«Ο γάμος»: Θέατρο Τέχνης 1980 – θέατρο Επί Κολωνώ 2023

Ομάδα ΝΑΜΑ, 2023
Ομάδα ΝΑΜΑ, 2023

Ο Μάριος Ποντίκας θεωρείται ένας από τους πιο σημαντικούς αντιπροσώπους του «ρεαλιστικού νεοελληνικού θεάτρου» της μεταπολίτευσης, μ’ ένα χιούμορ άμεσο και συχνότερα ύπουλο, υποδόρειο να καιροφυλακτεί μέσα στις αρθρώσεις των λέξεων» κατά τον Γιάννη Χρυσούλη.
Στον Γάμο είναι εμφανής η αιχμηρή σάτιρα που διαποτίζει τα κείμενα του Ποντίκα, λαμβάνοντας υπόψη το όνομα της βιασμένης κοπέλας «Αφέντρα». Εύλογα γεννιούνται ερωτήματα σε ποιον, σε τι και με ποιον τρόπο ασκεί εξουσία το άτυχο αυτό κορίτσι, καθώς είναι φιμωμένο και μόνο κάποιες άναρθρες κραυγές ακούγονται, «η σιωπή του δραματικού προσώπου» ηχεί εκκωφαντική στα αυτιά μας, υπογραμμίζει ο Πεφάνης.
Ένα δημοσίευμα σε εφημερίδα της εποχής, στο οποίο αναφέρεται ότι μία 16χρονη κοπέλα, που δούλευε ως εργάτρια, αφού σχόλασε από τη δουλειά της, έπεσε θύμα ομαδικού βιασμού και στη συνέχεια, αυτοπυρπολήθηκε, στάθηκε η αφορμή να επεξεργαστεί ο Ποντίκας το γεγονός ως θέμα για θεατρικό κείμενο. Ο συγγραφέας φαίνεται να εξετάζει στο έργο του τα θέματα που προκαλεί το σύστημα με τους μηχανισμούς του, στο τι συμβαίνει μετά τον βιασμό και όχι αυτό καθαυτό το γεγονός.
Η οικογένεια ασκεί βία πάνω στο θύμα υπακούοντας στον κώδικα της κοινωνίας· μετά την τελεσίδικη απόφαση του Ιατροδικαστή ότι η Αφέντρα «τυγχάνει διακεκορευμένη», η άσκηση βίας γίνεται πιο έντονη και πιεστική, με τον πατέρα να ωθεί το κορίτσι στην αυτοχειρία. Ο ισχυρός επιβάλλεται στον αδύναμο. Αντιλαμβανόμαστε ότι η συγκεκριμένη συμπεριφορά του πατέρα απορρέει από απαρχαιωμένους και άνευ αξίας κώδικες που σήμερα δεν έχουν καμία ισχύ και σημασία.
Αναφορικά με τη γλώσσα γραφής του Ποντίκα, επισημαίνεται το ιδιαίτερο μέταλλο που την χαρακτηρίζει, «σκληρή, καυστική» σχολιάζει ο Πεφάνης. Στον Γάμο είναι έντονη η αντίθεση ανάμεσα στη γλώσσα που χρησιμοποιούν ο Ιατροδικαστής, ο Εισαγγελέας και ο Συνήγορος υπεράσπισης, καθαρεύουσα, και την απλή, «λαϊκή» της οικογένειας, των μαρτύρων, του βιαστή.
Ο Ποντίκας χειρίζεται και αξιοποιεί έξυπνα το πρόσωπο-αφηγητή δημιουργώντας δύο επίπεδα χώρου και χρόνου, το δραματικό και το αφηγηματικό που εναλλάσσονται, πετυχαίνοντας τις απαιτούμενες εσωτερικές αποστάσεις καθώς εξελίσσεται η πλοκή του έργου.

Πολενάκης:
Το Κορίτσι οδηγείται στην αυτοχειρία, ως μία άλλη Ιφιγένεια. Δεμένη, φασκιωμένη, ανήμπορη να αρθρώσει λέξη, ανίσχυρη να αντιδράσει, υποκύπτει σε έναν γάμο-θάνατο, σαν την κόρη του Αρχιστράτηγου των Ελλήνων, η οποία σφαγιάστηκε στην Αυλίδα για να ξεκινήσει η εκστρατεία κατά της Τροίας, όπως περιγράφεται στην πάροδο της τραγωδίας Αγαμέμνων του Αισχύλου. Το συγκεκριμένο έργο του Ποντίκα δεν αφήνει περιθώρια διαφυγής, δεν υπάρχει διέξοδος, η εποχή που ζούμε, δεν το επιτρέπει. Είμαστε θιασώτες ενός κόσμου γεμάτου Ερινύες, οι Ευμενίδες έχουν εξαφανιστεί. Ο άνθρωπος που βιάζεται είναι «θύμα του πιο αποτρόπαιου εγκλήματος». Αυτή είναι η οπτική του συγγραφέα και αντιλήψεις του τύπου «δε μπορεί, θα τα ΄θελε λίγο κι αυτή» τον αφήνουν παγερά αδιάφορο».

Ο πατέρας στο Γάμο του Μάριου Ποντίκα είναι μία φανερά ψυχοπαθητική προσωπικότητα με σαδιστικές τάσεις. Στις κόρες του έχει προκαλέσει τα πιο βαθιά συμπλέγματα και έχει εκμηδενίσει τη γυναίκα του. Η μεγάλη αδερφή, παρόλο που δεν έχει πολύ καλύτερη μεταχείριση από την «ατιμασμένη», κάνει ό,τι μπορεί για να υποδαυλίσει το ξέσπασμα της βίας του πατέρα στη βουβή από το σοκ κοπέλα. Η αδερφή προσυπογράφει την τακτική του πατέρα, που παρακινεί στην αυτοκτονία τη μικρή. Η αντιζηλία με τα άλλα θηλυκά μέλη της οικογένειας για την προτίμησή του πατέρα, την ωθεί να δηλώσει άνευ όρων σύμμαχος του, προδίνοντας το φύλο της κατά τον κλασικό φροϋδικό μηχανισμό, αναφέρει η Πετράκου.

Η πρώτη παρουσίαση του έργου από το Θέατρο Τέχνης το 1980 δεν έτυχε θετικής υποδοχής από τους κριτικούς της εποχής και δυστυχώς, έχει περιορισμένα ανεβάσματα στο θεατρικό σανίδι. Τη ραδιοφωνική μετάδοσή του, τον Ιανουάριο του 1987, προλογίζει ο ίδιος ο συγγραφέας, ο οποίος αναφέρει: 

«Ένας βιασμός μπορεί να χωρέσει σε δυο αράδες εφημερίδας σαν ασήμαντη είδηση. Αν έχει ψαχνό μπορεί να γίνει ανάγνωσμα δακρύβρεχτο και εντυπωσιακό στις λεπτομέρειές του. [...] Ο Γάμος έχει σαν αφορμή τον βιασμό μιας κοπέλας που αυτοκτόνησε, γιατί δεν άντεχε την ντροπή. Αυτός είναι ο μύθος και στηρίζεται σε πραγματικό γεγονός. Με το έργο δεν επιχειρείται η αναπαράσταση του. Αναζητούνται οι υπεύθυνοι κατασκευαστές αυτής της ντροπής. Πολλοί από αυτούς είναι οι ίδιοι θύματα, όπως ο πατέρας, και οι περισσότεροι οι επίσημοι εμπνευστές, όπως ο νομοθέτης. [...] Η τιμωρία του δράστη ξανακάνει ήρεμο τον ύπνο τους. Η κυρίαρχη ιδεολογία θα γλιτώσει άλλη μια φορά και περήφανη που τα κατάφερε θα παράγει ανεμπόδιστη τους άλλους βιασμούς. Όχι μόνο όσους ασκούνται στο σώμα, αλλά και στη σκέψη. Όχι μόνον αυτούς που φαίνονται αλλά και τους αφανείς. Κυρίως αυτούς.»

13 Ιανουαρίου 2020 γίνεται η πρεμιέρα του Γάμου στο θέατρο Σταθμός, σαράντα χρόνια μετά το πρώτο θεατρικό ανέβασμα του έργου και λίγο πριν την «έκρηξη» του ελληνικού MeToo. Οι Κώστας Παπακωνσταντίνου και Αγγελική Μαρίνου συνσκηνοθετούν την παράσταση. Η πρώτη ανάγνωση του έργου αφήνει αδιάφορους τους άντρες της ομάδας, ενώ αντίθετα, οι κοπέλες συγκλονίζονται. Οι σκηνικές οδηγίες στην αρχή του έργου εντυπώνονται βαθιά στο μυαλό τους και αποτελούν το κλειδί για το πως θα το μεταφέρουν στη σκηνή, τους δημιουργούν μία εικόνα που σοκάρει: η ιατρική καρέκλα μεταμορφώνεται σε όργανο βασανιστηρίων και ταυτόχρονα, είναι ένα ερέθισμα σεξουαλικό. Είχαν στα χέρια τους ένα έργο, που διαδραματίζεται σε έναν μη χώρο, ούτε στο σπίτι ούτε στο δικαστήριο, με στοιχεία θεάτρου του παραλόγου και στοιχεία θεάτρου In-Yer-Face· ο θεατής αναγκάζεται να πάρει θέση. Το γυναικείο γεννητικό όργανο είναι ταμπού, ο θεατής στέκεται αμήχανος στη θέα του. Στόχος του ακραίου γυμνού επί σκηνής είναι να προκαλέσει στον θεατή μία επιπλέον σκέψη για το πως βλέπει αυτός ο ίδιος το κακοποιημένο γυναικείο όργανο. Του δίνεται χρόνος να μην προσπεράσει την εικόνα, να σκεφτεί τη δική του θέση απέναντι στη γυναίκα. Ο Μάριος Ποντίκας ήταν στις πρόβες, εξέφρασε τις επιφυλάξεις του για το γυμνό, πάντα με ευγένεια και δεν πίεζε να επιβάλει την άποψή του, αλλά με έγνοια πως θα προσλάβει ο θεατής το γυμνό, είχε έγνοια να προστατεύσει την παράσταση και την ομάδα, με την εμπειρία και τη γνώση του πάνω στο θέατρο. Δυστυχώς, το πρώτο κύμα της πανδημίας διέκοψε τις παραστάσεις, όμως το έργο πήρε τη θέση που του αξίζει στη νεοελληνική δραματουργία.

Λίγες μέρες πριν την πρεμιέρα του έργου στο θέατρο Επί Κολωνώ, τον Οκτώβριο του 2022, δημοσιεύονται στον έντυπο τύπο και τα social media καταγγελίες για την εκπόρνευση μίας ανήλικης από την ίδια της τη μητέρα. Ο Γάμος φαντάζει τόσο σύγχρονος, σαν να γράφτηκε χθες και όχι πριν σαράντα χρόνια. Η Ομάδα Νάμα επιλέγει συνειδητά να ερμηνεύσει όλους τους ρόλους, εκτός από την οικογένεια, ένας ηθοποιός, επειδή θέλει να δείξει «ότι σε μία κοινωνία υποκρισίας κρύβεται η ίδια αντίληψη, τα ίδια μυαλά πίσω από διαφορετικά πρόσωπα».

«[...] Οι ήρωες του έργου βρίσκονται εγκλωβισμένοι και οι ίδιοι στα σχήματα της κοινωνίας, ανάμεσα στο δίπολο αγριάδα και γελοιότητα υπό την απειλή της ντροπής. [...] Το έργο φέρνει επί σκηνής αυτή την αγριότητα της ζωής θυμίζοντας το In-Yer-Face Theatre με έντονα στοιχεία ρεαλισμού και ακροβατώντας στον χώρο του γκροτέσκου. Δουλεύοντας, συνειδητοποίησαν πως η απόσταση που μας χωρίζει από την ημερομηνία συγγραφής του έργου τους επέτρεψε να δουν πιο καθαρά τις αποχρώσεις του, το πόσο ευφυής ήταν η σύλληψη του. [...] Ο προοδευτικός δυτικός κόσμος, πρέπει να δώσει και άλλες μάχες για να ξεφύγει από τον ίδιο του τον εαυτό.»

Wherehaus612 Λευκωσία Ο Γάμος, πρεμιέρα Σάββατο 18 Μαρτίου 2023

Ο Μιχάλης Κολοκοτρώνης εστιάζει τη διδασκαλία του έργου σε συγκεκριμένα ζητούμενα, όπως να αντιληφθούμε ότι όλα τα πρόσωπα ήταν θύματα, τη μεταφορά της ενοχής από τον θύτη στο θύμα, τη σημασία του κουκουλώματος, την ελπίδα για διαφυγή. Επιλέγει όλες οι σκηνές βίας να αποδοθούν ρεαλιστικά. Οι τρεις ηθοποιοί, οι οποίοι υποδύονται τους οχτώ ρόλους που απαιτεί το έργο, εκτός της οικογένειας, βρίσκονται καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης επί σκηνής, δρουν και αντιδρούν στα γεγονότα που λάμβαναν μέρος στο σπίτι της οικογένειας Ελευθερίου και στο Δικαστήριο, συμβολίζοντας την κοινωνία, την εξουσία, τον άνθρωπο της διπλανής πόρτας που ακούει, που κρίνει, που κατηγορεί, που δρα ή σιωπά. Η σκηνή της αυτοπυρπόλησης έγινε με μουσική πυρρίχιου χορού. Στόχος ήταν η Αφέντρα να αυτοπυρποληθεί επειδή το θέλει η ίδια και όχι ο πατέρας της. Είναι ο μόνος τρόπος να εξαφανιστεί από έναν κόσμο απάνθρωπο και να μετουσιωθεί σε κάτι ανώτερο. Η αυτοπυρπόληση επιδίωξαν να είναι μια πράξη ηρωική, χωρίς οίκτο, με στοιχεία έκστασης.
Η Κατερίνα Κυριάκου (Αφέντρα) μιλώντας για την «κουλτούρα του βιασμού» στη συνέντευξη της σε ραδιοφωνικό σταθμό, μεταξύ άλλων αναφέρει: «Θεωρεί την Αφέντρα συνειδητοποιημένο άτομο, που μπορεί να αντιληφθεί ότι ο λόγος της γυναίκας δεν έχει καμία υπόσταση, γι’ αυτό και δεν προσπαθεί να υπερασπισθεί τον εαυτό της, το θεωρεί μάταιο. […] Δεν κατονομάζει τον βιαστή· η κοινωνία θεωρεί υπεύθυνη την ίδια, μόνο την ίδια. [...]. Η αλαλία της οφείλεται στο γεγονός πως ξέρει πως λειτουργεί το σύστημα, πως δεν μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό της· [...] είναι φτιαγμένη από άλλο υλικό, ξεχωριστό, από τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς της. Η άρνησή της να συμμετέχει στις κατηγορίες που τις καταλογίζουν είναι η απαξίωσή της σε αυτή την κοινωνία που δίνει την ευθύνη στο θύμα και όχι στον θύτη. Η πράξη της εκλαμβάνεται ότι δεν προκλήθηκε από την καταπίεση και την προτροπή της οικογένειας, αλλά ως πράξη διαμαρτυρίας ενάντια στη φαλλοκρατία της κοινωνίας, το κάνει για την ίδια, για τη δικής της απελευθέρωση· [...] το σώμα υπάρχει αλλά η ίδια έχει εξαϋλωθεί.

Ο Γάμος του Μάριου Ποντίκα ανήκει σε εκείνη την κατηγορία των θεατρικών έργων που αντέχουν στον χρόνο και φαντάζουν τόσο «σύγχρονα» σαν να γράφτηκαν χθες και όχι δεκαετίες πριν. Η παθογένεια της ελληνικής κοινωνίας «φωτογραφίζεται», η «αγία» ελληνική οικογένεια απογυμνώνεται, καθώς η κάθε μορφής βία έχει γίνει μία οδυνηρή καθημερινότητα και η δικαιοσύνη φαίνεται πως έχει απομακρυνθεί από τον δρόμο της αλήθειας και της δικαίωσης. Όλα ευτελίζονται στον βωμό του εύκολου κέρδους και του χρηματισμού.
Μας είναι πλέον κατανοητό γιατί το πρώτο ανέβασμα του έργου δεν είχε τη σημερινή αντιμετώπιση από θεατές και κριτικούς. Η κοινωνία δεν ήταν έτοιμη να δει το πραγματικό της πρόσωπο, όπως στεκόταν απέναντί της, σαν είδωλο στον καθρέφτη. Ουδείς νοιάστηκε να προστατέψει το θύμα, ουδείς νοιάστηκε να φροντίσει να επουλωθεί το τραύμα, αλλά όλοι ενδιαφέρθηκαν για την εικόνα τους στον κοινωνικό τους περίγυρο και συναινούν σε έναν γάμο-παρωδία για το καλό όλων. Ο Ποντίκας δεν κουνά το δάχτυλο στον θεατή, δεν κατηγορεί, δε ηθικολογεί, προσπαθεί απλά να τον κάνει να αναλάβει την ευθύνη του ως μεμονωμένη οντότητα απέναντι τόσο στον εαυτό του όσο στον κοινωνικό του περιβάλλον.



Παραστάσεις του «Γάμου» Παραστάσεις του «Γάμου» Παραστάσεις του «Γάμου» Παραστάσεις του «Γάμου» Παραστάσεις του «Γάμου» Παραστάσεις του «Γάμου» Παραστάσεις του «Γάμου» (Θέατρο Σταθμός)

 

 

Η πρώτη παρουσίαση του έργου από το Θέατρο Τέχνης το 1980 δεν έτυχε θετικής υποδοχής από τους κριτικούς της εποχής και δυστυχώς, έχει περιορισμένα ανεβάσματα στο θεατρικό σανίδι. Τη ραδιοφωνική μετάδοσή του, τον Ιανουάριο του 1987, προλογίζει ο ίδιος ο συγγραφέας, ο οποίος αναφέρει:

«Ένας βιασμός μπορεί να χωρέσει σε δυο αράδες εφημερίδας σαν ασήμαντη είδηση. Αν έχει ψαχνό μπορεί να γίνει ανάγνωσμα δακρύβρεχτο και εντυπωσιακό στις λεπτομέρειές του. [...] Ο Γάμος έχει σαν αφορμή τον βιασμό μιας κοπέλας που αυτοκτόνησε, γιατί δεν άντεχε την ντροπή. Αυτός είναι ο μύθος και στηρίζεται σε πραγματικό γεγονός. Με το έργο δεν επιχειρείται η αναπαράσταση του. Αναζητούνται οι υπεύθυνοι κατασκευαστές αυτής της ντροπής. Πολλοί από αυτούς είναι οι ίδιοι θύματα, όπως ο πατέρας, και οι περισσότεροι οι επίσημοι εμπνευστές, όπως ο νομοθέτης. [...] Η τιμωρία του δράστη ξανακάνει ήρεμο τον ύπνο τους. Η κυρίαρχη ιδεολογία θα γλιτώσει άλλη μια φορά και περήφανη που τα κατάφερε θα παράγει ανεμπόδιστη τους άλλους βιασμούς. Όχι μόνο όσους ασκούνται στο σώμα, αλλά και στη σκέψη. Όχι μόνον αυτούς που φαίνονται αλλά και τους αφανείς. Κυρίως αυτούς.»

13 Ιανουαρίου 2020 γίνεται η πρεμιέρα του Γάμου στο θέατρο Σταθμός, σαράντα χρόνια μετά το πρώτο θεατρικό ανέβασμα του έργου και λίγο πριν την «έκρηξη» του ελληνικού MeToo. Οι Κώστας Παπακωνσταντίνου και Αγγελική Μαρίνου συνσκηνοθετούν την παράσταση. Η πρώτη ανάγνωση του έργου αφήνει αδιάφορους τους άντρες της ομάδας, ενώ αντίθετα, οι κοπέλες συγκλονίζονται. Οι σκηνικές οδηγίες στην αρχή του έργου εντυπώνονται βαθιά στο μυαλό τους και αποτελούν το κλειδί για το πως θα το μεταφέρουν στη σκηνή, τους δημιουργούν μία εικόνα που σοκάρει: η ιατρική καρέκλα μεταμορφώνεται σε όργανο βασανιστηρίων και ταυτόχρονα, είναι ένα ερέθισμα σεξουαλικό. Είχαν στα χέρια τους ένα έργο, που διαδραματίζεται σε έναν μη χώρο, ούτε στο σπίτι ούτε στο δικαστήριο, με στοιχεία θεάτρου του παραλόγου και στοιχεία θεάτρου In-Yer-Face· ο θεατής αναγκάζεται να πάρει θέση. Το γυναικείο γεννητικό όργανο είναι ταμπού, ο θεατής στέκεται αμήχανος στη θέα του. Στόχος του ακραίου γυμνού επί σκηνής είναι να προκαλέσει στον θεατή μία επιπλέον σκέψη για το πως βλέπει αυτός ο ίδιος το κακοποιημένο γυναικείο όργανο. Του δίνεται χρόνος να μην προσπεράσει την εικόνα, να σκεφτεί τη δική του θέση απέναντι στη γυναίκα. Ο Μάριος Ποντίκας ήταν στις πρόβες, εξέφρασε τις επιφυλάξεις του για το γυμνό, πάντα με ευγένεια και δεν πίεζε να επιβάλει την άποψή του, αλλά με έγνοια πως θα προσλάβει ο θεατής το γυμνό, είχε έγνοια να προστατεύσει την παράσταση και την ομάδα, με την εμπειρία και τη γνώση του πάνω στο θέατρο. Δυστυχώς, το πρώτο κύμα της πανδημίας διέκοψε τις παραστάσεις, όμως το έργο πήρε τη θέση που του αξίζει στη νεοελληνική δραματουργία.

Λίγες μέρες πριν την πρεμιέρα του έργου στο θέατρο Επί Κολωνώ, τον Οκτώβριο του 2022, δημοσιεύονται στον έντυπο τύπο και τα social media καταγγελίες για την εκπόρνευση μίας ανήλικης από την ίδια της τη μητέρα. Ο Γάμος φαντάζει τόσο σύγχρονος, σαν να γράφτηκε χθες και όχι πριν σαράντα χρόνια. Η Ομάδα Νάμα επιλέγει συνειδητά να ερμηνεύσει όλους τους ρόλους, εκτός από την οικογένεια, ένας ηθοποιός, επειδή θέλει να δείξει «ότι σε μία κοινωνία υποκρισίας κρύβεται η ίδια αντίληψη, τα ίδια μυαλά πίσω από διαφορετικά πρόσωπα».

«[...] Οι ήρωες του έργου βρίσκονται εγκλωβισμένοι και οι ίδιοι στα σχήματα της κοινωνίας, ανάμεσα στο δίπολο αγριάδα και γελοιότητα υπό την απειλή της ντροπής. [...] Το έργο φέρνει επί σκηνής αυτή την αγριότητα της ζωής θυμίζοντας το In-Yer-Face Theatre με έντονα στοιχεία ρεαλισμού και ακροβατώντας στον χώρο του γκροτέσκου. Δουλεύοντας, συνειδητοποίησαν πως η απόσταση που μας χωρίζει από την ημερομηνία συγγραφής του έργου τους επέτρεψε να δουν πιο καθαρά τις αποχρώσεις του, το πόσο ευφυής ήταν η σύλληψη του. [...] Ο προοδευτικός δυτικός κόσμος, πρέπει να δώσει και άλλες μάχες για να ξεφύγει από τον ίδιο του τον εαυτό.»


Wherehaus612 Λευκωσία Ο Γάμος, πρεμιέρα Σάββατο 18 Μαρτίου 2023

Ο Μιχάλης Κολοκοτρώνης εστιάζει τη διδασκαλία του έργου σε συγκεκριμένα ζητούμενα, όπως να αντιληφθούμε ότι όλα τα πρόσωπα ήταν θύματα, τη μεταφορά της ενοχής από τον θύτη στο θύμα, τη σημασία του κουκουλώματος, την ελπίδα για διαφυγή. Επιλέγει όλες οι σκηνές βίας να αποδοθούν ρεαλιστικά. Οι τρεις ηθοποιοί, οι οποίοι υποδύονται τους οχτώ ρόλους που απαιτεί το έργο, εκτός της οικογένειας, βρίσκονται καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης επί σκηνής, δρουν και αντιδρούν στα γεγονότα που λάμβαναν μέρος στο σπίτι της οικογένειας Ελευθερίου και στο Δικαστήριο, συμβολίζοντας την κοινωνία, την εξουσία, τον άνθρωπο της διπλανής πόρτας που ακούει, που κρίνει, που κατηγορεί, που δρα ή σιωπά. Η σκηνή της αυτοπυρπόλησης έγινε με μουσική πυρρίχιου χορού. Στόχος ήταν η Αφέντρα να αυτοπυρποληθεί επειδή το θέλει η ίδια και όχι ο πατέρας της. Είναι ο μόνος τρόπος να εξαφανιστεί από έναν κόσμο απάνθρωπο και να μετουσιωθεί σε κάτι ανώτερο. Η αυτοπυρπόληση επιδίωξαν να είναι μια πράξη ηρωική, χωρίς οίκτο, με στοιχεία έκστασης.
Η Κατερίνα Κυριάκου (Αφέντρα) μιλώντας για την «κουλτούρα του βιασμού» στη συνέντευξη της σε ραδιοφωνικό σταθμό, μεταξύ άλλων αναφέρει: «Θεωρεί την Αφέντρα συνειδητοποιημένο άτομο, που μπορεί να αντιληφθεί ότι ο λόγος της γυναίκας δεν έχει καμία υπόσταση, γι’ αυτό και δεν προσπαθεί να υπερασπισθεί τον εαυτό της, το θεωρεί μάταιο. […] Δεν κατονομάζει τον βιαστή· η κοινωνία θεωρεί υπεύθυνη την ίδια, μόνο την ίδια. [...]. Η αλαλία της οφείλεται στο γεγονός πως ξέρει πως λειτουργεί το σύστημα, πως δεν μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό της· [...] είναι φτιαγμένη από άλλο υλικό, ξεχωριστό, από τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς της. Η άρνησή της να συμμετέχει στις κατηγορίες που τις καταλογίζουν είναι η απαξίωσή της σε αυτή την κοινωνία που δίνει την ευθύνη στο θύμα και όχι στον θύτη. Η πράξη της εκλαμβάνεται ότι δεν προκλήθηκε από την καταπίεση και την προτροπή της οικογένειας, αλλά ως πράξη διαμαρτυρίας ενάντια στη φαλλοκρατία της κοινωνίας, το κάνει για την ίδια, για τη δικής της απελευθέρωση· [...] το σώμα υπάρχει αλλά η ίδια έχει εξαϋλωθεί.

Ο Γάμος του Μάριου Ποντίκα ανήκει σε εκείνη την κατηγορία των θεατρικών έργων που αντέχουν στον χρόνο και φαντάζουν τόσο «σύγχρονα» σαν να γράφτηκαν χθες και όχι δεκαετίες πριν. Η παθογένεια της ελληνικής κοινωνίας «φωτογραφίζεται», η «αγία» ελληνική οικογένεια απογυμνώνεται, καθώς η κάθε μορφής βία έχει γίνει μία οδυνηρή καθημερινότητα και η δικαιοσύνη φαίνεται πως έχει απομακρυνθεί από τον δρόμο της αλήθειας και της δικαίωσης. Όλα ευτελίζονται στον βωμό του εύκολου κέρδους και του χρηματισμού.
Μας είναι πλέον κατανοητό γιατί το πρώτο ανέβασμα του έργου δεν είχε τη σημερινή αντιμετώπιση από θεατές και κριτικούς. Η κοινωνία δεν ήταν έτοιμη να δει το πραγματικό της πρόσωπο, όπως στεκόταν απέναντί της, σαν είδωλο στον καθρέφτη. Ουδείς νοιάστηκε να προστατέψει το θύμα, ουδείς νοιάστηκε να φροντίσει να επουλωθεί το τραύμα, αλλά όλοι ενδιαφέρθηκαν για την εικόνα τους στον κοινωνικό τους περίγυρο και συναινούν σε έναν γάμο-παρωδία για το καλό όλων. Ο Ποντίκας δεν κουνά το δάχτυλο στον θεατή, δεν κατηγορεί, δε ηθικολογεί, προσπαθεί απλά να τον κάνει να αναλάβει την ευθύνη του ως μεμονωμένη οντότητα απέναντι τόσο στον εαυτό του όσο στον κοινωνικό του περιβάλλον.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: