ. Α: Απλώς τσιτάρω.

(Παύση)

Όταν με συνέλαβαν οι Γερμανοί στον Βύρωνα, τότε που δεν είχες γεννηθεί. Όταν γύρισα απ’ το Άουσβιτς και βγήκα στο βουνό. Όταν πέρασα στην Αλβανία. Όταν ξαναγύρισα αφού έδωσε την άδεια ο Καραμανλής. Με τίμησαν αλλά κατάλαβα την παγίδα. Αυτή η τιμή εκ μέρους της πολιτείας μού έγινε γιατί στα μάτια της δεν ήμουνα αυτό που είμαι και γιατί σ’ αυτό που δεν είμαι έπρεπε να υποταχθώ. Αυτό κάνει ο μίμος, μπαίνει στο πετσί του άλλου εαυτού του. Που τον έθαψε η Ιστορία και τον ξεθάβει τώρα αυτός.

Επ. Μ. Β: Ύστερα;

Επ. Μ. Α: Ύστερα με έντυσαν αλλά τα ρούχα του πεθαμένου μού έπεφταν κομμάτι φαρδιά.

Επ. Μ. Β: Ύστερα;

Επ. Μ. Α: Ύστερα η αποτυχία. Αλλά έπρεπε να την τιμήσω την αποτυχία διότι θεωρούσα την επιτυχία ευτελές θέμα για στοχασμό.

(Ο Διευθυντής του Α΄ Νεκροταφείου προσπαθεί να τους απαγορεύσει την είσοδο.)

Διευθυντής: Θα καλέσω την αστυνομία. Φαντάζομαι πως ξέρεις ότι ξέρω, πως δεν είσαι χαρτογραφημένος…

Επ. Μ. Β: Έχουμε την εξουσιοδότηση του Αρχιεπισκόπου.

Επ. Μ. Α: Αναλαμβάνουμε εμείς για λογαριασμό της Εκκλησίας, την Προσδοκία…

(Ο Διευθυντής δείχνει το Νεκροταφείο.)

Δ: Κλείνω το Θέατρο. Δεν με ενδιαφέρουν οι τεθλιμμένοι. Ας πετάξουν τα πρόσωπα της Ιστορίας στα σκουπίδια. Τέρμα η πλάκα με τους μίμους και τις τελετές. Διαθέτω μια διασκεδαστική φύση. Ίσως γι’ αυτό με επέλεξαν για Διευθυντή σε ένα τόσο διασκεδαστικό μέρος. Αλλά αν δεν με καταλαβαίνεις, στη δευτερολογία μου…

Επ. Μ. Α: Έχετε όρεξη λύκου, κύριε Διευθυντά.

Δ: Όχι. Ανθρώπου!


( Π Α Ρ Ε Μ Β Α Σ Η   1 )

Ένα δίδυμο σκελετωμένων κλοσάρηδων που θαρρείς και βγήκαν από τάφο, διακόπτει την επικήδεια μίμηση βαρώντας ένα σιδερένιο κουβά με ένα μηριαίο οστό, προκειμένου να τραβήξει την προσοχή.

Σκελετός 1: Εδώ, εδώ, εδώ την προσοχή σας παρακαλώ, εδώ…

Σκελετός 2: Χε χε, καλά που σας βρήκαμε κι είστε και πολλοί! Τώρα… θα τα ακούσετε. Μας βλέπετε; Δεν μας βλέπετε;

Σκελετός 1: Δεν μας βλέπετε γιατί είμαστε και δεν είμαστε.

Σκελετός 2: Αν δεν είμαστε, τι είμαστε;

Σκελετός 1: Είμαστε οι σκιές του εαυτού μας. (προς το κοινό) Και του εαυτού σας.

Σκελετός 2: Είμαστε το μέλλον θε να γενεί παρόν σας.

Σκελετός 1: Ναι ναι παρόν σας και μέλλον, μέλλον μακάρονον με δυο λόγια όμορφα κι ωραία.

Σκελετός 2: Νόστιμα κι ωραία ναι, ναι πολύ ωραία… Θυμάσαι ρε σκατιάρη τι όμορφα που ήμασταν τότε στο μακρινό μέλλον;

Σκελετός 1: Νοστιμούλικα ήμασταν τα άτιμα.

Σκελετός 2: Με τις κοιλιές μας, με τις πατσές μας…

Σκελετός 1: Με τα προγούλια μας και τις μαγούλες μας τις τροφαντές…

Σκελετός 2: Με τα ξίγκια μας… (ξερογλείφεται)

Σκελετός 1: Με τα όλα μας ήμασταν, λεφτά υπήρχαν. Με το τσουβάλι!

Σκελετός 2: Λεφτά να φαν κι οι κότες! Κούτες, σακούλες, νταλίκες με χαρτονομίσματα!

Σκελετός 1: Με το βυτίο το χρήμα… τότε!

Σκελετός 2: Πότε τότε όμως; Πότε ακριβώς; Θυμάσαι; Ήταν επί Καραμανλή;

Σκελετός 1: Και επί Καραμανλή βεβαίως.

Σκελετός 2: Του θείου ή του ανιψιού;

Σκελετός 1: (μετράει στα δάχτυλα) Του Κουμπάρου!

Σκελετός 2: Ναι τότε, μπράβο. Κι έπειτα τι πάθαμε αδελφέ; Τι μας βρήκε «μετά»;

Σκελετός 1: «Μετά», πότε ακριβώς; Δεν θυμάμαι; Επί ποίου επιγόνου;

Σκελετός 2: Επί γόνου.

Σκελετός 1: Γόνο τον γόνο φτάσαμε ως εδώ. Και τώρα ορίστε μας, είμαστε να μας κλαίνε οι ρέγγες!

Σκελετός 2: Μάλιστα κυρίες και κύριοι, οι ρέγγες. Και μια που το θυμήθηκα… (βγάζει από την τσέπη τυλιγμένη σε εφημερίδα μια ρέγγα παστή.)

Σκελετός 1: Επ, πού την κονόμησες τη ρέγγα; Μη μου πεις; (ψάχνεται) Αυτή είναι δική μου. Φέρ’ τη. (του την αρπάζει)

Σκελετός 2: Άσε κάτω τη ρέγγα μου, σκατιάρη σκελετέ.

Σκελετός 1: Ήταν δική μου πριν μου την κλέψεις, παλιοψαριάρη.

Σκελετός 2: Βρε άσε τα σάπια, φαφούτη προγναθικέ.

Σκελετός 1: Ποιον είπες φαφούτη; Για μάζεψε τη ρέγγα σου μη σου την κόψω.

Σκελετός 2: Ώπα ρε ψόφιε, με τι δόντια;

Σκελετός 1: Ποιος μιλάει, εσύ ή τα σκουλήκια σου;

Σκελετός 2: Λίγα λόγια για τα σκουλήκια μου, είναι άλλης ποιότητας.

Σκελετός 1: Όλοι οι ψόφιοι τα ίδια κουσούρια, αλαζόνες και κουφιοκέφαλοι. Άρπα την κανάγια! (του ρίχνει μια στο μάτι)

Σκελετός 2: Ωχ το μάτι μου! Η οφθαλμική μου κόγχη, νεκροφαγικό ψοφίμι!

Σκελετός 1: Ψοφίμι με περικεφαλαία! Άσε τη ρέγγα είπα, είμαι νεότερος, κανείς δεν μου ’χει φερθεί έτσι ωμά, ποτέ.

Σκελετός 2: Κοίτα φάτσα που θέλει και διεκδίκηση ρέγγας! Νεότατος με τρεις τρίχες στη φαλάκρα.

Σκελετός 1: Θα πάρω καμιά κνήμη και θα σε βαρέσω, άσ’ την κάτω.

Σκελετός 2: Πρόσεχε μη σου σκιστούν οι κρανιακές ραφές.

Σκελετός 1: Τις έχω καλά κολλημένες με σάλια και πίτουρο, έννοια σου.

Σκελετός 2: Αυτό δεν είναι κρανίο, είναι χελιδονοφωλιά.

Σκελετός 1: Μια φορά σε παρόμοια διεκδίκηση ρέγγας, ένας άλλος έλεγε τα ίδια! Ρε, μπας κι είσαι ο ίδιος πάλι; Κάτι μου θυμίζει η ωλένη σου.

Σκελετός 2: Τι χιουμορίστας! Τσου ρε καπελάκη! Τη μούμια την Ωλένη τι την έχεις;

Σκελετός 1: Φαντάσου να ζωντάνευε η ρέγγα τι τρομάρα θα παίρναμε, θα ’πρεπε να τη φάμε ζωντανή, είχα μια φίλη Ωλένη, ωραία κόκκαλα!

Σκελετός 2: ΠΙΣΩ ΡΕ

Σκελετός 1: ΤΗ ΡΕΓΓΑ

Σκελετός 2: ΑΦΗΣΕ ΤΗΝ

Σκελετός 1: Άσ’ την κάτω την έχω φτύσει.

Σκελετός 2: Εγώ την κατούρησα πριν δεν βλέπεις πώς βρομάει;

Σκελετός 1: Άσε ρε άθλιε, το στόμα σου βρομάει. Από πότε έχεις να πλύνεις τα σκουλήκια σου;

Σκελετός 2: Από τότε που δαγκάναμε τις σόλες μας. Κάτσε τώρα ήσυχος να μας βγάλει μια φωτογραφία ο κύριος εκεί κάτω…

Σκελετός 1: Μμμ! Κόψε φάτσα για πορτραίτο.

Σκελετός 2: Μίλησε το μοντέλο για νεκρή φύση!

Σκελετός 1: Τι τραβάω ρε με σένα που έμπλεξα.

Σκελετός 2: Μια ρέγγα τραβάς, τι τραβάς.

Σκελετός 1: Αααχ! Άντε παραπέρα τώρα, μας βαρέθηκε ο κόσμος… Έχουν κι οι ψόφιοι βάσανα κυρίες και κύριοι με το μπαρδόν για το επεισόδιο…

Σκελετός 2: (αναχωρώντας προς τα βάθη) Μemento mori ρε παλιομνημούρια

Σκελετός 1: Μεμέντο μωρή νέκρες!

(Μεγάλη παύση)


Επ. Μ. Α: Τι σου έλεγα; Θα κάνει μπίζνες με τα απορριμματοφόρα. Θα πνίξει την Ανάσταση σε ένα ποτήρι νερό.

Επ. Μ. Β: Θα προκηρύξει μειοδοτικό διαγωνισμό;

Επ. Μ. Α: Δεν βαριέσαι, τα νύχια συνεχίζουν να μεγαλώνουν και μετά θάνατον.

Επ. Μ. Β: Εκεί όμως μειοδοτικοί διαγωνισμοί δεν προκηρύσσονται.

Επ. Μ. Α: Ξέρεις τι μου είπε ο Αρχιεπίσκοπος; Ότι ο Θεός είναι κάτι σαν τον θάνατο. Ο λάκκος με τα οστά μετατρέπεται σε ένα λάκκο φωτός από την ανάποδη, όπως στους αναγεννησιακούς τρούλους…
«Έχεις διαβάσει Πασκάλ;», με ρώτησε.
«Αν στοιχηματίσεις πως υπάρχει Θεός», έτσι μου είπε, «και δεν υπάρχει, δεν έχεις τίποτα να χάσεις. Αν υπάρχει, κέρδισες τα πάντα».

Επ. Μ. Β: Εσύ στοιχημάτισες;

Επ. Μ. Α: Ναι.

Επ. Μ. Β: Και κέρδισες;

Επ. Μ. Α: Όχι. Αλλά δεν έχασα και τίποτα. Ενώ ο Διευθυντής με τις ιδέες του θα καταστραφεί.

Επ. Μ. Β: Ανεγείρει τέμενος;

Επ. Μ. Α: Όχι φυσικά, δεν είναι μουσουλμάνος.
Και δεν σου συνέχισα τι άλλο είπα στον Αρχιεπίσκοπο. «Μη νομίζετε», του είπα, «ότι επειδή σας κάνουν όλα τα χατίρια οι πολιτικοί κι όταν σας βλέπουν σας φιλούν το χέρι, πως σας έχουν σε υπόληψη». Αυτά του είπα.

Επ. Μ. Β: Και λίγα του είπατε – αν δεν μιλάμε στον ενικό.

(Παύση)

Επ. Μ. Α: Εμείς αγόρι μου πάσχουμε από δυσφορία φύλου. Ξέρεις τι σημαίνει αυτό για τον Άδη;

Επ. Μ. Β: Την εις Άδου κάθοδο και πένθος σε χαμηλά ποσοστά.

Επ. Μ. Α: Το αναφέρει ο Τζόυς.

«Ήταν τρομερό, είπε αναστατωμένος ο Πάουερ. Και το πτώμα κύλισε στον δρόμο. Αφού αναποδογύρισε η νεκροφόρα.»

Επ. Μ. Β: Το είχα δει μικρός στον Ορφέα.

Επ. Μ. Α: Όταν πήγαινε η νεκροφόρα τον Καραμανλή στο Ίδρυμα  –ειδική μεταχείριση δεν λέω– άρχισαν να βγαίνουν καπνοί απ’ την εξάτμιση.

Επ. Μ. Β: Πάλι καλά. Στην Ιρλανδία άνοιγαν τρύπες στα φέρετρα για να βγαίνουν οι αναθυμιάσεις.

Επ. Μ. Α: Τζόις;

Επ. Μ. Β: Όχι. «Άγριες Φράουλες».

Επ. Μ. Α: Πείσμα ο Καραμανλής να κρατηθεί στη ζωή. Κάθε τόσο απινιδωτές και τα ρέστα.

Επ. Μ. Β: Τον είχες γνωρίσει;

Επ. Μ. Α: Στα τελευταία του. Έμπαινε ψηλός στο εστιατόριο στον Ορνό και όλοι σηκωνόμασταν να τον χαιρετήσουμε με σεβασμό.

Επ. Μ. Β: Εμένα μια φορά μου τσίμπησε το μάγουλο.

Επ. Μ. Α: Πού, στη Μύκονο;

Επ. Μ. Β: Ναι στο Ορνό. Έμενε στου Θόδωρου.

Επ. Μ. Α: Ποιου Θόδωρου;

Επ. Μ. Β: Ξέρεις. Δεν ξέρεις; (του κλείνει το μάτι)

(Παύση)

Επ. Μ. Α: Πώς θα σε υπέφερα αν δεν υπήρχε η μουσική;

Επ. Μ. Β: Η έπαρσή σου έχει ανάγκη από ένα όνομα;

Επ. Μ. Α: Ιωάννης Σεβαστιανός Μπαχ. Γέρος, πολύτεκνος, ένα θρησκευτικό ζώο. Αλλά η ικανότητά του ήταν ότι προέβλεπε την συμβατική μουσική αντίληψη της στιγμής.

(Εισέρχονται στο Περιστύλιο. Στον τοίχο προβάλλεται η σκηνή του φέρετρου στο Europa του Lars Von Trier.)

Επ. Μ. Α: Ξέρεις ότι ο Μινωτής και ο Ρίτσος πέθαναν την ίδια μέρα; 11 Νοεμβρίου 1990;

Επ. Μ. Β: Σύμπτωση;

Επ. Μ. Α: Α μπα, όχι. Όλοι μας έχουμε μια κοινή ημερομηνία θανάτου. Όλοι είμαστε υπεύθυνοι για τον θάνατο του άλλου σε σημείο που καμιά φορά να πεθαίνουμε συγχρόνως, την ίδια ημερομηνία.

Επ. Μ. Β: Ποια;

Επ. Μ. Α: 14 Αυγούστου 1974. Όλοι πέθαναν εκείνη ακριβώς την ημέρα για να προσπαθήσουν να ξαναγεννηθούν μετά.

Επ. Μ. Β: Αλλά τι «μετά»;

Επ. Μ. Α: Ένα «μετά» που ξέρει να πολιτεύεται. Μια μεταπολίτευση υπό τον όρο ότι πολιτεύονταν ο ένας μετά τον άλλον. Αλλά «μετά»…

Επ. Μ. Β: Το καταφέρανε;

Επ. Μ. Α: Εσύ τι λες;

Επ. Μ. Β: Εγώ λέω ότι ο Ρίτσος ύμνησε σε ένα ποίημά του τον χορευτικό ρυθμό των τανκς στην Ερυθρά Πλατεία.

Επ. Μ. Α: Μην βάζεις στο στόμα σου τον Ρίτσο.

Επ. Μ. Β: Και γιατί, παρακαλώ;

Επ. Μ. Α: Γιατί ήταν κομμουνιστής.

(Παύση)

Επ. Μ. Β: (πηδάει πάνω στον τάφο μιας κόρης και απαγγέλει κάνοντας τη φωνή του γυναικεία και με κινήσεις διακριτικά θηλυπρεπείς)

Άνθισα και μαράθηκα εμμονικά κι απελπισμένα. Τι τέλεια ενορχηστρωμένη αστοχία, τι μάταιο λουλούδι καταβροχθίσατε εσείς που ξέρετε πώς να κρατάτε καλά τη θέση σας, να μη δείχνετε κλαρί από το δέντρο σας στις αστραπές της νύχτας. Με βρίσκει απροετοίμαστη αυτό το σκοτάδι, τριήμερο σαν παρατεταμένη έκλειψη. Όμως και πάλι, μόλις λαλήσουν οι γλώσσες της φωτιάς γίνεστε άφαντοι, η σκόνη που κάθεται πάνω στα πράγματα.

Επ. Μ. Α:(με αβρότητα προς τον νεαρό μίμο που ακόμα διακατέχεται από το πνεύμα της νεκρής κόρης) Δεν έπαψα ποτέ να ταυτίζω τη σάρκα του όντος που αγαπώ με το χιόνι των βουνοκορφών στην ανατολή του ήλιου. Απ’ τον έρωτα δε θέλησα να γνωρίσω παρά μονάχα τις στιγμές του θριάμβου, που με σας ο μαργαριταρένιος κύκλος τους τελειώνει. Ακόμα και το μαύρο μαργαριτάρι, κι ας είναι τελευταίο, θέλω να καταλάβετε πόση αδυναμία του έχω, ποια ύψιστη ελπίδα εξορκισμού στηρίζω σ’ αυτό. Δεν αρνιέμαι ότι ο έρωτας συγκρούεται με τη ζωή. Λέω πως οφείλει να νικήσει. Σας εύχομαι να σας αγαπήσουν τρελά.

Επ. Μ. Β: Γράμμα;

Επ. Μ. Α: Διαθήκη. Ο Μπρετόν στην κόρη του.

Επ. Μ. Β: Και τι έγινε τελικά; Αγαπήθηκε τρελά;

Επ. Μ. Α: Υπερρεαλιστικά, όπως όλοι. Πάντως τα πούλησε τα καδράκια της…

(Παύση)

Επ. Μ. Β: (κάθεται πάνω σε έναν οικογενειακό τάφο) Πηγαίναμε βόλτα οι τρεις μας με το αυτοκίνητο. Σιτροέν DS, Θεά, Déesse, τα θυμάσαι;

Επ. Μ. Α: Βάτραχος πες, εδώ προτιμάμε τα ζώα από τις γυναικείες θεότητες.

Επ. Μ. Β: Βάτραχος. Καθόμουν άκρη άκρη στο πίσω κάθισμα και τραγουδούσα επιτυχίες της εποχής. Μου στέλνεις κιτρολέμονο σου στέλνω μανταρίνι. Οι γονείς μου το είχαν βουλώσει για λίγο, η μάνα μου είχε παραδόξως σταματήσει την γκρίνια και ο πατέρας μου την ειρωνεία. Ένα ευτυχισμένο διάλειμμα. Τότε ήταν που μας πέτυχε το ψαλίδι του Θεού! Άστραψε πάνω απ’ το κεφάλι μου με ανοιχτά τα σκέλη του και μας έκοψε αργά και προσεκτικά απ’ τον υπόλοιπο κόσμο. Πήρε περιμετρικά ολόκληρο το σαλόνι του αυτοκινήτου και όσο πράσινο φαινόταν απ’ το παρμπρίζ. Ήτανε άνοιξη και ήταν καταπράσινο. Κι έτσι ακριβώς τη στιγμή που συλλάβιζα το μα-ντα-ρί-νι, μας κόλλησε στην αιωνιότητα, σ’ αυτόν τον πίνακα με τα σπάνια κολλάζ από τις ευτυχίες των ανθρώπων.

(σκεπτικός) Υπάρχει άραγε ακόμα αυτή η τρύπα στο σύμπαν;

Επ. Μ. Α: Βεβαίως! Μισό να απευθύνω στις κυρίες και τους κυρίους έναν χαιρετισμό από τον Πάουντ που μόλις, μόλις (βγάζει ένα χαρτάκι) μου ήρθε!

Ω γενεά των πέρα ως πέρα φαντασμένων
που πέρα ως πέρα ο τόπος δεν σας χωρά.
Έχω δει ψαράδες να τσιμπολογάνε στη λιακάδα
Τους έχω δει με φαμίλιες ανοικοκύρευτες
Έχω δει να χαμογελούν με όλα τους τα δόντια
κι άκουσα γέλιο ανοικονόμητο.
Και είμαι ευτυχέστερος υμών
Και είναι ευτυχέστεροι εμού
Και το ψάρι κολυμπάει στη λίμνη
κι ένα ρουχαλάκι δεν έχει
.

Επ. Μ. Β: Έξοχο! Υπάρχει άραγε ακόμα αυτή η τρύπα στην ποίηση;

(Παύση)

Επ. Μ. Α: Ξέρεις τι εύκολα μπορώ να μιλήσω για τους άλλους; Όλη μέρα τους έχω απέναντι και τους παρατηρώ. Περπατούν, μιλούν, μας παρακολουθούν… Με το κεφάλι ίδιο, άδειο φαινομενικά, το πρόσωπο ανέκφραστο χωρίς συσπάσεις. Ό,τι κι αν κάνουν μοιάζει φυσικό, εντελώς νορμάλ, ανάλαφρο. Αν σκέφτονται κάτι, αυτό είναι αθόρυβο. Η σκέψη τους ζυγίζει ελάχιστα, μερικά δράμια, αστεία πράγματα! Αν μπορούσα να δοκιμάσω κι εγώ… δεν ξέρω αν γίνομαι κατανοητός. Να έμπαινα από μέσα τους, κατάλαβες; Όπως μπαίνεις στο αυτοκίνητο να το οδηγήσεις. Με πιάνεις; Να έβλεπα πώς το κινούν έτσι… χοπ χοπ ανάλαφρα, πώς περπατούν, πώς στρίβουν, πώς μιλούν, χαχαχά χιχιχί… Με πόση άνεση ε; Σαν χορευτές ώρες ώρες! Αχ να ένιωθα έστω λίγη από την σωματική ευτυχία τους. Μια φορά έστω. Τι ευτυχία να ζεις σε πλανήτη που έχει τη μισή ακριβώς βαρύτητα απ’ τον δικό μου. Με πιάνεις; Με τη μισή βαρύτητα… Μια φορά, να δανειζόμουν το σώμα τους, για λίγο, για μια βόλτα…

Επ. Μ. Β: Να σου δανείσω το δικό μου;

Επ. Μ. Α: Ευχαρίστως!

Επ. Μ. Β: Για κορόιδο με πέρασες; Όλοι πιστεύουμε βέβαια ότι η εκδρομή θα ήταν τέλεια, αλλά τώρα δεν μπορούμε να πάμε πουθενά. Έχουμε δουλειά. Έχουμε και αντισώματα τα οποία πάντα τα φανταζόμουν σαν ανθρωπάκια που τρέχουν δεξιά και αριστερά…

Επ. Μ. Α: Έρχεται η νύχτα, θα ξεκουραστούμε. Ο Καραμανλής την πάτησε. Η νεκροφόρα που τον ανέβαζε στο ίδρυμα, στη Φιλοθέη, όπου και ο τάφος του, άναψε. Βγαίναν ατμοί απ’ το ψυγείο. Ποιος, ο Καραμανλής!

Επ. Μ. Β: Εμ, ήθελε να βολτάρει στη Φιλοθέη!

Επ. Μ. Α: Πλάι στο σπίτι της Γιάννας. Άκουγε Χατζιδάκι στην πισίνα.

(Ακούγεται η φωνή του Χατζιδάκι από το Τρίτο Πρόγραμμα για την 28η Οκτωβρίου.)


( Π Α Ρ Ε Μ Β Α Σ Η  2 )

Μέσα από το κοινό, ένας φαινομενικά απλός θεατής, αρχίζει να ξεφυσάει και να δυσφορεί. Χαλαρώνει το πουκάμισό του, κάνει λίγο αέρα στο πρόσωπό του. Ώσπου ξεσπάει σε μια διαμαρτυρία στα όρια της υστερίας.

Θεατής: Κάθομαι και σας ακούω τόση ώρα! Φτάνει! Φτάνει πια, με τις νεκρολογίες σας. Γιατί δεν αυτοκτονείτε να τελειώνουμε; Σκεφτήκατε ποτέ ότι προκαλείτε τον θάνατο; Σκεφτήκατε ότι τον καλείτε, γι’ αυτό έρχεται; Ανόητοι! Ηττοφρενείς! Θανατολάγνοι! Κι εγώ ακόμα πιο ανόητος που κάθομαι και σας ακούω. Ε, λοιπόν με αναγκάζετε και θα το πω! Εγώ δεν θα πεθάνω. Ορίστε, το είπα, αφού με φέρατε ως εδώ. Εγώ δεν πρόκειται να κάτσω να πεθάνω πού να χτυπάτε τον κώλο σας κάτω. Ποτέ! Ποτέ, ποτέ, ποτέ! Αυτή η βεβαιότητα, που έχετε όλοι από τη γέννησή σας ακόμα, μέσα μου δεν υπάρχει. Ακούτε; Ούτε ιδέα θανάτου. Ούτε καν. Είναι οι άλλοι, εσείς, εσείς σπεύδετε να μου την επιβάλετε, εσείς που μου λέτε κατάμουτρα πως κάποτε κι εγώ θα πεθάνω, όπως και οι άλλοι! Πώς το ξέρετε; Ε; Πώς; «Η μόνη βεβαιότητα». Μα εγώ ξέρω πως δεν υπάρχει καμιά βεβαιότητα. Τίποτα, ούτε η ιδέα, ούτε η πίστη, ούτε ο φόβος. Ούτε ελπίδα. Για τι πράγμα μιλάτε; Κι αυτό το «κάποτε» τι φάση; Τι αφελής παρηγοριά! «Κάποτε», τονισμένο στην προπαραλήγουσα «Κάποτε, κάποτε, κάποτε θα πεθάνεις». «Κα- ποτέ λοιπόν». Ορίστε που η λέξη περιέχει αυτή τη δυνατότητα. Το βρίσκετε παράλογο; Απ’ τη μεριά μου πάλι βρίσκω λογικό να θυμώνω μ’ εσάς που τολμάτε να μου το ψιθυρίσετε έστω. Το βρίσκετε μπόσικο το αυτί μου, δεν αντιδρά, στέκεται παθητικό και σας ακούει που μιλάτε για θάνατο οληνώρα, και το σώμα μου, ολόκληρο το σώμα από τα σπλάχνα διαμαρτύρεται, ουρλιάζει από μέσα, από μέσα μου, από τα έντερα, ποτέ, ποτέ. Ακούτε; Δεν. Θα πεθάνω. Πο- τέ. Κακομοίρηδες, που παπαγαλίζετε ό,τι ακούτε, και μοιρολογείτε τις στρατιές των πεθαμένων όπου γης. Και βιάζεστε να με κατατάξετε κι εμένα. Αυτοί το θέλαν και το έπαθαν. Ακούτε; Εγώ δεν θέλω να πεθάνω και δεν θα πεθάνω! Εγώ θα την προσέξω τη ζωή μου, δεν θα παραιτηθώ. Γι’ αυτό λοιπόν, παίρνω των ομματιών μου και φεύγω, αντίο. Αναχωρώ, αφήνοντας αποχαιρετιστήριο δώρο την ώρα μου, ώρα την ώρα, μέρα τη μέρα, αυτή που συσσωρεύτηκε εξαρχής, και έφυγα, αντίο έχω φύγει. Και εξ αποκαλύψεως άλλωστε, μπορώ επιπροσθέτως να ισχυριστώ ότι χαρίζοντάς σας από τον χρόνο μου όσο θεώρησα αρκετό για να πειστείτε περί του αντιθέτου, περί της μη αμφισβητήσιμης αθανασίας μου, κερδίζω ήδη τη ζωή μου. Τις πεισιθάνατες ιδέες, τις νηπιακές επιστήμες, τους ανώφελους συναισθηματισμούς και τα φτηνά σας δράματα, δεν τα ’χω ανάγκη. Μη μη! Κάτω τα χέρια σας. Κάτω τα κουλά σας, φεύγω δεν μπορείτε να με κρατήσετε δίπλα σας, εγώ φεύγω. Εσείς μπορείτε να πεθάνετε, όχι εγώ, εγώ δεν σας κάνω παρέα, κάτω τα ξερά σας, μακριά τα σάλια σας και τα φιλιά σας, παρατήστε με. Έφτασα μόνος ως εδώ και δεν σας έχω ανάγκη. Εγώ δεν πεθαίνω, ακούτε; Δεν πεθαίνω. Έτσι είναι η ούγια μου εμένα. Γελάστε, γελάστε όσο θέλετε. Γελάστε… Ανόητοι! (απομακρύνεται)

Εγώ είμαι θεατής.

Εσείς μνημεία… τι θα απογίνετε;


Επ. Μ. Β: Ορίστε κάποιος που προσπαθεί να ενταφιαστεί ζωντανός μέσα στα κείμενα!

Επ. Μ. Α: Διόλου κακή ιδέα. Αν είναι να πεθάνω, ας ανοίξει ένα κείμενο

να με καταπιεί. Όμως όσο γράφω δεν πεθαίνω. Όπως ο επισκέπτης του νεκροταφείου που νιώθει ασφαλής όσο βολτάρει ανάμεσα στους τάφους. Πιστεύει, όπως κι εσύ αυτή τη στιγμή, ότι θα παραμένει ζωντανός για όσο οι νεκροί παραμένουν νεκροί. Ότι υπάρχει μια συμφωνία τάχα, που απαγορεύει τις ανταλλαγές πληθυσμών μέχρι να τελειώσει η βόλτα και μαζί το έργο.

Επ. Μ. Β: Καλύτερα να μην τελειώσει ποτέ. Μνήματα ως εκεί που φτάνει το μάτι…

Επ. Μ. Α: Κείμενα ως εκεί που φτάνει το μάτι. Ένα απέραντο νεκροταφείο… Κάνω μια έκκληση προς τους παρισταμένους. Αφήστε μας να κάνουμε τη δουλειά μας. Πρώτα σας προετοιμάζουμε. Το ζυμάρι φουσκώνει. Ύστερα, αν πρόκειται για αποτεφρωτήριο, αμέσως στον φούρνο το ψωμί. Κι εμείς τι να κάνουμε;

Επ. Μ. Β: Αλλιώς, λάκκος. Διαλέξτε. Και σπίρτα έχουμε για το φουρνιστό και φτυαράκια για τα παλάτια σας στην άμμο.

(Παύση)

Επ. Μ. Α: Χώρο! Χρειαζόμαστε χώρο.

Επ. Μ. Β: Και τι να τον κάνουμε τον χώρο;

Επ. Μ. Α: Να χτίζουμε για να ζούμε, να στηλώνουμε μνημεία, να ’χουμε ναμνημονεύουμε.

Επ. Μ. Β: Να τον νεκρώσουμε λοιπόν; Τι άλλο θα μπορούσαμε;

Επ. Μ. Α: Να ζούμε σαν νεκροί. Όπως οι Σαμουράι. Ακινητώντας το βλέμμα σε ένα αντικείμενο να παύουμε το βλέμμα, τη σκέψη, το σώμα. Μίμηση νεκρού. Παύση του χρόνου, παύση του νοήματος. Νεκροί μπροστά σε μία τεφροδόχο, νεκροί μπροστά σε μία ράβδο ήλιου πάνω στο μάρμαρο. Έτσι θα ξέρουμε, θα μάθουμε, θα έχουμε γνωρίσει χωρίς να έχει καμιά σημασία τι ή για ποιο πράγμα θα έχουμε αποκτήσει γνώση.
Να γράφουμε σαν νεκροί. Θυμήσου τον Αρτό. Δεν είναι δα και τόση μεγάλη η απόσταση από το άσυλο μέχρι το θέατρο των τάφων. Είναι γνωστή η απέχθεια των νεκρών για τους ζωντανούς, αυτά τα «υπεροπτικά πτώματα-σε-αναμονή» που οι φιλοδοξίες τους φτάνουν και πέρα απ’ τον θάνατο, χωρίς να έχουν έστω μια ιδέα γι’ αυτόν. Σαν τους ηθοποιούς.



( Π Α Ρ Ε Μ Β Α Σ Η   3 )

(Σε όλη τη διάρκεια, μια ταξιθέτρια ψαρεύει έναν έναν τους θεατές που ακολουθούν μέσα από τα μνήματα και τους εκμυστηρεύεται το θέμα που την καίει.)

Ταξιθέτρια: (σε έναν θεατή, εμπιστευτικά) Πλέον έχω αποκτήσει πείρα. Είμαι εντάξει. Στην αρχή ήταν δύσκολα, προσπαθούσα να προσανατολιστώ, να καταλάβω τι έπρεπε να κάνω. Καταλάβατε; Όχι στη δουλειά αυτή καθεαυτή…

(σε άλλον θεατή) Πιο πολύ να καταλάβω ποιες εντολές ισχύουν και ποιες όχι. Ο μάνατζερ μου είχε μιλήσει κάποια στιγμή για πρωτοβουλίες αλλά ήταν μάλλον παγίδα, γιατί δεν έπρεπε να πάρω τις λάθος πρωτοβουλίες. Μόνο τις σωστές, αυτές που επιτρέπονταν…

(σε άλλον) Έπειτα κατάλαβα ότι ο μάνατζερ έδινε εντολές αλλά δεν τις εννοούσε όλες, δεν έπρεπε να εκτελεστούν όλες. Οι συνάδελφοί μου προσπάθησαν να βοηθήσουν λέγοντάς μου, το άλφα μην το κάνεις, το λέει για δικούς του λόγους, κάνε καλύτερα το βήτα, και σιγά σιγά άρχισα να ξεχωρίζω τι να κάνω και τι όχι, ποια εντολή να εκτελέσω απ’ όλες αυτές που μου έδιναν, αν και ούτε οι συνάδελφοί μου έλεγαν πάντα το σωστό, ίσως και από πρόθεση. Ε, ήταν πολύ δύσκολο στην αρχή, και είναι ακόμα, ακόμα μπερδεύομαι…

(σε άλλον) Και κάτι άλλο επίσης, ο μάνατζέρ μου δεν είναι σε θέση να καταλάβει τι δουλειά ακριβώς κάνω, ούτε κι εγώ είχα ποτέ τον χρόνο να του εξηγήσω, εξάλλου ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε να ρωτήσει…

(σε άλλον) Οπότε, έπρεπε να τα βγάζω πέρα με τη δουλειά μου και ταυτόχρονα να εκτελώ τις εντολές του και να μαθαίνω τη στρατηγική του, γιατί αυτή είναι η δουλειά του, ένα στρατηγικό μάνατζμεντ των υπαλλήλων, οι οποίοι δεν πρέπει να ξέρουν τι έχει πει στον καθένα, ούτε τι ισχύει και τι δεν ισχύει…

(σε άλλον) Αυτά νομίζω τώρα τα έχω μάθει και δεν ενδιαφέρομαι να αλλάξω εταιρία ή δουλειά γιατί αυτό θα ήταν ρίσκο ζωής, δεν ξέρω αν θα μπορούσα να το αντέξω. Είμαι καλά εκεί,

(σε άλλον) νομίζω ότι ξέρω τι περιμένουν από μένα, τι πρέπει να κάνω για να είναι ας πούμε, ευχαριστημένοι μαζί μου και να μη κινδυνεύει η θέση μου…

(σε άλλον) Σε άλλες εταιρίες βέβαια έχω ακούσει ότι επιτρέπονται διάφορα, ακόμα και να λες τη γνώμη σου, αλλά δεν ξέρω αν θα μπορούσα να το κάνω, είναι πολύ επαναστατικό…

(σε άλλον) Πλέον έχω αποκτήσει πείρα. Είμαι εντάξει. Στην αρχή ήταν δύσκολα, προσπαθούσα να προσανατολιστώ, να καταλάβω τι έπρεπε να κάνω. Όχι στη δουλειά αυτή καθεαυτή…

(σε άλλον) Πιο πολύ να καταλάβω ποιες εντολές ισχύουν και ποιες όχι. Ο μάνατζερ μου είχε μιλήσει κάποια στιγμή για πρωτοβουλίες αλλά ήταν μάλλον παγίδα, γιατί δεν έπρεπε να πάρω τις λάθος πρωτοβουλίες. Μόνο τις σωστές, αυτές που επιτρέπονταν… κοκ.

Φ Ι Ν Α Λ Ε

Επ. Μ. Α: Ξέρεις τι κατάλαβα; Ότι πρέπει να διαλέξεις ένα ακροατήριο που δεν πειθαρχεί. Σε αυτό να απευθυνθείς. Ανακοινώνοντάς του πως ό,τι του εξιστορείς το χρωστάς στην εξαπάτησή σου, την οποία με την σειρά σου προάγεις όπου και όπως μπορείς.

Επ. Μ. Β: Κάτι που εξαγριώνει τα καλά παιδιά. Καβαλημένα στο ξύλινο αλογάκι σοβαροφάνειας…

Επ. Μ. Α: Πιστεύεις στην κοινότητα των αλληλο-εξαπατημένων;

Επ. Μ. Β: Πιστεύω εις έναν Θεόν αλλά δεν προσδοκώ Ανάσταση νεκρών.

Επ. Μ. Α: Εσύ αγόρι μου δεν έχεις τον Θεό σου.

(Παύση)

Ξέρεις, άργησα να καταλάβω τον κυματισμό της στερεομετρημένης ζωής όλων αυτών που χαρακτήριζαν την Μεταπολίτευση. Αλλά έπρεπε να δω μπροστά στα μάτια μου την Βουγιουκλάκη που επιμένει να κρατά την σφαίρα και την ράβδο της βασίλισσας. Τώρα μυρίζει το θειάφι της γούνας της. Ακροπατώντας στο φρύδι του χρόνου ένιωσα στις παρειές μου, την κάψα του Εμπεδοκλή. Άργησα πολύ χαμένος στα στενά του Κολωνακίου και του Μετς ένιωσα σαν τον Μάλκολμ Λάουρι στην κοκορομαχία με τους προξενητές του θανάτου. Αλλά εγώ δεν παράτησα τα λευκά μου παπούτσια στο πεζοδρόμιο. Η δόξα και το κατά πολύ υπέρτερό της, η ταπείνωση δεν σταμάτησαν να τον τραβάνε στην διελκυστίνδα ανάμεσα στους πεθαμένους και τους ζωντανούς. Τώρα καταλαβαίνω εκείνο που έλεγε ο γερο-Μαρξ: «Το νεκρό αδράχνει το ζωντανό»

Επ. Μ. Β: Έγινες και μαρξιστής; Αλλά σημασία έχει ν΄ αγαπάς. Αγάπησες ποτέ σου μπάρμπα;

Επ. Μ. Α: Τι να αγαπήσω; Με βαμμένα χείλια; Περιμένοντας να σωθεί το λαδάκι του ντεμακιγιάζ μου; Τώρα κρέμομαι στην καταπακτή της ευφυίας μου με σπασμένο τον άτλαντα.

Τώρα οι νεκροί έχουν επιτέλους τον τόπο τους. Θα αρχίσει η κομποστοποίηση. Θα σβήσουν τα φώτα. Και μετά θα δώσω εντολή στον μηχανικό σκηνής να σκίσει το καταπέτασμα του ναού όπως έκανα με την Σταύρωση.

Επ. Μ. Β: Μετά;

Επ. Μ. Α: Δεν ξέρω ποιο θα είναι αυτό το μετά. Στο ’χω ξαναπεί κατά τη διάρκεια του έργου. Δεν ξέρω αν οι ζωές μπορούν να παιχτούν μετά στο θέατρο. Άλλωστε όλα είναι παραφροσύνη. Ο πατριωτισμός, το πένθος για τους νεκρούς, η μουσική για το μέλλον της φυλής. Να ζει κανείς ή να μην ζει; Το όνειρο της ζωής συνετελέσθη. Ας συντελεστεί ειρηνικά και η ζωή. Ύστερα μερικά χάπια ακονίτου… Οι κουρτίνες κατεβασμένες. Μια επιστολή. Κατόπιν κατάκλιση για ύπνο. Αρκετά έζησα. Kαι να το ξέρεις, είμαι κάποιος που δεν έχει γεννηθεί ακόμα στη δεύτερη ζωή.

Επ. Μ. Β: Αυτοηττώμενη προσωπικότητα λοιπόν, όπως κάθε μίμος…

Επ. Μ. Α: Να εξαπατάσαι ή να αφανίζεσαι, δεν έχουμε άλλη επιλογή.

Κατάλαβέ το. Θά ‘ρθει η στιγμή που το θέατρό μας θα έχει μεγαλύτερη επίδραση πάνω στον κόσμο από την πραγματικότητα.

Επ. Μ. Β: Αρκεί να μην είναι το θέατρο που ξέρουμε…

Επ. Μ. Α: Για να καταργήσει το βασίλειο των ιδεών, η πράξη.

Επ. Μ. Β: Και ο βασιλιάς να πάρει το κεφάλι του και να φύγει.

(Μεγάλη παύση)

Εγώ ξέρεις τι λέω; Εδώ που είναι δροσιά, να ανοίξουμε δύο λάκκους και να μπούμε μέσα να πεθάνουμε.

Επ. Μ. Α: Κόκκαλα!

Επ. Μ. Β: Πλήρης διατροφή για σκύλους, με σεβασμό στις φυσικές τους ανάγκες, ανάλογα με την ηλικία τους.

Διευθυντής: Και τις κούκλες αυτές απέναντι τι θα τις κάνω;

Επ. Μ. Α και Β: (συγχρόνως με μια φωνή) Ανακύκλωση.

(Παύση)

Επ. Μ. Α: Θα σου πω ένα όνειρο:

Είδα ότι κατηφόριζα τη Λουκιανού. Πρέπει να πήγαινα στον αριθμό 10, στο σπίτι της πεθαμένης μάνας μου. Λίγα μέτρα πριν, στο μικρό εστιατόριο όπου σύχναζε τα μεσημέρια, είδα τον Μιχάλη Ράπτη, που με σταμάτησε. «Βέλτσο», μου λέει, «θέλω να έρθεις σπίτι μου αύριο γιατί θα πεθάνω και θέλω να πεθάνεις και συ μαζί μου. Διάλεξα εσένα και τον Χειμωνά γιατί σας θεωρώ τους καλύτερους Έλληνες». Βρέθηκα στο σπίτι του Πάμπλο, ένα λιτό διαμέρισμα στο Κολωνάκι. Υπήρχαν τρία φέρετρα εκεί ανοιχτά, στο σαλόνι. Θα μπαίναμε μέσα και θα πεθαίναμε. Ο Ράπτης, ο Χειμωνάς κι εγώ. Ένιωσα μεγάλη τιμή. Δρασκέλισα πρώτος το ξύλο και ξάπλωσα ξέγνοιαστα. Τοποθέτησα κατόπιν το καπάκι από πάνω. Ο θάνατος μου φάνηκε εύκολο πράγμα και σαν φυσιολογικό. Σ’ αυτό το διαμέρισμα, σκέφτηκα, βρίσκονται οι καλύτεροι. Όταν όμως έφτασε η ώρα –το σύνθημα θα το έδινε κατά κάποιο τρόπο ο Πάμπλο– μ’ έπιασε στο όνειρο ο φόβος του θανάτου. Σηκώθηκα έντρομος. «Εγώ δεν είμαι τίποτα» τους είπα. «Είμαι ο αδύναμος. Θέλω να ζήσω εγώ όπως οι άλλοι Έλληνες. Μ’ ακούτε; Να ζήσω». Αδιαφόρησαν προσηλωμένοι μάλλον στο έργο του τέλους σαν να μην άκουγαν την υστερία μου.

Επ. Μ. Β: Και τι έγινε τελικά; Έζησες;

Επ. Μ. Α: Τελειώσαμε. Οι πεθαμένοι μάς εξόρκισαν να μη ζήσουμε όπως οι ζωντανοί. «Να ζήσετε και να τους θυμόσαστε», μας είπαν.

Οι ευθύνες αρχίζουν από τα όνειρα.

Πού να το φανταστούν.

Οι πλούσιοι εβραίοι στο Βερολίνο

κάλυπταν με ζελατίνη τα περιβραχιόνια με το άστρο

για να μη βρομίζεται.

Να ζήσετε και να μας θυμάστε!

Θα με πιστέψετε αν σας πω ότι κουράστηκα;

Επ. Μ. Β: Πες τους το λοιπόν.

Επ. Μ. Α: Από τον γάμο με τη μάνα μου, δεν είδε τον κόσμο ποτέ το μικρό μου αδελφάκι. Ζει κι υποφέρει μέσα μου, μαζί μου, ανοίγει μήτρες με τους μικρούς σκαπτήρες του, είναι όλες κάλπικες, δεν το γεννάει καμιά. Και κάπως έτσι σταθερά με αποσαθρώνει. (σκύβει σαν να μιλάει στην κοιλιά του): Δεν μπορείς να βγεις απ’ το κορμί μου, μην επιμένεις, δεν υπάρχεις, ακούς;

Είναι γλυκύτερος ο πόνος σου απ’ το τίποτα, μου απαντάει.

Ονειρεύομαι τη μέρα που θα πεθάνει. Θα ’χει πεθάνει από καιρό και δεν θα το ’χω καταλάβει. Θα μας τα έχει πάρει όλα το κράτος. Τα έργα μας, τα σπίτια, τα παιδιά. Θα βλέπω

αγάλματα να αναφλέγονται στη δύση και πια δεν θα μου καίγεται καρφάκι.



Τ Ε Λ Ο Σ





ΣΗΜΕΙΩΣΗ

O τίτλος του Ζαν Ζενέ «Η παράξενη λέξη…» χαρακτηρίζει την Ελλάδα που ζω· θαμμένη στο χώμα για να περιοριστεί η εξάπλωση της λεύκης της. (βλ. Η Λευκή Ελλάδα, εκδόσεις Περισπωμένη). Αυτός ο τίτλος εξάλλου («Η Λευκή Ελλάδα»), θα άφηνε κάποιον να υποθέσει ότι η λεύκη περιορίζεται εάν η Ελλάδα ταφεί, διότι προφανώς δεν θα της λείπει η μελανίνη αλλά αντίθετα η πτωμαΐνη της θα αρχίσει να αναδύεται. Το χώμα ως γνωστόν περιέχει ορισμένες αντιβακτηριδιακές ουσίες που παράγονται από βακτήρια τα οποία ζουν μέσα στο έδαφος.
Δεν παύω πάντως να Προσδοκώ.
Σημειωτέον: οι αρχαιολόγοι, λιγότερο από τον φόβο της κλοπής, διότι αγαπούν μέχρις εξαρτήσεως τα «αρχαία», προτιμούν να τα αφήνουν θαμμένα στο χώμα.



Το Προσδοκώ του Γιώργου Βέλτσου ―με τρεις «παρεμβάσεις» της ποιήτριας Ευγενίας Βάγια―
θα ανέβει στο Θέατρο Εταιρίας Μακεδονικών Σπουδών του ΚΒΘΕ,
σε σκηνοθεσία Σοφίας Καρακάντζα και μουσική Δημήτρη Καμαρωτού,
στις 17 Φεβρουαρίου 2024.