Αμαξοστοιχία τέρψεως

Για την αυτοβιογραφία του Διονύση Σαββόπουλου
Σχέδιο του Αλέξη Κυριτσόπουλου για το εξώφυλλο του βιβλίου
Σχέδιο του Αλέξη Κυριτσόπουλου για το εξώφυλλο του βιβλίου

Έρχομαι από τη πατρίδα, από την γενέθλια πόλη με αυτοπεποίθηση, με νέο αέρα, τον αέρα του μετρό Θεσσαλονίκης. Κι ως εδώ στο Μέγαρο, με το μετρό Θεσσαλονίκης έφτασα. (Αυτό είναι ένα αστείο που το είπα σε άλλη εκδήλωση, έπιασε και σκέφτηκα να το ξαναπώ). Αλλά, έτσι κι αλλιώς, τι να κάνουμε, φορτηγά δεν υπάρχουν πια, δύσκολα βρίσκεις ειδικά κόκκινο Βόλβο όπως βρήκες εσύ το εξήντα. Αλλάζουν οι καιροί γατί τα χρόνια τρέχουν χύμα. Χύμα στο κύμα και στην Ιστορία, κι όλα αλλάζουν χωρίς να λογαριάζουν τη δική μας ιδιοτροπία.

Βέβαια ο χρόνος είναι ένα μέγεθος μη νοητό από το ανθρώπινο πνεύμα, δεν μπορεί να τον συλλάβει ως έννοια ούτε η φιλοσοφία ούτε η επιστήμη. Είναι χύμα όπως λες, ίσως και τσουβαλάτος, και δεν ξέρεις εντέλει αν υπάρχει ή δεν υπάρχει. Εξάλλου και βεβαιωμένα ένας μόνο υπάρχε: ο Καζαντζίδης και ίσως και ο Μάστορας – ενώ άλλοι έχουν συνδέσει τον χρόνο και την ύπαρξη με την σκέψη, όπως ο Καρτέσιος, που είπε «Σκέπτομαι άρα υπάρχω», για να απαντήσει, Διονύση, σε αυτόν ο δάσκαλός σου ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης: Δηλαδή, όταν κοιμάμαι δεν υπάρχω;

Απ’ την άλλη, εσύ λές ότι ο Νιόνιος δεν υπάρχει, πως είναι μια επινόηση αυτός ο τύπος με τις τιράντες και τα γυαλιά, την περίοπτη μύτη και τα ωραία τραγούδια. Είναι κάτι που έφτιαξες μόνος σου, ένα γοητευτικό προσωπείο επί σκηνής και για τον κόσμο, ενώ κατά βάθος εσύ, καθεαυτός, είσαι κάποιος άλλος, διαφεύγων, αλα Μπόρχες, αλλά θα μου επιτρέψεις εδώ κάπως να διαφωνήσω, όπως μια γιαγιά στις Σέρρες που την ρώτησαν οι δημοσιογράφοι αν όντως υπήρξε ένα γεγονός που συνέβη στην γειτονιά της:

―Δε μου λες, γιαγιά, αυτό είναι συμβάν;
―Τι συμβάν, ρε, λέει, αυτό έγινε.

Άρα, κι ο Νιόνιος υπάρχει όπως και ο Διονύσης, όπως και ο Σαββόπουλος σε μια ομοούσια τριάδα, σε ένα τρικάβαλο, όπως λέει κι ο Παϊσιος. Απλώς ο Νιόνιος ή ο Διονύσης, ή ο κάθε καλλιτέχνης, όταν έρχεται η στιγμή της έμπνευσης, όταν ανοίγουν οι ουρανοί κι αναδύεται η έλλαμψη, και τον πιάνει αυτός ο πυρετός, ο ίλιγγος της δημιουργίας και πλέκει εκ του μηδενός ένα έξοχο τραγούδι, όταν βρίσκεται σε αυτή την κατάσταση της υπερέξαρσης, της δημιουργικής μέθης, νιώθει πως δεν είναι ο κανονικός εαυτός του αλλά κάποιος άλλος. Σχεδόν ένα Άλιεν. Κι αυτό γιατί δεν γράφουμε μόνο με την νόηση, αλλά και με το υποσυνείδητο, και με το ασυνείδητο, και με το αίμα και με τις σκοτεινές περιοχές του εαυτού, με τα μη ἁπτέα ύδατα και τις αινιγματικές σπηλιές. Με όλο μας το ακατανόητο είναι. Πρόκειται για διεργασίες πολύ σύνθετες, ασύλληπτες ακόμα και τον ίδιο το δημιουργό ο οποίος φέρει αυτή την δωρεά του ταλέντου και της γενεσιουργού πνοής προνόμια που είναι ανεξέλεγκτα. Πρόκειται για μια μυστήρια εκδοχή και πλευρά του εαυτού σου, που δεν αναλύεται, ούτε κατανοείται. Εξάλλου, αν μπορούσαμε να ελέγχουμε την έμπνευση, ή, την αιφνίδια, λαμπρή σύλληψη συνειδητά, τότε θα γράφαμε κι από ένα αριστούργημα κάθε μέρα, και κατά παραγγελία.

Βέβαια, μετά την πράξη της δημιουργίας, ο καλλιτέχνης επιστρέφει στον κανονικό χθαμαλό βίο. Στην ανέμπνευστη πεζότητα της καθημερινότητας κι αρχίζει να πιστεύει πως ίσως είναι κάποιος άλλος. Ένας συνήθης, στωικός, ζουληγμένος νοικοκύρης με πιτζάμες, που ίσως δεν ξαναγράψει ποτέ. Έχει αυτό τον σταθερό τρόμο. Κι όμως, έρχεται πάλι η απρόσμενη στιγμή της αιφνίδιας έκρηξης, πυροδοτείται αίφνης η έμπνευση, πέφτει η σπίθα στο μπουζί, και ξαφνικά γεννιέται άλλο ένα έξοχο άσμα. Εκ του μηδενός; Όχι, καθόλου. Γιατί στον καθημερινό βίο που προηγήθηκε, με τα πάθη, τα γεγονότα, την ανία, την κοινοτοπία, τις σκέψεις και ό,τι άλλον ακατανόητο συμβαίνει έξω κι εντός μας, κυοφορείται σιωπηρά το τραγούδι που σε λίγο θα εκραγεί. Υπ’ αυτήν την έννοια υποθέτω πως ο Νιόνιος, ο Διονύσης και ο Σαββόπουλος είναι ένα, μια ύπαρξη με πολλές εκφάνσεις και εκδοχές. Και αυτό το βιβλίο που παρουσιάζουμε σήμερα είναι μια εκδοχή, ένα εκβλάστημα του Διονύση εν συνόλω, αλλά με άλλον τρόπο εκφοράς, τον Λόγο. Την σκέτη αφήγηση.

Εξάλλου η αφήγηση και ο λόγος, είτε με την μορφή της παρλάτας, της συνέντευξης, ως σχόλιο, ή ως αριστοφανική πάροδος, υπάρχει συχνά και δρα μέσα στο έργο του Σαββόπουλου, ως οργανικό και δυναμικό στοιχείο διασύνδεσης και μετάβασης. Αλλά στο βιβλίο αυτό που είναι μια αποσπασματική, πλην σύνολη αυτοβιογραφία, θραυσματική αλλά πλήρης μέσα στην ελλειπτικότητά της, παρακολουθούμε τους βασικούς σταθμούς, τα κρίσιμα κομβικά σημεία της διαδρομής του και τις αλλεπάλληλες μεταλλαγές του. Τἡν καλὴν ἀλλοίωσιν ἀλλοιώθητι λέει το Ευαγγέλιο κι όποιος γαντζώθηκε σε όσα έμαθε στα είκοσί του, μένει έξω από την πραγματικότητα, τα επιτεύγματα κάθε εποχής, έξω από τους νέους συσχετισμούς και το όντως δυναμικό υπάρχειν. Όποιος παραμένει ίδιος, ένα τραβηγμένο χειρόφρενο κόντρα στη ροή του χρόνου, καθηλώνεται σε μια κλειστή κάψουλα εκτός πλανήτου. Όπως λέει και ο Ισπανός ποιητής: Επειδή είχες δίκιο τότε, δεν σημαίνει πως έχεις και τώρα.

Ο Διονύσης παράτησε γρήγορα το κιούπι με τα τουρσιά των ιδεών. Όντας ποιητής, κι έχοντας το χάρισμα της προορατικότητας, της προφητικότητας, πάντα μπορούσε να δει πιο πέρα, βαθύτερα από τα επιφαινόμενα. Παρατηρούσε πολύ νωρίς τα σημάδια, συνελάμβανε τους υπαινιγμούς των καιρών, μελετούσε τους οιωνούς, κι έβλεπε εκείθεν, μακρύτερα από όσο διέκρινε η κοινή, η πασίχρηστη όραση. Πριν καν ακόμα φτεροκοπήσουν οι χήνες του Καπιτωλίου. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά κυρίως: είχε την εγρήγορση και την πνευματική εντιμότητα να διορθώνει την πορεία του, να μεταβάλλει άποψη, να αρνείται τις προηγούμενες βεβαιότητες και να τις υπερβαίνει. Αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο. Είναι πολύ οδυνηρό να αναθεωρήσεις εκείνα για τα οποία ήσουν σίγουρος, να σηκωθείς από την ξαπλωτή ανάπαυση πάνω σε μια φορμαλιστική μέθοδο σκέψης. Να δεις καθαρά, αλλά και να το πεις. Να μην δεχτείς να σιωπήσεις, να βολευτείς μέσα στην καταστροφή που έρχεται. Να αντιδράσεις. Διότι, όπως λένε και οι μαφιόζοι, αν ένα λιοντάρι φορέσει προβιά κατσίκας, μετά να μην παραπονιέται αν το πηδήξει ο τράγος.

Και διότι, αν λόγω δειλίας κατουρηθείς στα βρακιά σου μην περιμένεις να ζεσταθείς για πολύ. Ο Νιόνιος, λοιπόν, δεν σιώπησε. Δεν έκανε πως δεν καταλαβαίνει. Και βέβαια το πλήρωσε ακριβά – σε κάθε περίπτωση. Βλέπουμε σε όλη την διαδρομή του, από τότε που ήταν παιδάκι και σκάρωνε τραγουδάκια κάτω απ’ το στρώμα του, μέχρι που τα τίναξε όλα κι έφυγε για την Αθήνα, σε κάθε φάση και σε κάθε στιγμή, μέχρι και τώρα, μετά από τόσες περιπέτειες, να μην παρηγορείται με το ελάχιστο, παρά πληρώνοντας το τίμημα να προχωράει παρακάτω – κι αυτό συνέβη καταρχήν στο καλλιτεχνικό πεδίο. Τα τραγούδια του είναι μια διαρκής αναζήτηση ύφους σε ένα τοπίο ομιχλώδες, δικό του, όπου άνοιξε δικά του ορύγματα και διαδρομές ακολουθώντας το ένστικτο και το άστρο του. Δεν κολάκεψε συναισθήματα, δεν θώπευσε ιδέες .Δεν ήταν ποτέ εμβατηριακός, ούτε εκβίασε λυγμούς με μελούρες. Δεν βάδισε σε καμιά πεπατημένη, σε κάποιο δοσμένο φορμάτ, παρά άνοιξε έναν δικό του χωματόδρομο στο άπειρο. Ένα μουσικό δρόμο Σαββοπουλικό, αυτάρκη, μοναχικό, που όμως βρήκε δραστικές αντανακλάσεις στις ευρείες μάζες, τις οποίες συγκινεί επί δεκαετίες ολόκληρες. Έχοντας πάντα ως μούσα του την μοναδική Άσπα, που μέσα στο Σαββοπουλικό έργο είναι η καλά κρυμμένη πυροβολαρχία του.

Ο Διονύσης δεν συμμορφώθηκε με την ίσαλο γραμμή της εποχής του. Πλήρωσε τα λύτρα των επιλογών του, κυρίως στον χώρο του πολιτικού υπόβαθρου, πλήρωσε την προφητικότητά του ακριβά. Διότι είναι γνωστό: πολλής πολιτικής συνουσίας γιγνομένης, όλοι θέλουνε να ακούνε εκείνο που πιστεύουν την δεδομένη στιγμή – ορισμένοι το εκμεταλλεύονται αυτό πάντα και κάνουνε έτσι καριέρα και θερινές συναυλίες. Και το ότι, ακόμα, κάποιοι που πάνε κοπαδιαστά σαν τις γαρίδες του Αμβρακικού, δεν νιώθουν τον Διονύση είναι αναμενόμενο. Εξάλλου, όλοι μας, ή σχεδόν, δεν τον καταλάβαμε εγκαίρως σε κάποιες επικίνδυνες στροφές, διότι ήμασταν τότε νεότεροι και ενθουσιωδώς επιπόλαιοι. Αλλά γρήγορα συνειδητοποιήσαμε πως είχε δίκιο – καταρχήν ως πνευματική στάση: σκέπτεσθαι εξ ιδίων. Σκεφτείτε, υπονοούσε, με το δικό σας το μυαλό, όπως λέγανε οι αρχαίοι. Κι όποιος διαφωνεί ακόμα, ή δεν κατάλαβε τίποτε απ’ όλα αυτά, δεν μας πειράζει καθόλου. Εξάλλου, όπως είπε κι ένας Αμερικάνος, καλοπροαίρετος είναι εκείνος που συμφωνεί μαζί μου.

Στην διαδρομή των σελίδων ο Διονύσης σταθμεύει σε κρίσιμες φάσεις της ζωής του. Γέννηση, εφηβεία, δάσκαλοι, Πέμπτο Γυμνάσιο, παρέες, λογοτέχνες της Θεσσαλονίκης: Χριστιανόπουλος, Ιωάννου, Αναγνωστάκης, Πεντζίκης, Ασλάνογλου. Κυρίως ο Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου. Φυγή στην Αθήνα, αγωνία επιβίωσης, πρώτα τραγούδια, δύσκολη υποδοχή, χούντα, γνωριμία με την Άσπα. Απόδραση στην Ιταλία-Γαλλία, και καφέ «Σεν Κλοντ», το περίφημο «Καφενείον Εμιγκρέκ» που λέει κι ο Βασίλης Βασιλικός στην ομώνυμη σάτιρα. Επιστροφή, διάφορες ταλαιπωρίες, μαγαζιά όπου έπαιξε, «Μπουρμπούλια», φίλοι, μουσικοί, ο Μάνος Χατζιδάκις, καινούργια τραγούδια και δίσκοι. Αποδοχή. Οικογένεια, μεγάλωμα των παιδιών. Επιτυχία. Προσκλήσεις στο εξωτερικό. Μπάλος, το Περιβόλι του τρελού, Ρεζέρβα και όλα τα γνωστά κι αγαπημένα. Κι καιρός περνούσε. Τα χρόνια έτρεχαν χύμα και οι μέρες μια στιγμή.

Διαδράμοντας αυτό το βιβλίο κατανοούμε το πώς ο Νιόνιος ωριμάζει σιγά-σιγά. Πως περνάει από την αναίδεια και την αλαζονεία της νεότητας στην σύνεση, στην συγκατάβαση, στην μεταμέλεια και στην συνήχηση. Τα κείμενα αυτά, εκτός όλων των άλλων, είναι και μια οδυνηρή πορεία (και χωρίς να τους λείπει η ιλαρότητα) ένα δρομολόγιο από το αλιτήριο πνεύμα του εικοσάρη και την δύστροπη εποχή της επιτυχίας και της αποδοχής προς την καταλαγή, την επιείκεια και την συγχώρεση. Είναι ένα βιβλίο εξομολόγησης, εξιλασμού και κάθαρσης. Ο Νιόνιος είναι επικλητικός και δοξολογικός των φίλων και των συνεργατών, και δεν αφήνει κανέναν παρεξηγημένο, ή παραπονεμένο. Τους γλυκαίνει άπαντες με την πραότητα και την γενναιόφρονα συγχώρεση. Μέχρι που μπορεί στο τέλος να ρθούνε όλοι να του ζητήσουν ταπεινά συγνώμη, μήπως και στενοχωρήθηκε.

Διονύση, το βιβλίο σου αυτό με τα είκοσι κεφάλαια, είναι μια αμαξοστοιχία τέρψεως. Κάθε βαγόνι είναι και μια απόλαυση. Ή, μάλλον, να το πω αλλιώς: διαβάζοντάς το ένιωθα σαν να είμαι στο Μπαξέ Τσιφλίκι καλοκαίρι, να έχει γύρω, παντού, πολύ ζέστη, αφόρητη ζέστη, κι εγώ να πίνω μια δροσερή, παγωμένη λεμονάδα ΕΨΑ που δεν ήθελα να τελειώσει.

Εύχομαι καλό ναύλο και πολλές εκδόσεις. Κι έχεις πάντα την αγάπη μας, όπως βέβαια και η Άσπα. Σημασία δεν έχει πόσο θα ζήσουμε, σημασία έχει πως δεν θα πεθάνουμε ποτέ.

_______________

Παρουσίαση της αυτοβιογραφίας του Διονύση Σαββόπουλου Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα (εκδόσεις Πατάκη) στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών 
(Πέμπτη, 23 Ιανουαρίου 2025)

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: