Ξαναμοντάροντας τα φτερά

Ξαναμοντάροντας τα φτερά


Στον Νίκο Στρουθόπουλο


Εδώ η γειτονιά μας είναι, που λέμε, το Εσκί Ντελίκ. Η Τρίτη Πορτάρα, το Τέρμα, ή Ακρόπολις. Μόλις περάσεις την Πορτάρα και κατεβείς την κατηφόρα βρίσκεσαι στο ρέμα – έτσι το λέγαμε γιατί είχε μια πηγή μεγάλη, πιο ψηλά, απ’ όπου κατέβαινε το νερό κι έφτιαχνε ρυάκι. Παρακάτω είναι η Δροσιά, όπου υπήρχε μια γεφυρίτσα ξύλινη κι από πάνω της περνούσαν μόνο τα κάρα. Και το ρέμα συνέχιζε – στα εκατό μέτρα η περιοχή λεγότανε Καβάκια. Πιο κάτω είχε ακόμα ένα γεφυράκι και απ’ τον δρόμο τον κεντρικό υποτίθεται –χωματόδρομος ήτανε– περνούσες απέναντι. Εκεί ήτανε σκεπασμένη με μουσαμά μια μοτοσικλέτα.
Δηλαδή είχε ένα διώροφο σπίτι και κάτω το ισόγειο ήτανε μαγαζί – δεν είχε ταμπέλα «Λευκοσιδηρουργείον», αλλά ήτανε κάτι τέτοιο. Τενεκετζίδικο. Έβλεπα γκαζιέρες, καθώς περνούσα, σόμπες, μπουριά απέξω, και δούλευε μέσα σκυφτός ένας παππούς. Ήτανε γέρος άνθρωπος, ο κυρ-Αιμίλιος, γύρω στα εβδομήντα – στην μπροστινή αυλή είχε την μοτοσικλέτα κουκουλωμένη με μουσαμά. Δεν άντεξα, πήγα μια μέρα και ξεσκέπασα την μηχανή προσεκτικά – βγήκε ο γέρος έξω, μουτζουρωμένος, φορώντας μια μακριά ποδιά, δερμάτινη.
Μου λέει, δείχνοντας την μοτοσικλέτα:
– Ξέρεις τι είναι αυτή;
– Ξέρω, ρε μάστορα. Την έχεις για πούλημα;
– Μίλα πιο δυνατά.
– Ξέρω, ρε μάστορα. Την πουλάς;
Την κοίταξε πλάγια, με λύπη και είπε:
– Την πουλάω γιατί δεν μου δίνουνε άδεια οδήγησης επειδή βαριακούω. Έχω σχεδόν κουφαθεί. Κουφαηδόνι κατάντησα. Και μου είπανε να βάλω ακουστικό, αλλά εγώ δεν θέλω.
Λέω δυνατά:
– Δουλεύει η μηχανή;
– Ναι, δουλεύει.
Και την ξεσκεπάζει – τραβάει όλο τον μουσαμά και τον πετάει δίπλα. Ήταν μια TRIUMPH 3HW, του 1939, με καλάθι δίπλα. Από τις τελευταίες που έβγαλε το εργοστάσιο στην Αγγλία και διατέθηκαν (γύρω στις 150.000) στον στρατό, τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο. Κυρίως τις χρησιμοποιούσανε αγγελιαφόροι, σύνδεσμοι, ταχυδρόμοι – ήτανε τώρα, το 1971, τριάντα δύο χρονών και σχεδόν στα τελευταία της. Δηλαδή, όλα κουνιούνται, αλλά δεν πέφτουν.
Μου λέει ο παππούς:
– Μπες στο καλάθι να σε πάω βόλτα.
Ανέβηκα διστακτικά, την βάζει μπρος (μανιβέλα, τσοκ, αβάνς, γκάζι) και παίρνουμε την κατηφόρα. Στο μεταξύ ο παππούς τη γκάζωνε και η μηχανή δεν είχε καλά φρένα από την μάνα της – πόσο μάλλον τώρα, μετά από τόσα χρόνια. Και δεν άκουγε κιόλας ο γέρος και κάθε τόσο του έλεγα πρόσεχε δεξιά, ή κόψε, κοίτα αριστερά – φοβόμουνα μην σκοτωθούμε. Να σκεφτείς, όλο το μπροστινό σύστημα, το γκίλντερ, σταθεροποιείται με μεγάλες βίδες, ειδικές ρυθμίσεις, σφιξίματα και τα λοιπά – του γέρου ήτανε σκόρπιο και είχε βάλει ένα σίδερο, που το έστριβε στην άκρη για να μη φύγει κι απ’ την άλλη έκανε τρύπα και το στήριζε με ροδέλες βάζοντας και μια κοπίλια. Άλλα αντ’ άλλα πηγαίναμε στο δρόμο. Σαν να ήμουνα σε παλιό κάρο που το έσερνε τρίποδο άλογο κουτσαίνοντας ολοταχώς. Έλεγα μέσα μου: αν φτάσουμε πίσω σώοι, άγιο θα ‘χω. Θα μ’ έχει γλιτώσει ο Όσιος Δαυίδ.
Εντέλει, με τα πολλά κι από τύχη, γυρίσαμε πάλι στο μαγαζί, στην αυλή.
– Πάντως δουλεύει, μου λέει ο γέρος, ξεκαβαλικεύοντας γεμάτος καμάρι. Αλλά δεν την ανεβαίνω πια, γι’ αυτό την είδες σκεπασμένη.
Μόλις συνήλθα κάπως του λέω:
– Κυρ-Αιμίλιε, θέλω να την αγοράσω. Αν μου τη δώσεις θα την κάνω καινούργια, τζάμι.
Το σκέφτεται λίγο και μου απαντάει:
– Να το συζητήσουμε. Ξέρεις τι παίρνεις;
– Ξέρω. Και καλά. Όταν την φτιάξω θα στη φέρω να τη δεις.
Και καθόμασταν στο μαγαζί και κουβεντιάζαμε. Έλεγε την πήρα από μία χήρα ενός λοχαγού. Αυτός την αγόρασε το ’46, απ’ τον ΟΔΔΥ, και το ’49 πέθανε. Σκοτώθηκε στον εμφύλιο. Κι εγώ την πήρα απ’ την χήρα το ‘51. Από τότε την έχω – έβαζα, λέει, την γιαγιά πάνω και την πήγαινα πρωί-πρωί για μπάνιο στην Περαία και στο Μπαξέ. Ετοίμαζε και γεμιστά, στο μικρό ταψί, τα παίρναμε μαζί και τα δίναμε εκεί, μόλις φτάναμε, σ’ ένα φούρνο και μετά το μεσημεράκι τα τρώγαμε ολόφρεσκα, ζεστά, δίπλα στη θάλασσα.
Ήτανε φωτιά ο γέρος – κι ενώ συζητούσαμε παρατηρούσα μέσα το μισοσκότεινο μαγαζί, το τενεκετζίδικο: πάγκος με τόρνο. Οξυγόνο. Γύρω, παντού, μεταλλικά χωνιά, σκάφες, φαράσια, σκουριασμένα λούκια, σιδερένια πόδια για σόμπες, πριονόλαμες, ράβδοι κασσίτερου. Δοχεία, ναυαγισμένα μαγκάλια, κουβάδες, τσιμπίδες, ψαλίδια, ποτιστήρια, κομμάτια από τσίγκους. Ζαρωμένοι σωλήνες που είχαν γίνει σώβρακα. Σε μια γωνιά ένα εφεδρικό σασμάν δύο ταχυτήτων της Triumph και δίπλα μια εργαλειοθήκη. Τα μπάνισα και σκέφτηκα πώς αν πάρω την μηχανή θα μου δώσει κι αυτά μαζί. Γιατί όλη η ιστορία τότε ήτανε να βρίσκεις ανταλλακτικά.
Έλα, μου λέει, μ’ αρέσει να συζητάω μαζί σου. Και καθώς με το σφυρί εξευμένιζε κάνα σίδερο, μου ξανοιγότανε – μερικές φορές κατέβαινε από πάνω η γριά, ξερακιανή, αγριεμένη πάντα, με μάτι-αγκίστρι, κι έλεγε «Το φαϊ είναι έτοιμο, άντε ανέβα» – ή διάφορα, πάντα με προσταγή. «Τι μαγείρεψες σήμερα;», ρωτούσε αυτός. Κι εκείνη – ας πούμε: «Χταπόδι με κοφτό μακαρονάκι». Αλλά το έφτυνε κι αυτό σαν διαταγή. Ήτανε πολύ αυτάρχα η γιαγιά – μου έλεγε ο γέρος είχα μια βιοτεχνία, πριν βγω στη σύνταξη, κι έκανα όλες τις λαμαρίνες για τον εξαερισμό στα καπνομάγαζα. Έβγαζα χρήμα. Έφτιαχνα όλα τα κουβούκλια, στρογγυλά ή τετράγωνα όπου μέσα δούλευαν τα βεντιλατέρια, από εκείνα τα μεγάλα. Και σκύβοντας λίγο μου εξομολογείται χαμηλόφωνα: είχα και γκομενίτσες. Μ’ άρεζαν πολύ. Κι επειδή η γριά ερχότανε κι έβλεπε κι έλεγχε τα λογιστικά, γιατί ήξερε, δεν της ξέφευγε τίποτα, έκρυβα λεφτά. Και τα έτρωγα με τις άλλες – της έλεγα πάω να δω έναν καπνέμπορο και ξέρω ’γω και καβαλούσα την μηχανή και πήγαινα με τα κορίτσια, για να γλιτώνω απ’ αυτή την γυναίκα. Αλλά και τώρα που είμαι στην σύνταξη, εδώ στο τενεκετζίδικο, πάλι κρύβω. Βγάζω όσο να ’ναι, φτιάχνω διάφορα και ζουλέρνω λεφτά. Τα κάνω μικρά μασούρια, τα τυλίγω με λαστιχάκι και τα σκοτεινιάζω μέσα το μαγαζί. Το μόνο πρόβλημα είναι ότι μετά δε θυμάμαι πού τα έχω βάλει. Και φοβάμαι μην κατεβεί η μέγαιρα και τα βρει κατά λάθος. Ψάχνει συνέχεια να κουρέψει τον λαγό. Ξέρεις τι είναι αυτή; Κουκουβάγια. Ο παππούς έβγαλε, άναψε ένα τσιγάρο και συνέχισε:
– Και μπορεί να χαιρότανε τη μοτοσικλέτα, αλλά κατά βάθος την μισούσε, γιατί καταλάβαινε πως μου δίνει μια ελευθερία. Ποτέ δεν την χώνεψε. Ένιωθε πως καβαλώντας την ξεφεύγω από κείνην.
– Πάντως, του λέω, θα μου την πουλήσεις την μηχανή.
– Δεν έχουμε παίξει τάβλι μαζί, αλλά θα στη δώσω. Γιατί φαίνεσαι καλό παιδί.
Και συμπληρώνει:
– Τιμή συναισθηματική…
– Εντάξει.

Έ, πήγα-ήρθα στο μαγαζί, έφτασε η ώρα και την πήρα την μοτοσικλέτα. Χώρισα το καλάθι, δεν το ήθελα, και λέω του γέρου πούλησέ το στον Μαράτο που τα μαζεύει και τα μεταπουλάει σε μια εταιρία στην Γερμανία. Μου έδωσε και το εφεδρικό σασμάν και την εργαλειοθήκη – τα μάγκωσα όλα μαζί με την μηχανή και τα φέρνω εδώ στο εργαστήριο, στο γκαράζ.
Κι αρχίζω κάθε μέρα και ξηλώνω και φτιάχνω – πάντα έτσι έκανα. Δούλευα τότε ακόμα μηχανικός στον Στρατό και είχα πάθος, που το έχω ακόμα, με τις παλιές συμμαχικές μηχανές. Norton, Triumph, Ariel, Matchless, BSA. Ήμουνα και συλλέκτης μανιώδης. Ψωνισμένος με τις παλιές μοτοσικλέτες. 
Ένα βράδι, μετά από πέντε μέρες, να πω, έξη, ήρθε η σειρά της εργαλειοθήκης. Να δω τι έχει μέσα. Την ανοίγω, βλέπω μπουλόνια σκουριασμένα, ροδέλες έξη χιλιοστά, παξιμαδάκια, όλα χωριστά, τυλιγμένα μέσα σε κομμάτια από τσαλακωμένες, κιτρινισμένες εφημερίδες. Βλέπω κι ένα παλιό κουτί NIVEA – το ανοίγω κι είχε μέσα βαλβίδες για τις σαμπρέλες. Κι είχε και κάτι περίεργο, σαν διαφανές, ραβδωτό δέρμα – ρώτησα μετά έναν και μου είπε πως είναι πουκάμισο φιδιού. Το έχουνε για γούρι στις μοτοσικλέτες. Δίπλα είχε κάτι στρογγυλό, τυλιγμένο σε ένα κομμάτι εφημερίδα – το κοιτάω και λέω ροδέλες θα είναι. Το ξετσαλακώνω και βλέπω μέσα ν’ αστράφτουν τρεις χρυσές λίρες. Πάγωσα. Στην αρχή σκέφτηκα πως είναι ψεύτικες, από βασιλόπιτα. Παίρνω τη μία και πάω σ’ ένα φίλο που ήξερε – έναν κυρ-Απόστολο, που ήταν παλιά χρυσοχόος και τώρα δούλευε στα άλευρα του Κατσαβουνίδη, στο λογιστήριο. 
– Τί είναι αυτή εδώ; τον ρωτάω. 
Την κοιτάζει καλά, την εξετάζει, και μου λέει: 
– Χρυσή λίρα. 
– Κανονική; 
– Ναι, αυθεντική, ορίτζιναλ – που την βρήκες; 
– Στη βασιλόπιτα.
– Ποια βασιλόπιτα, ρε, μου λέει, Ιούλιο μήνα; 
Τυλίγω ξανά τις τρεις λίρες στην εφημερίδα και πάω στον γέρο. Μπαίνω μέσα στο τενεκετζίδικο, τον πλησιάζω και του φωνάζω κάπως δυνατά, για ν’ ακούσει:
– Κυρ-Αιμίλιε, σήμερα θα πάμε για κορίτσια.
– Μπα; Εντάξει, να πάμε, αλλά δεν έχω λεφτά. Δηλαδή δεν θυμάμαι που έχω κρύψει τα μασούρια. Ξεχνάω συνέχεια που τα ’βαλα. 
Και κοίταζε γύρω γύρω στο μαγαζί μπας και θυμηθεί.
Του λέω:
– Μέσα στα εργαλεία βρήκα κάτι ροδέλες και στις έφερα μήπως σε χρειάζονται. Και του βγάζω τις λίρες.
– Τί ‘ναι αυτά; με ρωτάει.
– Λίρες. Τις είχες μέσα στο κασελάκι, στην εργαλειοθήκη.
Σάστισε. Λέει:
– Δικές σου είναι.
– Όχι, δικές σου.
Σκέφτηκε λίγο και μετά:
– Να ξέρεις, κι αλλού έχω ξεχασμένα, αλλά πού είναι…
Πήρε τις λίρες και συμπλήρωσε:
– Καλά… Κοίτα, την Κυριακή θα έρθεις με το αυτοκίνητο, μετά την εκκλησία. Μόλις σχολάσει. Και θα σου δώσω κάτι.
Και πήγα – δεν ήξερα. Στο πίσω μέρος του δίπατου σπιτιού ήτανε μια πιο μικρή αυλή με κάτι κουμάσια, που δεν είχαν, πια, κότες. Και βλέπω μέσα απ’ το κοτόσυρμα αραχτή μια σκονισμένη, συμμαχική Triumph, χακί, χωρίς τροχούς, αλλά φαινότανε κομπλέ. Πλησίασα και την είδα, την παρατήρησα από κοντά. Είχε τα πάντα.
Και μου λέει ο γέρος:
– Πάρτην, κι αυτή δικιά σου.
– Κυρ-Αιμίλιε, κράτα την εσύ, να την πουλήσεις.
– Όχι, την παίρνεις με την αξία σου. Και με την ψυχή μου. 
Την φόρτωσα όπως ήταν, βρώμικη, την κουβάλησα στο εργαστήριο και συνέχισα να δουλεύω την παλιά Triumph, πιο άνετα τώρα γιατί είχα πλέον και όλα τα ανταλλακτικά – σε μερικούς μήνες την τελείωσα. Την έστειλα και την βάψανε βυσσινί χρώμα, βάλανε και τα χρώμια κι έγινε τσίλικη. Έλαμπε, σαν να βγήκε μόλις απ’ το εργοστάσιο – ή σχεδόν. Την καβαλάω περήφανα και πάω στον γέρο. Την αφήνω απέξω, μπαίνω μέσα το τενεκετζίδικο και του λέω:
– Κυρ- Αιμίλιε έλα να δεις την μηχανή.
Βγαίνει έξω, και μόλις την είδε, σοκαρίστηκε. Βουβάθηκε για λίγο. Μετά λέει:
– Η μηχανή μας είναι αυτή; 
Και φωνάζει, από πάνω, την γριά. Κατεβαίνει εκείνη, έρχεται και πετάει δύσπιστα, με
φαρμάκι:
– Άντε, καλέ, που είναι η μοτοσικλέτα σου αυτή…
Μου λέει ο γέρος, με μάτια που γυάλιζαν:
– Τώρα μ’ έβγαλες στην όρεξη. Να την κάνω μια βόλτα;
– Ε, βέβαια.
Και, δεν θα το ξεχάσω. Φορούσε από μέσα μια γεροντίστικη φανέλα, από εκείνες τις παλιές, τις μάλλινες, τις σχεδόν κίτρινες, για να ρουφάει τον ιδρώτα, κι από πάνω την μουτζουρωμένη, δερμάτινη ποδιά του τενεκετζή. Ανεβαίνει στην μηχανή, την βάζει μπρος και την οδηγούσε με την ποδιά ριγμένη πάνω στο ρεζερβουάρ. Εξαφανίστηκε γκαζώνοντας. Και πέρασαν δέκα, είκοσι λεπτά, μισή ώρα. Χάθηκε. Δεν γυρνούσε πίσω. Λέω, μπα, πάει, θα σκοτώθηκε αυτός. Άναβα συνέχεια τσιγάρα, ντουμάνιαζα. Ποιος ξέρει που θα καρφώθηκε. Δεν μπορούσα να σταθώ. Αλλά μετά σαράντα λεπτά, ξαφνικά, τον βλέπω να γυρίζει, να στρίβει απ’ την στροφή χαρούμενος, φρεναριστός, μαρσάροντας ευτυχισμένος – έλαμπε ολόκληρος, λες κι είχε ξανανιώσει. Έρχεται αργά και στέκεται δίπλα μου.
– Πετάει, μου λέει, πετάει η μηχανή. Σκέτη μελωδία. Τι να τις κάνεις, ρε σύ, τις γυναίκες. Εγώ, τώρα ένιωσα έτσι που είχα να νιώσω από τριάντα χρονών. Χάθηκα, δεν ήξερα που πήγαινα. Πετάει η μοτοσικλέτα. Τέτοιο φευγάτισμα… Πετούσα κι εγώ – ξαναμοντάρισα τα φτερά. Σαν να ήμουνα σε μια άλλη πόλη, άγνωστη. Σε απίθανα τοπία. Χαλάλι, ρε συ. Χαλάλι. Πώς να το εξηγήσεις; Μπορείς; Δύσκολα. Δεν εξηγιέται. Αφού, να σκεφτείς, μετά από ένα τέταρτο οδήγημα, ξεβούλωσαν τ’ αυτιά μου. Κι άρχισα πάλι να ακούω κανονικά. Ακούω τα πάντα, πάλι. Βλέπω τα πάντα. Σαν τον λύκο. 
Μετά σκέφτηκε κάτι, σκοτείνιασε κάπως και συμπλήρωσε:
– Το μόνο κακό είναι πως τώρα θ’ ακούω ό,τι λέει κι η γριά. Ενώ πριν είχα γλιτώσει. Λες να κουφάθηκα επίτηδες, από μόνος μου, εξαιτίας της; Και, τραβώντας την ποδιά του απ’ το ρεζερβουάρ, ξεκαβάλησε ανάλαφρα λέγοντας:
– Νομίζω πως θυμήθηκα πού έχω τρυπωμένα και τα λεφτά…
Έπιασα την μοτοσικλέτα απ’ το τιμόνι.
– Μπράβο, κυρ-Αιμίλιε, του λέω. Άντε, γιατί τα κορίτσια, τόσον καιρό, σε περιμένουνε. 
– Ναι, με περιμένουνε. Στης Κάτω Γης τα χώματα.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: