Ο «μυθικός» Ποντίκας

Στο πρώην Ανατολικό Βερολίνο (Φωτ. Ν. Παναγιωτόπουλου)
Στο πρώην Ανατολικό Βερολίνο (Φωτ. Ν. Παναγιωτόπουλου)



Από τις αρχές Νοεμβρίου του 1990 μέχρι τα τέλη Μαρτίου του 1991 το Θέατρο Στοά ―αυτό το σταθερό λίκνο γένεσης και ανατροφής του νεοελληνικού έργου από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 μέχρι σήμερα― πλαισίωσε (σε σκηνοθεσία πάντα του Θανάση Παπαγεωργίου) το έκτο κατά σειρά θεατρικό έργο του Μάριου Ποντίκα,* την «αβάσταχτα γελοιογραφική» σπονδυλωτή σάτιρα Κοίτα τους ― ενώ τρία άλλα έργα του συγγραφέα είχαν ανεβεί επίσης μέχρι εκείνη την εποχή από άλλους θεατρικούς οργανισμούς στην Αθήνα, την επαρχία και το εξωτερικό.** Έπειτα από μια δεκαπενταετή περίπου αποχή γόνιμης σιωπής και περισυλλογής από τότε, ο Μάριος Ποντίκας, ένας από τους πιο προσεκτικούς οικοδόμους και διεισδυτικούς ανατόμους της μεταπολεμικής και μεταπολιτευτικής ελληνικής κοινωνίας, επιστρέφει στις αρχές της νέας χιλιετίας, και πάλι στο θέατρο και πάλι στο Θέατρο Στοά, όχι αναγεννημένος και άρδην μεταμορφωμένος (γιατί τα μέλλοντα ίχνη υπήρχαν σπερματικά και κυοφορούνταν ήδη στο προηγούμενο έργο του), αλλά σίγουρα μετατοπισμένος πλέον συνειδητά και έκδηλα προς ένα «άλλο είδος γραφής», πιο αφαιρετικής, ποιητικής και ενδοσκοπικής: Καρποί αυτής της δεύτερης φάσης του Μάριου Ποντίκα είναι τρία θεατρικά ―αρχαιόθεμα ή αρχαιόμυθα, όπως τα προσδιορίζουμε στις θεατρικές σπουδές― έργα, στα οποία θα αναφερθώ πολύ σύντομα εδώ: Ο δολοφόνος του Λάιου και τα κοράκια (2004), Η Κασσάνδρα απευθύνεται στους νεκρούς (2007) και το Χλιμίντρισμα (2015), που έμελλε να είναι και το θεατρικό ρέκβιεμ του συγγραφέα.

Το 2004, εν μέσω τότε της απόλυτης ιδεολογικής και καταναλωτικής ευφορίας της προ-ολυμπιαδικής περιόδου, ο Ποντίκας, απομακρυνόμενος από τον –φαινομενικό έστω– κοινωνικό ρεαλισμό των προηγούμενων έργων και βουτώντας για πρώτη φορά τόσο βαθιά και τόσο ρητά στο διακειμενικό ορυχείο του αρχαίου λογοτεχνικού μύθου, εκπλήσσει θεατές, κριτικό και ακαδημαϊκό κοινό, με το μονολογικό δίπτυχο Ο δολοφόνος του Λάιου και τα κοράκια. Έργο δύσκολο στην από σκηνής επικοινώνησή του, το οποίο δαμάστηκε με αποτελεσματικότητα (και μεγάλο κριτικογραφικό εκτόπισμα) από τις 24 Φεβρουαρίου μέχρι τις 4 Απριλίου του 2004 στο Θέατρο Στοά (το έβδομο κατά σειρά έργο του που παίχτηκε εκεί, για να επανέλθω στην αρχική «αριθμητική») σε σκηνοθεσία Γιάννη Αναστασάκη, σκηνικά-κοστούμια Γιώργου Πάτσα (με συνεργάτη την Τότα Πρίτσα), μουσική Νίκου Μενουδάκη και με ηθοποιούς το βαρύ πυροβολικό-δίδυμο του θεάτρου Στοά, τους Θανάση Παπαγεωργίου και Λήδα Πρωτοψάλτη, που έδωσαν ψυχή και δύναμη στα «μη-πρόσωπα» του έργου, τον Άντρα και τη Γυναίκα, και τις (ομιλούσες μέσω της σιωπής τους) κοπέλες-συνοδούς (κόρες) του αντι-Οιδίποδα Άντρα, Εύα Καμινάρη και Μαρία Παπαστεφανάκη. Σε επανάληψη το έργο παρουσιάστηκε στο Στάδιο των Δελφών στις 2 Ιουλίου του ίδιου χρόνου (2004), στο πλαίσιο της 12ης ―αφιερωμένης στον Σοφοκλή― Διεθνούς Συνάντησης Αρχαίου Δράματος· η παράσταση επαναλήφθηκε στο θέατρο Στοά από την 1η Οκτωβρίου 2004 μέχρι τις 21 Νοεμβρίου 2004· ο μονόλογος μόνο του Άντρα παρουσιάστηκε στις 2 Ιουνίου 2006 στη Θεσσαλονίκη στο πλαίσιο του 1st Performing Arts Market, ενώ μια δεύτερη ―και πολύ διαφορετική, αισθητικά, σε σχέση με την πρώτη― σκηνική ανάγνωση του έργου υποστηρίχθηκε από τη σκηνοθέτρια Λέα Μαλένη και τον Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου (Πειραματική Σκηνή στη Λευκωσία) τον Οκτώβριο του 2006: Σκηνικά-Κοστούμια: Μελίτα Κούτα, Σχεδιασμός πολυμέσων: Νικολέτα Καλαθά, Ηχητικό υπόστρωμα, Σύνθεση ήχων: Γιώργος Ροδοσθένους, Σχεδιασμός φωτισμών: Καρολίνα Σπύρου, Σχεδιασμός ήχου: Λέα Μαλένη, Γιώργος Ροδοσθένους, Γιάννος Τριλλίδης, με τους Νεοκλή Νεοκλέους και τη Στέλα Φυρογένη ως Άντρα και Γυναίκα, αντίστοιχα. Το κείμενο συμπεριλήφθηκε αρχικά στο πρόγραμμα της παράστασης του Θεάτρου Στοά, σε ένθετο δόθηκε η αγγλική του μετάφραση, ενώ δημοσιεύτηκε κανονικά το 2007, στον τρίτο τόμο των Απάντων του Μάριου Ποντίκα, από τις ―υποστηρικτικές επίσης από το δικό τους πολιτιστικό μετερίζι στο νεοελληνικό θεατρικό έργο― εκδόσεις Αιγόκερως.

Τον μονόλογο του/ενός «σημερινού Οιδίποδα», που, υποβοηθούμενος από δύο σιωπηλές «κοπέλες», απευθύνεται σε ένα κοινό δημοσιογράφων εν είδει συνέντευξης Τύπου, σε μια συμπυκνωμένη «αμφισβήτηση του διαφωτιστικού μοντέλου γνώσης … που έμελλε να γίνει η βάση μιας αμφιλεγόμενης προόδου», διαδέχεται στο δεύτερο μέρος του έργου ο σιβυλλικός μονόλογος μιας «Γυναίκας»-Κόρακα-οιωνού-Τειρεσία, σε μια οντολογική και έμφυλη επέκταση αυτής της «σπουδής πάνω στη φυσιολογία και την παθολογία του ανθρώπινου Λόγου» «τόσο ως ενδιάθετης νοητικής ικανότητας όσο και ως έναρθρης ομιλίας». «Αισθάνομαι ότι δεν είπα ακριβώς αυτό που ήθελα, / μόλις νόμιζα ότι το λέω εκείνο μου ξέφευγε, / στην επόμενη φράση έλεγα, / και έψαχνα τις σωστές λέξεις, και πάλι ξεγλιστρούσε. / Δεν σας συμβαίνει εσάς; Να μιλάς και όλο να ξεφεύγει και να / πετάει/ και να χάνεται και να μιλάς, / και να μιλάς / και να λες και να ξεχνάς τι ήθελες στο τέλος, τέλος πάντων, / δεν ξέρω, με καταλαβαίνετε; / Με καταλάβατε; / Ήθελα να πω… (Δυσκολεύεται). / Ήθελα να πω…» – είναι τα τελευταία λόγια του Άντρα προς το «κοινό», πριν στραφεί προς τις δύο βουβές κόρες «που κλαίνε», με τα οποία κορυφώνεται η ήττα του προαιώνιου ανθρώπου μπροστά στην αδυναμία των κέντρων λόγου να ταξινομήσουν την κοσμική εμπειρία και στην εσαεί αναβολή του επιζητούμενου όσο και ανεκπλήρωτου νοήματος.

Εάν στον Δολοφόνο του Λάιου και τα κοράκια, παρόλη την υπερρεαλιστική γραφή και μυθοπλασία, η σχέση με την «πραγματικότητα» δεν έχει ακόμη καθ’ ολοκληρίαν διαρραγεί (υπάρχει μια συνεχής αναφορικότητα στο σοφόκλειο πρότυπο, δίνονται κάποια στοιχεία για την ταυτότητα τουλάχιστον του Άντρα, υπάρχει ένα «πραγματικό» καταστασιακό συνεντευξιακό πλαίσιο), στα επόμενα δύο έργα η φυσική πραγματικότητα εξανεμίζεται για να παραχωρήσει την αποκλειστική θέση στην αχρονία και την ου-τοπία του Μύθου.

Σε μικρή χρονική απόσταση από τον Δολοφόνο του Λάιου και τα κοράκια, ο Ποντίκας εδραιώνει την ανοιχτή στροφή του προς ένα θέατρο ποιητικό, που διερευνά και μαζί ερείδεται στην αποσπασματικότητα, μέσα από την αποκλειστική χρήση της μονολογικής και της αφηγηματικής μορφής. Ο Ποντίκας διαλέγεται και πάλι θεματικά με τον αρχαίο μύθο, πειραματίζεται εκ νέου δραματουργικά με τις επιτελεστικές δυνατότητες του «θεάτρου του λόγου» και προκαλεί και πάλι τις εφησυχασμένες συνειδήσεις και τις γλωσσικές καθηλώσεις των ζώντων, με το «δράμα εσχατολογικής απελπισίας» Η Κασσάνδρα απευθύνεται στους νεκρούς: εδώ η Τρωάδα αρχετυπική προφήτισσα, «στα χαλάσματα μιας κυκλικής χρονικότητας και αδιέξοδης δυστοπίας», πλαισιωμένη από τις σαρκαστικά σχολιαστικές –δάνειες από τον Σαίξπηρ και τον Μπέκετ— παρεκβάσεις των Ερινύων, Αληκτώς, Μέγαιρας και Τισιφόνης, αποδύεται σε έναν παραληρηματικό και ασύμμετρο μονόλογο «ψελλίζοντας ανάμεσα στους νεκρούς το τέλος της ανθρώπινης ελπίδας». «Ολόκληρο το κείμενο είναι βλασφημία και βεβήλωση του ανθρώπου. Χλευασμός της ανθρώπινης ύπαρξης. Και όλων των παρηγορητικών θεωριών που κυριάρχησαν κατά καιρούς, όπως ο Διαφωτισμός. Δεν πιστεύω στον άνθρωπο. Ούτε στα έργα του ούτε στο μυαλό του» –δήλωνε το 2007 σε συνέντευξή του ο Μάριος Ποντίκας με αφορμή αυτή τη δεύτερη, μετά τη θεατρική επανάκαμψή του, πρότασή του, με την οποία συνέχισε απτόητα τη «μετακίνηση» των ορίων της γραφής και των θέσεών του για το θέατρο και τον κόσμο. Το ανησυχητικό αυτό έργο –όταν ακόμη τίποτε δεν προμήνυε τα διαδοχικά οικονομικά πακέτα μέτρων και τα διαδοχικά επώδυνα μνημόνια, που ακολούθησαν– πρωτο-παρουσιάστηκε στο πλαίσιο της 2ης Διεθνούς Συνάντησης Αρχαίου Δράματος στη Σικυώνα τον Αύγουστο του 2006, σε ανάγνωση του Θεόδωρου Τερζόπουλου. Από τις 11 Μαΐου μέχρι τις 3 Ιουνίου του 2007 ο ίδιος σκηνοθέτης υποστήριξε με την εγνωσμένη αισθητική ευφυία του την παράσταση του έργου στο Θέατρο Άττις, επιστρατεύοντας πέντε σφυρηλατημένους στην υποκριτική ιδιόλεκτό του ηθοποιούς (Τάσος Δήμας, Σάββας Στρούμπος, Μελέτης Ηλίας Νικηφόρος Βλάσσης Αντώνης Μυριαγκός) και αντιπαρατάσσοντας, στο λεκτικό παραλήρημα της προφήτισσας και των Ερινύων, τον «βουνό θρήνο» μιας δεύτερης Κασσάνδρας (σκηνικά: Θεόδωρος Τερζόπουλος επίσης, μουσική: Παναγιώτης Βελιανίτης).

Εάν το έργο Ο δολοφόνος του Λάιου και τα κοράκια, με τη δημοσίευσή του το 2007, παγιώθηκε ως δραματικό κείμενο, δεν συνέβη το ίδιο και με την Καταγραφή εφιάλτη, Απόπειρα Ι, όπως ήταν ο αρχικός υπότιτλος της Κασσάνδρας. Ο συγγραφέας συνέχισε να παλεύει με το ―θεατρικά ήδη δικαιωμένο— κείμενό του και κυρίως να παλεύει με τα υποστασιακά ζητήματα και τις εκφραστικές προκλήσεις, που έθεσαν τόσο το ίδιο το κείμενο όσο και η παράστασή του. Σ’ αυτή τη δημιουργική διαπάλη, ο συγγραφέας αναδιαμόρφωσε και επέκτεινε την αρχική κειμενική μήτρα σε δραματουργικό μήκος και ερμηνευτικό πλάτος, καταλήγοντας το 2010 στο «σκηνικό τρίπτυχο» Χλιμίντρισμα, στο οποίο εγκιβωτίζεται ο «λόγος της Κασσάνδρας προς τους νεκρούς» και σε όλη τη διάρκεια του οποίου διασπείρονται και ενισχύονται οι παρεμβάσεις των τριών Ερινύων. Το νέο καταλυτικό «δραματικό πρόσωπο», που ανασημασιοδοτεί και αναβαπτίζει το Χλιμίντρισμα, είναι ο κένταυρος Χ(ε)ίρων. Ο μυθικός θεραπευτής, ανάπηρος στον κάτω κορμό και καθηλωμένος σωματικά στο δραματικό σύμπαν του Χλιμιντρίσματος, διατρέχει με τον λόγο του και τα τρία μέρη του τριπτύχου, σε μια σταδιακή και παλινδρομική μετακίνησή του από τη ζώσα φύση του χλιμιντρίζοντος α-λόγου προς τη νεκρή φύση του ολολύζοντος ου-λόγου, που ψελλίζει ατελέσφορα η Κασσάνδρα, απευθυνόμενη πάντα προς την αεί και επί ματαίω βαυκαλιζόμενη και βαυκαλίζουσα με «τυφλές ελπίδες» ανθρώπινη κοινότητα. Η γραφή επανέρχεται αφαιρετική, θραυσματική και κρυπτική, σε ένα μεταδραματικό καλειδοσκόπιο σπαραγμάτων από διάσπαρτες αναμνήσεις, σκέψεις και προαισθήσεις, εκφερόμενων σε απροσδιόριστο δραματικό χώρο και χρόνο∙ η πραξιακή δράση υποχωρεί εντελώς μπροστά στη γλωσσική δράση, που αναπτύσσεται στο μεταίχμιο μεταξύ πραγματικού και μεταφυσικού, ανθρώπινου και υπανθρώπινου, έναρθρου και άναρθρου∙ το λογοτεχνικό διακείμενο πυκνώνει σε άμεσες και έμμεσες αναφορές (Προμηθεύς Δεσμώτης, Αγαμέμνων, Ευμενίδες, μυθικές αφηγήσεις για τον Χείρωνα)∙ τα όρια της γραφής και του κόσμου δοκιμάζονται και παραβιάζονται, για να αναλάμψει η απόλυτη διάψευση και από τη γραφή και από τον κόσμο και να κατισχύσει εν τέλει η –θαυμαστή μέσα στη διαύγεια και τη βεβαιότητά της– αυτοσυνείδηση της απόλυτης χρεοκοπίας: της πολιτικής, της κοινωνικής, της επιστημονικής, της φιλοσοφικής, της ποιητικής.

Τον Αύγουστο του 2011, αποσπάσματα από το Χλιμίντρισμα αναγνώστηκαν, από τον ίδιο τον συγγραφέα και τον σκηνοθέτη Θεόδωρο Τερζόπουλο, στην 3η Διεθνή Συνάντηση Αρχαίου Δράματος στη Σικυώνα, και το 2015 ο Σπύρος Παπαϊωάννου και η Χριστίνα Χαραλαμποπούλου, νέοι και διορατικοί τότε εκδότες και βιβλιοπώλες, τόλμησαν, σε χαλεπούς οικονομικά και πνευματικά καιρούς, να κοινωνήσουν ευρύτερα το έργο του Μάριου Ποντίκα και μάλιστα με αυτό να εγκαινιάσουν την εκδοτική τους δραστηριότητα: Η καλαίσθητη έκδοση ήταν δίγλωσση, με το θεατρικό έργο να αποδίδεται στα αγγλικά από την έμπειρη θεατρική συγγραφέα και μεταφράστρια, διδάκτορα στη Θεατρική Μετάφραση και τις Διαπολιτισμικές Σπουδές, Πένυ Φυλακτάκη, και πλαισιωμένη από έναν σύντομο δικό μου πρόλογο και ένα εκτενέστερο επίμετρο του εξαιρετικού συναδέλφου από το Ανοιχτό Πανεπιστήμιο Κύπρου, Βάιου Λιαπή, επίμετρο το οποίο σε ακόμη πιο ανεπτυγμένη μορφή δημοσιεύτηκε στο 14ο τεύχος του διεθνούς επιστημονικού περιοδικού ΛογείονΤo Χλιμίντρισμα του Μάριου Ποντίκα: Πρώτα αρχαιογνωστικά προλεγόμενα»). Το βιβλίο και το θεατρικό έργο παρουσιάστηκαν τον Φεβρουάριο του 2015 στο θέατρο Άττις, αλλά το έργο δεν έχει ακόμη παιχθεί παρά το γεγονός ότι ο χειμαρρώδης, παραληρηματικός και ποιητικός-μουσικός λόγος του, ο έναρθρος και ο άναρθρος, παρέχει προκλητικές δυνατότητες για σωματοποίηση και σκηνική έκφραση, για ενορχήστρωση ενός ολόκληρου κόσμου ήχων, απόηχων και σιωπών. Για να μη μιλήσουμε για τις ριζικές στοχαστικές ανατάσεις που προσφέρει αυτός ο πυκνός δραματικός επίλογος του ανθρώπινου γένους, το οποίο παρακολουθείται από την πρωτοαρχαϊκή εποχή της γένεσης του κόσμου για να καταλήξει στον μεταβιομηχανικό και μετανεωτερικό δυτικό εικοστό αιώνα και τα αδιέξοδά του. Ελπίζω και εγώ όπως πολλοί άλλοι φανατικοί θαυμαστές του Μάριου Ποντίκα ότι και το έργο αυτό θα βρει τον θεατρικό δρόμο του.

Ο Μάριος Ποντίκας μπορεί να μην είναι φυσικά παρών ανάμεσά μας, αλλά είναι ριζικά παρών στο μυαλό και τις καρδιές όσων τον γνώρισαν αλλά και ριζικά παρών μέσω του θεατρικού κληροδοτήματος που μας καταλείπει. Η ζωή αυτού του κληροδοτήματος είναι ήδη μακρά (πενηντάρισε ήδη) και συνεχίζεται ακατάβλητη, όπως αποδεικνύει, μεταξύ άλλων, η πολύ επιτυχημένη παράσταση, επί δύο συνεχείς χρονιές (2022-2023), του Γάμου από την Ελένη Σκότη και την Ομάδα Νάμα στο Θέατρο επί Κολωνώ, ενός έργου που εν τη γενέσει του αποτύπωνε όλη την παθογένεια στις ανδροκρατούμενες δομές της νεοελληνικής κοινωνίας των δεκαετιών ’70-’80, αλλά το οποίο γίνεται ανατριχιαστικά επίκαιρο, μέσα στο σύγχρονο κοινωνικό ―κακοποιητικό ακόμη με πολλούς τρόπους― σήμερα.

Αυτόν τον οξύ παρατηρητή της κοινωνίας και των ανθρώπων της, αυτόν τον μονίμως ανήσυχο, δαιμόνιο, στοχαστικό και ευφυή δημιουργό, που δεν επαναπαύθηκε στην ασφάλεια της κεκτημένης και επιτυχημένης θεατρικής του πορείας, αλλά διαρκώς μετακινούνταν στα ―και μετακινούσε τα― όρια της γραφής του, τιμούμε σήμερα και θα τιμούμε στο μέλλον, προσπαθούμε σήμερα και θα προσπαθούμε στο μέλλον να αποτυπώσουμε με την ευκαιρία αφιερωμάτων, συνεδρίων ή, ακόμη καλύτερα, θεατρικών παραστάσεων των έργων του.








Επίμετρο

Το παραπάνω κείμενο στη μεγαλύτερη έκτασή του είναι αυτό που εκφωνήθηκε στην εκδήλωση «Ο δικός μας Μάριος», την οποία οργάνωσε και φιλοξένησε το Θέατρο Στοά την Τρίτη 25 Απριλίου 2023, για να τιμήσει τον θεατρικό συγγραφέα που συνδέθηκε με τη Στοά από τα πρώτα του ήδη σκηνικά βήματα (Ο λάκκος και η φάβα 1972-1973) και με τον οποίο η Στοά συνδέθηκε εξαρχής σχεδόν της ίδρυσής της και για πολλές δεκαετίες στη συνέχεια μέχρι το 2004. Σε εκείνη την εκδήλωση, ανάμεσα στους ομιλητές ήταν και ο ποιητής και συγγραφέας Δημήτρης Καλοκύρης, ιδρυτικό και βασικό στέλεχος του χαλκέντερου συντακτικού πυρήνα του περιοδικού Χάρτης, μαζί με την Ελένη Καλοκύρη, τον Γιώργο Χουλιάρα, τον Αχιλλέα Κυριακίδη και τον διαρραγέντα αδόκητα κρίκο, Μάριο Ποντίκα. Η ευγενής επανερχόμενη πίεση του Μάριου να συμβάλω στην ύλη του νεότευκτου τότε ηλεκτρονικού περιοδικού μού έδωσε το κίνητρο να γράψω και την ευκαιρία να δημοσιεύσω δύο κείμενά μου στα τεύχη 14 και 15 (Φεβρουάριος και Μάρτιος 2020). Η αγωνία του για την έγκαιρη και ποιοτική τροφοδότηση του Χάρτη ήταν πάντα συγκινητικά έντονη, και πιστεύω ότι συνέβαλε και αυτή το δικό της ζωτικό μερίδιο στη δυναμική δρομολόγηση και στην επιτυχή διαιώνιση του εκδοτικού αυτού εγχειρήματος, που αριθμεί σήμερα, έξι χρόνια περίπου μετά το πρώτο τεύχος (2019), τον εντυπωσιακό αριθμό των 83 τευχών. Όπως στην αφιερωματική εκδήλωση του 2023 ήταν μια εξαιρετική τιμή και συγκίνηση για μένα να με συμπεριλάβει το θέατρο Στοά στο δικό του «μας», δίνοντάς μου την ευκαιρία να μιλήσω για τον σημαντικό και αλησμόνητο δημιουργό και φίλο, έτσι και σήμερα, δύο χρόνια μετά, είναι εξαιρετική τιμή και συγκίνηση για μένα η συμμετοχή μου στο αφιέρωμα του χάρτη, αυτή την άλλη συναφή «Στοά» φροντίδας και θεραπείας των γραμμάτων και των τεχνών, με την οποία συνδέθηκε επίσης στενά, μακρόχρονα και παθιασμένα «ο δικός μας Μάριος». Τότε και τώρα, τον νιώθω να παρευρίσκεται κοντά μας, να αφουγκράζεται ή να παρακολουθεί μία-μία τις λέξεις και τις φράσεις, αινιγματικά χαμογελαστός, έτοιμος να εκφέρει το απροσδόκητο (αυτό- κυρίως) σαρκαστικό λογοπαικτικό σχόλιο, να συζητήσει ουσιωδώς, να διαφωνήσει ευθαρσώς και να συμφωνήσει εκθύμως. Ως ελάχιστο ανταποδοτικό δείγμα για τη δωρεά του σε πολλές ώρες ψυχοσωματικής εγρήγορσής μου ως θεατή, διανοητικής σπαζοκεφαλιάς μου ως θεατρολόγου, θυμικής χαρμοσύνης μου ως αναγνώστριας, συνολικής βελτίωσής μου ως ανθρώπου, κατέφυγα μιμητικά στην «αυθεντία του συγγραφέα» για να μεταφέρω εδώ ως κατακλείδα –εντελώς κυριολεκτικά και καταργώντας οποιαδήποτε ειρωνική χρήση– την (αυτό)αφιερωματική και (αυτό)ειρωνική προμετωπίδα του Ποντίκα στο μνημειώδες εκείνο δίτομο πόνημα Κουταμάρες (και μία εξυπνάδα…) του 2012 και του 2014 (που πληροφορούμαι μετά μεγάλης χαράς ότι θα επανεκδοθεί από τον δυναμικό «Μωβ Σκίουρο»). Με τον φόβο, μάλλον την ψύχραιμη βεβαιότητα, ότι σ’ αυτή την ακροτελεύτια δάνεια αφιέρωση στο ξεχωριστό και αχώριστο ―όσοι φυσικοί θάνατοι και αν μεσολαβήσουν― ζεύγος Ποντίκα έγκειται και η μόνη «εξυπνάδα» του κειμένου μου.

Στον εκλεκτό συγγραφέα Μάριο Ποντίκα
και την επίσης εκλεκτή σύντροφό του, Βίκυ.



–––––––––––––––
*Μετά τις παραστάσεις των έργων: Η πανοραμική θέα μιας νυκτερινής εργασίας (1971-72, μονόπρακτο ενταγμένο στην παράσταση Ελληνικά μονόπρακτα), Ο λάκκος και η φάβα (1972-73), Θεατές (1978-79), Εσωτερικαί ειδήσεις (1980), Η γυναίκα του Λωτ (1988-1989).

** Το Τρομπόνι ανέβηκε από το Θεατρικό Εργαστήρι Θεσσαλονίκης (1973-74), τη Νέα Σκηνή Εθνικού Θεάτρου (1974) και το Ελληνικό Θέατρο Ελληνικής Κοινότητας της Στοκχόλμης (1976)· το έργο Η Διαθήκη ανέβηκε από το Θεσσαλικό Θέατρο (1977)· το έργο Ο Γάμος ανέβηκε αρχικά από το Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν (1980).

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: