«Μικρό είναι το μάτι σου!»

(Φωτ. Γ. Φαλκώνης)
(Φωτ. Γ. Φαλκώνης)


Maruoc Πondukac
(μας είπε πριν μερικά χρόνια ο Ποντίκας ότι έτσι γράφεται το όνομά του στα Κροατικά)



Νοέμβρης του ’72. Είμαι Τετάρτη Γυμνασίου και η φιλόλογος (παιδί της χούντας πέρα ως πέρα, αλλά και στενή φίλη των γονιών μου) έχει ήδη δημιουργήσει, κατά παράδοξο τρόπο και για λόγους που ποτέ μου δεν κατάλαβα πλήρως, σχέσεις του σχολείου με το θέατρο Στοά, που μόλις έχει ανοίξει. Έχουμε ήδη δει στην προηγούμενη σεζόν, τον χειμώνα του ’72, τον Μανδραγόρα του Πιραντέλο. Επειδή το σχολείο είναι της γειτονιάς, το Γυμνάσιο Θηλέων Ζωγράφου, και (είμαι βεβαία) χωρίς να ξέρει ο Θανάσης Παπαγεωργίου την στενή, στενότατη σχέση της φιλολόγου με τα εντόσθια της χούντας (αλλά, ίσως και γνωρίζοντάς την, τι θα μπορούσε να κάνει, δηλαδή;) μας καλεί μετά στα παρασκήνια όπου, θυμάμαι να συζητάμε για τον Πιραντέλο. Μετά από λίγες μέρες ξαναπάμε με τους γονείς μου να το δούμε. Την άνοιξη του ’72 με έχουν πάρει οι γονείς μου μαζί τους στη Στοά να δούμε μια παράσταση με ελληνικά μονόπρακτα όπου πρωτοπαρουσιάζεται και ένα μονόπρακτο του Μάριου Ποντίκα. Δεν θυμάμαι τίποτα από την παράσταση εκτός από το ότι με συγκινεί το επώνυμό του και η σκέψη της καζούρας που θα πρέπει να είχε φάει. Ξέρω, γιατί το έχω ζήσει κι εγώ με το δικό μου επώνυμο. Το επώνυμο, όμως, μου μένει. Τον Νοέμβρη του ’72 προγραμματίζεται να ξαναπάμε στη Στοά για να δούμε το πρώτο θεατρικό του Ποντίκα, Ο λάκκος και η φάβα. Επειδή είμαι παιδί καθηγήτριας στο σχολείο και καλή μαθήτρια και μ’ αρέσει το θέατρο και αριστερίζουσα (που το ξέρει η φιλόλογος) με παίρνει η φιλόλογος μαζί με λίγες άλλες συμμαθήτριες (θηλέων το σχολείο) να πάμε στην τελική πρόβα. Μπαίνουμε στο μισοσκόταδο της αίθουσας και ο Ποντίκας κάθεται μπροστά μαζί με τον Παπαγεωργίου. Μετά την πρόβα πάμε να του μιλήσουμε. Γυρνάει ο Ποντίκας και μένουμε όλες άφωνες μπροστά στο γωνιώδες πρόσωπο, τα κατάμαυρα πυκνά μαλλιά, και το βλέμμα που σπινθήριζε και έκοβε ταυτόχρονα. Κι εκείνη τη φωνή: τί κάνετε, κορίτσια; Νομίζω ότι καμιά μας δεν κοιμήθηκε (ήσυχα) εκείνο το βράδυ.

Από τότε, και μέχρι που έφυγα για την Αμερική, δεν χάνω καμία παράσταση έργου του Ποντίκα — Εσωτερικαί Ειδήσεις, Θεατές, Ο Γάμος, Τo τρομπόνι, είτε είναι στη Στοά είτε στου Κουν, είτε στο Εθνικό, οι λέξεις του κοφτερές και ατσαλένιες δεν μ’ αφήνουν σε ησυχία, δεν μου δίνουν χώρο ανάπαυσης, κανέναν εφησυχασμό, καμία ευκαιρία να (ξε)γλιστρήσω σε κανένα πέλαγος βαυκαλιστικής ευτυχίας. Είναι εκεί να μου υπογραμμίζουν διαρκώς ότι ο μικροαστισμός είναι η λάσπη της εργατικής τάξης, ότι η πατριαρχία δεν ζει μόνο μέσα στο αρσενικό, ότι υπάρχουν και γλυκομίλητοι καταπιεστές. Κι ότι δεν υπάρχει διαφυγή απ’ τον Εμφύλιο. Ποτέ και πουθενά.
Και μετά, μετά από τόσα χρόνια στην Αμερική που έχω χάσει τόσες παραστάσεις του Ποντίκα, τον ξαναγνωρίζω. Αλληλοπειραζόμαστε κι αλληλοδιαβαζόμαστε, με αποκαλεί σχεδόν πάντα με το επώνυμό μου. Κάποια στιγμή του λέω για το ’72, ότι περίμενα να δω έναν γίγαντα, αλλά «εσύ, είσαι μικρούλης όπως εγώ», του λέω. «Μικρό είναι το μάτι σου», μου λέει ο Μάριος, έτσι όπως το είχε γράψει τότε σε μια διαφήμιση αυτοκινήτου.
Ενώ γράφω για τον Οιδίποδα, ο Μάριος γράφει για τους Δολοφόνους του Λαΐου και τα κοράκια, που ανεβαίνει πάλι από τη Στοά το 2004. Κλείνω το κείμενο με μια παράγραφο απ’ το έργο

ΑΝΤΡΑΣ: Εμένα ο πατέρας μου αυτός είναι! Και δεν ζει. Τον έσφαξαν οι δικοί του στον Εμφύλιο γιατί πήγε με γυναίκα της άλλης πλευράς που χόρευε ζεϊμπέκικο σαν άντρας και την έσφαξαν κι αυτήν οι δικοί της επειδή πήγε με τον πατέρα μου, κι εγώ δεν ξέρω, αν με ρωτήσετε, ποια είναι η Ζεϊμπέκω ―όπως έμαθα εκ των υστερών ότι την φώναζαν— μάνα μου πάντως δεν είναι, εγώ ήμουνα τότε έξη χρονών.

Και επεξηγώ σε σημείωση γιατί το επέλεξα:

«Ο Ποντίκας χρησιμοποιεί τον όρο άνδρας που καθορίζει το φύλο, αντί του όρου άνθρωπος, που δεν σηματοδοτεί το φύλο, καθώς η ενασχόληση του στο έργο είναι με τον άνδρα και την γυναίκα, και όχι με τον Οιδίποδα ως παραδειγματικό άνθρωπο. Εγώ το χρησιμοποιώ εδώ, εξαιτίας της σύνδεσης που προτείνει ο Ποντίκας μεταξύ του μύθου του Οιδίποδα και της ακόμα ζωντανής μνήμης του τραύματος του Εμφυλίου».

«Τίποτα δεν κατάλαβες,» μου γράφει, εν ολίγοις, ο Μάριος. «Θα με θεωρήσεις αχάριστο γιατί ενώ με ανέφερες στο πόνημα σου, διεθνοποιώντας με, εγώ βρήκα ευκαιρία να δείξω τη νεοελληνική μου μιζέρια με παρατηρήσεις, αντιρρήσεις ― ευτυχώς όχι και απαιτήσεις... Πράγματι, η αναφορά σου στην εκδοχή του Ahl για τον Οιδίποδα με έχει εντυπωσιάσει τόσο που με έβαλε στον πειρασμό να τη ‘θεατροποιήσω’. Μπορείς να μου στείλεις το βιβλίο; Μπορείς να κάνεις κάτι που θα σε ανυψώσει στα μάτια μου και σου δώσει την ευκαιρία να λες ‘εγώ είμαι που βοήθησα τον Ποντίκα’»;



Υ.Γ. Τα βιβλία μου βρέθηκαν να επιπλέουν στον Κορινθιακό Κόλπο, εκτός αυτού έχω και την μαρτυρία του Καλοκύρη: τα πετάγατε ποτισμένοι με ούζο για να δείτε αν μπορούν να σταθούν στην επιφάνεια της θάλασσας. Στάθηκαν παρά τις προσδοκίες σας να καταποντισθούν. Έλεγε δε ο Γουργουρής, και μπράβο του, ‘παιδιά δεν είναι σωστό, θα μας πουν ανθέλληνες... Ο Γεωργουσόπουλος θα με ξεσκίσει...’».

Και υπογράφει ο Μάριος:

«Ο καλλιτέχνης φιλάει την ανθρωπολόγο. Η ανθρωπολόγος φιλάει τον καλλιτέχνη;»

Έχω ακόμη τα προγράμματα. Ανοίγω εκείνο για τους Θεατές, διαβάζω τις κριτικές και βλέπω στο τέλος το εξής, ως υποσημείωση του προγράμματος: «Για τους Θεατές μέχρι τις 21.9.78 δεν είχαν γράψει κριτική οι εφημερίδες: Αυγή, Απογευματινή, Βραδυνή και Νέα». Και είναι σαν να βλέπω μπροστά μου τη σπίθα στο βλέμμα του Μάριου και, λοιδορώντα τις εφημερίδες που δεν είχαν γράψει μέχρι εκείνη τη στιγμή, τον ακούω να λέει «Εκείνος, όμως…επανΕκαμψεεεεε».

Η ανθρωπολόγος φιλάει τον καλλιτέχνη.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: