Ο πολύτροπος παρατηρητής

ΟΜάριος Ποντίκας, αν και αθηναϊκής καταγωγής, γεννήθηκε στην Μυτιλήνη, όπου βρισκόταν εκείνη την εποχή η οικογένειά του. Χωρίς ποτέ να διαταράξει τις οικογενειακές σχέσεις «κατάφερε» να εξελιχθεί σ’ έναν απείθαρχο έφηβο, νέο, φοιτητή, ποτέ με τυπικό χαρακτηρισμό. Θεατρικός συγγραφέας, πεζογράφος, σεναριογράφος στον κινηματογράφο και την τηλεόραση, στιχουργός, κειμενογράφος ραδιοφωνικών εκπομπών, κειμενογράφος διαφημιστικών σποτς, υπεύθυνος διαφημιστικών εκστρατειών πολυεθνικών εταιρειών, μέλος του Δ.Σ. του Εθνικού Θεάτρου και της Εταιρείας Θεατρικών Συγγραφέων, επίτιμο μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων, ταξιδευτής, ερασιτέχνης αρχαιολόγος, παντού επιτυχημένος αλλά, πάνω απ’ όλα, φίλος με πλούσια ατζέντα.

Όλα αυτά σ’ έναν άνθρωπο; Όχι βέβαια, μπορώ να σας το πω με βεβαιότητα.

Ο Μάριος Ποντίκας ήταν πολλοί κι όχι συγκεντρωμένοι, ούτε συγκεκριμένοι, ούτε ομονοούντες. Ένα τάγμα μειοψηφούντων συγκροτούσε μια στιβαρή προσωπικότητα για να μπορούν οι αντιφάσεις της να γίνονται ένας φλεγόμενος εγκέφαλος καταδικασμένος σε τεράστιες σιωπές, πρωτεύοντα ρόλο είχαν τα μάτια. Η διαρκής θέαση ενός «ανόητου κόσμου», όπως τον αντιλαμβάνεται εκείνος σε όλο του το έργο.

Από το πρώτο του θεατρικό έργο οι τίτλοι παραπέμπουν στην θέαση, Η πανοραμική θέα μιας εργασίας, οι Θεατές, οι Εσωτερικαί ειδήσεις, το Κοίτα τους, ακόμη και στο περιπαικτικό εύρημα της οπτικής στον Λάιο ή στο Χλιμίντρισμα. Για να μη σας κουράσω με τίτλους, ακόμη και σαν υπαινιγμός ή σαν αποτέλεσμα, σε όλα τα πεζά έργα του ή τα θεατρικά υπάρχει ένας παρατηρητής, ακόμη κι αν είναι ένας αμήχανος μάρτυρας, ή ένας ηδονοβλεψίας, ή ένας επαγγελματίας χαφιές, ή ένας απλά φιλοπερίεργος. Όταν πρωτοδημοσιεύτηκε το Τρομπόνι το κείμενο συνοδευόταν από έναν πίνακα του Ρενέ Μαγκρίτ. Πλήθος από αντρικά πρόσωπα με τα ίδια χαρακτηριστικά που φορούν ίδια καπέλα και παρακολουθούν προς έναν εσωτερικό χώρο που ταυτίζεται με την θέση του Θεατή. Ποιος ο Θεατής και ποιος ο Θεώμενος;



Ρενέ Μαγκρίτ: «Ο απειλούμενος δολοφόνος»
Ρενέ Μαγκρίτ: «Ο απειλούμενος δολοφόνος»



Ακόμη κι η μόνιμη στάση του κορμιού του, το δεξί χέρι διπλωμένο στο στήθος και το αριστερό ν’ ακουμπά με τον αγκώνα πάνω του για να καταλήξουν ο αντίχειρας με τον δείκτη να τρίβουν το κάτω χείλος ή το μουστάκι, σαν να υποχρέωνε το εαυτό του σε σιωπή ώστε να ενταθεί στο έπακρον το σκούρο βλέμμα του. Σκούρο σημαίνει σκιερό, μελαγχολικό, ερεβώδες, εκστατικό. Το σκούρο είναι το χρώμα του αδικημένου, του αβέβαιου, του νομοτελειακά αποσυνάγωγου.

Ο Μάριος Ποντίκας είχε από την «κληρονομιά» του πολλές δυνατότητες και του προσφέρθηκαν κοινωνικά άλλες τόσες να είναι με την μεριά των επαναπαυμένων, αλλά επέλεξε να ενταχθεί στην πλευρά των αμφισβητιών, όπως κι όλοι οι χαρακτήρες του συγγραφικού σύμπαντός του. Στάθηκε εν πλήρη συγχύσει αμέτοχος μέσα σ’ έναν κόσμο διαγκωνιζόμενων καρεκλοκένταυρων. Ένας ειρωνικός κοσμοκαλόγερος μες στην πολλή συνάφεια που σε υποχρεώνει η κοινωνία του θεάματος.

Ένας μεταξύ των πολλών αποκρύπτοντας επιμελώς του πολλούς εαυτούς του.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: