Παραναγνώσεις από κτήσεως κόσμου

Gourgouris  1

Δεν είναι καθόλου παράξενο, πράγματα δικά μας να θεωρούνται ανακαλύψεις ξένων. Ή και το αντίστροφο. Πράγματα (δηλαδή, ποιήματα) ξένων να θεωρούνται δικά μας, πολλές φορές γιατί τα αγαπήσαμε επειδή μας ταίριαζαν γάντι, σαν να είχαν υπάρξει στο σύμπαν αποκλειστικά για μας, γιατί μιλούσαν για μας, μιλούσαν με τη φωνή μας πριν καν υπάρξουμε για να φωνάξουμε και να ακούσουμε/ακουστούμε αφ’ εαυτού.

Θυμάμαι τη φορά, ούτε καν καλά καλά στα 13 μου, που πρωτοπήγα στη Γερμανία – Δυτική τότε, γιατί στην Ανατολική πήγα στα 21 μου, με σκοπό να αποδείξω την πολιτική φενάκη των αστών γονιών μου (άλλη ιστορία, που ενδέχεται να απασχολήσει μέλλοντα τεύχη). Εκεί βρέθηκα ξαφνικά αντιμέτωπος με τη μαγική ύπαρξη του τραμ, αυτού του ανεπανάληπτου οχήματος που καταφέρνει να εκσφενδονίζει τον άνθρωπο σε ταχύτητες που πριν από αυτό δεν υπήρχαν, ενώ ταυτόχρονα να τον διατηρεί μέσα στην άναρχη καρδιά του πολύβοου πεζοπόρου πλήθους, χάριν του οποίου δημιουργήθηκε η αισθητική του αστικού κέντρου που ενέπνευσε την απανταχού νεωτερική πρωτοπορία.

Έβλεπα το τραμ σαν παραμυθένιο τέρας που γλιστρούσε ανάμεσά μας σχεδόν αθόρυβα, εκτός από τον ήχο των σιδερένιων φρένων πριν καταλήξει στη στάση ή όταν και εφόσον χρειαζόταν να αντιμετωπίσει κάποιους αδιάφορους πεζούς που δεν καταλάβαιναν τη διαφορά μεταξύ δρόμου και πλατείας. Καμάρωνα, λοιπόν, αυτό το έμβλημα του μοντερνισμού, που με έκανε και εμένα να νιώσω μοντέρνος, μόνο και μόνο επειδή κοσμούσε την παρουσία μου, ενώ ταυτόχρονα μου δημιουργούσε μιαν αφάνταστη θλίψη για το ότι κατάγομαι από μια χώρα ιστορικού περιθωρίου, η οποία έβραζε στο ζουμί της δικής της παλιομοδίτικης αυταρέσκειας και δεν υπήρχε περίπτωση να επιτρέψει να αφεθεί στον μαγικό μοντέρνο κόσμο του τραμ. Εντάξει, υπήρχε βέβαια το τρόλεϊ, σαν φανταχτερό κίτρινο πουλί, αλλά αυτό είχε ρόδες!

Μου πήρε κάποια χρόνια να καταλάβω –να μάθω– ότι όχι μόνο η χώρα μου είχε κάποτε τραμ, τα οποία είχαν αγαπήσει, όπως τώρα εγώ, οι γονείς μου, ακράδαντα λάτρεις του οτιδήποτε μοντέρνου, αλλά επίσης –ω, τι Ύβρις!– τα τραμ τα είχε ξεπατώσει ως υπουργός Δημοσίων Έργων ο Καραμανλής το 1953, πέντε χρόνια πριν γεννηθώ, ο ίδιος Καραμανλής τον οποίο εκθείαζαν οι γονείς μου ως επιτομή του πολιτικού μοντερνισμού που οι ίδιοι πρέσβευαν, παρότι η συγκεκριμένη βαναυσότητα εναντίον της πόλης πραγματοποιήθηκε κατόπιν της κόντρας του Καραμανλή με την εταιρεία ηλεκτρισμού Πάουερ, την οποία διηύθυνε στον Πειραιά η θεία μου η Γαλάτεια. Και αυτή άλλη ιστορία για μέλλοντα τεύχη. Σημειώνω, όμως, ότι έμαθα για την προ εμού ύπαρξη του μαγικού αυτού οχήματος μέσα από τις μυθικές ιστορίες για τη θεία μου, μία εκ των οποίων έφερε το εκάστοτε τραμ να λειτουργεί σαν προσωπική της υπηρεσία, καθότι, λέγεται, ο οδηγός σταματούσε να την πάρει οπουδήποτε στον δρόμο κι αν βρισκόταν, εφόσον, ως διευθύντρια της Πάουερ, δεν ήταν απαραίτητο να περιμένει στη στάση με τους υπολοίπους.

Έχουμε, λοιπόν, την περίεργη αυτή κατάσταση να θεωρώ το τραμ σαν κάτι φανταστικά ξένο, ενώ υπήρξε κάποτε δικό μου –πρόκειται για ρητορική κατάχρηση αυτό το προσωπικά κτητικό–, το οποίο, καταλαβαίνετε, τι αίσθηση Έλληνος εαυτού μού δημιούργησε, τότε, μάλιστα, που πολύ νέος ακόμα για να ασχοληθώ με την ποίηση (παρόλο που έγραφα πολυσέλιδα επικά ποιήματα για την Επανάσταση του ’21 ενώ ήμουν ακόμη στο Δημοτικό), δεν είχα ιδέα ότι την ίδια εκείνη εποχή που εγώ θαμπωνόμουν στη Γερμανία, κυλούσε στη Θεσσαλονίκη το πραγματικά νεωτερικό και πλήρως αυτόχθον λογοτεχνικό όχημα, το Τραμ, που έμελλε να λειτουργήσει σαν πρώτη φάση του Χάρτη που τώρα (πάλι) μας φιλοξενεί.

Όλη αυτή η εισαγωγική φλυαρία –πέρα από το ότι διαρκώς με απασχολεί το τι είναι ξένο και τι είναι ίδιο, αφού έχω περάσει μια ζωή ιδιοποιώντας την ξενιτειά– ξεπήδησε από μια πρόσφατη συνάντηση με τη φωνή του Γιώργου Μακρή. Εννοώ κυριολεκτικά τη φωνή του. Ευτυχώς που αυτός ο απαράμιλλος λάτρης του χάους εδέησε να τακτοποιήσει μία στιγμή του δαιμονίου του, ηχογραφώντας την αλλόκοτη φωνή του, ώστε έτσι η τροχιά του να ξεφύγει από τη σκοτοδίνη στην οποία καταδίκασε την επίγεια ζωή του και ως εκ τούτου, μέσα στα μουσικά μου περπατήματα, να τον γνωρίσω, έστω και ετεροχρονισμένα, πέρα από τη μοναξιά του αναγνώστη των σελίδων του.

Ακούστε εδώ την απαγγελία του ποιήματος-μανιφέστου «Εμείς οι λίγοι» σε μουσική υπόκρουση πασίγνωστου ύμνου της τζαζ από τον δίσκο του Τσαρλς Μίνγκους, Pithecanthropus Erectus (ο ποιητής καγχάζει από το υπερπέραν): 

Ανέτρεξα στα μετά θάνατον μαζεμένα γραπτά του και παραθέτω εδώ το ποίημα ως έχει εκεί:[1]

ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΛΙΓΟΙ

Είμαστε εμείς οι ονειροπαρμένοι τρελλοί της γης
με την φλογισμένη καρδιά και τα έξαλλα μάτια.
Είμαστε οι αλύτρωτοι στοχαστές και οι τραγικοί ερωτευμένοι.
Χίλιοι ήλιοι κυλούνε μες στο αίμα μας
Κι ολούθε μάς κυνηγά το όραμα του απείρου.
Η φόρμα δεν μπορεί να μας δαμάσει.
Εμείς ερωτευθήκαμε την ουσία του είναι μας
και σ’ όλους μας τους έρωτες αυτήν αγαπούμε.
Είμαστε οι μεγάλοι ενθουσιασμένοι και οι μεγάλοι αρνητές.
Κλείνουμε μέσα μας τον κόσμο όλο και δεν είμαστε τίποτε απ’ αυτόν τον κόσμο.
Οι μέρες μας είναι μια πυρκαγιά κι οι νύχτες μας ένα πέλαγο.
Γύρω μας αντηχεί το γέλιο των ανθρώπων.

Είμαστε οι προάγγελοι του χάους.

Χειρ Γεωργίου Μακρή, Πνεύμα Λένα [1950]

Nicolas-Joseph-Laurent Gilbert
Nicolas-Joseph-Laurent Gilbert

Πριν επανέλθω στο ηχητικό ντοκουμέντο, σημειώνω το εξής αφήγημα που θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ενός άλλου. Στο τέλος του ποιήματος υπάρχει η υποσημείωση αριθμός 1, η οποία, γυρνώντας στο τέλος του βιβλίου, παραπέμπει στο εξής:

Nicolas-Joseph-Laurent Gilbert. Γάλλος ποιητής (1751-1780). Μια μέρα, πέφτοντας από το άλογο, χτύπησε άσκημα στο κεφάλι, γεγονός που επεδείνωσε την ήδη ταραγμένη του πνευματική ισορροπία. Λέγεται ότι, μερικούς μήνες αργότερα, σε μια κρίση απελπισίας και τρέλλας, κατάπιε το κλειδί μιας μικρής κασετίνας, το οποίο σφηνώθηκε στον οισοφάγο του. Πέθανε μετά δυο μέρες.

Το ποίημα αυτό –το τελευταίο της συλλογής Les Contrerimes– βρέθηκε αντιγραμμένο από τον Μακρή στα χαρτιά του.

Η υποσημείωση παραλείπει ότι ο Gilbert ήταν γνωστός σατιρικός ποιητής της εποχής των Φιλοσόφων του γαλλικού Διαφωτισμού, φίλος του D’Alembert και του βαρόνου Γκριμ, ωστόσο διακριθείς μέσα σε αυτήν την παρέα ως αμείλικτος παρωδός του αιώνα του Διαφωτισμού (βλ. τα ποιήματά του Le Dix-huitième siècle και Diatribe sur les prix académiques), το οποίο και προκάλεσε τον οργισμένο σαρκασμό του Βολταίρου. Παραλείπεται ακόμη το γεγονός ότι μετά το ιππικό ατύχημα, ο Gilbert εισήχθη στο νοσοκομείο Hôtel-Dieu de Paris, όπου και υπεβλήθη σε τρυπανισμό, προκειμένου να του αφαιρεθεί η τρέλα που κυλούσε στο αίμα του και διόγκωνε τον εγκέφαλό του. Το ότι κατόπιν ο ίδιος προκάλεσε τον θάνατό του καταπίνοντας το κλειδί της κασετίνας των γραπτών του, προφανώς και εμήνυε στον κόσμο που τον αδίκησε ότι κανένα ξεκλείδωμα του κρανίου του από την επιστήμη δεν θα μπορούσε να του αφαιρέσει τον κόσμο που είχε κλείσει μέσα του, όπως λέει και στο ποίημα.

Ο Gilbert ήταν ο Μακρής της εποχής του. Γι’ αυτό ο Μακρής παρουσίασε ένα ποίημά του σαν δικό του, όχι μεταφράζοντάς το αλλά γράφοντάς το εκ νέου, διά χειρός δικής του και διά πνεύματος άλλου – μάλλον άλλης, της Λένας (Τσούχλου;), γιατί σε τελευταία ανάλυση το πνεύμα είναι έμφυλο και όχι αγγελικά ουδέτερο και εκ του πατρός εκπορευόμενο.

Το πνεύμα του Μακρή είναι μαγικά μακρόπνοο, ώστε να απλώνεται μέσα στα αγγεία του χρόνου, παρελθόντος και μέλλοντος, χωρίς να χρειάζεται να αγκυροβολήσει πουθενά. Το ίδιο ισχύει και για τον τόπο – ή μάλλον, τόπους, αμέσως και χωρίς δεύτερη κουβέντα πολλαπλούς, έτσι ώστε από την Πυργέλα της Αργολίδος, όπου στην Κατοχή έζησε κάποια χρόνια αθεράπευτης βαρεμάρας (εκτός όταν, λόγω της γερμανομάθειάς του, είχε βοηθήσει τους αντάρτες σε παραπλανητικές κινήσεις), έως το Παρίσι, όπου και πάλι λόγω γενικής άγνοιας κινδύνου διετέλεσε στις περιπλανήσεις του μέχρι και παράνομος διακινητής όπλων για τους αντάρτες της Αλγερίας, η απόσταση γινόταν μηδαμινή.

Το ίδιο ισχύει και για τόπους γλωσσικούς, αν σκεφτούμε ότι τη δεινή του πολυγλωσσία ο Μακρής δεν χρησιμοποιούσε τόσο πολύ μεταφραστικά – εκτός από μια απαράμιλλη μετάφραση του κορυφαίου ποιήματος του Οκτάβιο Πας «Πέτρα του ήλιου», το οποίο ήταν και το μοναδικό κείμενο που δημοσίευσε ποτέ με την υπογραφή του (στο πρώτο τεύχος του περιοδικού Πάλι το 1964) – όσο για κάνει λογοπαίγνια σε δυο-τρεις γλώσσες ταυτοχρόνως, τα οποία ευτυχώς έχουν διασωθεί στη μνήμη των φίλων του. Το συγκλονιστικό τελευταίο ποίημά του «Σήμερα», το οποίο διασώθηκε επειδή ο Μακρής είχε τη διαύγεια να παραδώσει στον Νάνο Βαλαωρίτη κάποιες μέρες πριν δώσει τέρμα στη ζωή του, είναι γραμμένο κυρίως στα αγγλικά, και διάφορα άλλα γραπτά είναι στα γαλλικά ή στα γερμανικά ή και ανάμεικτα.

Η γλώσσα του, όμως, ήταν σωματική και η γραφή του βασιζόταν πολύ περισσότερο στο εκάστοτε χαρτί που χρησιμοποιούσε, παρά στο γλωσσικό ιδίωμα με το οποίο εκφραζόταν, γιατί το χαρτί όριζε το μέγεθος του κειμένου ή και του ίδιου του γραφικού του χαρακτήρα, δηλαδή του στίγματος του εαυτού του, εφόσον άλλοτε έγραφε με γράμματα μικρά –σαν σκνίπες, λέει ο φίλος του Ε.Χ. Γονατάς– άλλοτε με διαστήματα μεγάλα ή μακρόσυρτα, ανάλογα με το αν έγραφε σε πακέτα τσιγάρων, χρησιμοποιημένες καρτ ποστάλ ή παλιά επισκεπτήρια, σε ρολά ταμειακών μηχανών ή σε χαρτοπετσέτες, μπλοκάκια ξενοδοχείων, οπισθόφυλλα φωτογραφιών – οτιδήποτε χάρτινο αντικείμενο βρισκόταν πιο κοντά στο χέρι του τη στιγμή που αποφάσιζε να μεταφέρει τη γλώσσα του έμψυχου σώματος στην ύλη του χαρτιού.

Όμως, το πιο αγαπημένο του χαρτί για γράψιμο ήταν το βιβλίο. Λέγεται ότι έγραφε μανιωδώς στο περιθώριο βιβλίων που διάβαζε, έτσι ώστε το μεγαλύτερο μέρος των γραπτών του να έχει χαθεί, γιατί παρόλο που βρέθηκαν κάποια χειρόγραφα, ελάχιστα από τα βιβλία του σώθηκαν, εφόσον, όπως ο ίδιος έλεγε, διάφοροι επισκέπτες και περιδιαβαίνοντες στα πολλά και εφήμερα σπίτια του –γιατί κατ’ ουσίαν υπήρξε πλανόδιος και άστεγος, ακόμα και την αλληλογραφία του την παρελάμβανε από διάφορες διευθύνσεις γνωστών και φίλων– έκλεβαν τα βιβλία πολλές φορές εν γνώσει του. Ο ίδιος δεν φαίνεται να έκανε τίποτε γι’ αυτό, εκτός από το να το μεταφέρει πλαγίως σε γραπτό του, γιατί, συν τοις άλλοις, ο Μακρής ήταν περίφημος για την ακαταστασία του και γενικά προσωπική ατημελησία του ως αληθινός λάτρης του χάους.

Το χάος θα πρέπει να ήταν μία από τις πιο αγαπημένες του ελληνικές λέξεις – λέξη με την οποία είχε βαπτίσει την Πλατεία Συντάγματος: «Θέλεις να πάμε στο Χάος;» ανακοίνωνε στους φίλους του. Φανταστική ειρωνεία – όχι τόσο γιατί η πλατεία ήταν χαώδης, αλλά γιατί, ως κατονομασμένος χώρος κυβερνητικής τάξης, όφειλε να χρεωθεί τη λεκτική μεταμόρφωση που επιβάλλει η ασυνταξία, η ποιητική επιθυμία για την αταξία.

Έχει ειπωθεί από πολλούς φίλους του ότι ο Μακρής γενικά απωθούσε την ιδέα της οιασδήποτε σύνταξης των γραπτών του, προφανώς δε και της συνταξιοδότησής του. Εξάλλου ουδέποτε εργάστηκε. Όχι μόνο δεν δεχόταν να δημοσιεύσει τα γραπτά του, αλλά φαινόταν γενικά να τα άφηνε στην τύχη τους, που σημαίνει ότι πολλές φορές κυριολεκτικά τα άφηνε –τα ξέχναγε ή τα παράταγε;– σε δωμάτια ξενοδοχείων ή σε τραπέζια εστιατορίων, σαν να θεωρούσε ότι ανήκαν μόνο σε μια συγκεκριμένη πτυχή του χρόνου, και αν ο ίδιος, για τον όποιο λόγο, βρισκόταν αλλού ξαφνικά, τα γραπτά δεν όφειλαν να τον ακολουθήσουν. Αρκετές φορές είχε διηγηθεί περιστατικά όπου, έχοντας γυρίσει να ξαναβρεί τα ξεχασμένα, εκείνα είχαν χαθεί, και σε όλες τούτες τις περιπτώσεις οι φίλοι του συμφωνούν ότι τους έλεγε την ιστορία πάντα με κάποια ανακούφιση.

Μεγάλο θέμα έχει γίνει με το γεγονός ότι στα χειρόγραφά του δεν βρέθηκαν ποτέ τα φιλοσοφικά ή, ας πούμε, τα θεωρητικά γραπτά του. Ούτε ένα κείμενο. Παρόλο που οι μαρτυρίες των φίλων του, αλλά και τα λεγόμενα του ιδίου του Μακρή στις σωζόμενες επιστολές του, δείχνουν μιαν απίθανη έκταση φιλοσοφικών γνώσεων, σχεδόν πάντα διαβάζοντας τις πρωτότυπες ξενόγλωσσες εκδόσεις, από τους κλασικούς, όπως τον Πλάτωνα, τον Λούθηρο, τον Ντεκάρτ ή τον Γκαίτε, τον οποίον συχνά θυμόταν απέξω στα γερμανικά, μέχρι σύγχρονους στοχαστές που ελάχιστοι Έλληνες την εποχή εκείνη γνώριζαν, πέρα από τον Φρόυντ, τον Μαρξ, και τον Σαρτρ – μιλάμε για τον Χάιντεγκερ, τον Γιάσπερς, τον Κανέτι, τον Ζενέ (τον οποίον γνώριζε προσωπικά και είχε κατατρομάξει με την απερίσκεπτη οδήγησή του ένα βράδυ πηγαίνοντας βόλτα στο Σούνιο), τον Χόρκχαϊμερ, τον Μαρκούζε, ή τον Φανόν. Ο Βαλαωρίτης αναφέρει ότι «το κασόνι με τα χειρόγραφα του φιλοσοφικού έργου» του Μακρή βρέθηκε, αλλά ήταν δυστυχώς αδειανό! Τα έχασε; Τα κατέστρεψε; Τα παρέδωσε, όπως τον εαυτόν του, στο κενό; Ό,τι και να πούμε, σαφώς ο Μακρής έδωσε αληθινή υπόσταση στο κιβώτιο του Αλεξάνδρου, ενώ αυτό ακόμη περιφερόταν στα μονοπάτια της εξόριστης γραφής σε μια σοφίτα στο Παρίσι.

Ο τελευταίος διάλογος της ζωής του έγινε πασίγνωστη στιχομυθία. Ο θυρωρός, βλέποντάς τον να μπαίνει στο ασανσέρ, τον ρώτησε «Πού πάτε, κύριε Μακρή;» για να λάβει την απάντηση «Μην ανησυχείς, κατεβαίνω αμέσως». Αν και ήδη μετρούσε διάφορες απόπειρες αυτοκτονίας, ωστόσο πάνω από την πράξη του πλανάται ένα παιγνίδι που λάτρευε να παίζει από μικρός: να περπατάει στην άκρη του οποιουδήποτε υψώματος, γκρεμού ή πολυκατοικίας, γιατί τον σαγήνευε ο ίλιγγος του ύψους και του κενού. Αυτός ο άνθρωπος, που στη ζωή του βάδιζε στη γη κουτσαίνοντας ελαφρά, γιατί από παιδί είχε ανεπανόρθωτα τραυματιστεί όταν το πόδι του είχε πιαστεί στις ράγες ενός τραμ που τότε υπήρχαν ακόμα στην Αθήνα, γούσταρε τους αιθέρες.

Η οποιαδήποτε φόρμα –είτε τέχνης είτε ζωής– δεν μπορούσε να τον δαμάσει, όπως λέει και στο ποίημα. Αντιθέτως, όλες οι κατεστημένες φόρμες πραγματικότητας ή μύθου έπρεπε να καταστραφούν, πρώτος απ’ όλους ο Παρθενώνας, όπως είχε ανακοινώσει στην Προκήρυξη αρ. 1 του ΣΑΣΑ (Σύνδεσμος Αισθητικών Σαμποτέρ Αρχαιοτήτων) το 1944, σαν πρώτη χειρονομία πραγματικής απελευθέρωσης της κατεχόμενης Ελλάδος. Εξάλλου, ο Μακρής υπήρξε μύθος από μόνος του. Δεν χωρούσε σε μορφές που είχαν ήδη οριοθετηθεί και τελειοποιηθεί από άλλους, έστω και ως ερείπια.

Και προφανώς το ποίημα «Εμείς οι λίγοι» είναι παντελώς δικό του. Αλλά τι σημασία έχει; Αφού κι ο Gilbert, τον οποίον όντως είχε αντιγράψει ο Μακρής σε κάποιο χαρτάκι, ξένος δεν του ήταν. Τι σημασία έχει η ιδιοκτησία; – αδειοκτησία θα ήταν μάλλον προσφιλέστερη λέξη, σύμφωνα με τα γούστα αυτού του μνημειώδους λογοπαίκτη.

Εξάλλου, στην απαγγελία που παρέθεσα, η φωνή αποκλείεται να είναι δική του, αφού ο άνθρωπος δεν θέλησε ποτέ να δημοσιεύσει ούτε καν έναν στίχο με το όνομά του, πόσο μάλλον να απαγγείλει. Εκτός αν υποθέσουμε ότι πηδώντας στο κενό από την ταράτσα του σπιτιού του σκόρπισε τη φωνή του στον αέρα, ώστε, ως γνήσιος προάγγελος του χάους, να ηχογραφηθεί σε κάποιον μέλλοντα χωροχρόνο και να αποκτήσει περαιτέρω (δια)συνθέσεις όπως αυτή που, κλείνοντας την άκλειδη κασετίνα, παραθέτω εδώ:

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: