Εργοστάσιο στο Χρούσου

Εργοστάσιο στο Χρούσου


Στον Λευτέρη Χατζόπουλο

Μας πάει ένας βαρδαράκος γύρω στα τρία μποφόρ – τα κύματα ανθίζουν αφρόκρινα για στιγμές και η βάρκα, αυτό το καινούργιο λατίνι των πεντέμιση μέτρων με το τριγωνικό πανί και τον φλόκο, γλιστράει σφυρίζοντας ελαφρά, ευτυχισμένα. Σαλπάραμε από Θεσσαλονίκη, απ’ τον Όμιλο Φίλων Θαλάσσης, πριν εφτά ώρες. Πλέοντας σχετικά κοντά στον γιαλό για ασφάλεια περάσαμε το Σάλι (κανάλι της Ποτίδαιας) και μπήκαμε στο έσω μέρος του Τορωναίου. Aρμενίζοντας πλάι στην Φώκαια, την Άφυτο, την Καλλιθέα και την Καψόχωρα τραβούμε τώρα για τον μικρό όρμο του Χρούσου, δίπλα στο Παλιούρι – πρώτη φορά που ερχόμαστε εδώ. Το αποφασίσαμε απλώς κοιτώντας τον χάρτη. Σε κάθε εξόρμηση με την βάρκα, ψάχνουμε άγνωστα μέρη για εξερεύνηση.

Είμαστε τρεις μέσ’ στο σκαρί, φίλοι και συνομήλικοι, εικοσάρηδες – όλοι παλιοί ναυτοπρόσκοποι. Ο Χρίστος ο Παπαθανασίου, μελαχρινός, κανονικό ύψος, που σπουδάζει Νομικά, ο Ντίνος ο Στεργιόπουλος της Ιατρικής, ψηλός, ξανθός, κι εγώ – η βάρκα είναι δική μου, αντίδωρο επειδή πέρασα στις εισαγωγικές τής όχι και ιδιαίτερα σοβαρής σχολής, τής Βιομηχανικής. Προτιμούσα αμέσως μετά το λύκειο να αφοσιωθώ στο εργοστάσιο χάρτινων συσκευασιών του πατέρα μου που είναι ίσως το μεγαλύτερο στα Βαλκάνια – μ’ αρέσει πολύ αυτή η δουλειά. Εκείνος χαίρεται που θα συνεχίσω την παράδοση (πρωτάνοιξε το εργοστάσιο το 1931), αλλά με πίεσε να τελειώσω πρώτα μια σχολή με την υπόσχεση να μου πάρει όποιο δώρο ήθελα. Οπότε, με το που πέρασα τις εξετάσεις τού ζήτησα ένα ιστιοπλοϊκό, λόγω της αγάπης που έχω για τα πανιά και για το νερό, βρεμένος από μικρό παιδί, χωμένος από εφτά χρονών στα ναυπηγεία και στους ναυτοπρόσκοπους.

Η παραγγελία του ιστιοφόρου έγινε πρόπερσι στο καρνάγιο που βρίσκεται τέρμα Γραβιάς, και την ανέλαβαν ο Γιάννης ο Ξανθόπουλος, καλλιτέχνης-ναυπηγός και ο Μαύρος, ο λεγόμενος και Πικάσο των αγωνιστικών σκαφών. Αυτοί χτίσανε και το διάσημο σκαρί της εποχής, την «Μπουμπού» του Γιάννη Μιχαηλίδη, του καπνέμπορου. Εκείνο τον καιρό έφτιαχναν σκάφη από μαονένιο ξύλο, αλλά είχε έρθει μια παραγγελία από κάποιον Γερμανό για μια σιδερένια θαλαμηγό – δεν είχαμε ξαναδεί να φτιάχνεται σιδερένιο σκάφος. Σε λίγο κατέφθασαν στο καρνάγιο και τα σχετικά μεταλλικά κομμάτια και τα εξαρτήματα από Αμερική μέσα σε πολύ μεγάλα ξυλοκιβώτια – το ξύλο τους ήτανε Oregon Pine, αμερικάνικο πεύκο (ψευδοτσούγκα), σχετικά βαρύ, αντεξιάρικο, και με ωραία νερά.

Απ’ αυτά τα ξύλα των κιβωτίων οι δυο ναυπηγοί μού έχτισαν στην βάρκα το καμπούνι της πλώρης, τις κουπαστές, τους πάγκους, το καφασωτό και τον καθρέφτη της πρύμνης – τα βλέπω τώρα όλα, πλέοντας, ν’ αστράφτουν λουστραρισμένα, να κοκκινίζουν απ’ τον ήλιο που σε καμιά ώρα δύει. Της βάλανε και σιδερένια καρίνα, συρταρωτή, που κρατάει με το βάρος της ίσιο το σκαρί απ’ τα χτυπήματα των κυμάτων και το σκάφος ορτσάρει πιο σταθερά, πιο εύκολα. Τα πανιά είναι από ειδικό κάμποτ που ψώνισα απ’ του Παυλίδη στην Αντιγονιδών.

Σιμώνοντας βλέπουμε πως η παραλία της Χρούσου (ένας σχετικά ευρύς καμπυλωτός όρμος), φαίνεται αμμουδερή, με πεύκα που φτάνουν ως είκοσι μέτρα απ’ το νερό ή, και πιο κοντά, και είναι έρημη. Αριστερά και λίγο πιο μέσα απ’ την ακτή φαίνονται ανάγλυφα τα ερείπια από κάποιο περίεργο κτίσμα, σαν γκρεμισμένο, παλιό εργοστάσιο. Μαύρα, καμένα γκρέμια και ριγμένα συμπληρωματικά κτίσματα σε μεγάλη έκταση, ενώ ακόμα στέκει όρθιο ένα μέρος της πανύψηλης καμινάδας σαν οβελίσκος εις μνήμην. Μπροστά απ’ τα ερείπια σώζεται ακόμα μια παλιά, σιδερένια, σκουριασμένη σκάλα εκφόρτωσης, μισοφαγωμένη, που μπαίνει αρκετά μέσα στο νερό – σ’ αυτήν είναι δεμένο ένα βαρκάκι που με το ζόρι χωράει έναν άνθρωπο.

Διαλέγουμε κάποιο μέρος δεξιότερα, με πολλά πεύκα, διακόσια μέτρα απ’ τα ερείπια και βγαίνουμε. Σέρνουμε καλά την λέμβο μέσα στην άμμο, μαζεύουμε τα πανιά και καρφώνουμε την άγκυρα λίγο παραπάνω. Κουβαλάμε έξω τα σάντουιτς που έχουμε μαζί μας, τους τρεις υπνόσακους, το νερό σε τρία μεγάλα παγούρια, πετσέτες, δυο μεγάλες λάμπες πετρελαίου κι ένα μπουκάλι τσίπουρο άνευ, που το στέλνει συχνά πεσκέσι στον πατέρα μου ένας φίλος του απ’ την Αριδαία.

Αφήνουμε τα πράγματα εκεί που τελειώνει η άμμος από την έσω πλευρά, κάτω από έναν γυρτό πεύκο που στέκεται από πάνω μας ανακέφαλα. Δεξιά μάς ευλογούν άλλα σκυφτά πεύκα στην σειρά, που, προχωρώντας πλάγια και παρακάτω, φτάνουνε ακροπλαγιαστά ως το κύμα. Αριστερά μας μερικά σέρνονται κατάχαμα στην αμμουδιά. Πίσω λόχμες και συδεντρίες από επάργυρες ελιές φουρφολογούν στην καμπύλη του λοφίσκου που γρήγορα κάμπτεται και σβήνει για να αρχίσει η χαλαρή ανηφοριά του επόμενου. Ακόμα πιο πίσω έχει βάτα, πουρναριές και ξεκινούν κλιμακωτά μεγαλύτεροι, δασωμένοι πευκιάδες.

Πετάμε γρήγορα τα ρούχα από πάνω μας (από κάτω φοράμε ήδη το μαγιό) και αλαλάζοντας τρέχουμε πάνω στην χοβολισμένη άμμο – βουτάμε στα διάφανα νερά που α εκπέμπουν κιόλας μαυράδια και αναλαμπές του ηλιοβασιλέματος. Αρχίζουμε μακροβούτια κι απλωτές – ο Ντίνος φωνάζει «Όλα καλά, αλλά να είχαμε εδώ και κανένα κορίτσι, θα ‘ταν καλύτερα. Ας πούμε την Όντρεϊ Χέμπορν..»

Κι ο Χρίστος Παπαθανασίου κάνοντας γαργάρα και φτύνοντας μετά το νερό:

«Ποια Χέμπορν, αυτή είναι ψόφια, φορμάικα. Εγώ ονειρεύομαι την Ζέτα Αποστόλου. Την είδα στο Αμόκ, πριν ένα μήνα. Τρελάθηκα, μού ‘φυγαν τα παπούτσια. Τέτοια γυναίκα… Να ‘ταν εδώ να με κατάπινε…».

Συναγωνιζόμαστε στις απλωτές του κρόουλ και στο πρόσθιο – σε μισή ώρα βγαίνουμε απ’ το νερό λυτρωμένοι, ξαναγεννημένοι προχωρώντας προς τα πεύκα όπου αφήσαμε τα πράγματα. Σκουπιζόμαστε, δεν προλαβαίνουμε να καθίσουμε κάτω κι εμφανίζεται μέσα απ’ τα βάτα ένας ψηλός, περίεργος άντρας κρατώντας μια βέργα σαν γκλίτσα. Τριαντάρης, ίσως και μικρότερος. Φαίνεται επίφοβος, με μούρη ιγκουάνας, αξύριστος πέντε ημερών, μαυρισμένος απ’ τον ήλιο, θαλασσινός, με κοντά παντελόνια και πυκνές τρίχες στα πόδια, σαν μεγαλοπρόσκοπος. Αλλά έχει κάποια γλυκύτητα στο βλέμμα και στην στάση του σώματος - λέει με απαλή, ευγενική φωνή, αντίθετη με το παρουσιαστικό του:

— Καλησπέρα… τι σας έβγαλε εδώ, ρε παιδιά;

Εμείς καθόμαστε, αργά, κάτω, δύσπιστοι – του απαντάει με αυτοπεποίθηση ο Ντίνος, που είναι πιο σωματώδης από όλους μας:

— Ήρθαμε για μπάνιο. Για κάμπινγκ. Και για να ανακαλύψουμε το μέρος.
— Καλά κάνατε. Σπάνια να φανεί άνθρωπος από δω. Βλέπουνε απ’ την θάλασσα το παλιό εργοστάσιο και φεύγουν. Νομίζουνε πως το μέρος είναι μολυσμένο.

Και πάει και κάθεται παραδίπλα σε μια πέτρα. Βγάζει έναν μεγάλο σουγιά κι αρχίζει να σκαλίζει την βέργα.

— Κι εσύ πώς από δώ; Τον ρωτάει ο Παπαθανασίου.
— Εγώ μένω δίπλα, στο εργοστάσιο. Είναι δικό μου.

Κοιταζόμαστε κι οι τρεις φίλοι μεταξύ μας χαμογελώντας με νόημα.
Ο Ντίνος:

— Η μικρή βάρκα στην σιδερένια σκάλα δικιά σου είναι;
— Το σκαφίδι; Ναι.

Κουβεντιάζουμε μαζί του ήσυχα κανένα εικοσάλεπτο και, σιγά-σιγά, ο άνθρωπος, αν και με αγριωπό παρουσιαστικό φαίνεται να είναι ήρεμος, ευγενής κι ακίνδυνος. Παράξενος κάπως, λίγο φλύαρος, αλλά συνεσταλμένος, σφιχτός. Γρήγορα χαλαρώνουμε και νιώθουμε όχι μόνο ασφαλείς μαζί του, αλλά και κάποια απρόσμενη οικειότητα.
Κι όταν, λίγο αργότερα, κάνω να βγάλω τα σάντουιτς και το τσίπουρο, εκείνος, παρατηρώντας με:

— Βλέπω πως φέρατε και υπνόσακους να κοιμηθείτε στην άμμο. Ελάτε να σας φιλοξενήσω εγώ στο εργοστάσιο. Έχω μπόλικο χώρο – για μια διμοιρία.

Και, καθώς σηκώνεται:

— Θα πιούμε εκεί τα τσίπουρα. Θα φάμε και θα κοιμηθείτε εκεί, για πιο σίγουρα. Πάρτε και όλα τα πράματα.

Κοιταζόμαστε πάλι μεταξύ μας και σχεδόν χωρίς κανέναν δισταγμό, αλλά με αρκετή περιέργεια σηκωνόμαστε και τον ακολουθούμε κουβαλώντας όσα φέραμε μαζί μας -περπατώντας στην άμμο μάς συστήνεται ως Άγγελος. Ο Ντίνος λέει: εγώ είμαι ο Ντίνος, και δείχνοντας εμάς: ο Χρίστος κι ο Διονύσης.

— Από πού έρχεστε;
— Από Σαλονίκη.

Περπατούμε αργά, βουβά μπροστά απ’ όλα τα ερείπια – βλέπουμε τα μισοριγμένα σπιτάκια των εργατών σαν κλωβοστοιχίες, τις μεγάλες αίθουσες του εργοστασίου, γκρεμισμένες, καμένες, μέσα στα χόρτα. Τεράστιους τοίχους που χάσκουν χωρίς οροφές κι ακατανόητα, διαλυμένα μηχανήματα. Κάδους, φυσούνες και σπασμένες τροχαλίες. Εγκατάλειψη. Παράξενα μεγάλα μεταλλικά δοχεία. Παλιά, άγνωστα εργαλεία και ρημαγμένα καμίνια – τα πάντα λεηλατημένα και φαγωμένα απ’ την σκουριά.
Αφού τα παρατηρήσαμε όλα ο Άγγελος μας οδηγεί σε ένα μεγάλο στεγασμένο χώρο στην άκρη των ερειπίων, όπου μένει ο ίδιος – απέξω έχει ακουμπισμένο ένα ταλαιπωρημένο, κιτρινωπό μοτοσακό Ζούνταπ με μαχαιρωμένη σέλα. Τον χώρο, που ήταν αίθουσα του εργοστασίου και μισογλίτωσε, τον έχει κάπως συμμαζέψει: ένα παλιό κρεβάτι, φθαρμένοι μουσαμάδες κάτω, μεγάλο στρόγγυλο τραπέζι, μια παγωνιέρα. Το νερό το φέρνει με λάστιχο, ποιος ξέρει από πού. Ένα άλλο ντιβάνι πιο εκεί, με κασόνι-κομοδίνο. Έχει φτιάξει απέναντι μιαν αυτοσχέδια κουζίνα με τσιμέντο. Από πάνω κρέμεται ένα τσίγκινο δοχείο νερού με βρυσάκι (μουσλούκι). Δίπλα έχει ένα φανάρι με σήτα για το ψωμί, και στον τοίχο, πάνω σε ένα ξύλο, ένα φορητό ραδιόφωνο. Πιο πέρα θήκες με πιατικά, ποτήρια και κατσαρόλες. Αριστερά απ’ το πάτωμα ανεβαίνουν δεκάδες μεταχειρισμένα βιβλία, αστυνομικά και τέτοια. Στην δεξιά γωνία στέκει μια μαντεμένια σομπίτσα με μπουριά που βγαίνουν απ’ τον τοίχο. Πιο εκεί βλέπω ένα μεγάλο μπαούλο. Σε κάθε τοίχο είναι κρεμασμένη και μια λάμπα πετρελαίου – ηλεκτρισμός δεν υπάρχει. Είναι φανερά χώρος εργένη - γυναικείο χέρι δεν έχει αγγίξει τίποτε εδώ μέσα.
Παρατούμε τα πράματα κάτω, σε μια γωνιά και πιάνουμε το ντιβάνι και τις καρέκλες – το δωμάτιο είναι πολύ μεγάλο, πάνω από εβδομήντα τετραγωνικά.
Ο Άγγελος ανάβει όλες τις λάμπες στους τοίχους, γιατί έχει σχεδόν βραδιάσει, κάθεται στο τραπέζι, βγάζει ένα άσπρο πακέτο τσιγάρα «Άσσος» Παπαστράτου κι αρχίζει ήρεμα την αφήγηση:

— Αυτό το εργοστάσιο (έτσι επιμένει να το λέει) ήτανε του πατέρα μου. Το έφτιαξε προπολεμικά, το 1935. Επεξεργαζότανε το ρετσίνι των πεύκων κι έβγαζε νέφτι και κολοφώνιο… Και τα δυο υλικά στην Κατοχή, ήτανε πολύ χρήσιμα για τον στρατό.
— Τι είναι το κολοφώνιο, πρώτη φορά το ακούω, λέει ο Χρίστος.
— Για να καταλάβεις: αυτή η βάρκα που ήρθατε είναι στεγανωμένη με κολοφώνιο. Τα ξύλα μεταξύ τους. Βγαίνει από το ρετσίνι των πεύκων, απ΄ όπου παίρνουμε και το νέφτι.
— Απ’ το ρετσίνι;
— Ναι. Στο απέναντι, στο δεύτερο πόδι της Χαλκιδικής, κυρίως στη Νικήτη έχει χιλιάδες χιλιάδων πεύκα που βγάζουνε το καλύτερο ρετσίνι στην Ελλάδα. Εκεί ανέκαθεν, και πιο πολύ από το 1920, δουλεύουνε πολλοί ρετσινάδες, ρητινοσυλλέκτες – πάρα πολλοί. Τότε, στον μεσοπόλεμο και μετά είχαν και μεγάλο σωματείο. Κονομούσαν καλό μεροκάματο – κάθε ρετσινάς έβγαζε μέχρι δώδεκα τόνους ρετσίνι τον χρόνο. Σε τρία χρόνια έχτιζε σπίτι. Ο πατέρας μου, Πολυγυρινός που έβλεπε μακριά (ή, έτσι νόμιζε) το έπιασε το νόημα στον αέρα και ήρθε κι έφτιαξε εδώ εργοστάσιο επεξεργασίας ρητίνης. Το ξεκίνησε μικρό, σαν βιοτεχνία, και γρήγορα έγινε μεγάλο – τότε στον πόλεμο έφτασε να έχει πάνω από εξήντα εργάτες και κάνα δυο ειδικούς επιστήμονες.

Ο Άγγελος ανάβει ένα τσιγάρο και συνεχίζει με ήρεμη φωνή:

— Ο ρετσινάδες βγάζανε λοιπόν πολλούς τόνους ρητίνης κάθε χρόνο. Αφού να σκεφτείς δίπλα στην μεγάλη σκάλα της Νικήτης, φτιάξανε τσιμεντένιες δεξαμενές ρετσινιού και χτίσανε άλλον, ειδικό αρσανά. Στρώσανε μπετά, ράγες για βαγονέτα και κουβαλούσανε με αυτά το ρετσίνι μέσα στα καϊκια. Τα φορτωμένα καϊκια έφερναν το προϊόν απέναντι, εδώ, στο Χρούσου, στο εργοστάσιο. Χιλιάδες τόνους. Το αποστάζανε σε μεγάλα, ειδικά καζάνια, το νέφτι εξαερωνόταν και με σωλήνες μετά το ψύχανε και το παίρνανε σε υγρό, ενώ το κολοφώνιο ήταν αυτό που έμενε στο καζάνι, το κατακάθι, το πηχτό απόσταγμα. Στον πάτο το καζάνι είχε μια βρύση, την ανοίγανε και παίρνανε το κολοφώνιο που είχε μείνει στον πυθμένα και που όταν κρυώσει γίνεται σαν μαλακό, ξανθοκίτρινο, ρηγματωμένο γυαλί. Άλλες φορές βγαίνει κοκκινωπό, ή προς το καφετί.

Ο Άγγελος σηκώνεται λέγοντας:

— Σας πήρα μονοπεταλιά. Κάτσε να βγάλω κανένα τσίπουρο, κανένα μεζέ και συνεχίζουμε.

Εμείς, παιδιά της πόλης, δεν ξέραμε, δεν έχουμε ιδέα απ’ όλα αυτά και τον ακούμε απορημένοι, βουβοί.
Εκείνος φέρνει ψωμί και ποτηράκια στο τραπέζι, μια μπουκάλα τσίπουρο, κόβει μπόλικη ντομάτα ρίχνοντας μέσα κάπαρη, βάζει σε ένα πιάτο φρέσκο κρίταμο, βραστές φασόλες, δίπλα μαριναρισμένο γαύρο, μισό κιλό τυρί απ’ την παγωνιέρα και παστωμένα ορκάκια φτιαγμένα στην Ιερισσό – το καλύτερο αρμυρό. Βγάζει σταφιδιαστές ελιές Χαλκιδικής, θρούμπες, και μια κανάτα δροσερό νερό. Κάθεται, μετά ξανασηκώνεται και φέρνει κι ένα τασάκι για τις στάχτες.

— Απ’ το ρετσίνι βγαίνει κι η ρετσίνα; Ρωτάει ο Χρίστος.
— Βέβαια. Απ’ το κολοφώνιο. Το βάζουνε στο κρασί και ρετσινώνεται. Το κολοφώνιο το χρησιμοποιούνε και στην τυπογραφία, στις συγκολλήσεις, στα έμπλαστρα, στις τσίχλες, στο θυμίαμα, στα κεριά, παντού. Στεγανοποιεί ξύλα και κολλάει και μέταλλα γι αυτό το ζητάει πολύ ο στρατός. Για τα βλήματα – στο πυροβολικό. Με το νέφτι διαλύουν χρώματα, αρώματα και λοιπά. Και τα δυο είναι πολύ εύφλεκτα.

Ο Ντίνος:

— Διονύση, βγάλε και τα σάντουιτς να τα φάμε γιατί θα χαλάσουν.

Κι ενώ καθόμαστε όλοι στο τραπέζι και τσουγκράμε τα ποτήρια, ο Άγγελος:

— Στην Κατοχή το εργοστάσιο το επίταξε η κυβέρνηση και δούλευε για τον στρατό. Με το που μπήκαν οι Γερμανοί το’ 41, το άρπαξαν εκείνοι. Βάλανε επικεφαλής έναν Ναζί ταγματάρχη, χημικό-επιστήμονα, οργάνωσαν φρουρά, και στέλνανε όλο το κολοφώνιο και το νέφτι στην Θεσσαλονίκη κι από εκεί στην Γερμανία, για την Βέρμαχτ. Το εργοστάσιο δούλευε νύχτα μέρα αυστηρά. Οι Νικητιανοί συνέχισαν να φέρνουν ρετσίνι με τα καϊκια και οι Ναζί τους πλήρωναν σε είδος, ψωμί και κασέρι. Ώσπου ένα δίκτυο από Έλληνες της αντίστασης στην Χαλκιδική ειδοποίησε μέσω Σμύρνης το Κάιρο για το τι συμβαίνει εδώ. Και τότε ήρθε το μεγάλο κακό; Καλό να το πω; Δεν ξέρω…

Σταματάει για λίγο, σαν να δυσκολεύεται να το πει. Σταματούμε και μείς να πίνουμε και να τρώμε, περιμένοντας με αδημονία. Εκείνος ρουφάει τρεις γουλιές τσίπουρο και συνεχίζει:

— Τη νύχτα στις 30 Μαρτίου 1943 μπήκε στον Τορωναίο κόλπο το βρετανικό υποβρύχιο «HMS Parthian» με κυβερνήτη τον υποπλοίαρχο St. John. Πλησίασε ήσυχα στο Χρούσου, έφτασε σε απόσταση βολής και, πριν καλοχαράξει ακόμα, έριξε 78 απανωτά βλήματα πυροβόλου στο εργοστάσιο, στις δεξαμενές και στις αποθήκες που ήταν γεμάτες με νέφτι και κολοφώνιο, σε όλα τα χτίσματα αλλά και στα τέσσερα καϊκια που ήταν φορτωμένα με ρετσίνι, αγκυροβολημένα μπροστά στην σκάλα.
Παγώνουμε όλοι στο τραπέζι – αφήνουμε πιρούνια και ποτηράκια.

Εκείνος συνεχίζει:

— Το τι έγινε δεν περιγράφεται. Από τις απανωτές εκρήξεις των βλημάτων, τις ανατινάξεις των αποθηκών με νέφτι που ήταν κιόλας σαν μπαρουταποθήκες, των καζανιών, των δεξαμενών, του εργοστάσιου, και από τις τεράστιες πυρκαγιές κουνήθηκε κι έφεξε όλη η Χαλκιδική – σαν σεισμός. Να σκεφτείς ότι την αναλαμπή της φωτιάς την βλέπανε για μέρες μέχρι και από την Καβάλα. Σκοτώθηκαν όλοι στο εργοστάσιο – οι βρετανοί δεν μπορούσαν να προειδοποιήσουν τους Έλληνες εργάτες, ή κάποιον άλλον, γιατί φοβήθηκαν προδοσία. Τα τέσσερα καϊκια τα φορτωμένα με ρετσίνι έγιναν οδοντογλυφίδες.

Και μετά από μικρή παύση, με πιο χαμηλή φωνή:

— Σκοτώθηκε και η μάνα και ο πατέρας μου που κοιμούνταν πάντα μέσα στο εργοστάσιο, στο δικό τους εργοστάσιο – σε ένα κολλητό σπίτι. Καιγότανε τα ερείπια για δυο βδομάδες – είχε, λένε, μαυρίσει ο ουρανός για κανέναν μήνα. Δεν πλησίαζε κανείς στα γκρέμια. Βρωμούσε αφόρητα ο τόπος νέφτι και φοβόντουσαν, ο κόσμος, μήπως δηλητηριαστούν. Τελικά, δεν βρήκαν κανέναν ζωντανό, ούτε Γερμανό, ούτε Έλληνα. Μόνο καμένα και κομματιασμένα πτώματα.

— Κι εσύ; Ρώτησε ο Ντίνος.
— Εγώ τότε, το ’43, ήμουνα εφτά χρονών. Με είχε στείλει ο πατέρας μου στην Ορμύλια, στο διπλανό χωριό της Νικήτης κι έμενα με την ανύπαντρη αδερφή του, για να πηγαίνω στο σχολειό. Εκεί μεγάλωσα – μου είπανε με τρόπο για τους γονείς μου κανέναν χρόνο μετά. Τέλειωσα εκεί το δημοτικό και μετά το γυμνάσιο στον Πολύγυρο – με το ζόρι. Δεν είχα έλεγχο, πια, από κανέναν κι έγινα ατίθασος. Με είχε πιάσει και, μετά που έμαθα για τους γονείς μου, μια μανία και μιλούσα διαρκώς. Σχεδόν ακατάπαυτα. Δεν έκλεινα το στόμα μου. Ενοχλούσα παντού. Θυμάμαι τον δάσκαλο, τον φιλόλογο που είχαμε στο Γυμνάσιο και μου έλεγε κάθε τόσο: «Σιώπα! Πεφίμωσο!»

Ο Άγγελος σηκώνεται και γεμίζει με νερό την κανάτα που έχει αδειάσει. Κι ενώ ξανακάθεται:

— Αλήτευα, κοιμόμουνα όπου λάχει. Η θειά μου πέθανε και δεν θέλησα να ψάξω τίποτα για την κληρονομιά απ’ το εργοστάσιο. Είχα γίνει φρικιό και μ’ άρεζε. Δεν ήθελα ευθύνες. Δούλευα από δω κι από κει. Τριγύριζα. Όπου δυο κι εγώ τρεις. Πήγα φαντάρος, γύρισα και συνέχισα τα ίδια. Δεν το κατάλαβα αλλά με βασάνιζε βαθιά ο θάνατος του πατέρα μου που τον αγαπούσα πολύ και που πάλεψε τόσο να φτιάξει το εργοστάσιο και τα ’χασε όλα και έσβησε κι ο ίδιος στην στιγμή, μονομιάς. Δεν ξέρω — ένιωθα ξαφνικά πως όλα στον κόσμο είναι μπλόφα. Μάταια και παράλογα. Και δεν ήθελα να γίνω, πια, τίποτα, όπως θέλανε τ’ άλλα παιδιά. Μόνο να ζω, έτσι, στα κουτουρού. Κουβαλούσα μέσα μου πένθος βαρύ και δεν το ήξερα. Και μου έβγαινε ανάποδα, επιθετικά. Λογυρνούσα, δούλευα από δω και από εκεί, γλεντούσα, χανόμουνα. Τελικά σιγά σιγά και αθόρυβα κατάληξα εκεί που έπρεπε. Στον προορισμό μου. Σαν την κότα που τη διώχνεις κι όλο γυρίζει στον τραχανά. Γύρισα στο εργοστάσιο. Ξαναγυρίζω πάντα στο εργοστάσιο. Στα ερείπια. Φυλάω, θαρρείς, τα γκρέμια. Ίσως μόνο γι’ αυτό ήμουνα άξιος, το ξέρω. Καλά που το ανατίναξαν οι Εγγλέζοι – αλλιώς θα ήτανε αβάσταχτο βάρος για μένα, μεγαλώνοντας, να γίνω αντάξιος του πατέρα μου. Δεν θα μπορούσα και ίσως με περιφρονούσε. Δεν θα άντεχα να συνεχίσω – ξέρω πως είμαι ανίκανος γι αυτά. Άχρηστος. Κάνω μόνο για φύλακας στο εργοστάσιο, όχι για διευθυντής και ιδιοκτήτης. Και πάλι για λίγο. Εποχιακός νυχτοφύλακας. Δεν μπορώ. Φεύγω, ξανάρχομαι, ξαναφεύγω. Περιπλανιέμαι. Δεν θέλω καμιάν υποχρέωση. Ζω με τις σκιές, μόνος μου. Και μόνο τότε είμαι ευχαριστημένος. Όταν μένω μονάχος μου, οπουδήποτε. Εδώ, εκεί, σε ξένους αχυρώνες, σε σπίτια, στη βάρκα, έξω στον γιαλό.

— Και πώς ζεις; Τον ρωτάω.
— Μαζεύω κρίταμα και κάπαρη, τα κάνω τουρσί και τα πουλάω. Ρίχνω παραγάδι με το βαρκάκι. Ή, ψαρεύω μουρμούρες απέξω – αποξατζής. Κάνω μεροκάματα στο μάζεμα της ελιάς. Δουλεύω παραλωνίτης, εργάτης στα αλώνια. Βοηθάω τους μελισσάδες. Ψευτοβγάζω λίγα λεφτά. Είμαι πελάτης του εαυτού μου. Ποτέ δεν μ’ άρεσαν οι φαρδομάνικες δουλειές. Ίσα ίσα να ζω. Να περιπλανιέμαι. Μετά, πάλι, ξαναγυρίζω στα ερείπια. Σαν να φυλάω την σκιά του πατέρα μου. Νομίζω ότι μιλάω βουβά μαζί του τις νύχτες όλο τον χειμώνα – εδώ και είκοσι χρόνια. Ένα πρωί, πάλι, ξαναφεύγω με το μοτοσακό, έτσι, χωρίς προορισμό. Αλλά ποτέ δεν πάω μακριά. Ποτέ δεν έφυγα απ’ την Χαλκιδική. Φαίνεται, μέσα μου, βαθιά, φοβάμαι να αφήσω εντελώς μόνο του, άδειο, το εργοστάσιο. Αφύλαχτο. Να παρατήσω μονάχους τους δικούς μου. Ποιος ξέρει…

Συνεχίσαμε να κουβεντιάζουμε, να πίνουμε, να καπνίζουμε, και να τρώμε τον κατήφορο ως αργά. Μετά, μεθυσμένοι, κοιμηθήκαμε γαϊδουρινά στους υπνόσακους όλοι μαζί μέσα στο μεγάλο δωμάτιο. Ο Άγγελος ξάπλωσε στο ντιβάνι – γρύλιζε όλη την νύχτα σαν γέρικο, αδέσποτο σκυλί που το κυνηγάνε στον ύπνο του.
Το πρωί ενώ φτιάχναμε τον καφέ μάς είπε πως αφότου ξάπλωσε έβλεπε έναν εφιάλτη: να χτυπούνε κάπου μέσα στο εργοστάσιο γουδιά. Κάποιος βαρούσε ως το πρωί γουδιά μέσα σ’ ένα καζάνι, συνέχεια, ακατάπαυτα. Ντουπ, ντουπ, ντουπ. Μεγάλα, βαριά, μπρούτζινα γουδιά – μάλλον ο πατέρας μου, είπε.
Μετά τον καφέ βγήκαμε και ριχτήκαμε για μπάνιο στη θάλασσα, ενώ ο Άγγελος έμεινε μέσα για να συμμαζέψει τα χτεσινά — φεύγοντας μάς ζήτησε και τον πήραμε μαζί μας στην βάρκα. Ήρθε κρατώντας μια νάιλον σακούλα με διάφορα. Θα μ’ αφήσετε, είπε, κοντά στην Νικήτη. Δεν καταλάβαμε τι εννοούσε.
Ο καιρός ήτανε ιδανικός και σαλπάραμε ευδίως κατά τις δέκα το πρωί – καθώς πλέαμε ήρεμα ο Άγγελος κοιτώντας και θαυμάζοντας το καινούργιο σκαρί ρωτάει ξαφνικά ποιανού είναι η βάρκα. «Του Ομίλου Φίλων Θαλάσσης» βιάζομαι να απαντήσω γιατί αλλιώς θα έπρεπε μετά να του πω για τον δικό μου πατέρα, για το εργοστάσιο χάρτινων συσκευασιών, το δώρο και τα λοιπά.
Οι δυο φίλοι μου κατάλαβαν τον ελιγμό και δεν είπαν τίποτε για να μην φέρουνε σε δύσκολη θέση κι αυτόν κι εμένα – ο Ντίνος, για να αλλάξει την κουβέντα:

— Άγγελε, και πώς παίρνουνε το ρετσίνι απ’ τα πεύκα;
— Κουρεύουνε πρώτα την φλούδα, που λέγεται σομφός, με την ξύστρα. Μόλις φανεί από κάτω το εγκάρδιο ξύλο, έτσι το λένε, ή καρδιόξυλο, κάνουνε μια τομή με σκεπάρνι, ή με μαχαίρι. Εκεί το πεύκο δακρύζει, βγάζει ρετσίνι, που το μαζεύουνε από κάτω σε μια σακούλα.

Συνεχίζουμε σιωπηλοί ακούγοντας μόνο το ελαφρύ σφύριγμα του αέρα στα πανιά. Η θάλασσα, ο ήλιος, τα τρία πεζονήσια (χερσόνησοι) της Χαλκιδικής μοιάζουν αυτή την ώρα, τέλη Αυγούστου, με την πρωινή αχλή, σαν άγνωστα περίχωρα μιας αχαρτογράφητης, επινοημένης χώρας. Η Σιθωνία και η Κασσάνδρα μετέωρες, ενώ η κορυφή του Άθωνα σβήνει ως θολή υπερσυνέχεια προς τον ουρανό. Πλέουμε με το λατίνι θαμπωμένοι, μακάριοι, σε κάποιον άγραφο χρόνο.

Ο Άγγελος λέει:

— Όλα αυτά σε λίγο θα χαθούν. Θα γίνουνε ξενοδοχεία, τουρισμός, λεωφορεία, κοσμούρα. Πέρσι, φθινόπωρο του ‘62, πέταξε δυο φορές πάνω από δω ο Καραμανλής με ελικόπτερο. Ξεκίνησαν πριν από ένα χρόνο και χτίζουνε στο Χρούσου ένα «Ξενία» - το έχουνε σχεδόν τελειώσει. Όλοι οι Χαλκιδικιώτες απαιτούνε ανάπτυξη, γκρινιάζουν, ζητούνε δρόμους, κάμπινγκ, ξενοδοχεία και τηλέφωνα, σαν ψάρια που θέλουν να μπούνε μόνα τους σε ιχθυοτροφείο.

Δεν θέλησε κανείς να συνεχίσει αυτή την συζήτηση γιατί, μέσα στην νιρβάνα της πλεύσης που βρισκόμασταν, ακούστηκε κάπως δυσάρεστη.
Περάσαμε — πολύ κοντά— το έρημο νησάκι Κέλυφος έχοντάς το στα δεξιά μας. Το βάθος εδώ ήταν μόνο δέκα μέτρα και τα νερά εντελώς διάφανα – είδαμε μια τεράστια θαλάσσια χελώνα, πολύ κοντά στον βυθό, να πλέει αμέριμνα, αρχαϊκά, τελετουργικά προς κάποιο παρθένο υπερπέραν.
Σε λίγο ξαναβρεθήκαμε στα ανοιχτά. Παρακάμψαμε τον Νέο Μαρμαρά και ύστερα τα Κρεβάτια της Καλογριάς, με σταθερό, πολύ ελαφρύ γαρμπή (νοτιοδυτικό). Αρμενίζαμε άφωνοι, χαμένοι στον εαυτό μας με την αίσθηση ότι πετάμε κρατημένοι στην πλάτη ενός πελαργού.
Και θα ήμασταν, πια, κοντά στο ενάμισο χιλιόμετρο απ’ την Νικήτη όταν ο Άγγελος λέει αναπάντεχα:

— Κόψε λίγο να κατεβώ.

Ξυπνήσαμε, θαρρείς, ξαφνικά όλοι.

— Πού, μέσα στη θάλασσα; Τον ρωτώ.
— Ναι. Θα πάω στη Νικήτη κολυμπώντας. Τι είναι; Ένα χιλιόμετρο απόσταση…

Ορτσάρισα κόντρα στον καιρό και το σκάφος αμέσως έκοψε, κάθισε – και, πριν προλάβουμε να πούμε τίποτε, γλιστράει ο Άγγελος προσεκτικά απ’ τα πλαϊνά της βάρκας, όπως είναι με τα ρούχα, και βυθίζεται ως το στήθος. Μετά βγάζει αργά, με ήσυχες κινήσεις απ’ την νάιλον σακούλα του και φοράει μαύρα γυαλιά ηλίου. Κατόπιν ανάβει ένα τσιγάρο, και πέφτει αργά στο νερό ανάσκελα. Ύστερα σπρώχνοντας απαλά με τα πόδια (και τα παπούτσια) ήρεμος, ξαπλωμένος, καπνίζοντας, κολυμπώντας τεμπέλικο ύπτιο και κοιτώντας τον ουρανό και τον ήλιο, απομακρύνεται σιγά-σιγά, πολύ αργά, άνετα, με κατεύθυνση προς την Νικήτη. Φαίνεται κιόλας να είναι κάπου αλλού. Χαρούμενος, πλήρης. Σε μια απόσταση δέκα, δέκα πέντε μέτρων, και συνεχίζοντας να γλιστράει αργά στην επιφάνεια του νερού, γέρνει λίγο προς τα μπροστά το κεφάλι και σηκώνοντας το χέρι που κρατάει το αναμμένο «Παπαστράτος» μάς αποχαιρετάει κουνώντας το ήρεμα, απαλά, πέρα-δώθε. Μετά χτυπάει με το δάχτυλό του το τσιγάρο και ρίχνει την στάχτη στη θάλασσα.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: