Η αντοχή της σιωπής. Ένας Επίλογος

(Φωτ. Ν. Παναγιωτόπουλος)
(Φωτ. Ν. Παναγιωτόπουλος)




Υπάρχουν άνθρωποι των οποίων η παρουσία δεν μετριέται με τα χρόνια, αλλά με τη σιωπή που αφήνουν πίσω τους όταν φεύγουν.
Ο Μάριος Ποντίκας ήταν για μένα ένας τέτοιος άνθρωπος — ένας φίλος σπάνιας ευγένειας, ευθυκρισίας και λεπτότητας. Ένας άνθρωπος που ήξερε να σιωπά, όταν έπρεπε, και να μιλά μόνον όταν είχε κάτι ουσιαστικό να πει.

Θυμάμαι τα μεσημέρια στον κήπο του σπιτιού, στο Ψυχικό. Επικρατούσε πάντα μια γαλήνη εκεί — το μεγάλο ξύλινο τραπέζι, ο ήλιος ανάμεσα στα δέντρα, και ο Μάριος να μιλά με εκείνον τον γνώριμο τρόπο του: χαμηλότονα, δρομολογώντας μία φράση, εκείνην που σε ανάγκαζε να σκεφτείς. Οι συζητήσεις μας βαθιά ελλειπτικές, από τη λογοτεχνία στη ζωή, από το θέατρο στην πολιτική, και πάντα κατέληγαν σ’ ένα χαμόγελο.

Καθόλου μη φανταστείτε ότι ο Μάριος Ποντίκας ήταν ένας καλόκαρδος που χαμογελούσε, ― ένας άνθρωπος ήταν που έβγαζε την ομορφιά από την πληγή· κι αυτό φαινόταν. Κάθε του λόγος, κοφτερός και τρυφερός μαζί, έσκαβε βαθιά μέσα στο σώμα της εποχής του, με τη διπλή σημασία του ουσιαστικού, ένσταση, αναίρεση, ίσως, και καιρός, εκεί όπου το αστείο συνόρευε με τον πόνο, και το παράλογο με τη βαθύτερη αλήθεια.

Είχε μια σπάνια ικανότητα να σε κάνει να βλέπεις τα πράγματα καθαρά, χωρίς περιττά στολίδια.

Όταν γεννήθηκε ο Ντίνος, ήρθαν στο νοσοκομείο μαζί με τη Βίκυ· με δώρα. Σοκολατάκια από το «Αριστοκρατικόν» κι ένα υπέροχο μπλε-άσπρο Αρμάνι σετ για τον μικρό· το έχω κρατήσει· πολύτιμο. Μικρά, τρυφερά πράγματα — τόσο χαρακτηριστικά τού Μάριου και της Βίκυς. Όχι δώρα επίδειξης, αλλά απόσταγμα φροντίδας.

Κι ύστερα, θυμάμαι την παρουσίαση του έργου του στο Αναλόγιο. Ήταν συγκινημένος — το έκρυβε, μα το έβλεπες στα μάτια του. Στεκόταν διακριτικά στο πλάι, ακούγοντας τους άλλους να διαβάζουν και έτσι να (ανα)νοηματοδοτούν τις λέξεις του. Ήξερε ότι οι λέξεις έχουν τη δική τους ζωή: φεύγουν από τον δημιουργό τους και ταξιδεύουν μόνες τους, λέξεις-καρφιά, στον κόσμο.

Μας λείπει ο Μάριος. Μας λείπει ο τρόπος του να βλέπει τα πράγματα, η λεπτή ειρωνεία του, ποτέ κυνική· το χιούμορ του, πάντοτε λυτρωτικό.
Μου λείπει η φιλία του — εκείνη η καθησυχαστική βεβαιότητα ότι κάπου υπάρχει ένας άνθρωπος που δεν χρειάζεται να του εξηγήσεις τίποτα.

Σκέφτομαι συχνά πως, αν ήταν εδώ, θα γελούσε με όλα αυτά. Θα έλεγε κάτι και θα μας οδηγούσε με μια φράση, ένα χλιμίντρισμα, μπορεί απλώς με ένα νεύμα να βρούμε το νόημα που όλοι ψάχνουμε.

Ο Μάριος Ποντίκας ―τον νιώθω τρυφερό και συμπονετικό, πάντοτε ανήσυχο― εξακολουθεί να αφηγείται για μένα, για όλους εμάς. Το κάνει με ευαισθησία πληθυντική, με ηθική στάση άξια σημαντικών ανθρώπων και λεπταίσθητων δημιουργών. Πρόκειται για την ηθική της κατανόησης, του δισταγμού, της απόχρωσης, της αμφιβολίας, της ερωτηματοθεσίας. Όλων όσα τον βασάνισαν και μας βαραίνουν, τώρα, σε μικρόψυχους καιρούς.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: