Ο Μάριος κι εγώ

«Η πανοραμική θέα μιας νυχτερινής εργασίας» (Πηγή: ΕΛΙΑ) «Ο λάκος και η φάβα« 1972-73 «Ο λάκος και η φάβα« 1972-73 «Ο λάκος και η φάβα« 1972-73 «Θεατές» 1978 «Θεατές» 1978 «Θεατές» 1978 «Εσωτερικαί ειδήσεις» 1979 «Εσωτερικαί ειδήσεις» 1979 «Εσωτερικαί ειδήσεις» 1979 «Εσωτερικαί ειδήσεις» 1979 «Ο δολοφόνος του Λάιου...» Θέατρο Στοά, Σφιέρωμα στον Μ.Π. (25 Απριλίου 2023)

 

 

Ο Μάριος υπήρξε ο πιο πολυπαιγμένος συγγραφέας της Στοάς. Επτά έργα του, εκ των οποίων τα έξη σε διάστημα 18 ετών. Σε δύο περιπτώσεις δε, ένα έργο κάθε χρόνο (1972: η Πανοραμική θέα, 1973: Ο λάκκος και η φάβα, 1978: Θεατές, 1979: Εσωτερικαί ειδήσεις!). Μεγάλες καλλιτεχνικές επιτυχίες, αλλά ταυτόχρονα και εμπορικές. Επτά έργα, επτά βαθιές τομές, όπως αρέσκονται να λένε οι θεωρητικοί. Εμείς δεν το λέγαμε έτσι. Μας ενδιέφερε το θέατρο εκείνο που θα τολμούσε να μιλήσει στον σύγχρονο θεατή με απλά λόγια και ένα αισθητικό επίπεδο διαφορετικό από ό,τι είχε συνηθίσει μέχρι τότε. Δεν θα τον προβληματίζαμε επιδερμικά, δεν θα του χαϊδεύαμε τ’ αυτιά, δεν θα του προσφέραμε το γνωστό θέατρο για μια καλή πέψη, αλλά ούτε θα τον βασανίζαμε για να καταλάβει αυτό που του λέγαμε, υποδεικνύοντας την πνευματική κατωτερότητά του. Θα μιλούσαμε τη γλώσσα του, θα χρησιμοποιούσαμε τη λαλιά του, θα ασχολιόμασταν με τη εποχή του, με απλά λόγια θα του μιλούσαμε «ελληνικά». Και η σημερινή δυστοκία στη συνεννόηση Πλατείας-Σκηνής βοηθάει στην κατανόηση αυτού που εννοώ. Είμασταν φίλοι με τον θεατή. Δεν του κάναμε καψόνια. Μας βασανίζανε τα έργα πριν βγούνε στη σκηνή, μας εξόντωνε η πρόβα. Πρόβα όχι η καθιερωμένη δίμηνη πριν την πρεμιέρα. Πρόβα που ξεκινούσε τον Δεκέμβριο για να πάμε πρεμιέρα τον επόμενο Οκτώβριο. Και κυρίως μια πρόβα που δεν γινόταν για να ανακαλύψει ο σκηνοθέτης καινούργια και παράξενα ευρήματα, αλλά βασικά για τον ηθοποιό και τον συγγραφέα, που κάθε μέρα ερχόταν με νέες προτάσεις διορθώνοντας και προτείνοντας αλλαγές εκεί που χώλαινε το πράγμα.

Σ’ αυτό το σημείωμα θα περιοριστώ στην περιγραφή μιας συγκεκριμένης συνεργασίας, στο έργο Εσωτερικαί ειδήσεις. Ο Μάριος «απαγόρευε» να λέμε έστω και κατά λάθος «εσωτερικές». Ο τίτλος βασιζόταν στην εκφώνηση των κρατικών ραδιοσταθμών: Εθνικόν Ίδρυμα Ραδιοφωνίας - Ραδιοφωνικός Σταθμός Αθηνών – Δελτίον ειδήσεων – Εσωτερικαί ειδήσεις. Αρχική πρόθεση ήταν μια διαφορετική επιθεώρηση. Ήταν το είδος που είχε φθαρεί εδώ και χρόνια, δυστυχώς, στερώντας από το κοινό την ευκαιρία που του δινότανε, της ομαδικής διαμαρτυρίας για κάθε τι κυβερνητικό, τη δυνατότητα να διαδηλώσει την ελάχιστη εκτίμηση που έτρεφε για την πολιτική σκηνή, με το να συμμετέχει, θορυβωδώς κιόλας, στη σάτιρα κάθε πολιτικής ανοησίας που του προσφερότανε, όπως ακόμα του προσφέρεται αφειδώς καθημερινά, από τους σοβαροφανείς σωτήρες. Το εγχείρημα δεν ήταν εύκολο γιατί δεν ήταν δυνατό να αναστήσεις ένα θεατρικό είδος που υπήρξε, για το κοινό της εποχής, το πιο αγαπημένο λαϊκό θέατρο που το συντρόφεψε για τουλάχιστον επτά δεκαετίες. Έτσι ο αρχικός μας προβληματισμός ήταν «όχι επανάληψη», «όχι απομίμηση», «όχι αντιγραφή». Ναι μεν πολλά αυτοτελή σκετς, αλλά ταυτόχρονα και ένας βασικός άξονας που θα τα συνέδεε και θα έδινε την αίσθηση ενός ολοκληρωμένου θεατρικού έργου, με αρχή, μέση και τέλος. Και σε ό,τι αφορούσε τα πολλά σκετς, ο Μάριος μου είχε πει ότι έχει ένα συρτάρι γεμάτο από τέτοια, που τα έγραφε σαν άσκηση και τα φύλαγε μόνο σαν αναμνήσεις μάταιης γραφής. Σε ό,τι όμως αφορούσε το ολοκληρωμένο έργο, αυτό έπρεπε να το δουλέψουμε με προσοχή, με άποψη και πολλή φαντασία. Όταν με φώναξε σπίτι του άνοιξε ένα συρτάρι με εκατοντάδες χαρτιά και χαρτάκια και άρχισε η ανάγνωση. Σκηνές που διαρκούσαν από μισό λεπτό μέχρι ένα τέταρτο της ώρας. Σκηνές μισής σελίδας, τριών, τεσσάρων, δεκαπέντε σελίδων. Ένα υλικό που ζητούσε να αξιολογηθεί για να μπει σε μια τάξη και να πάρει μορφή έργου-παράστασης. Μου έδωσε ένα ντοσιέ να το πάρω σπίτι και κράτησε εκείνος ένα άλλο.
Φάγαμε τη ζωή μας τους επόμενους μήνες στο τηλέφωνο. Τότε δεν υπήρχαν τα κινητά και πολλές φορές έπεφτε τηλεφώνημα και από το περίπτερο, αν μια ιδέα σφήνωνε ξαφνικά στο μυαλό, κάτι που στον Μάριο συνέβαινε κατά ριπάς, επί εικοσιτετράωρου βάσεως. Εκείνη την εποχή που εργαζόμασταν πάνω στις Ειδήσεις στο θέατρο παίζαμε τους Θεατές του, από τον Σεπτέμβρη του 1978 ως την άνοιξη του ’79. Έργο του Ποντίκα λοιπόν στη Σκηνή, έργο του Ποντίκα στα σκαριά. Δεν ήθελαν πολύ οι καλές γλώσσες. Ήταν η εποχή που είμασταν τόσο κολλημένοι ώστε λογικά και δίκαια άρπαξαν την ευκαιρία να αποδείξουν πως είμαστε ζευγάρι. Δυστυχώς γι’ αυτούς, οι κοινές εμφανίσεις μας με τις τότε συντρόφους μας απέσυραν τη «μομφή». Κι έτσι αποφάσισαν πως δεν είμαστε αδελφές. Έμενε να αποδεχτούν ότι είμαστε απλώς δύο συνεργάτες που δουλεύουν μανιακά με έναν ιδιαίτερο τρόπο πάνω σε ένα μελλοντικό έργο που, κυρίως αυτό, το ετοιμάζανε δέκα μήνες πριν! Μήνες ατέλειωτοι για να αξιολογηθούν τα εκατοντάδες κείμενα, να επιλεγούν κάποια 15-20, να απορριφθούν κάποια άλλα και μετά να μπούνε σε μια σειρά. Ομηρικοί καβγάδες εδώ, αλλά πρέπει σ’ αυτό το σημείο να εξηγήσω τι σήμαινε καβγάς ανάμεσά στον Μάριο κι εμένα, επειδή όσοι τους ζήσανε αναρωτιόντουσαν πώς θα μπορούσε να αποφέρει κάποιο αποτέλεσμα της προκοπής αυτή η σχέση με δυο ανθρώπους που ανταλλάσσανε τόσο πικρές κουβέντες! Λέγαμε ο ένας στον άλλο φοβερά λόγια, με πολύ γλυκό και ήπιο τρόπο και όλοι περίμεναν την οριστική ρήξη ανάμεσά μας ώσπου να καταλάβουν ότι αυτό ήταν το χιούμορ μας. Ένα σατανικό χιούμορ που εμάς μεν μας ανανέωνε ―γιατί ανάμεσα στα καρφιά που πετούσαμε λεγόντουσαν και κάποιες αλήθειες― για άλλους όμως ήταν ένα εκατοστό πριν από τη σφαγή. Η μεγάλη σφαγή όμως θα γινότανε για τον τίτλο. Τα κείμενα μπήκανε στη θέση τους, η διανομή είχε γίνει, ο σκηνογράφος είχε αποφασιστεί, τις μουσικές τις είχα βρει. Έμενε ο τίτλος.

Ήταν καλοκαίρι του 1979, ένα από τα καλοκαίρια που περνούσαμε μαζί, το έργο είχε αποφασιστεί για το τέλος Σεπτεμβρίου και τίτλος δεν είχε βρεθεί. Καμιά δεκαριά που κυκλοφορούσαμε μεταξύ μας δεν μας αρέσανε, άλλος ήταν φλύαρος, άλλος μελό, άλλος προφανής, άλλος διδακτικός. Θα πέσανε στο τραπέζι πάνω από πενήντα τίτλοι. Κολυμπούσαμε μια Κυριακή στην Κύμη που πηγαίναμε συχνά, θα ήταν Ιούνιος ή Ιούλιος. Ξαφνικά κάνει μερικές απλωτές και τον νιώθω δίπλα μου λαχανιασμένο και φτύνοντας νερό από το στόμα του να μου ψιθυρίζει «Εσωτερικαί ειδήσεις»! «Τι είναι αυτό, ρε;» «Τελείωσε και δεν σηκώνω αντιρρήσεις! Βρήκα τον τίτλο! Και πρόσεχε μην αρχίσετε τα ‘εσωτερικές ειδήσεις’ και μου το γαμήσετε».
Εσωτερικαί ειδήσεις! Ήταν πράγματι ο καλύτερος τίτλος απ’ όσους είχαμε προτείνει. Έγινε πανηγύρι εκείνη τη μέρα. Κάναμε σαν να είχανε λυθεί όλα μας τα προβλήματα. Τηλεφωνήσαμε στο θίασο (Λήδα Πρωτοψάλτη, Αντώνης Αντωνίου, Κωνσταντίνος Τζούμας, Άννα Κοζαδίνου, Ηλίας Κατέβας), το ανακοινώσαμε στον Τύπο, το είπαμε σε φίλους και εχθρούς. Και γυρίσαμε στην Αθήνα πλέοντας σε πελάγη ευτυχίας και σιγουριάς ότι κάτι καλό είχαμε στα χέρια μας. Η πρεμιέρα ορίστηκε για τις 21 Σεπτεμβρίου. Όλα ήταν έτοιμα αλλά ―η ατομική μας κατάρα δεν έλεγε να μας εγκαταλείψει― δεν μας άρεσε η έναρξη. Σπάγαμε το κεφάλι μας αλλάζοντας τη σειρά των σκηνών, κόβαμε, ράβαμε, ο θίασος άρχισε να νιώθει μια μικρή ανασφάλεια, βασανιστήκαμε, στενοχωρηθήκαμε, απελπιστήκαμε, αλλά σε δύο μέρες έσκασε η βόμβα. Μας φέρνει μια καινούργια σκηνή. Ένα αντρόγυνο τρώει σε μια ταβέρνα! Ωραία, πολύ ωραία σκηνή. Η σωστή έναρξη. Γραμμένη για μένα και τη Λήδα. Μόνο που ήταν μια σκηνή δέκα σελίδων. Πανικός. Πώς μαθαίνονται δέκα σελίδες σε λίγες μέρες, με όλη την παράσταση έτοιμη, με το πρόγραμμα στο τυπογραφείο και με την αγωνία στο κατακόρυφο; Άκουσε τα εξ αμάξης, πρώτα από τη Λήδα, μετά από τον θίασο. Εγώ του συμπαραστάθηκα. Θα τα καταφέρναμε. Με τη Λήδα είχαμε κάνει δυσκολότερα πράγματα, είχαμε ανεβάσει την Αντιγόνη του Ανούιγ αναγκαστικά με είκοσι πρόβες κι εγώ, στην πρεμιέρα, να διαβάζω τον Κρέοντα στο ταμείο, κόβοντας εισιτήρια…
Η σκηνή της ταβέρνας έμελλε να θεωρηθεί η καλύτερη σκηνή όχι μόνο του έργου αλλά του σύγχρονου νεοελληνικού θεάτρου. Μια οδυνηρή εικόνα της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας, που παραμένει ακόμα έτσι, 45 χρόνια μετά και δεν δείχνει σημάδια πως θα αλλάξει. Η κοινωνία του δε βαριέσαι, του ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε κι ό,τι αρπάξει ο κώλος μας, του ωχ αδερφέ, του φάε τώρα κοκορέτσι και δεν πα να γαμηθούνε όλοι τους!!! Το info της παραγωγής: 262 παραστάσεις – 45.000 θεατές! Σε θέατρο μιας περιοχής που πολλοί δεν ήξεραν προς τα πού πέφτει, με μηδενική διαφήμιση, με συγγραφέα και ηθοποιούς που δεν ανήκανε στην ελίτ της Τέχνης και με ένα έργο που δεν το θεωρούσες και από τα πολύ εύκολα…

Ο στυγνός Μάριος, ο καυστικός, ο προφητικός Μάριος, που σατίριζε αλύπητα την κοινωνία της απόλαυσης και της ηδονής, που μαστίγωνε ανελέητα την υποκρισία και τη δηθενιά. Ο Μάριος της απελπισίας και της απόγνωσης, ο τρομαγμένος Μάριος, ο τολμηρός Μάριος. Ο Μάριος που θαύμασα και που απολάμβανα να δουλεύω τα έργα του. Η τελευταία μας συνεργασία, Ο δολοφόνος του Λάιου και τα κοράκια, περιλάμβανε όλα αυτά σε μια συμπυκνωμένη μορφή. Λες και όλες οι αγωνίες του, που έζησα από το 1971, να βρήκαν διέξοδο το 2003, τριάντα δύο χρόνια μετά, μέσα από το μύθο του Οιδίποδα. Σαν να εγκυμονούσε όλα αυτά τα χρόνια για να γεννήσει επί τέλους αυτό που βασανίζει όλη την ανθρωπότητα: ποιος είμαι, πού πάω, τι γνωρίζω, τι θέλω, τι μπορώ…

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: