Ήλιος με ξιφολόγχες

Ήλιος με ξιφολόγχες


[...]

Το μικρό, διπτέρυγο μονοκινητήριο αεροπλάνο διαγράφει πετώντας χαμηλά κι αργά, δύο γύρους πάνω από το κτήμα και την βίλα του καπνοβιομήχανου Τζέκι (Ιεζεκιήλ) Γιαννακουρέα στο Αρσακλί, το κοντινό ορεινό θέρετρο της Θεσσαλονίκης. Ο Τζέκι πού είναι κοντός, με ψαρίσια μουστάκια, μισο-φαλακρός, αδύνατος, αλλά νευρικός, πολύ δραστήριος άνθρωπος και πρόεδρος του σωματείου των καπνοβιομηχάνων «Η Αλληλοβοήθεια», και έμμεσα χειραγωγεί το Εθνικό Εργατικό Κέντρο Θεσσαλονίκης, κάθεται στην κεφαλή τού επιμήκους τραπεζιού δίπλα στην πισίνα τού μεγάλου κτήματος. Η πισίνα, πιο πολύ δεξαμενή, πρώην νερόλακκος για να ποτίζονται τα ζώα, παίρνει δωρεάν νερό από παρακείμενο χείμαρρο που κατεβαίνει μαιανδρίζοντας παράφορα απ’ το βουνό - είναι μια τεράστια σκαφτή λακκούβα δέκα επί δώδεκα μέτρα, που την έχτισε ο Γιαννακουρέας εσωτερικά με τσιμέντο και την κανάκεψε κάνοντάς την οιονεί πισίνα, όταν αγόρασε αυτή την γη από αγρότες. Μεγάλη Δευτέρα, σήμερα, μέσα Απριλίου, με καλή λιακάδα. Μεσημέριασε και στο τραπέζι είναι καλεσμένοι ο σωματάρχης του Τρίτου Σώματος στρατηγός Μάγνης, ο επικεφαλής των Τριών Έψιλον Γιώργος Κοσμίδης (μελαχρινός με την χωρίστρα προς τα δεξιά και στριφτό μουστάκι), και τρία διαπρεπή στελέχη του. Και οι τέσσερις τριεψελίτες φορούν χιτλερικά, φαιά πουκάμισα και εξαρτήσεις – ο ένας εξ αυτών ο Ζάχος Σιρβιλής, είναι ορντινάτσα του Κοσμίδη και σφηνωτός πληροφοριοδότης του Γόρδιου. Παρακάθονται επίσης ο Φρούραρχος κ. Λεωνιδάκος και τρεις διευθυντές καπνεργοστασίων, φίλοι του οικοδεσπότη, στελέχη της αυλής κι αργυρά του εξαπτέρυγα. Στο τραπέζι είναι μόνο άντρες — τους σερβίρουν δυο μεσήλικες υπηρέτες, πρόσφυγες απ’ την Παλαιά Φώκαια. Η παρέα ξεκίνησε από τις εντεκάμιση το πρωί την ευωχία -— όλοι τώρα έχουνε σταματήσει να τρώνε, να γλεντούν και να πίνουν και κοιτούν ψηλά παρακολουθώντας την πτήση του μικρού αεροπλάνου. Λέει ο σωματάρχης:

— Είναι παλιό, μονοκινητήριο Mars από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Το πιλοτάρει ο φίλος μου ο Δημήτρης Χρυσοβέργης, άσσος, κάποτε, στον βομβαρδισμό.
— Βομβάρδιζε κιόλας, μ’ αυτήν την παλιατσαρία; ρωτάει ο Γιαννακουρέας.
— Βέβαια. Και όχι δι’ οργάνων, αλλά με το μάτι. Υπολόγιζε με το μάτι και την βόμβα που την είχε μέσα σε τενεκέ, την έριχνε απ’ πιλοτήριο, με το χέρι, απ’ το παράθυρο, ή με το πόδι – υπήρχε μια καταπακτή στην κοιλιά της ατράκτου και την έσπρωχνε από εκεί. Παρά προσδοκίαν πετύχαινε πάντα διάνα. Κι έρχεται τώρα να σου κάνει έκπληξη…

Κοιτάνε όλοι το μικρό αεροσκάφος που ευθυγραμμίζεται προς αυτούς, χαμηλώνει, χαμηλώνει και κατεβαίνει ευθεία προς την παρέα του τραπεζιού — ξαφνικά, πριν φτάσει στα είκοσι μέτρα, κάτι πετάγεται απ’ το αεροπλάνο κι έρχεται από πάνω και διαγώνια καταπάνω τους. Σκύβουν όλοι τρομοκρατημένοι κάτω απ’ το τραπέζι εκτός από τον στρατηγό που μένει ατάραχος, χαμογελώντας. Το χοντρό βαρύ πράμα σαν γεμάτο τσουβάλι που πέφτει απ’ το ουρανό περνάει πλάγια απ’ την παρέα και πάει και σκάει ακριβώς μέσα στην πισίνα με παφλασμό καταβρέχοντας τους πάντες γύρω. Σηκώνονται όλοι φοβισμένοι και βλέπουν – το περίεργο πράγμα έχει βυθιστεί στο νερό και μετά βγαίνει αργά στην επιφάνεια. Το βλέπουν έκπληκτοι, βουβοί: ένα μεγάλο, βαρβάτο, σκοτωμένο αγριογούρουνο. Το νερό κοκκινίζει σιγά-σιγά , το σώμα του ζώου στέκεται για λίγο και μετά αρχίζει και βυθίζεται- ενώ ο στρατηγός λέει στον Γιαννακουρέα:

— Τζέκι, το σκότωσα χτες στο κυνήγι, στη Βροντού, κι είπα να στο κάνω δώρο για το Πάσχα.

Ξεσπούνε όλοι σε χειροκροτήματα – ενώ ο στρατηγός συμπληρώνει:

— Αρκεί να μην μάθει ο Θάννας ότι χρησιμοποίησα παράνομα αεροπλάνο απ’ το αεροδρόμιο του Σέδες.

Τα γέλια και τα χειροκροτήματα συνεχίζονται. Ο Γιαννακουρέας απευθύνεται σε έναν από τους δυο πρόσφυγες υπηρέτες λέγοντας:

— Έλα δω, ρε βουβωνοκήλη…

Κι ενώ εκείνος πλησιάζει:

— Ψαρέψτε το γουρούνι απ’ την πισίνα, γδάρτε το κι ετοιμάστε το να το ψήσουμε το Πάσχα μαζί με το αρνί.

Αλαλαγμοί στην παρέα, τσουγκρίσματα – δίπλα απ’ το τραπέζι, μέσα σε ένα βαρελάκι με πάγο έχει τρείς νταμιτζάνες με ψαθωτό περίβλημα, γεμάτες με εκλεκτή ρετσίνα από την Νέα Μεσήμβρια.

Ο Τζέκι:

— Σ’ ευχαριστώ στρατηγέ μου. Σου αξίζει η ράβδος του στρατάρχου. Είναι ο πιο πετυχημένος βομβαρδισμός που έχω δει…

Και σηκώνοντας το ποτήρι του:

— Άντε, και καλή Ανάσταση…

Τσουγκρίζουνε πάλι όλοι ευχόμενοι – ενώ ο Τριεψελίτης Γιώργος Κοσμίδης:

— Μαθαίνω ότι θα παιχτεί και φέτος (από μεθαύριο) στο σινέ-Ηλύσια η ταινία «Ο Βασιλεύς των Βασιλέων» για τα Πάθη του Χριστού. Δεν πιστεύω να έχουμε πάλι τα περσινά…

— Τι έγινε πέρσι, ρωτάει ο Γιαννακουρέας.
— Μπήκανε οι Εβραίοι μέσα στο σινεμά και διέκοψαν με το έτσι θέλω την προβολή. Γιατί, λέει, η ταινία τους προσέβαλε. Ξέσπασε μεγάλη φασαρία… πώς γίνεται αυτοί οι μουσαφίρηδες να αποφασίζουνε τι θα δούμε στο σινεμά εμείς οι χριστιανοί; Στο δικό μας κράτος, και στην δική μας πόλη;
— Νομίζω το παρατράβηξαν…
— Αν το κάνουνε και φέτος, θα έχουμε κακά ξεμπερδέματα… τούς την έχουμε στημένη…

Ένας από τους φίλους του Γιαννακουρέα, διευθυντής στη «Ρεζή»:

— Ξένος πεφυκώς, τον ξενοδόχον σέβου…

Ο ήλιος ψηλώνει όλο και περισσότερο και άρχισε να ζεματάει – η παρέα κάθεται στην σκιά μιας μεγάλης συκιάς με στρεβλοκέρατα κλαδιά. Τώρα, πια, οι ακτίνες βρίσκουν τους μισούς καλεσμένους κατακέφαλα κι ο Τζέκι τους λέει και πιάνουνε όλοι μαζί το τραπέζι και το μετακινούνε στην σκιά. Μόλις ξανακάθονται λέει ο Κοσμίδης:

— Τους διαλύσαμε τον Σύλλογο Εβραίων Γάλλων Παλαιών Πολεμιστών που πολέμησαν με τον Γαλλικό στρατό, γιατί ήθελαν να στήσουνε σχετικό ανδριάντα στην πόλη, παρά το ότι οι Γάλλοι μας πρόδωσαν το ’22 στην Μικρασία. Συνεχίζουνε να βγάζουν την κομουνιστική εφημερίδα Αβάντι του Μπεναρόγια. Δεν ανοίγουνε τα μαγαζιά τους την Κυριακή, προσβάλλουνε την Κυριακή αργία, αν και είναι νόμος του κράτους — αυτοί θέλουνε αργία το Σάββατο…

— Στο δικό τους κράτος, αν και όταν το κάνουν, λέει προβοκατόρικα ο Τριεψελίτης πληροφοριοδότης Ζάχος Σιρβιλής.

Ο Κοσμίδης συνεχίζει:

— Δεν σημαιοστολίζουν τα μαγαζιά τους στις εθνικές μας γιορτές. Ακόμα δεν χώνεψαν ότι απελευθερωθήκαμε απ’ τους Τούρκους.

-Με τον καθηγητή τον Αβροτέλη Ελευθερόπουλο τι έγινε; Ρωτάει ένας εκ των διευθυντών της παρέας.

— Αυτός εκλέχτηκε κοσμήτορας στη Νομική πριν δυο χρόνια. Κάνει συνέχεια αριστερή προπαγάνδα στους φοιτητές, αναρχικά κηρύγματα και καταφέρεται εναντίον της θρησκείας και του ελληνικού στρατού. Κάναμε καταγγελία στο υπουργείο Παιδείας, αλλά τον στηρίζει ο υπουργός, ο Γεώργιος Παπανδρέου. Να δούμε πώς θα καθαρίσουμε… ευτυχώς έχουμε ιδρύσει στο πανεπιστήμιο από πρόπερσι, το 1929, την Εθνική Παμφοιτητική Ένωση, που πολεμάει τους κομουνιστές. Είμαστε συντονισμένοι, ειδικά μετά από όσα έκανε η Μακαμπή στην Βουλγαρία.

Ο Ζάχος Σιρβιλής, αφού πίνει μερικές γουλιές ρετσίνα:

— Ναι, αλλά αυτό είναι παλιό θέμα. Περσινό…

Κι ο Κοσμίδης:

— Ναι, μια παλιά κουράδα δεν ζέχνει, εκτός και αν την πατήσεις.
— Τι συμβαίνει, ρωτάει ο Γιαννακουρέας. Τι είναι η Μακαμπή; Συγνώμη, αλλά όλη μέρα με τα καπνά, το εργοστάσιο, και τα προβλήματα του σωματείου, δεν προλαβαίνω να παρακολουθήσω τι γίνεται.

Ο Κοσμίδης, τσιμπώντας ένα μεζέ:

— Είναι χοντρό ζήτημα. Θέλουν να το ξεχάσουμε, αλλά...

Ο Τζέκι κάνει σταυροπόδι λέγοντας:

— Γιατί ασχολείστε τόσο πολύ με τους Εβραίους; Αυτοί έχουνε αποδυναμωθεί. Το ’12, με την απελευθέρωση έφυγε το 30%, που ήταν ντονμέδες, μουσουλμάνοι Εβραίοι, κι ενδιάμεσα έχουνε αποχωρήσει αρκετοί. Φεύγουν συνέχεια για την Γιάφα, την Αργεντινή, το Παρίσι, την Νέα Υόρκη. Έχουνε χάσει τα πρωτεία. Εμάς τους καπνοβιομήχανους μας νοιάζει πιο πολύ να μην μπαίνουνε πολλοί εργάτες κομουνιστές στα εργοστάσια. Κάνουν φασαρίες, προπαγάνδα, οργανώνουνε συνέχεια διαδηλώσεις κι απεργίες. Θέλουμε να μας στέλνετε δικά σας παιδιά, νοικοκύρηδες, εθνικόφρονες. Μας ενδιαφέρει να μην αφήνετε τους αριστερούς να κάνουνε κουμάντο στην εργατιά. Ζημιώνουνε την παραγωγή συστηματικά, χτυπάνε την οικονομία.

— Το προσπαθούμε κύριε Τζέκι. Κάνουμε τραχύ αγώνα.

Ο φρούραρχος κ. Λεωνιδάκος τόση ώρα ακούει και βλέπει σιωπηλά. Το ίδιο και ο σωματάρχης κ. Μάγνης που έχει βγάλει το σακάκι του κι έμεινε με το λευκό πουκάμισο και την μπλε γραβάτα με το στιβαρό, μεταλλικό κλίπ: παρακολουθεί στωικά, τσιμπολογάει και πίνει. Είναι επιφυλακτικός, δεν σχολιάζει τίποτε γιατί δεν ξέρει όλους τους καλεσμένους – γυρίζει και κοιτάζει στην πισίνα όπου έχει μπει ο ένας υπηρέτης, έχει ανασύρει με κόπο το αγριογούρουνο απ’ τον βυθό και προσπαθεί μαζί με τον άλλον να το σύρουνε έξω, στο πεζούλι της δεξαμενής. Ο άλλος έχει φέρει κι ένα μονόροδο καροτσάκι για να το φορτώσουνε και να το κουβαλήσουν στο σπίτι για γδάρσιμο. Την στιγμή που καταφέρνουνε, βογκώντας και με το ζόρι, να βάλουνε το ζώο μέσα στο καρότσι, ένας από τους τρεις διευθυντές καπνεργοστασίων της παρέας, φίλος του Γιαννακουρέα, ο Φραγκίσκος ο Σύψας, έχει μεθύσει απ’ την ρετσίνα που φαίνεται δεν την αντέχει και σε συνδυασμό με την επίδραση του ήλιου, ζαλίζεται, γέρνει απ’ την καρέκλα του και πέφτει στο έδαφος μισολιπόθυμος. Ταράζονται όλοι στην ομήγυρη, τρέχουνε, τον σηκώνουν, αλλ’ αυτός δεν φαίνεται να έχει πάθει κάτι, απλώς λέει μπερδεμένα πράματα, εξαιτίας τού ότι είναι πολύ σουρωμένος. Παραπαίει και παραληρεί. Η ανησυχία της παρέας μετατρέπεται σε γέλια και σε πειράγματα. Ο μεθυσμένος, που έχει και δεν έχει επαφή, το παίρνει ελαφρά, του χαλαρώνουνε την γραβάτα, τού ρίχνουνε λίγο νερό στο πρόσωπο– ξανακάθεται, αλλά πάλι ταλαντεύεται επικίνδυνα, είναι έτοιμος να ξαναπέσει. Πάει ο Γιαννακουρέας από πάνω του, σκύβει και του λέει πως γι αυτές τις περιπτώσεις διαθέτει ένα ξεχωριστό φάρμακο, μια δοκιμασμένη συνταγή που σε ξεμεθάει αμέσως. Τον ρωτάει:

— Φραγκίσκο, θες να το δοκιμάσουμε να σου φύγει η σούρα; Να συνέλθεις αμέσως;
— Ναι, ναι, κάνει εκείνος με το κεφάλι – δυσκολεύεται να μιλήσει.

Ο Τζέκι φωνάζει στον έναν υπηρέτη που στέκεται αμήχανος, μαζί με τον άλλον, δίπλα στο φορτωμένο αγριογούρουνο και βλέπουνε χαμογελώντας τι γίνεται με το μεθυσμένο:

— Ρε, βουβωνοκήλη, τρέχα και φέρε απ’ την αποθήκη το παλιό σιδερένιο κρεβάτι…

Και του κλείνει το μάτι.

Μέσα απ’ το κτήμα, σε απόσταση είκοσι μέτρων απ’ την πισίνα περνάει το μικρό ποταμάκι του χειμάρρου που ξεκινάει απ’ το βουνό ψηλά και ρέει προς τα κάτω — η όχθη του είναι ενάμισο μέτρο πλάτος, και έχει εξήντα πόντους βάθος. Ο Γιαννακουρέας λέει στον υπηρέτη που έφερε το κρεβάτι, το οποίο είναι σκέτο μέταλλο με καμπυλωτά πόδια, γυμνό, με λάμες, να το βάλει στον πάτο του χειμάρρου. Εκείνος πάει και το ρίχνει με προσοχή κατά την φορά του νερού γιατί μόνο έτσι χωράει — η επιφάνεια ρέει μόνο είκοσι, τριάντα πόντους πάνω απ’ το κρεβάτι που έχει κολλήσει καλά στον ρηχό βυθό. Μετά ο Σερέτης και δυο της παρέας πιάνουνε, γελώντας μουλωχτά, σηκώνουνε τον μεθυσμένο Φραγκίσκο Σύψα, και κρατώντας τον απ’ τις μασχάλες τον πηγαίνουνε υποστηριζόμενο, χωρίς αυτός να καταλαβαίνει και χωρίς πολλά πολλά, προς το ποταμάκι. Μετά, τον αναλαμβάνουνε οι δύο Τριεψελίτες: τον πιάνουνε από τις μασχάλες και τα πόδια και τον βάζουνε όπως είναι, τσίλικος, κοστουμάτος, οριζόντια πάνω στο μεταλλικό κρεβάτι μέσα στον χείμαρρο – το σώμα του είναι, πια, σούμπιτο εντός της κοίτης και το κεφάλι του, σχεδόν όλο, απέξω. Το κρύο, μπουζιασμένο νερό όπως κατεβαίνει με ορμή τον καλύπτει, τον λούζει ολόκληρο, σχεδόν, μαζί με τα ρούχα και τα παπούτσια, τον διαπερνάει πέρα πέρα, η γραβάτα του γυρίζει σαν προπέλα, καθώς οι υπόλοιποι της παρέας αλαλάζουν κι ενώ ο Τζέκι ψέλνει σοβαροφανώς και φωναχτά υψώνοντας τα χέρια προς τον ουρανό «Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου Κύριε».

Ο Φραγκίσκος ξαφνικά, ξυπνάει μουσκεμένος και ανασηκώνεται στα χέρια του. Τον νερό τον έχει σοκάρει, τον παγώνει, αλλά ταυτόχρονα το νιώθει και κάπως ευεργετικά, συνέρχεται σε δευτερόλεπτα, κι ενώ στην αρχή δεν το αντέχει, μετά από λίγο φαίνεται να το αντιμετωπίζει κάπως, σχεδόν να του αρέσει –μέχρι που αισθάνεται να παγώνει εντελώς. Αλλά τώρα, ωστόσο, νιώθει το κεφάλι του, το μυαλό του εντελώς καθαρό, ξεμέθυστο. Τότε αρχίζει να γελάει τρανταχτά, ακατάπαυτα, γέρνει, πιάνεται στην όχθη και όπως όπως κυλιέται, βγαίνει έξω πλάγια, σέρνεται στάζοντας ολόκληρος, ξαπλώνει, και μετά ανακάθεται στο χώμα –ενώ η παρέα ζητωκραυγάζει, αλαλάζει, χειροκροτεί. Εκείνος συνέρχεται κι άλλο, νιώθει παγωμένος αλλά λυτρωμένος, διαυγής, και τους χαιρετάει θριαμβικά έχοντας πιάσει την μουσκεμένη γραβάτα του και κουνώντας την σαν μαντήλι.

Ο Τριεψελίτης Ζάχος Σιρβιλής πάει και φέρνει μια νταμιτζάνα κι ένα ποτήρι, το γεμίζει και το δίνει στο ξεμέθυστο, πια, Φραγκίσκο που το παίρνει χαμογελαστός, σηκώνει το κεφάλι και ρίχνει μια γουλιά υπό τις επευφημίες των υπολοίπων.

Ο σωματάρχης κι ο φρούραρχος έχουνε πλησιάσει κι αυτοί και δεν μπορούνε να κρατήσουν τα γέλια τους, ενώ ο Γιαννακουρέας σκύβει και λέει:

— Φραγκίσκο, στο σπίτι, δίπλα, έχω όσα ρούχα θες. Θα πάμε τώρα να αλλάξεις και θα είσαι μια χαρά. Καινούργιος. Κύριος.

Μετά γυρίζει προς τον υπηρέτη ο οποίος έχει κουβαλήσει με τον συνάδερφό του το γουρούνι στο σπίτι κι έχει επιστρέψει μήπως τον χρειαστεί το αφεντικό που τώρα του φωνάζει:

— Έλα δω, ρε βουβωνοκήλη…



( Απόσπασμα μυθιστορήματος που θα κυκλοφορήσει τον Μάρτιο )

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: