Τον Μάριο τον γνώρισα πριν τον συναντήσω. Ήταν το 1973 και ζούσα ήδη στο Λονδίνο τρία και κάτι χρόνια όταν έφτασε στα χέρια μου ένα μικρό σε μέγεθος βιβλιο των εκδόσεων “Κάλβος” με τίτλο Δραπέτης Γηροκομείου. Περιείχε 18 διηγήματα του Μάριου Ποντίκα. Τα διάβασα όλα το ίδιο βράδυ και όλα με εντυπωσίασαν. Ο «Εμφύλιος Πόλεμος» με καθήλωσε. Πίσω από την κλινική αρτιότητα του πολύχρωμου, περιγραφικού του λόγου το διήγημα διαπερνούσε η αγωνία μιας κοινωνίας που καταρρέει, η πνιγμένη κραυγή και η μοναξιά τής αδιέξοδης απελπισίας.
Το διάβασα και το ξαναδιάβασα και κάθε φορά είχα την ίδια αίσθηση, το ίδιο μούδιασμα.
Η μόνη μου απορία ήταν πώς αυτή η τόσο ξεκάθαρη αποτύπωση της τραγωδίας που ζούσε ο τόπος μας κάτω από τη χούντα των συνταγματαρχών, είχε διαφύγει από τον έλεγχο της λογοκρισίας!
Λίγες μέρες αργότερα ήταν να ηχογραφήσω την εβδομαδιαία εκπομπή της Ελληνικής Υπηρεσίας του BBC «Κάτω από ξένους ουρανούς». Τα τελευταία δύο χρόνια ήμουν τακτικός συνεργάτης της εκπομπής και είχα παρουσιάσει από αυτήν διάφορα κείμενα και μουσικές που ενόχλησαν το καθεστώς. Κείμενα του Σοφοκλή, του Βασιλικού, του Ρίτσου και άλλων «επικίνδυνων» συγγραφέων και ποιητών όπως και ζωντανές μουσικές ηχογραφήσεις που έκανα με τη Μαρία Φαραντούρη, τον Τζον Θεοχάρη, τον Αντώνη Στεφανόπουλο. Προγραμμάτισα λοιπόν η επόμενη εκπομπή μου να έχει ως άξονα το διήγημα «Εμφύλιος Πόλεμος» του Μάριου Ποντίκα.
Το διήγημα το διάβασα εγώ στο μικρόφωνο και το επένδυσα μουσικά. Η εκπομπή βγήκε στον αέρα μεσάνυχτα ώρα Ελλάδας και είχαν προειδοποιηθεί σχετικά οι ακροατές του BBC.
Αργότερα, ο Μάριος μου εκμυστηρεύτηκε ότι εκείνο το βράδυ έμεινε ξάγρυπνος, όχι μόνο για να ακούσει στην εκπομπή το διήγημά του αλλά και γιατί ήταν βέβαιος ότι ανά πάσα στιγμή θα βάραγε την πόρτα του η Ασφάλεια για να τον συλλάβει! Ευτυχώς δεν έγινε κάτι τέτοιο.
Έτσι, με αφορμή την πρώτη ραδιοφωνική μετάδοση από την εκπομπή της Ελληνικής Υπηρεσίας του BBC του διηγήματός του Μάριου «Εμφύλιος Πόλεμος» ξεκίνησε η γνωριμία μας, πριν συναντηθούμε. Όπως πριν συναντηθούμε έγινε και η πρώτη μας συνεργασία. Μετά την μετάδοση του διηγήματός του από το BBC ο Μάριος μου έστειλε ένα μήνυμα και ένα ποίημα που είχε γράψει με αφορμή την εξέγερση και τα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Ο τίτλος του ήταν «Γιε μου» και αμέσως μου ‘μίλησε’ μουσικά. Το μελοποίησα και εντάχθηκε στον κύκλο τραγουδιών που είχα γράψει εκείνη την περίοδο υπό τον τίτλο «1973 – τραγούδια της Εξορίας και της Εξέγερσης».
Τα άλλα έντεκα τραγούδια του κύκλου ήταν σε στίχους δικούς μου και σε ποιήματα του Βασίλη Βασιλικού. Ο κύκλος ολοκληρώθηκε με το τραγούδι «Γιε μου» στο ποίημα του Μάριου Ποντίκα.
Η πρώτη μας συνάντηση με τον Μάριο στην Ελλάδα έγινε πια μετά την πτώση της χούντας αλλά νιώθαμε και οι δύο σαν να γνωριζόμαστε ήδη πολλά χρόνια.
Με την αποκατάσταση της Δημοκρατίας άνοιξαν και πάλι οι δρόμοι της επιστροφής στη χώρα μας, οι δυνατότητες, οι προοπτικές, τα σχέδια. Τελικά όμως η δική μου επιστροφή δεν πήρε ποτέ μόνιμο χαρακτήρα. Τα πέντε και κάτι χρόνια που ήμουν στην Αγγλία πριν την μεταπολίτευση είχαν στο μεταξύ ανοίξει δρόμους και δυνατότητες που δεν μπορούσα να αγνοήσω. Κυρίως την μουσική μου συνεργασία ως συνθέτη με το Drama Department του BBC αλλά και την σταθερή συνεργασία μου με την Ελληνική του Υπηρεσία.
Στα χρόνια που ακολούθησαν πηγαινοερχόμουν στην Ελλάδα, συχνά μένοντας εκεί για αρκετές εβδομάδες, κυρίως τα καλοκαίρια που συνήθως αναλάμβανα να συνθέσω και να διεκπεραιώσω την μουσική για κάποια θεατρική παράσταση τραγωδίας. Με τον Μάριο κάναμε παρέα όποτε και για όσο ήμουν στην Ελλάδα. Είμαστε και οι δύο γεμάτοι από σχέδια και μας διακατείχε μια μεθυστική αίσθηση βεβαιότητας για τα σπουδαία που θα κάναμε και μαζί όταν θα βρίσκαμε τους μαγικούς δρόμους που θα έτεμναν τις δημιουργικές μας πορείες.
Η παρέα μας, η συναναστροφή μας, είχε πάντα δύο πλευρές. Η μία, η «σοβαρή» ας την πούμε, είχε να κάνει κυρίως με τους δημιουργικούς μας προβληματισμούς.
Η άλλη πλευρά ήταν κάτι σαν αντίβαρο στην πρώτη. Ήταν μια τάση που είχαμε συχνά και οι δύο, ανάγκη μάλλον θα την έλεγα, να σατιρίζουμε τα πάντα, μαζί και τους εαυτούς μας, σε σχέση με διάφορα ακατανόητα και φαιδρά που συνέβαιναν γύρω μας.. Μερικές φορές αυτή η σάτιρα έπαιρνε τον χαρακτήρα ενός σύντομου αυτοσχέδιου σουρεαλιστικού δρώμενου που, με πολύ γέλιο, αποκαθιστούσε την τάξη των πραγμάτων.
Όταν εγώ ήμουν στην Αγγλία την «σoβαρή» πλευρά της σχέσης μας την συντηρούσε η αλληλογραφία μας. Καταπιανόμαστε με τις σκέψεις, τα ερωτηματικά και τις αναζητήσεις για να εντοπίσουμε που και πώς θα μπορούσαν να συναντηθούν οι δημιουργικοί μας δρόμοι.
Στην Ελλάδα δεν ήταν πάντα εύκολο να συνεχίζουμε και από κοντά τον δημιουργικό διάλογο καθώς η καθημερινή ζωή εκεί προέβαλλε τις δικές της απαιτήσεις και τους περισπασμούς.
Ο χρόνος ήταν πάντα λίγος αλλά η πεποίθηση παρέμενε ότι... «κάποτε θ’ αποδειχτεί με έργο ότι συμπορευόμαστε», όπως ο ίδιος ο Μάριος έγραψε χαρακτηριστικά σε μια φωτογραφία του που μου εστειλε τον Μάη του 1981 (η φωτογραφία ήταν νομίζω από τη συνέντευξη τύπου στο θέατρο του Κουν με αφορμή το ανέβασμα του έργου του Ο γάμος απο τον Κούν το 1981).
Τελικά το μόνο χειροπιαστό δείγμα δημιουργικής συνεύρεσης που άφησε η πρώτη δεκαετία της γνωριμίας μας ―εκτός από τον ραδιοφωνικό «Εμφύλιο Πόλεμο»― ήταν το ποιήμά του «Γιέ μου» που είχα μελοποιήσει πριν συναντηθούμε στην Ελλάδα. Η χρονική συγκυρία τότε ήταν φαίνεται και για τους δύο σωστή γιατί εκείνη την περίοδο, πέρα από τους όποιους προβληματισμούς και τα όσα ο καθένας μας ξεχωριστά ονειρευόταν και σχεδίαζε περί Ζωής και Τέχνης, ήμαστε και οι δύο συντονισμένοι ψυχικά, συναισθηματικά και πνευματικά στο ίδιο μήκος κύματος που όριζε η δραματική πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα.
Στην συνέχεια, με την μεταπολίτευση, οι δημιουργικοί μας δρόμοι δε βρέθηκαν να συναντώνται και να τέμνονται, παρόλο που αναλώσαμε πολύ χρόνο σε συζητήσεις και αναζητήσεις για να βρούμε αυτήν την τομή. Θεωρητικά και οι δυο πιστεύαμε στον στόχο και στην προοπτική να φτάσουμε μαζί σε μια νέα, συναρπαστική, δημιουργική συνεύρεση λόγου και μουσικής. Ίσως όμως να μην ήταν η σωστή χρονική συγκυρία. Ο Μάριος δούλευε εντατικά προχωρώντας στον θεατρικό δρόμο που ήδη πατούσε αλλά έπρεπε να τον ολοκληρώσει πριν αναζητήσει άλλους δρόμους θεατρικής έκφρασης. Εγώ, από την άλλη μεριά, είχα βρεθεί μουσικά σε έναν δρόμο που ξεκινούσε από το χώρο της αρχαίας τραγωδίας, ο δρόμος αυτός με είχε συναρπάσει και ήδη αναζητούσα την εξέλιξή του προς αυτό που αργότερα ονόμασα το «Θέατρο του Ήχου». Ένα είδος θεάτρου όπου λόγος και ήχος αποτελούν ενιαίο τρόπο δραματικής έκφρασης.
Προς την κατεύθυνση αυτή είχα ήδη μια πρώτη σημαντική εμπειρία όταν το BBC μου είχε αναθέσει το 1976 να συνθέσω την μουσική στον AG του Gabriel Ovipositor, έργο που επιχειρούσε μια νέα, μουσικοδραματική προσέγγιση του αισχύλειου Αγαμέμνονα.
Όλα αυτά τα συζητούσαμε με τον Μάριο και πιστεύω ότι εάν τότε ζούσαμε στον ίδιο τόπο θα είχαμε οδηγήσει τον προβληματισμό μας σε κάποια χειροπιαστά εγχειρήματα.
Η απόσταση δε βοηθούσε, ούτε οι ιδιαιτερότητες των δύο τόπων και αντίστοιχα της ζωής που έκανε ο καθένας μας σ΄ αυτούς, με διαφορετικές πιέσεις, διαφορετικά επιτεύγματα, διαφορετικές ανελίξεις αλλά και διαφορετικά προβλήματα.
Σε εκείνη την φάση συμβαίνανε και στους δυο μας πολλά από όλα τα παραπάνω. Έτσι, η πρώτη φάση της πολύ ιδιαίτερης γνωριμίας μας, μετά από δέκα περίπου χρόνια, βραχυκυκλώθηκε.
Τον Φεβρουάριο του 1984 ο Μάριος ήρθε στο Λονδίνο για να παραστεί στην πρώτη εκτέλεση του μουσικο-χοροδραματικού μου έργου Είδωλα
που δόθηκε στο Queen Elisabeth Hall.
Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα ακολούθησε απόλυτη σιωπή. Δεν ξαναεπικοινωνήσαμε και, όπως έμαθα μετά, η περίοδος εκείνη ήταν πολύ δύσκολη για εκείνον, κυρίως γιατί η προσωπική του ζωή αλλά και η υγεία του δοκιμάστηκαν σκληρά.
Η επόμενη συνάντησή μας έγινε τυχαία 3-4 χρόνια αργότερα στην είσοδο του Ραδιομέγαρου της ΕΡΤ προς τα τέλη της δεκαετίας του’ 80. Ήμουν με την Δόξα Σιβροπούλου της Ελληνικής Υπηρεσίας του BBC και πηγαίναμε σε ένα στούντιο της ραδιοφωνίας για κάποιο μοντάζ.
Μπαίνοντας από την κινούμενη κυκλική πόρτα της εισόδου, δυο βήματα απέναντι μας ήταν ο Μάριος με μια άγνωστή μου κυρία και πλησίαζαν προς την έξοδο για να βγουν. Στιγμιαία ακινητοποιηθήκαμε. Αμέσως μετά, χωρίς τον παραμικρό δισταγμό, λες και είχαμε σκηνοθετική οδηγία, ο Μάριος και εγώ προχωρήσαμε δυο βήματα μπροστά και αρχίσαμε μεταξύ μας έναν αλλόκοτο, αυτοσχέδιο, σουρεαλιστικό διάλογο, που δεν είχε καμιά σχέση με την πραγματικότητα.
Αυτό κράτησε για λίγα δευτερόλεπτα, πριν τελικά αγκαλιαστούμε γελώντας και επανέλθουμε στην πραγματικότητα αφού έγιναν βέβαια και οι απαραίτητες συστάσεις με την Βίκυ Μουνδρέα και την Δόξα Σιβροπούλου.
Έτσι άρχισε η δεύτερη περίοδος της φιλίας με τον Μάριο που κράτησε μέχρι το τέλος.
Τα χρόνια αυτά κάναμε αρκετή παρέα και οι τέσσερεις. Δηλαδή τα δύο ζευγάρια που είμαστε πλέον, ο Μάριος με την Βίκυ και εγώ με την Δόξα.
Περνούσαμε μαζί κάποιο χρόνο και στο Λονδίνο όταν ο Μάριος και η Βίκυ ερχόντουσαν ταξίδι. Κυρίως όμως βρισκόμαστε στον Αλέξανδρο. Ο Αλέξανδρος ήταν τότε (αρχές της δεκαετίας του ‘90) ένα μικρό, πανέμορφο, εγκαταλελειμμένο χωριουδάκι σε μια βουνοκορφή της Λευκάδας. Το είχαν ανακαλύψει ο Μάριος και η Βίκυ, μας είχαν μηνύσει σχετικά, σπεύσαμε και με πολύ αισιοδοξία και οίστρο αγοράσαμε κάποια πανέμορφα πέτρινα ερείπια και στήσαμε εκεί τα σπίτια μας και την ζωή μας, τους καλοκαιρινούς κυρίως μήνες. Ο Αλέξανδρος δεν έγινε απλά και μόνο ένας προορισμός για διακοπές. Ειδικά τα πρώτα χρόνια δουλεύαμε εκεί σκληρά για να στήσουμε, να συντηρούμε και να βελτιώνουμε τα σπίτια μας που εκεί στα βουνά ήθελαν συνεχή φροντίδα.
Η ζωή μας στον Αλέξανδρο έγινε τρόπος ζωής, συχνά κουραστικός αλλά πάντα επιστρέφαμε εκεί και ξαναβρισκόμαστε ανανεωμένοι, για να χαρούμε το μοναδικό περιβάλλον και την παρέα μας.
Οι συζητήσεις και οι μουσικο-δραματικοί προβληματισμοί με τον Μάριο συνεχίστηκαν.
Δεν είχαν πάντως την ένταση και την «αίσθηση του επείγοντος» της προηγούμενης δεκαετίας.
Αυτή είχε σε μεγάλο βαθμό αντικατασταθεί από την ενδόμυχη πεποίθηση ότι εάν είναι να βρεθούμε δημιουργικά, αυτό θα συμβεί όταν θα είμαστε έτοιμοι. Μετά, ήρθε η «Ανοιξη».
Η δεύτερη συλλογή διηγημάτων του Μάριου με τίτλο Η Κλειδαρότρυπα και άλλες ιστορίες. Έφτασε στα χέρια μου αρκετά αργότερα από την έκδοσή της και τα διηγήματά της συλλογής τα διάβασα σταδιακά και όχι με την σειρά που ήταν τυπωμένα. Όλα με εντυπωσίασαν και διαπίστωσα ξανά πόσο δυνατός ήταν ο πεζογράφος Ποντίκας.
Από τα τελευταία διηγήματα που διάβασα ήταν η «Άνοιξη»... Ήρθε σαν ανέλπιστη μουσική αποκάλυψη αφού το ίδιο το format της γραφής που είχε δώσει ο Μάριος στο κείμενο ήταν σχεδόν σαν έτοιμο σενάριο για μια μουσική χοροδραματική πράξη. Έπεσα με τα μούτρα στην δουλειά και ολοκλήρωσα την παρτιτούρα για δύο χορευτές/ηθοποιούς, δύο μουσικούς (βιολί/βιολοντσέλο) και ηλεκτρονικό sound track.
Για την παρουσίασή του ενδιαφέρθηκε η Κύπρος ―τόπος της πατρικής μου καταγωγής― και ο ΘΟΚ, υπο την διεύθυνση τότε του ικανότατου και ευφάνταστου Άντη Μπαρτζίλη.
Ο ΘΟΚ προέβαλλε ιδιαίτερα το γεγονός ότι η χοροδραματική πράξη «Άνοιξη» είχε βασιστεί στο ομότιτλο διήγημα του Μάριου Ποντίκα.